ΣτΕ
414/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ισότητα
φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα - Εισαγωγή γυναικών στις σχολές αστυφυλάκων και
αξιωματικών της Αστυνομίας Πόλεων - Ποσοστώσεις - Συνταγματικότητα διατάξεων
περ. α παρ. 2 άρθρου 1 ν. 2226/1994 -.
Απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων
κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι
απαραίτητη για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, είναι θεμιτή μόνον εφόσον
προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από το νόμο αυτό ή τις
προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής
πείρας, ότι η απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα
κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια
να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση
δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι
αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Εφόσον ο ίδιος
ο νομοθέτης εξειδικεύει στο νόμο και την εισηγητική του έκθεση τους συγκεκριμένους
λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούν την ανάγκη θεσμοθέτησης ποσόστωσης
κατά την εισαγωγή των γυναικών στις σχολές αστυφυλάκων και αξιωματικών της
Αστυνομίας Πόλεων, καθώς και τα συγκεκριμένα, αντικειμενικά και πρόσφορα
κριτήρια βάσει των οποίων καθορίστηκε, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής
πείρας, το ποσοστό αυτό στο 15% επί του συνόλου των εισαγομένων σε κάθε σχολή,
η εισαγόμενη με την ειδική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994,
όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2713/1999, απόκλιση από
την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του
αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση
του επαγγέλματος αυτού είναι διαφανής, αναγκαία και πρόσφορη για την εύρυθμη
και αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας και συνεπώς
δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 2 του
Συντάγματος του έτους 1975 και των άρθρων 2 και 3 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
414/2006
ΤΟ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ'
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Οκτωβρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Π.Ζ. Φλώρος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του
Προέδρου του Τμήματος που είχε κώλυμα, Ν. Σακελλαρίου,
Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Μ.Παπαδοπούλου,
Σ. Κωνσταντίνου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Σ. Χάρου.
Για να
δικάσει την από 2 Ιουλίου 2003 έφεση:
της Α. Δ.
του Κ., κατοίκου Σερρών, οδός Β. αρ.*, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος
που υπογράφει την έφεση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά των
Υπουργών: 1) Δημόσιας Τάξης και 2) Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, οι οποίοι
παρέστησαν με την Δ. Κεφάλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά
της υπ' αριθμ. 2218/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση
άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Παπαδοπούλου.
Κατόπιν το
δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ζήτησε την απόρριψη της
υπό κρίση εφέσεως.
Μετά τη
δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
και
Αφού
μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε
κατά το Νόμο
1. Επειδή,
για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ.
αριθμ. 788540, 241405/2003 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή,
με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της υπ. αριθμ. 2218/2002 αποφάσεως του
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της παραλείψεως της Διοικήσεως να την
θεωρήσει ως επιτυχούσα των ειδικών κατηγοριών του άρθρου 42 του ν. 1481/1984 με
το σύστημα του ενιαίου απολυτηρίου και εισαγομένη στη Σχολή Αστυφυλάκων της
Ελληνικής Αστυνομίας, κατά τις γενικές εισιτήριες εξετάσεις του έτους 2000 στα
Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), και να την
καλέσει για κατάταξη στην πιο πάνω σχολή. Η παράλειψη εκδηλώθηκε αφενός μεν με
την Φ. 251/Β6/1659/20-9-2000 πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες των επιτυχόντων κατά τις
γενικές εισιτήριες εξετάσεις του έτους 2000 στα ΑΕΙ, αφετέρου δε με την Φ.
6000/2/897-μστ/21-10-2000 πράξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την
οποία κλήθηκαν οι επιτυχόντες υποψήφιοι να καταταγούν στη Σχολή Αστυφυλάκων της
Ελληνικής Αστυνομίας.
3. Επειδή,
στο άρθρο 4 του Συντάγματος του 1975 ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι
ενώπιον του νόμου. 2. Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και
υποχρεώσεις. 3 ...». Εξάλλου, στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος ως είχε προ
της αναθεωρήσεως του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των
Ελλήνων, ορίζεται ότι: «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4
επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο
νόμος». Περαιτέρω, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «Περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης
μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την
επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (Ε.Ε. αριθ.
Ν39/40 της 14.2.1976) ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι «... η
αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που
βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα ...» και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι
«η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε
διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων
και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας,
ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της
επαγγελματικής ιεραρχίας». Τέλος στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της
ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι, «η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν
τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές
δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την
πρόσβαση σ' αυτές, εφ' όσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεως τους, το
φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» (παρ. 2) και ότι «η παρούσα
οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως
όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα» (παρ. 3).
4. Επειδή,
οι διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, τόσον αυτές του
Συντάγματος, όσον και αυτές της οδηγίας οι οποίες είναι άμεσα εφαρμοστέες από
τα εθνικά δικαστήρια διέπουν δε και την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις ,θεσπίζουν
την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα
και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών.
Απόκλιση από την αρχή αυτή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων η οποία
εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, είναι θεμιτή μόνον εφόσον προβλέπεται από
ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές
εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι η
απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία
επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους και είναι αναγκαία και πρόσφορη για την
επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. Σ.τ.Ε. 1917/1998 Ολ.,
1850/2002 , 1137/2005, κ.ά.).
5. Επειδή,
στο άρθρο 1 του ν. 2226/1994, με τον τίτλο «Εισαγωγή εκπαίδευση και
μετεκπαίδευση στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στο Τμήμα Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και άλλες
διατάξεις» (φ. 122 Α), ορίζονται τα εξής : «1. Η εισαγωγή σπουδαστών στη Σχολή
Αστυφυλάκων και στη Σχολή Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας γίνεται με το
σύστημα των γενικών εξετάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του
ν. 1351/1983..., όπως έχουν τροποποιηθεί και συμπληρωθεί μεταγενέστερα και
ισχύουν κάθε φορά και με τις ειδικότερες ρυθμίσεις που αναφέρονται στις
ακόλουθες παραγράφους. 2. α (όπως το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης αυτής
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 2713/1999, φ. 89). Ο αριθμός των
εισαγομένων σε υφιστάμενες κατά το χρόνο αποφοίτησης τους κενές θέσεις σε
καθεμιά από τις παραπάνω Σχολές καθορίζεται κατ' έτος με κοινή απόφαση των
Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με βάση τις
ανάγκες κάθε φορά της Ελληνικής Αστυνομίας. Το ποσοστό των εισαγόμενων στις
Αστυνομικές Σχολές γυναικών καθορίζεται σε 15% επί του συνολικού αριθμού
εισακτέων. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στον αριθμό του αστυνομικού προσωπικού
που ασκεί δραστηριότητες διοικητικής υποστήριξης, διαβατηριακού
ελέγχου, τροχαίας, εφαρμογής τουριστικών και αγορανομικών διατάξεων και
ορισμένες ανακριτικές δραστηριότητες, για την άσκηση των οποίων ο παράγων φύλο
δεν ασκεί επιρροή, ενώ το λοιπό αστυνομικό προσωπικό, λόγω της φύσης της
αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, εκτελεί κάτω από δυσμενείς τοπικές και
χρονικές συνθήκες, δραστηριότητες που αφορούν στην αντιμετώπιση πράξεων βίας,
στην τήρηση ή αποκατάσταση της τάξης σε μαζικές εκδηλώσεις και συναθροίσεις,
στη δίωξη και σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, στην εξουδετέρωση εκρηκτικών
μηχανισμών, στη φύλαξη και μεταγωγή ανδρών κρατουμένων, στην προστασία υψηλών
προσώπων, στη δίωξη ζωοκλοπής, στην επαναπροώθηση
λαθρομεταναστών και σε ορισμένες τεχνικές εφαρμογές, οι οποίες για την άσκηση
τους απαιτούν αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, ταχύτητας και αντοχής, κριτήρια
τα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής και πείρας, διαθέτουν, λόγω
βιολογικών ιδιαιτεροτήτων, οι άνδρες ... 3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών
Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται οι δέσμες,
στις οποίες εντάσσονται οι Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών Ελληνικής
Αστυνομίας, το ποσοστό των εισαγομένων από κάθε δέσμη και κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια. 7. . . .». Εξάλλου, στην υπ. αριθμ. 6500/1/5/19-10-1994 κοινή
απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Δημόσιας Τάξης, που
εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της προαναφερομένης διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου
1 του ν. 2226/1994, ορίζονται τα εξής : «1. Οι Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων
της Ελληνικής Ακαδημίας ... εντάσσονται στις 4η και 1η δέσμες των Γενικών
Εξετάσεων», ακολούθως δε με το άρθρο 1 της 6000/2/76-γ'/31-5-2000 κοινής
απόφασης των Υπουργών Εθνικής ’μυνας, Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων και Δημόσιας Τάξης, με τον τίτλο «Καθορισμός αριθμού εισαγομένων
στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας κατά το
ακαδημαϊκό έτος 2000-2001» (φ. 718, τ. Β'), ορίστηκαν τα εξής : " 1. Ο
αριθμός των υποψηφίων που θα εισαχθούν στη Σχολή Αστυφυλάκων καθορίζεται σε
χίλιους τετρακόσιους (1400). Από τον αριθμό αυτό : α. Ποσοστό 25%, ήτοι 350
θέσεις, θα καλυφθούν από υποψηφίους που θα συμμετάσχουν με το παλαιό σύστημα
εξέτασης και θα κατανεμηθούν ισομερώς στην 1η και 4η δέσμη. β. Ποσοστό 75%,
ήτοι 1050 θέσεις, θα καλυφθούν από υποψηφίους που θα συμμετάσχουν με το νέο
σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ( ενιαίο απολυτήριο). 2 ... 3 ...
4. Από τον αριθμό των εισαγομένων, που καθορίζεται από κάθε μια των παραγράφων
1, 2, και 3, ποσοστό 10% προέρχεται από υποψηφίους των ειδικών κατηγοριών του
άρθρου 42 του Ν.1481/1984. 5.. .6 Από τον αριθμό των εισαγομένων που
καθορίζεται σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, ποσοστό 15% προέρχεται από
γυναίκες υποψήφιες. 7...». Τέλος στην εισηγητική έκθεση του ν. 2713/1999
αναφέρονται, σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 αυτού, που
αντικατέστησε τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της περ. α της παρ. 2 του άρθρου
1 του ν. 2226/1994, τα εξής : «Με το άρθρο 12 τροποποιείται η παρ. 2 του άρθρου
1 του ν. 2226/1994, που θέτει ποσοτικούς περιορισμούς για την εισαγωγή γυναικών
στις Αστυνομικές Σχολές, ώστε η νέα ρύθμιση να είναι απόλυτα εναρμονισμένη με
την επιταγή της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος . . . Αποτελεί κοινό τόπο
ότι η μη εφαρμογή ποσοστού εισαγωγής γυναικών στις Αστυνομικές Σχολές
μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει σε δυσχέρεια ή αδυναμία επιτέλεσης του έργου της
Ελληνικής Αστυνομίας προς διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της χώρας,
δεδομένου ότι η άσκηση των περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες
για την επιτέλεση του εν λόγω έργου απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά προσόντα του
προσωπικού της, όπως αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, αντοχής και ταχύτητας, τα
οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας διαθέτουν μόνο οι άνδρες. Με τη νέα
ρύθμιση εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται οι λόγοι και τα κριτήρια που
δικαιολογούν τη θεσμοθέτηση ποσοστού εισαγωγής γυναικών στην Ελληνική
Αστυνομία, το δε καθοριζόμενο ποσοστό σε 15% εξάγεται κατόπιν συνεκτίμησης των
ποσοστών διάθεσης της δυνάμεως της Ελληνικής Αστυνομίας στις δραστηριότητες του
κύκλου της αποστολής της. Η φύση της αποστολής και ο χαρακτήρας της Ελληνικής
Αστυνομίας ως ενόπλου και στρατιωτικά οργανωμένου Σώματος και οι συνθήκες
άσκησης των σχετικών δραστηριοτήτων της κατ' αρχήν συνιστούν αποχρώντες λόγους για να τεθούν περιορισμοί στην πρόσβαση
των γυναικών στο αστυνομικό επάγγελμα. Ειδικότερα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η
αστυνομική δύναμη σε ποσοστό 85% διατίθεται για την αντιμετώπιση της σύγχρονης
εγκληματικότητας και την τήρηση της τάξεως σε πολλούς τομείς της κοινωνικής
ζωής κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες με εναλλασσόμενο και
συνεχές καθ' όλο το 24ωρο ωράριο, που απαιτούν από το προσωπικό αυτό να
διαθέτει εκτός των πνευματικών προσόντων και αυξημένο επίπεδο φυσικής και
μυϊκής δύναμης, ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, ταχύτητα, αντοχή, υψηλό βαθμό
θάρρους και ψυχραιμίας, προσόντα στα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής λογικής
και πείρας υπερτερούν οι άνδρες έναντι των γυναικών. Στις εν λόγω
δραστηριότητες περιλαμβάνονται η αντιμετώπιση πράξεων βίας, η τήρηση ή
αποκατάσταση της τάξης σε μαζικές εκδηλώσεις (όπως συναθροίσεις, συγκεντρώσεις,
αθλητικές εκδηλώσεις), η δίωξη και σύλληψη επικίνδυνων κακοποιών, η φύλαξη και
μεταγωγή ανδρών κρατουμένων, η προστασία υψηλών προσώπων, η δίωξη της ζωοκλοπής,
η επαναπροώθηση λαθρομεταναστών και η εξουδετέρωση
εκρηκτικών μηχανισμών. Επομένως, αποκλείεται η χρησιμοποίηση γυναικών, λόγω των
γνωστών βιολογικών διαφορών, στις ως άνω δραστηριότητες, για την αποτελεσματική
άσκηση των οποίων ο παράγων του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο.
Περαιτέρω, ένα ποσοστό 15% του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας εκτελεί
ορισμένες ανακριτικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες διοικητικής υποστήριξης, διαβατηριακού ελέγχου, τροχαίας, εφαρμογής τουριστικών και
αγορανομικών διατάξεων, δραστηριότητες που μπορούν να ασκούνται και από
γυναίκες, αφού οι βιολογικές διαφορές και ο παράγων φύλο ασκεί ασήμαντη ή καμία
επιρροή .. . Σημειώνεται ότι σήμερα (με οργανική δύναμη 42.848) υπηρετούν
συνολικά στους διαφόρους βαθμούς της Ιεραρχίας της Ελληνικής Αστυνομίας 2.800
περίπου γυναίκες και ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι καλύπτει τις ανάγκες των
υπηρεσιών στους τομείς των επιτελικών εργασιών και των αστυνομικών
δραστηριοτήτων που μπορούν να εκτελούν οι γυναίκες. Επιπλέον στην Ελληνική Αστυνομία
υπηρετούν και 1.300 πολιτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι καλύπτουν ανάγκες κυρίως
διοικητικής υποστήριξης. ’λλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στη σύγχρονη
εποχή διαμορφώνεται μια ριζική αλλαγή στην αντίληψη για το ρόλο και το έργο της
Αστυνομίας και η τάση όπως για τα θέματα τοπικού ενδιαφέροντος (καθαριότητα,
ρύθμιση της κυκλοφορίας, έκδοση αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού
ενδιαφέροντος και αδειών διενέργειας τεχνικών παιγνίων κ.λ.π))
που δεν άπτονται του σκληρού πυρήνα της αποστολής της να μεταβιβάζονται σε
άλλους φορείς (Ο.Τ.Α., Σ.Δ.Ο.Ε.
κ.λπ.), ώστε η Αστυνομία, να απαλλαγεί από έργα διοικητικής φύσεως και
γραφειοκρατικής λειτουργίας, που αποβαίνουν σε βάρος της κύριας αποστολής της,
στην οποία και πρέπει να επιδοθεί. . .». 6. Επειδή, οι ανωτέρω διατάξεις του
άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994, όπως το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης
αυτής αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2713/1999, και του
άρθρου 1 παρ. 6 της 6000/2/76-γ'/31-5-2000 κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής
’μυνας, Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Δημόσιας Τάξης
θεσπίζουν, κατά παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων ως προς την
πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την
άσκηση τους, περιορισμούς, υπό τη μορφή ποσοστώσεων σε βάρος των γυναικών, για
την εισαγωγή τους στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής
Αστυνομίας. Από το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων του ν. 2226/1994 και την
εισηγητική έκθεση του ν. 2713/1999, που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη,
συνάγεται ότι για τη θέσπιση των παραπάνω ποσοστώσεων ελήφθησαν υπόψη και
εκτιμήθηκαν : α) ο χαρακτήρας της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ)
ως στρατιωτικώς οργανωμένου και ένοπλου σώματος και η
αποστολή της, που συνίσταται στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, στην
περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, και της έννομης τάξης και στην
αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών (άρθρο 3 ν. 1481/1984 - φ. 152 Α'), β) οι
δραστηριότητες (και οι αντίστοιχες αρμοδιότητες) της ΕΛ.ΑΣ
και η φύση και οι συνθήκες άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών (κάτω από δυσμενείς
τοπικές και χρονικές συνθήκες και σε εικοσιτετράωρη βάση), συνήθως υπό καθεστώς
έντασης και βίας, που απαιτούν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας,
προσωπικό που διαθέτει αυξημένο επίπεδο φυσικής και μυϊκής δύναμης, ιδιαίτερα
σωματικά προσόντα, ταχύτητα, αντοχή, υψηλό βαθμό θάρρους και ψυχραιμίας,
προσόντα στα οποία, κατά κοινή πείρα, υπερτερούν οι άνδρες έναντι των γυναικών,
γ) οι βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι οποίες, σύμφωνα με
τους κανόνες της επιστήμης και τα διδάγματα της κοινής πείρας, επιτρέπουν στους
άνδρες να ασκούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τις παραπάνω δραστηριότητες που
απαιτούν αυξημένα φυσικά και σωματικά προσόντα δ) οι συγκεκριμένες δραστηριότητες
της ΕΛ.ΑΣ και τα αντίστοιχα καθήκοντα του προσωπικού
της, για την αποτελεσματική άσκηση των οποίων ο παράγοντας του φύλου δεν ασκεί
ιδιαίτερη επιρροή, καθώς και οι συγκεκριμένες δραστηριότητες της, για την
άσκηση των οποίων, λόγω της φύσης τους και των σκληρών συνθηκών υπό τις οποίες
ασκούνται αλλά και λόγω των βιολογικών διαφορών των δύο φύλων, ο ίδιος
παράγοντας διαδραματίζει, σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής
πείρας, αποφασιστικό ρόλο, σε συνδυασμό με τα συγκεκριμένα ποσοστά του
αστυνομικού προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας που διατίθενται για την άσκηση
των παραπάνω δύο κατηγοριών δραστηριοτήτων (15% και 85% του αστυνομικού
προσωπικού, αντιστοίχως), ε) η κάλυψη των δραστηριοτήτων διοικητικής
υποστήριξης της ΕΛ.ΑΣ, στην άσκηση των οποίων ο
παράγοντας φύλο δεν διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο, και από τους ευάριθμους
(1300) πολιτικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στην ΕΛΑΣ
στ) η σύγχρονη τάση για απαλλαγή της Ελληνικής Αστυνομίας από δραστηριότητες
διοικητικής φύσης και γραφειοκρατικής λειτουργίας που αποβαίνουν σε βάρος της
κύριας αποστολής της και για την άσκηση των οποίων ο παράγοντας φύλο δεν έχει
αποφασιστική σημασία, η οποία εκδηλώνεται με σειρά νομοθετημάτων που μεταφέρουν
αρμοδιότητες τοπικού ενδιαφέροντος, σχετικές με την καθαριότητα, τη ρύθμιση της
κυκλοφορίας, την έκδοση αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού
ενδιαφέροντος, τη διενέργεια τεχνικών παιγνίων κλπ., σε οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης ή στις δημοτικές αστυνομίες (βλ. αρθρ. 3 ν. 2647/1998 - φ. 273
Α', - αρθρ. 8 ν. 2515/1997 - φ 154 Α -, άρθρο 11 ν. 2307/1995 - φ. 113 Α-,
άρθρο 34 ν. 2168/1993 - φ. 147 Α) καθώς και αρμοδιότητες σχετικές με τη δίωξη
του οικονομικού εγκλήματος σε υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, όπως είναι
το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (βλ. αρθρ. 4 ν. 2343/1995 - φ. 211 Α-,
άρθρο 33 ν. 2648/1998 - φ. 238 Α-, άρθρο 15 παρ. 3 ν. 2753/1999 - φ. 249 Α )
και ζ) η συνολική οργανική δύναμη της Ελληνικής Αστυνομίας (42.848 άτομα) και ο
συνολικός αριθμός των γυναικών που υπηρετούν σε αυτήν, ο οποίος (αριθμός) όπως
εκτιμάται από το νομοθέτη, «καλύπτει τις ανάγκες των υπηρεσιών στους τομείς των
επιτελικών εργασιών και των αστυνομικών δραστηριοτήτων που μπορούν να εκτελούν
οι γυναίκες», ενόψει και του πολιτικού προσωπικού που απασχολείται στις δραστηριότητες
αυτές αλλά και της σύγχρονης τάσης μεταφοράς σχετικών δραστηριοτήτων στους
οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) και σε άλλους φορείς. Από τα ανωτέρω στοιχεία
συνάγεται ότι ο σκοπός δημόσιου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου
αποβλέπει ο νομοθέτης με την καθιέρωση των προαναφερόμενων ποσοστώσεων κατά την
εισαγωγή των γυναικών στις σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Αστυνομίας
Πόλεων, είναι η αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας,
για την εκπλήρωση της οποίας είναι αναγκαία η άσκηση από το αστυνομικό
προσωπικό συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και
σωματικά προσόντα, στα οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπερτερούν
οι άνδρες έναντι των γυναικών. Εξάλλου τα ανωτέρω κριτήρια (υπό στοιχεία α έως
ζ), στα οποία στηρίχθηκε ο νομοθέτης για να θεσπίσει τις επίδικες ποσοστώσεις,
είναι συγκεκριμένα, αντικειμενικά και πρόσφορα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της
κοινής πείρας, για να δικαιολογήσουν την εισαγόμενη με τις ποσοστώσεις αυτές
απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο
επάγγελμα του αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη
για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού. Ενόψει αυτών εφόσον ο ίδιος ο νομοθέτης
εξειδικεύει στο νόμο και την εισηγητική του έκθεση τους συγκεκριμένους λόγους
δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούν την ανάγκη θεσμοθέτησης ποσόστωσης κατά
την εισαγωγή των γυναικών στις σχολές αστυφυλάκων και αξιωματικών της
Αστυνομίας Πόλεων, καθώς και τα συγκεκριμένα, αντικειμενικά και πρόσφορα
κριτήρια βάσει των οποίων καθορίστηκε, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής
πείρας, το ποσοστό αυτό στο 15% επί του συνόλου των εισαγομένων σε κάθε σχολή,
η εισαγόμενη με την ειδική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του ν. 2226/1994,
όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2713/1999, απόκλιση από
την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του
αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση
του επαγγέλματος αυτού είναι διαφανής, αναγκαία και πρόσφορη για την εύρυθμη
και αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας και συνεπώς
δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 2 του
Συντάγματος του έτους 1975 και των άρθρων 2 και 3 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ. (βλ.
ΣτΕ 1137/2005). Επομένως ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Αθηνών δέχθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη, που προβλέπει ότι, κατά τις εισιτήριες
εξετάσεις στα ΑΕΙ του έτους 2000, στη Σχολή Αστυφυλάκων της ΕΛΑΣ
εισέρχονται γυναίκες σε ποσοστό 15% επί του συνόλου των θέσεων, δεν παραβιάζει
την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του
αστυνομικού υπαλλήλου και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκηση
του επαγγέλματος αυτού, την οποία θεσπίζουν οι προαναφερόμενες διατάξεις του
Συντάγματος του 1975 και της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ (βλ. ΣτΕ 1850/2002). Κατ'
ακολουθία, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι εφέσεως με τους οποίους
προβάλλονται τα αντίθετα, όπως και οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται
παράβαση των διατάξεων του Μέρους Ι άρθρο 1 παρ. 2 του κυρωθέντος με τον ν.
1426/1984 (Α' 32) Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, του άρθρου 1 παρ. 1 του
κυρωθέντος με τον ν. 2595/1998 (Α' 63) Προσθέτου Πρωτοκόλλου στον Ευρωπαϊκό
Κοινωνικό Χάρτη, του άρθρου 11 της κυρωθείσας με τον ν. 1342/1983 (Α' 39)
Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά
των γυναικών, ή των άρθρων 6 και 14 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974 - Α' 256), καθώς και η έφεση στο σύνολο της.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει
την έφεση.
Διατάσσει
την κατάπτωση του παραβόλου.
Και
Επιβάλλει
στην εκκαλούσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, ανερχομένη στο ποσό των 460
Ευρώ.
Η διάσκεψη
έγινε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2005 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια
συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 2006.