ΣτΕ 3275/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας -
Παράλειψη αποστολής στοιχείων από διοίκηση - Ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα -
Τεκμήριο - Παραχώρηση σε τρίτο οικογενειακού τάφου -.
Παράλειψη
της έγκαιρης αποστολής προς το ΣτΕ των στοιχείων και
πληροφοριών που προβλέπεται από τα άρθρα 23 και 24 πδ. 18/1989, καθώς και της
έκθεσης, συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται
σύμφωνα με το πειθαρχικό δίκαιο κάθε κατηγορίας υπαλλήλων. Την άσκηση αυτή
μπορεί να την προκαλέσει και ο Πρόεδρος του ΣτΕ με
έγγραφό του προς τον αρμόδιο Υπουργό ή την Διοίκηση του ΝΠΔΔ.
Aπό την έλλειψη στοιχείων εκ μέρους Δήμου εκ της μη αποστολής του φακέλου από
αυτόν, συνάγεται τεκμήριο της πραγματικής βάσης των ισχυρισμών του αιτούντος,
χάριν ικανοποιήσεως εκ μέρους του ΣτΕ του δικαιώματος
της παροχής εννόμου προστασίας του αιτούντος κατά την παρ. 1 του άρθρου 20 του
Συντάγματος. Συνεπεία των ανωτέρω, ακυρώνεται η ρητή ή σιωπηρά πράξη του καθ'
ου η αίτηση Δήμου, με την οποία παραχωρήθηκε σε τρίτο το δικαίωμα χρήσεως
οικογενειακού τάφου, παραχωρηθέντος στον αιτούντα.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 3275/2007
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις
13 Μαρτίου 2007, με την εξής σύνθεση: Α. Τσαμπάση,
Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε
κώλυμα, Δ. Πετρούλιας, Α. Χριστοφορίδου,
Σύμβουλοι, Η. Τσακόπουλος, Ο. Ζύγουρα,
Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Κατσάνη.
Για να δικάσει την από 24 Ιουνίου 2004
αίτηση:
του Α. Δ. Σ., κατοίκου Αθηνών (Π. Ι. *), ο
οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (A.M. 4909),
κατά του Δήμου Αγ. Κωνσταντίνου Φθιώτιδος, ο
οποίος δεν παρέστη.
Με
την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 7/12/13-3-2004 πράξη
παραχωρήσεως δικαιώματος χρήσεως - κατοχής οικογενειακού τάφου του Δημάρχου του
Δήμου Αγίου Κωνσταντίνου Φθιώτιδος, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή
παράλειψη της Διοικήσεως.
Η
εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ο. Ζύγουρα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως
δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως
και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1.
Επειδή, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, δια την οποίαν κατεβλήθη το κατά νόμον παράβολον (ειδικά δελτία παραβόλου υπ' αριθμ.1951267
και 1449579 έτους 2004), ζητείται η ακύρωσις της
7/12-13/3/2004 πράξις του δημάρχου Αγίου Κωνσταντίνου
Φθιώτιδος, δια της οποίας φέρεται ως παραχωρηθείς εις τρίτον τάφος εις το Κοιμητήριον του ανωτέρω Δήμου, τα δικαιώματα του οποίου
είχε, ως προβάλλεται δια της αιτήσεως, ο αιτών από του έτους 1968, ότε ενεταφιάσθη εκεί η μάμμη του.
2. Επειδή, εις το άρθρον 23 του πδ. 18/89
(φ. 8 τ. Α') ορίζεται ότι: «Το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, κατά
του οποίου στρέφεται η αίτηση ακυρώσεως ή η προσφυγή, έχει την υποχρέωση να
εκθέτει τις απόψεις του για καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους,
διευκρινίζοντας σαφώς και το συναφές με κάθε λόγο πραγματικό μέρος. 2. Η έκθεση
αυτή με το σχετικό φάκελο πρέπει να αποστέλλεται στον εισηγητή τριάντα
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο που έχει ορισθεί εφόσον το δικόγραφο
της αίτησης ακυρώσεως ή της προσφυγής έχει επιδοθεί στη Διοίκηση δύο
τουλάχιστον μήνες πριν από τη δικάσιμο, διαφορετικά σε εύλογο χρόνο πριν από τη
δικάσιμο. 3. Την έκθεση προσυπογράφει ο νομικός σύμβουλος του Δημοσίου ή του
νομικού προσώπου που έχει εντολή να υποστηρίζει τα συμφέροντα τους καθώς και οι
καθ' ύλην αρμόδιοι υπάλληλοι, σύμφωνα με τους κανόνες
που διέπουν τις διοικητικές πράξεις και με την ευθύνη που καθιερώνουν οι
κανόνες αυτοί.» Εις το άρθρον 24 του ιδίου πδ/τος
ορίζεται επίσης, εν σχέσει προς τας
συνεπείας της μη αποστολής του φακέλου ότι: «1. Η παράλειψη της έγκαιρης
αποστολής προς το Συμβούλιο των στοιχείων και πληροφοριών που προβλέπονται από
τα προηγούμενα άρθρα, καθώς και της έκθεσης, συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό
αδίκημα των αρμοδίων για την ενέργεια αυτή υπαλλήλων. 2. Η πειθαρχική δίωξη
ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις για το πειθαρχικό δίκαιο κάθε κατηγορίας
υπαλλήλων. Την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μπορεί να προκαλέσει και ο
Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας με έγγραφο του προς τον αρμόδιο υπουργό
ή τη διοίκηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή
καθίσταται υποχρεωτική η άσκηση της δίωξης. Η πειθαρχική απόφαση εκδίδεται το
αργότερο μέσα σε δύο μήνες από τη λήψη του εγγράφου για την άσκηση της
πειθαρχικής δίωξης. Η απόφαση που εκδίδεται κοινοποιείται αμελλητί και στον
Πρόεδρο του Συμβουλίου». Εις το άρθρον 33 δε του ιδίου πδ/τος
προβλέπεται, ως προς την συζήτησιν επ' ακροατηρίου,
ότι: «Η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση και την προφορική ανάπτυξη από τον
εισηγητή της έκθεσης του. Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά βάσει των δικογράφων
και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς.
Το Συμβούλιο πάντως μπορεί κατά την κρίση του να διατάξει και κάθε
συμπληρωματική απόδειξη και να υποχρεώσει οποιαδήποτε δημόσια αρχή να παράσχει
έγγραφα ή πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που δικάζεται». Εκ των ανωτέρω
διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει των συνταγματικών
διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 περί του δικαιώματος δια την παροχήν
εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια και 95 παρ. 1 α περί αναθέσεως εις το Συμβούλιον της Επικρατείας της αρμοδιότητος εκδικάσεως
αιτήσεων περί ακυρώσεως των εκτελεστών διοικητικών πράξεων, συνάγεται ότι, όταν
η Διοίκησις ή νομικόν
πρόσωπον δημοσίου δικαίου, ως οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως, δεν
αποστέλλει εις το Συμβούλιον της Επικρατείας τον φάκελον της υποθέσεως και δη παρά την έκδοσιν
προδικαστικής αποφάσεως, υποχρεούσης την Διοίκησιν ή το νομικόν πρόσωπον
προς αποστολήν του φακέλου, η στάσις
αυτή της Διοικήσεως ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, πέραν του ότι έχει
ως συνέπειαν την δυνατότητα κινήσεως πειθαρχικής
διώξεως κατά των υπευθύνων υπαλλήλων, επιτρέπει εις το Δικαστήριον
να συναγάγη τεκμήριον
ομολογίας της πραγματικής βάσεως των ισχυρισμών του αιτούντος. Τούτο δε, διότι
άλλως η αδράνεια της Διοικήσεως ή του νομικού προσώπου θα ωδήγει
εις αδυναμίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας προς άσκησιν της ανατεθειμένης εις αυτό δια του Συντάγματος
αρμοδιότητος και προς παροχήν εις τον πολίτην της εννόμου προστασίας, την οποίαν εγγυάται υπέρ
αυτού το άρθρον 20 παρ. 1 του Συντάγματος. (ΣτΕ
3487/04, 2125/99, 3976/92, 72/93 κ. ά.).
3. Επειδή, εξ άλλου, εις το άρθρον 1 του α.ν. 582/1968 (φ. 225 τ. Α') ορίζεται, ότι: «1. Η ίδρυσις και συντήρησις
κοιμητηρίων (νεκροταφείων) ανήκει εις την αποκλειστικήν
αρμοδιότητα των δήμων και κοινοτήτων». Εις το άρθρον 3 του ιδίου νομοθετήματος
προβλέπεται, ότι: «1. Τα κοιμητήρια χαρακτηρίζονται ως πράγματα εκτός
συναλλαγής, εφ' ων κατά το άρθρον 970 του Αστικού Κωδικός δύναται να αποκτάται ιδιωτικόν δικαίωμα ιδιαίτερον (ειδικόν δικαίωμα) επί ωρισμένου
χώρου ταφής. 2. Η παραχώρησις ιδιαιτέρου δικαιώματος
ταφής εκ μέρους του διοικούντος το νεκροταφείον δήμου
ή κοινότητος αποτελεί διοικητικής φύσεως παραχώρησιν
αδείας χρήσεως δημοτικού πράγματος, των σχετικών πράξεων του δήμου ή κοινότητος
συνιστωσών εκτελεστός διοικητικός πράξεις. Ο εφ' ού
παρέχεται δικαίωμα χρήσεως χώρος δεν αποτελεί περιουσιακόν
στοιχείον του προς όν η παραχώρησις και δεν είναι επιδεκτικός οιασδήποτε
μεταβιβάσεως προς τρίτους δια πράξεων εν ζωή ή αιτία θανάτου. 3. Δια της
συστάσεως οικογενειακού τάφου παρέχεται αποκλειστικόν
δικαίωμα ταφής εν αυτώ μόνον του προς όν η παραχώρησις, του συζύγου
αυτού, των κατ' ευθείαν γραμμήν ανιόντων και
κατιόντων αυτού νομίμων, θετών, νομιμοποιηθέντων και αναγνωρισθέντων μετά των
συζύγων και κατιόντων αυτών, του πατρός ή της μητρός του συζύγου ή της συζύγου
του προς όν η παραχώρησις,
ως και των μη εχόντων ιδίαν οικογένειαν αδελφών
αυτού, εφ' όσον συγκατατίθεται εγγράφως ούτος και μη υπάρχοντος αυτού ο σύζυγος
και οι κατιόντες αυτού». Εις το άρθρον 4 του ιδίου νομοθετήματος προβλέπεται,
ότι: «1. Τα δικαιώματα ταφής και εν γένει λειτουργίας των δημοτικών και
κοινοτικών κοιμητηρίων ρυθμίζονται δια κανονισμού ψηφιζομένου
υπό του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου» και εις το άρθρον 5 αυτού, ότι: «Τα
επί των τάφων μνημεία, τα αφιερωμένα εις μνήμην τεθνεώτων, έχοντα την έννοιαν εκδηλώσεως θρησκευτικού σκοπού, χαρακτηρίζονται ως
πράγματα εκτός συναλλαγής μη επιτρεπομένης εντεύθεν της εκποιήσεως,
υποθηκεύσεως ή κατασχέσεως αυτών ως και της μεταβολής του προορισμού των. Η επ' αυτών ασκούμενη νομή είναι θρησκευτικού περιεχομένου
και δεν έχει περιουσιακόν χαρακτήρα.»
4.
Επειδή, η κρινομένη αίτησις, διώκει την ακύρωσιν
πράξεως, περί παραχωρήσεως εις τρίτον οικογενειακού τάφου εις το Νεκροταφείον του Δήμου Αγίου Κωνσταντίνου Φθιώτιδος,
δικαιούχος του οποίου είναι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο αιτών. Η αίτησις
φέρεται προς συζήτησιν κατόπιν της 2096/06 προδικαστικής αποφάσεως του
Συμβουλίου της Επικρατείας, δια της οποίας διετάχθη η αποστολή εις το Δικαστήριον υπό του ως άνω Δήμου του φακέλου της υποθέσεως
και εκθέσεως, κατ' άρθρον 23 πδ 18/89, των απόψεων
του Δήμου επί του παραδεκτού και βάσιμου της αιτήσεως, ως και η προσκομιδή υπό
του αιτούντος των στοιχείων, τα οποία στηρίζουν τους ισχυρισμούς του περί
υπάρξεως δικαιωμάτων του εκ της παραχωρήσεως του ανωτέρω τάφου. Η προδικαστική
αυτή απόφασις εκοινοποιήθη
προς τον εν λόγω Δήμον την 28-09-06 (βλ. το σχετικόν αποδεικτικόν της αρχιφύλακος του Α.Σ. Αγ.
Κωνσταντίνου Φθιώτιδος Ευ. Καψώνα). Παρά ταύτα ο
Δήμος δεν απέστειλε εις το Δικαστήριον ούτε φάκελον, ούτε έκθεσιν κατά το
άρθρον 23 του πδ 18/89 παρά και το ότι η εκδίκασις της υποθέσεως ανεβλήθη εκ νέου. Κατόπιν τούτου, εκτιμών τα στοιχεία, τα οποία προσκομίζει ο αιτών, εκ των
οποίων προκύπτει ότι δια της 1604/14/03-11-1973 πράξεως του Προέδρου της
Κοινότητος, τότε, Αγ. Κωνσταντίνου είχε παραχωρηθή
εις τον αιτούντα οικογενειακός τάφος εις την Βαν ζώνην
του Νεκροταφείου του ανωτέρω Δήμου, όπου φέρεται ενταφιασθείσα
η αποβιώσασα το έτος 1968 μάμμη του αιτούντος Μαργαρίτα Βούλγαρη, και τους
ισχυρισμούς του αιτούντος, κατά τους οποίους ο ανωτέρω οικογενειακός τάφος
παρεχωρήθη εις τρίτον πρόσωπον δια πράξεως του ανωτέρω Δήμου, αναφερομένης εις
το δικόγραφον με τον αριθμόν 7/12-13/3/2004, πράξιν, την οποία δεν έχει προσκομίσει ο αιτών, το Δικαστήριον δέχεται ότι εκ της μη αποστολής εκ μέρους του
Δήμου Αγίου Κωνσταντίνου φακέλου της υποθέσεως συνάγεται τεκμήριον
ομολογίας της πραγματικής βάσεως των ισχυρισμών του αιτούντος. Ειδικώτερον, το Δικαστήριον δέχεται,
ότι εν προκειμένω μη νομίμως εχώρησεν είτε δια ρητής
πράξεως είτε σιωπηρώς, παραχώρησις εκ μέρους του
Δήμου εις τρίτον του οικογενειακού τάφου, δικαιούχος του οποίου ήτο ο αιτών, παραχώρησις
αναιρούσα το δικαίωμα χρήσεως του τάφου αυτού, το οποίον είχε παραχωρηθή εις τον αιτούντα. Δια τον λόγον
δε αυτόν, πρέπει να γίνη δεκτή η αίτησις και να ακιιρωθή η περί παραχωρήσεως εις τρίτον του ανωτέρω
οικογενειακού τάφου του αιτούντος ρητή ή σιωπηρά πράξις
του καθ' ού η αίτησις Δήμου.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτησιν
Ακυρώνει την ρητήν
ή σιωπηράν πράξιν του καθ' ού η αίτησις Δήμου Αγίου Κωνσταντίνου Φθιώτιδος, δια της
οποίας παρεχωρήθη εις τρίτον το δικαίωμα χρήσεως του οικογενειακού τάφου, ο
οποίος είχε παραχωρηθή εις τον αιτούντα, και ανηρέθησαν ούτω τα επί του τάφου αυτού δικαιώματα του
αιτούντος.
Επιβάλλει εις τον Δήμον
Αγίου Κωνσταντίνου Φθιώτιδος την δικαστικήν δαπάνην του αιτούντος εκ 1380 ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1Π Νοεμβρίου
2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 20 Νοεμβρίου 2007.