ΣτΕ.Ολ 259/2018
Ειδικοί φρουροί - Αναδρομική μείωση αποδοχών
αστυνομικών υπαλλήλων και αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας - Αρχή
ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης
- Μερική κατάργηση ακυρωτικής δίκης - Παραπομπή -.
Αίτηση
ακύρωσης κοινής υπουργικής απόφασης κατά το μέρος που αφορά τον καθορισμό του
χρόνου και του τρόπου καταβολής στους ειδικούς φρουρούς της Ελληνικής Αστυνομίας
των μισθολογικών διαφορών που προέκυψαν από την αναδρομική αναπροσαρμογή των
αποδοχών τους με το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014. Αντισυνταγματικότητα
διατάξεων με τις οποίες αναπροσαρμόζονται οι τρέχουσες αποδοχές των εν ενεργεία
στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Αρχή της
ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών. Υπηρεσιακό καθεστώς και
καθήκοντα ειδικών φρουρών. Ακύρωση με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης λόγω
αντισυνταγματικότητας του ειδικού μισθολογίου ως προς όλες τις πρωτοβάθμιες
οργανώσεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής
Αστυνομίας, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι ειδικοί φρουροί. Μερική κατάργηση
της παρούσας δίκης. Παραπομπή του υπό κρίση δικογράφου κατά το μέρος του με το
οποίο αμφισβητείται η νομιμότητα των εκδοθέντων από το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
αναλυτικών σημειωμάτων αποδοχών ορισμένων εκ των αιτούντων στο αρμόδιο
Διοικητικό Πρωτοδικείο για να δικασθεί ως προσφυγή ουσίας.
Αριθμός 259/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου,
Πρόεδρος, Χρ. Ράμμος, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του
Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι. Μαντζουράνης, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Ε.
Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου,
Κ. Πισπιρίγκος, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σ.
Βιτάλη, Ηλ. Μάζος, Θ. Τζοβαρίδου, Β. Πλαπούτα, Ο.
Παπαδοπούλου, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Μ.
Σταματοπούλου, Π. Γρουμπού, Μ.-Ε. Παπαδημήτρη,
Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Πισπιρίγκος και Θ. Τζοβαρίδου, καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου, μετέχουν
ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Ως
Γραμματέας έλαβε μέρος η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από
19ης Ιανουαρίου 2015 αίτηση: των: 1. σωματείου με την επωνυμία «ΣΩΜΑΤΕΙΟ
ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΡΟΥΡΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000», που εδρεύει στην Αθήνα (Φειδιππίδου 45-47), 2. ..., κατοίκου Αθηνών (...), οι
οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Μπουκουβάλα (Α.Μ. 20161), που τον
διόρισαν με πληρεξούσιο και 3. ..., κατοίκου Αθηνών (...), ο οποίος δεν
παρέστη,
κατά των Υπουργών: α)
Οικονομικών, β) Εθνικής ʼμυνας, γ) Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ήδη αρμοδιότητας Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και δ) Ναυτιλίας και Αιγαίου και ήδη Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οι οποίοι παρέστησαν με τον Γεώργιο
Ανδρέου, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση
εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 11ης Φεβρουαρίου 2015
πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της,
σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι
αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ' αριθ. οικ.2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014
κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής ʼμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ τ. Β΄
3093/18.11.2014), 2) το υπ΄ αριθ. ... εκδοθέν από τη Διεύθυνση
Χρηματικού Κλάδου Οικονομικών και Πληροφορικής του Αρχηγείου της Ελληνικής
Αστυνομίας αναλυτικό σημείωμα αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 του δεύτερου εκ
των αιτούντων, 3) το υπ΄ αριθ. ... εκδοθέν από τη
Διεύθυνση Χρηματικού Κλάδου Οικονομικών και Πληροφορικής του Αρχηγείου της
Ελληνικής Αστυνομίας αναλυτικό σημείωμα αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 του
τρίτου εκ των αιτούντων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Στη δίκη παρεμβαίνουν υπέρ
των αιτούντων οι: 1. ... και 2915. ... οι οποίοι δεν παρέστησαν. Εξ αυτών
κατέθεσαν, πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως, συμβολαιογραφικά πληρεξούσια
προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της παρεμβάσεως δικηγόρο Εμμανουήλ Ρωμαίο
(Α.Μ. 32766), οι παρεμβαίνοντες με αύξοντα αριθμό δικογράφου: 17, 20-23, 26-28,
30, 33-36, 47-50, 58, 59, 61-65, 67, 69, 70, 74, 77, 82, 84-87, 89-91, 93, 94,
96, 99, 100, 103, 105, 110, 111, 114-127, 131, 133, 134, 136, 138, 139, 143,
144, 150, 156, 157, 159, 167, 169-171, 173, 176, 177, 184, 187, 189, 196,
199-202, 205, 207, 208, 210, 212, 216, 219, 221-223, 226, 228, 230, 233-239,
243-247, 249, 250, 254, 257-260, 268, 269, 271-273, 275-277, 279, 283, 284,
287-289, 291-296, 299, 300, 304-306, 308-313, 315-317, 320, 340, 342, 343,
345-354, 357, 358, 360, 363, 375, 400, 404-407, 410, 411, 413-415, 417-419,
422, 423, 426, 427, 429, 431, 434-437, 444, 453, 454, 456-458, 462, 463, 466,
468-470, 473475, 480-483, 485, 489-492, 494-496, 501, 502, 504-507, 509,
511-514, 523, 525, 528, 529, 536, 537, 541, 544-551, 556-558, 566, 568, 570-574,
577, 578, 580, 586-588, 590-592, 597, 599-601, 604-607, 617, 631, 633, 634,
637, 638, 642-650, 652, 654-660, 662-664, 667, 672, 673, 675-678, 682, 685,
689-691, 694, 697, 698, 702-705, 708, 709, 712, 715-723, 725728, 734, 735, 737,
739-741, 746, 747, 757, 758, 763, 765, 766, 769, 778, 782, 783, 786, 787,
789-791, 793, 795, 797, 799, 802-807, 810, 811, 813-816, 818-822, 824, 831,
837, 838, 841-843, 845, 846, 851, 859, 940, 958, 963, 989, 990, 1000, 1008,
1028, 1030-1032, 1036, 1043-1057, 1060, 1065, 1069, 1070, 1079, 1081,
1083-1085, 1094, 1097, 1099, 1104, 1114, 1119, 1126, 1129, 1133, 1138, 1139,
1144, 1147-1149, 1156, 11601180, 1182, 1189, 1190, 1195, 1196, 1209, 1214-1216,
1220, 1227, 1234, 1242, 1247, 1254, 1256, 1257, 1262, 1271, 1274, 1277, 1280,
1281, 1283, 1287-1292, 1298, 1299, 1301-1303, 1305, 1310, 1313, 1314, 13231325,
1327-1331, 1333, 1335-1337, 1342-1344, 1348-1350, 1354, 13581365, 1368, 1369,
1372-1378, 1380, 1382, 1384, 1388, 1390-1402, 1406, 1408-1411, 1413-1423, 1425,
1426, 1429, 1433-1438, 1444, 1461, 14631483, 1485-1500, 1502, 1503, 1505-1522,
1524-1527, 1530, 1531, 1533, 1535, 1536, 1539-1542, 1545-1551, 1553, 1554,
1561-1564, 1566, 1569, 1571, 1574-1583, 1585, 1586, 1589, 1591-1593, 1598,
1600, 1601, 1604, 1605, 1607-1609, 1612, 1617, 1618, 1620, 1622, 1624,
1627-1629, 1631, 1633, 1637, 1638, 1641, 1643-1645, 1647-1650, 1652, 1654-1656,
16581661, 1663-1667, 1669, 1673, 1674, 1676-1678, 1682, 1683, 1685-1687, 1689,
1691-1693, 1695-1697, 1701, 1704, 1705, 1707-1709, 1713-1717, 1720, 1721, 1724,
1725, 1727, 1729, 1731, 1734, 1736, 1741, 1742, 1747, 1749, 1750, 1753,
1755-1757, 1763, 1765, 1767, 1768, 1770, 1772, 1775, 1776, 1779-1792, 1794,
1795, 1797-1825, 1830, 1837, 1842, 1844, 1849, 1853-1856, 1860, 1861, 1864,
1867-1872, 1874-1876, 1880, 1882, 1885, 1887, 1889-1892, 1894-1896, 1909, 1912,
1914, 1918-1921, 1924, 1926, 1928, 1935, 1939, 1946, 1949, 1951, 1953-1955,
1963, 1964, 1966, 1968, 1970, 1972, 1973, 1986, 1989, 1993, 1995, 1996,
1998-2002, 2004-2012, 2014-2019, 2021, 2025, 2026, 2030, 2031, 2034, 2036,
2039, 2041-2044, 2046, 2048-2050, 2052, 2055, 2056, 2061, 2063, 2064, 2066,
2070, 2074-2076, 2078, 2080, 2081, 2083, 2089-2095, 2101, 2105-2107, 2109,
2110, 2114, 2115, 2121, 2123-2125, 2127, 2133, 2137, 2138-2140, 2142, 2145-2147,
2150-2153, 2155, 2156, 2158-2160, 2163, 2165, 21682176, 2179, 2181-2185, 2187,
2188, 2191, 2193, 2194, 2196, 2202, 2203, 2205, 2207, 2210, 2214, 2217, 2218,
2222-2224, 2228, 2231-2233, 2242, 2247-2249, 2294, 2295, 2297-2300, 2302, 2303,
2310, 2312, 2314-2321, 2326-2332, 2334, 2335, 2338-2341, 2344, 2347-2349, 2355,
2357-2359, 2361-2363, 2367-2370, 2376, 2380, 2384, 2388-2390, 2395, 2397, 2400,
2402, 2407, 2409, 2427-2430, 2433-2436, 2440, 2441, 2447, 2449, 2451, 2454,
2456, 2464, 2468, 2469, 2474, 2475, 2477, 2479, 2482, 2485, 2486, 2489-2493,
2495, 2500, 2501, 2507, 2512-2514, 2516-2521, 2523, 2525-2534, 2540, 2546-2555,
2558, 2564-2566, 2568, 2571, 2573, 2577, 2580-2583, 2586-2594, 2596, 2598-2600,
2602-2605, 2608-2616, 2619, 2620, 2623, 2624, 2625-2627, 2629, 2632-2635, 2637,
2638, 2642, 26432649, 2651, 2656, 2659, 2662, 2664, 2665, 2669-2671, 2678,
2680-2683, 2686, 2691, 2693, 2695-2697, 2701-2703, 2706-2711, 2714, 2715,
27192721, 2725, 2728, 2738-2740, 2742-2746, 2749, 2751, 2752, 2756-2763,
2765-2770, 2774, 2775, 2777-2781, 2785, 2787-2790, 2792, 2795, 2797, 2800,
2803-2805, 2808-2811, 2816-2818, 2821-2823, 2825, 2827-2831, 2833, 2835, 2838,
2842, 2845, 2847, 2854, 2857-2859, 2863-2866, 28712877, 2880-2893, 2895, 2896,
2898, 2899, 2901, 2902, 2905, 2906, 2908-2915.
Η εκδίκαση άρχισε με την
ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Καρλή.
Κατόπιν το Δικαστήριο
άκουσε τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση
αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση
το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α
σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά
τ ο ν Ν
ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της
υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1378641 και 4018541/2015
ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση
αυτή η αιτούσα πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των ειδικών φρουρών και οι
λοιποί αιτούντες, πρόεδρος και γενικός γραμματέας αυτής, ζητούν την ακύρωση: α)
της υπ αριθμ. οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής ʼμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου (Β΄ 3093/18.11.2014), κατά το μέρος που, με αυτήν, καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στους ειδικούς φρουρούς της Ελληνικής Αστυνομίας των μισθολογικών διαφορών που προέκυψαν από την
αναδρομική, από 1.8.2012, αναπροσαρμογή των αποδοχών τους με τις διατάξεις της παραγράφου
2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246), κατόπιν των 2194-5/2014 ακυρωτικών
αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) των αναλυτικών
σημειωμάτων αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 του δεύτερου και τρίτου αιτούντος
υπαρχιφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας (00015/0139 και 00034/0114), που
εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση Χρηματικού Κλάδου Οικονομικών και Πληροφορικής του
Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά το μέρος που οι καταβληθείσες σε
αυτούς αποδοχές υπολείπονται εκείνων που ελάμβαναν κατ εφαρμογή των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους, αρχικώς μεν, με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 και, εν συνεχεία, με τις
διατάξεις του ν. 4307/2014.
3. Επειδή, η υπόθεση
εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομελείας κατόπιν της από 11.2.2015
πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητας,
σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδαφ. α΄, 20 και 21 του
π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8).
4. Επειδή, το υπό κρίση
δικόγραφο κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της ανωτέρω υπό στοιχ. α κοινής υπουργικής αποφάσεως από τον τρίτο εκ των
αιτούντων ... ασκείται απαραδέκτως λόγω μη
νομιμοποιήσεως εκ μέρους αυτού του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου με
κάποιον από τους προβλεπόμενους, στο άρθρο 27 του π.δ.
18/1989 (Α΄ 8) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997 (Α΄
67), τρόπους.
5. Επειδή, με το από
24.3.2015 κοινό δικόγραφο του Κωνσταντίνου Κιουτσούκη και λοιπών παρεμβαίνουν
στη δίκη, κατ επίκληση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), δύο χιλιάδες εννιακόσια δεκαπέντε (2915) φυσικά πρόσωπα, εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και συνταξιούχοι των ενόπλων αυτών σωμάτων, επικαλούμενοι ότι
έχουν ασκήσει ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, αντιστοίχως, ένδικα βοηθήματα, στα οποία τίθεται το ίδιο νομικό
ζήτημα. 6. Επειδή, με τις 2194-5/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου
της Επικρατείας ακυρώθηκε η οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή
Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), κατά το μέρος που αφορούσε την
αναδρομική, από 1.8.2012 έως την εφαρμογή του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), μείωση των
αποδοχών των αστυνομικών υπαλλήλων και των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας
κατ εφαρμογήν των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού, συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν αυτοί να επιστρέψουν αποδοχές που είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως
καταβληθείσες. Αντίστοιχες αποφάσεις της Ολομελείας εκδόθηκαν και για τους εν
ενεργεία στρατιωτικούς (2193/2014), τους απόστρατους αξιωματικούς των ενόπλων
δυνάμεων (2194/2014) και τα εν ενεργεία στελέχη του Λιμενικού Σώματος
(2196/2014). Μετά τη δημοσίευση των ακυρωτικών αποφάσεων, ορισμένοι από τους
διαδίκους των σχετικών δικών άσκησαν, κατ επίκληση των διατάξεων του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και του π.δ/τος 61/2004 (Α΄ 54), αιτήσεις για τη διαπίστωση της μη συμμορφώσεως της διοικήσεως προς τις αποφάσεις αυτές. Επί των αιτήσεων αυτών
εκδόθηκαν τα 10-13/2014 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως του
Συμβουλίου της Επικρατείας, με τα οποία κρίθηκε ότι η διοίκηση δεν είχε
συμμορφωθεί προς τις προμνησθείσες ακυρωτικές
αποφάσεις και εκλήθη το καθ ύλην αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών
αφενός μεν να επιστρέψει τις αποδοχές και τις συντάξεις που τα μέλη των
αιτουσών ενώσεων και ομοσπονδιών είχαν υποχρεωθεί να επιστρέψουν, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, συνεπεία της αναδρομικής
εφαρμογής των αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 4093/2012 (1.8.2012
31.12.2012), αφετέρου δε να μεριμνήσει για τον τρόπο επιστροφής των χρηματικών
ποσών που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών και των συντάξεων που
ελάμβαναν προ της εφαρμογής του τελευταίου αυτού νόμου και εκείνων που πράγματι
τους κατεβλήθησαν μετά τις αντισυνταγματικές περικοπές. Για το μεταγενέστερο,
εξάλλου, της δημοσιεύσεως των ακυρωτικών αποφάσεων χρονικό διάστημα, η διοίκηση
εκλήθη να θεωρήσει ως ισχύουσες τις προ του ν. 4093/2012 μισθολογικές και
συνταξιοδοτικές διατάξεις και να καταβάλει στους στρατιωτικούς και τους
υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας για τον εφεξής χρόνο τις αποδοχές και τις
συντάξεις που δικαιούνταν βάσει των τελευταίων αυτών διατάξεων. Το Τριμελές
Συμβούλιο έκρινε, περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης και, κατ εξουσιοδότηση αυτού, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση διατηρούν την ευχέρεια να προβούν στην κατάρτιση νέου μισθολογίου για τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας επί τη βάσει των κριτηρίων που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομέλειας, στην περίπτωση,
ωστόσο, αυτή, κατά τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου, οι αποδοχές των
στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας δεν θα μπορούσαν να
καθορισθούν σε επίπεδα αντίστοιχα και, κατά μείζονα λόγο, κατώτερα εκείνων που
είχαν διαμορφωθεί κατ εφαρμογήν των διατάξεων του ν. 4093/2012 που είχαν κριθεί αντισυνταγματικές. Μετά την έκδοση των πρακτικών του Τριμελούς Συμβουλίου και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία συμμορφώσεως της διοικήσεως, δημοσιεύθηκε ο ν.
4307/2014 (Α΄
246/15.11.2014), στο άρθρο 86 του οποίου περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικά με τη
μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων
ασφαλείας. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού καταργήθηκαν, αφ ης ίσχυσαν, οι προμνησθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις του
άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (παρ. 1), αντικαταστάθηκαν εκ νέου, από
1.8.2012, τα άρθρα 50 παρ. 2 και 3 και 51 παρ. 3 - 8α και 10 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), αυξήθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων βαθμών, καθορίσθηκαν νέοι
συντελεστές προσδιορισμού βασικών μισθών και αναπροσαρμόσθηκαν τα διάφορα
επιδόματα των στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας (παρ. 2). Κατ εξουσιοδότηση, εξάλλου, της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη
κανονιστική πράξη (οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014, Β΄ 3093), με την οποία
καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στα εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων
δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και τους συνταξιούχους των σωμάτων αυτών των
μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών που προέκυψαν από την αναδρομική, από
1.8.2012, αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεών τους, με τις διατάξεις
της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014. Μετά τις νομοθετικές αυτές
εξελίξεις, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας,
επιλαμβανόμενο εκ νέου της υποθέσεως, εξέδωσε τις 18-21/2015 αποφάσεις, με τις
οποίες έκρινε ότι η διοίκηση εν μέρει μόνον συμμορφώθηκε προς τις ακυρωτικές
αποφάσεις της Ολομελείας, για τον λόγο δε αυτό επέβαλε σε βάρος του Υπουργείου
Οικονομικών χρηματική κύρωση κατ άρθρο 3 παρ. 3 του ν 3068/2002. Το Συμβούλιο Συμμορφώσεως έκρινε, ειδικότερα, ότι οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις δεν συνιστούν πλήρη συμμόρφωση, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση της διοικήσεως να καταβάλει στους
στρατιωτικούς τις αποδοχές που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, λόγω των αναδρομικών μειώσεων
που υπέστησαν κατ εφαρμογήν του ν. 4093/2012, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση επιστροφής προς αυτούς των χρηματικών ποσών που
αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής
του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, μετά τις
γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από της ενάρξεως ισχύος του ν.
4093/2012 και μέχρι της δημοσιεύσεως του ν. 4307/2014, καθόσον για αμφότερες
τις περιπτώσεις προβλέφθηκε μερική μόνον, κατά το ήμισυ περίπου, επιστροφή των
αντίστοιχων ποσών. Καθ όσον αφορά, εντούτοις, τις μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4307/2014 εφεξής καταβαλλόμενες αποδοχές των
στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας (μετά την 15.11.2014),
το Τριμελές Συμβούλιο έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο ζήτημα αν οι
αποδοχές αυτές ήταν οι προσήκουσες, καθόσον το ζήτημα αυτό, συναπτόμενο με τη συνταγματικότητα
των νεότερων νομοθετικών ρυθμίσεων, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της
διαδικασίας συμμορφώσεως. 7. Επειδή, αίτηση ακυρώσεως της Πανελλήνιας
Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών
της Ελληνικής Αστυνομίας (Π.Ο.ΑΣ.Υ. και Π.Ο.ΑΞΙ.Α.) κατά της ήδη προσβαλλομένης
κοινής υπουργικής αποφάσεως έγινε δεκτή με την 1127/2016 απόφαση της Ολομέλειας
του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά της αυτής αποφάσεως ασκήθηκαν, επίσης,
αιτήσεις ακυρώσεως από τις Ενώσεις Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού, του
Ναυτικού και της Αεροπορίας και τις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις
των εν ενεργεία στελεχών των ενόπλων δυνάμεων (Π.Ο.Ε.Σ.) και Λιμενικού Σώματος
(Π.Ο.Ε.Π.Λ.Σ.), οι οποίες έγιναν, αντιστοίχως, δεκτές με τις 1128, 1125 και
1126 αποφάσεις του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις αυτές ακυρώθηκε
η ήδη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, καθ ο μέρος αφορούσε τα μέλη των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων και των ενώσεων αποστράτων, για τον λόγο ότι οι διατάξεις
του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η πράξη αυτή, αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος και στην, απορρέουσα από πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντ.), αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής
μεταχειρίσεως των στρατιωτικών. Με τις αποφάσεις της Ολομέλειας έγιναν,
ειδικότερα, δεκτά τα εξής: α) με τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 2 του ν.
4307/2014 θεσπίσθηκε ιδιότυπο μισθολόγιο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και
των σωμάτων ασφαλείας, προκειμένου η διοίκηση να συμμορφωθεί προς τις
ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) οι αναπροσαρμοσμένες,
με το μισθολόγιο αυτό, αποδοχές ήταν μεν ανώτερες εκείνων που ελάμβαναν τα
στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας υπό την ισχύ του ν.
4093/2012, κυμαίνονταν, όμως, σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί
πριν από την 1.8.2012, και γ) στο νέο μισθολόγιο προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, η
οποία ανατρέχει στον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι
οποίες είχαν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κριθεί αντισυνταγματικές, με συνέπεια οι
νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις να αντικαθιστούν τις κριθείσες ως
αντισυνταγματικές διατάξεις αναδρομικώς από 1.8.2012. Κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, η έκδοση της προσβαλλόμενης κανονιστικής αποφάσεως έγινε για τη
ρύθμιση των ζητημάτων που συνδέονται με την αναδρομική ισχύ του νεότερου νόμου
(ν. 4307/2014), η διαδικασία ψήφισης του οποίου άρχισε ικανό χρονικό διάστημα
μετά την έναρξη της διαδικασίας συμμορφώσεως ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς
Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία υπεδείχθησαν στη
διοίκηση οι υποχρεώσεις συμμορφώσεως που απέρρεαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις.
Κατ εκτίμηση τούτων και λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι, εφόσον ο νομοθέτης
εκδήλωσε σαφώς την πρόθεση του να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις αυτές,
αιτιολογώντας, μάλιστα, τις εισαχθείσες ρυθμίσεις διαφορετικά για το παρελθόν
και διαφορετικά για τον εφεξής χρόνο, η Ολομέλεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
οι νεότερες νομοθετικές ρυθμίσεις ενέχουν δύο διακριτά, μεταξύ τους, κεφάλαια
και, συγκεκριμένα, αφενός μεν το κεφάλαιο της αναδρομής, το οποίο αφορά στο
χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012 (1.8.2012) έως και τη
δημοσίευση του ν. 4307/2014 (15.11.2014) και αφετέρου το κεφάλαιο που αφορά στο
χρονικό διάστημα από της δημοσιεύσεως του νεότερου νόμου και εφεξής. Εκκινώντας
από την αφετηρία αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καθ ο μέρος αφορά το παρελθόν, οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, οι οποίες εκλαμβάνουν τον χαρακτήρα
επιστροφής σε κάθε ένα από τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων
ασφαλείας και τους συνταξιούχους των ενόπλων αυτών σωμάτων των χρηματικών ποσών
που τους περιεκόπησαν παρανόμως με τις
αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012, συνιστούν πλημμελή συμμόρφωση
προς τις ακυρωτικές αποφάσεις, καθόσον οι νεότερες αυτές διατάξεις προβλέπουν
ότι τα αντίστοιχα ποσά θα τους καταβληθούν μόνον κατά το ήμισυ. Για τους λόγους
αυτούς, εκρίθη ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν.
4307/2014, κατά το αναδρομικό αυτών μέρος, όπως, επίσης, και οι διατάξεις της
απολύτως συναφούς διατάξεως της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, κατ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, με το
οποίο επιβάλλεται στη διοίκηση η υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις ακυρωτικές
αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τις ακυρωτικές αποφάσεις έγινε,
περαιτέρω, δεκτό ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, ο νομοθέτης
προέβη και σε αναπροσαρμογή για το μέλλον των τρεχουσών αποδοχών των στελεχών
των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας για λόγους αμιγώς δημοσιονομικού
χαρακτήρα, οι οποίοι, κατά την ειδικότερη εκτίμηση του νομοθέτη, καθιστούσαν
προσωρινώς ανέφικτη την πλήρη μισθολογική αποκατάσταση των στρατιωτικών στα προ
του αντισυνταγματικού ν. 4093/2012 επίπεδα. Οι λόγοι, εντούτοις, αυτοί,
επαναλαμβανόμενοι ομοιόμορφα και κατά τις προηγούμενες μειώσεις, δεν μπορούσαν
να καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές τις επίμαχες ρυθμίσεις, καθόσον το νεότερο
μισθολόγιο παρουσιάζεται ως αποκλειστικό αποτέλεσμα των περιορισμένων
δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας και της εξ αυτών προκαλούμενης αδυναμίας
πλήρους αποκαταστάσεως του μισθολογίου των στρατιωτικών. Αναδεικνύεται, κατ αυτόν τον τρόπο, ως κύριο κριτήριο η επιλογή του νομοθέτη οι νέες περικοπές να αντιστοιχούν στο ήμισυ των αρχικών περικοπών, γεγονός που, κατά την εκτίμηση της Ολομελείας, έχει ως συνέπεια το επιλεγέν κριτήριο να προσλαμβάνει, εξ αντανακλάσεως, έναν οιονεί μαθηματικό
χαρακτήρα, συνδεόμενο αμέσως μεν με το ποσοστό της μισθολογικής αποκαταστάσεως
των στρατιωτικών, εμμέσως δε και πάλι με τους σκοπούς της προγενέστερης
αντισυνταγματικής ρυθμίσεως του ν. 4093/2012, την επίτευξη, δηλαδή,
συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού
κόστους του μισθοδοτούμενου, βάσει «ειδικών» μισθολογίων, προσωπικού. Δεν
αποτέλεσε, αντιθέτως, το νέο μισθολόγιο των στρατιωτικών προϊόν πραγματικής εκ
μέρους του νομοθέτη αξιολογήσεως, κατόπιν σταθμίσεως των κριτηρίων που ετέθησαν
με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αποτέλεσμα οι
σχετικές ρυθμίσεις να μην πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της ιδιαίτερης
μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, ως αρχής που εγγυάται την
αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής τους και ως αντιστάθμισμα για
τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους. Δεν ελήφθησαν,
ειδικότερα, υπόψη, κατά τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου, πέραν του, κατά τα
ανωτέρω, αμιγώς ποσοτικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, η
σημασία της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και οι
ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως των καθηκόντων των στελεχών τους, ούτε, άλλωστε,
εκτιμήθηκε τεκμηριωμένα αν, και μετά τις νέες μειώσεις, οι αποδοχές των στελεχών
των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας παραμένουν επαρκείς για την
αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής
τους. Κατ εκτίμηση τούτων, η Ολομέλεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν.
4307/2014, με τις οποίες αναπροσαρμόζονται οι τρέχουσες αποδοχές των εν
ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας για τον
εφεξής χρόνο αντίκεινται προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των
άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης
μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών, όπως το κανονιστικό της
περιεχόμενο είχε επακριβώς προσδιορισθεί με τις αρχικώς εκδοθείσες αποφάσεις
του Συμβουλίου της Επικρατείας (2192-6/2014). 8. Επειδή, ήδη, με την υπό κρίση
αίτηση, οι αιτούντες ζητούν, όπως προελέχθη, την ακύρωση της προσβαλλομένης
κανονιστικής αποφάσεως (οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2004), κατά το μέρος που αφορά τον
καθορισμό του χρόνου και του τρόπου καταβολής στους ειδικούς φρουρούς της
Ελληνικής Αστυνομίας των μισθολογικών διαφορών που προέκυψαν από την αναδρομική
αναπροσαρμογή των αποδοχών τους με το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014. 9.
Επειδή, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α΄ 161) συνεστήθησαν στο
Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως οργανικές θέσεις ειδικών φρουρών επί θητεία και με
την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι οι ειδικοί φρουροί
"αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης,
το οποίο προσλαμβάνεται με σχέση δημοσίου δικαίου επί πενταετή θητεία που
μπορεί να ανανεώνεται μέχρι και την συμπλήρωση 35ετούς υπηρεσίας και σε κάθε
περίπτωση μέχρι του 55ου έτους της ηλικίας τους". Με το άρθρο 2 παρ. 1 του
ν. 3181/2003 (Α΄ 218), με το οποίο αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις της ως άνω
παραγράφου 2, ορίσθηκε ότι «οι ειδικοί φρουροί αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία
προσωπικού της Αστυνομίας, το οποίο προσλαμβάνεται με σχέση δημοσίου δικαίου
επί πενταετή θητεία» και ότι «μετά τη συμπλήρωση της πενταετούς υπηρεσίας,
μπορούν να παραμείνουν μόνιμα στο Σώμα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις
της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2622/1998 και των κατ εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων». Με την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999, όπως το τελευταίο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3181/2003,
προβλέφθηκε ότι στα καθήκοντα των ειδικών φρουρών περιλαμβάνεται η φύλαξη
«ευπαθών στόχων αστυνομικού ενδιαφέροντος» (κτίρια και εγκαταστάσεις δημόσιων
υπηρεσιών, δικαστικών αρχών, οργανισμών κοινής ωφέλειας και διπλωματικών
αντιπροσωπειών, κατοικίες κυβερνητικών αξιωματούχων κ.ά.) και η εκτέλεση
υπηρεσιών περιπολίας, καθώς και ότι οι ειδικοί φρουροί μπορούν «να διατίθενται
για τη στελέχωση Ειδικών Αστυνομικών Υπηρεσιών ή τη συγκρότηση ειδικών μονάδων
και μεταβατικών αποσπασμάτων προς αντιμετώπιση ιδιαίτερων μορφών
εγκληματικότητας και αναζήτησης διωκομένων ή εξαφανισθέντων
προσώπων». Επιτρέπεται, επίσης, να διατίθενται για εκτέλεση υπηρεσίας φρούρησης
και μεταγωγής κρατουμένων και φρούρησης αστυνομικών υπηρεσιών και κρατητηρίων.
Κατά ρητή πρόβλεψη των ίδιων διατάξεων, κατά την άσκηση των ανατιθέμενων σε
αυτούς καθηκόντων οι ειδικοί φρουροί «έχουν τις ίδιες εξουσίες, καθήκοντα και
υποχρεώσεις με το αστυνομικό προσωπικό, πλην αυτών που αναφέρονται στην άσκηση
προανακριτικών καθηκόντων». Σχετικά, με το υπηρεσιακό καθεστώς των ειδικών
φρουρών, το άρθρο 9 παρ. 10 του ν. 2734/1999 ορίζει ότι: «Για τα θέματα των
Ειδικών Φρουρών που αφορούν τη στολή και τον οπλισμό που θα φέρουν κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους, το χρόνο εργασίας, το πειθαρχικό δίκαιο, τον
εφοδιασμό τους με ειδικό δελτίο ταυτότητας και την εν γένει υπηρεσιακή τους
κατάσταση, τις αποδοχές τους γενικά, την ασφαλιστική κάλυψη και τα συναφή
δικαιώματά τους εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν.
2622/1998 (ΦΕΚ 138 Α΄). Για τα λοιπά θέματα, που δεν ρυθμίζονται με τις
διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων, εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις που αφορούν τους αστυφύλακες». Σύμφωνα, εξάλλου, με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2622/1998 (Α΄
138), στις οποίες παραπέμπει η προαναφερθείσα διάταξη του ν. 2734/1999, οι
ειδικοί φρουροί «υφίστανται κατάλληλη βασική εκπαίδευση» (άρθρο 4 παρ. 1),
«κατά την άσκηση των καθηκόντων τους φέρουν στολή και κατάλληλο οπλισμό» (άρθρο
4 παρ. 3), ενώ για τον χρόνο εργασίας τους και τις άδειες «εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για το αστυνομικό προσωπικό» (άρθρο 4 παρ. 4,
όπως η εν λόγω παράγραφος αντικαταστάθηκε με το άρθρο 78 παρ. 2 του ν.
2910/2001, Α΄ 91). Σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, οι ειδικοί φρουροί
«υπόκεινται στις πειθαρχικές διατάξεις που διέπουν τους αστυφύλακες, με τη
διαφοροποίηση ότι αντί των ποινών της αργίας με απόλυση ή απόταξης . . . .
επιβάλλεται η ποινή της απόλυσης» (άρθρο 4 παρ. 5), «δεν προάγονται
βαθμολογικά» (άρθρο 4 παρ. 7), ενώ «λαμβάνουν τις αποδοχές και αποζημιώσεις του
αστυφύλακα που έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις» (άρθρο 5 παρ.
1). Περαιτέρω, στις διατάξεις του ν. 2800/2000 «περί αναδιαρθρώσεως των
υπηρεσιών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και συστάσεως Αρχηγείου ΕΛ.ΑΣ.» (Α΄
41), προβλέπεται ότι το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας διακρίνεται στις
κατηγορίες του Αστυνομικού προσωπικού, του Πολιτικού προσωπικού, των Συνοριακών
Φυλάκων και των Ειδικών Φρουρών (άρθρο 18 παρ. 1), ότι «όλες οι Υπηρεσίες της
Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την
πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού
πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών», ότι
«το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί
θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που
καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους» (άρθρο 9 παρ. 2) και ότι το προσωπικό
αυτό «εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει
για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα» (άρθρο 9
παρ. 3). Ακολούθησε ο ν. 3686/2008 (Α΄ 158), με το άρθρο 13 του οποίου
προβλέφθηκε ότι οι ειδικοί φρουροί που συμπληρώνουν τριετή πραγματική υπηρεσία,
από την ημερομηνία μονιμοποίησής τους, εντάσσονται, κατόπιν δηλώσεώς τους, στο
αστυνομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων, με το βαθμό του αστυφύλακα και έχουν
τα δικαιώματα, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του βαθμού αυτού, πλην εκείνων
που αναφέρονται στην άσκηση προανακριτικών καθηκόντων. Με τις ίδιες διατάξεις,
η ισχύς των οποίων άρχισε από 1.1.2009, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου,
προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι υπό ένταξη ειδικοί φρουροί καταλαμβάνουν
οργανικές θέσεις αστυφυλάκων και τίθενται στο τέλος της επετηρίδας του βαθμού
αυτού, ενώ οι οργανικές θέσεις των ενταχθέντων ειδικών φρουρών και οι κενές
οργανικές θέσεις των ειδικών φρουρών που δεν εντάσσονται σε θέσεις αστυφυλάκων
καταργούνται (παρ. 1). Προβλέπεται, επίσης, ότι οι εντασσόμενοι υποβάλλονται
υποχρεωτικά σε συμπληρωματική εκπαίδευση, προκειμένου να ανταποκρίνονται
αποτελεσματικότερα στα πρόσθετα καθήκοντα που τους ανατίθενται (παρ. 2), καθώς
και ότι η υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση ρυθμίζεται από τις
διατάξεις που ισχύουν για το αστυνομικό προσωπικό (παρ. 3 και 4, όπως η πρώτη
εξ αυτών ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν.
3938/2011, Α΄ 61). Τα ζητήματα, εξάλλου, της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης του
προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας ρυθμίζονται από το άρθρο 30Α του ν.
1264/1982, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994 (Α΄ 209) και
τροποποιήθηκε, ακολούθως, με το άρθρο 18 του ν. 3938/2011 (Α΄ 61). Με τον
νεότερο νόμο, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι συνοριακοί φύλακες και οι
ειδικοί φρουροί, που έχουν ενταχθεί με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν.
3686/2008 σε οργανικές θέσεις αστυφυλάκων, μπορούν να μετέχουν είτε στις
ενώσεις συνοριακών ή ειδικών φρουρών, αντιστοίχως, είτε στις οικείες ενώσεις
αστυνομικών υπαλλήλων, καθώς και ότι οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις
συνοριακών φυλάκων και ειδικών φουρών μπορούν να είναι μέλη είτε της
ομοσπονδίας των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων συνοριακών φυλάκων ή
ειδικών φρουρών (η οποία, μέχρι σήμερα, δεν έχει συσταθεί), είτε της
ομοσπονδίας των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων αστυνομικών υπαλλήλων
(άρθρο 18 παρ.14). 10. Επειδή, όπως συνάγεται από τις εκτεθείσες στην
προηγούμενη σκέψη διατάξεις στο ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, η
οποία, κατά τα παγίως κριθέντα, αποτελεί στρατιωτικώς
οργανωμένο σώμα, εντάσσονται, ως ιδιαίτερη κατηγορία, οι ειδικοί φρουροί (πρβλ. ΣτΕ 174754/2015,
281-4/2015, 4493-5/2014), οι οποίοι ασκούν μεν καθήκοντα, που είναι ειδικότερα
και μερικότερα σε σχέση με την γενική αστυνομική αρμοδιότητα, που έχει ανατεθεί
στο αστυνομικό προσωπικό, τα καθήκοντα, όμως, αυτά είναι αστυνομικής φύσεως
και, ιδίως, μετά τον ν. 3181/2003, ανάλογα με εκείνα που ανατίθενται στο
αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι ειδικοί φρουροί δεν
υπάγονται, εξάλλου, στις περί μονιμότητας συνταγματικές διατάξεις και τις
σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις (άρθρο 103 παρ.4 του Συντάγματος, βλ. ΣτΕ 429/2004) αλλά υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς αυστηρής
ιεραρχίας και πειθαρχίας, αυξημένης υπηρεσιακής ετοιμότητας και επιφυλακής και
διαρκούς διατεταγμένης υπηρεσίας, ενώ ασκούν τα καθήκοντά τους υπό τις ίδιες
συνθήκες επικινδυνότητας με τις υπόλοιπες κατηγορίες ένστολου προσωπικού της
Ελληνικής Αστυνομίας. Από καμία, εξάλλου, διάταξη δεν προκύπτει οιαδήποτε
μισθολογική διαφοροποίηση των ειδικών φρουρών σε σχέση με τους αντίστοιχου
βαθμού αστυνομικούς υπαλλήλους. Ενόψει, συνεπώς, του προβληθέντος
λόγου ακυρώσεως περί αντισυνταγματικότητας των μισθολογικών ρυθμίσεων του
άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 7 αίτηση
ακυρώσεως της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων και της Πανελλήνιας
Ομοσπονδίας Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (Π.Ο.ΑΣ.Υ. και Π.Ο.ΑΞΙ.Α.), επ΄ ονόματι και για λογαριασμό όλων των κατηγοριών του ένστολου
προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, η ακύρωση, με την επί αυτής εκδοθείσα
1127/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της ήδη
προσβαλλομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως αφορά και τα μέλη της αιτούσης
συνδικαλιστικής οργάνωσης, η οποία εκπροσωπεί τα επαγγελματικά συμφέροντα των
ειδικών φρουρών της Αττικής, ιδιαίτερης, δηλαδή, κατηγορίας προσωπικού της
Ελληνικής Αστυνομίας και αποτελεί, κατά νόμον, εν
δυνάμει μέλος της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των αστυνομικών
υπαλλήλων (βλ. άρθρ. 30 Α παρ. 14 του ν. 1264/1982). Με την 1127/2016 απόφαση
της Ολομελείας ακυρώθηκε, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, για
τον προεκτεθέντα λόγο περί αντισυνταγματικότητας του
ειδικού μισθολογίου, όχι μόνον ως προς τα εγγεγραμμένα, κατά τον χρόνο
δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως, μέλη της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Αστυνομικών Υπαλλήλων, αλλά ως προς όλες τις πρωτοβάθμιες οργανώσεις του
ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, στο οποίο, κατά τα ήδη εκτεθέντα,
περιλαμβάνονται, ως ιδιαίτερη κατηγορία, και οι ειδικοί φρουροί, όπως είχε
συμβεί και με την αρχικώς εκδοθείσα 2194/2014 απόφαση της Ολομελείας, με την
οποία είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4093/2012. Εξάλλου, η,
σε συμμόρφωση προς την 1127/2016 ακυρωτική απόφαση, παρέμβαση του νομοθέτη στα
ζητήματα του ειδικού μισθολογίου των αστυνομικών, τα οποία, ως εκ της φύσεώς
τους, μόνον ενιαία ρύθμιση επιδέχονται, θα έχει, κατ ανάγκη, ως περιεχόμενο την αναμόρφωση του μισθολογίου όλων των εν ενεργεία στελεχών της Ελληνικής
Αστυνομίας και θα καταλαμβάνει και τους ειδικούς φρουρούς, για τους οποίους
ουδεμία μισθολογική διαφοροποίηση, σε σχέση με τους αστυνομικούς, είχε εισαχθεί
με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3250/2003, όπως ίσχυαν προ της
ενάρξεως ισχύος των αντισυνταγματικών διατάξεων των νόμων 4093/2012 και
4307/2014. Τούτο ισχύει και σε περίπτωση αδράνειας του νομοθέτη καθόσον μετά
την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, αναβιώνουν
οι προ του ν. 4093/2012 διατάξεις του ν. 3205/2003. Τα ανωτέρω ισχύουν, κατά
μείζονα λόγο, και ως προς τον δεύτερο αιτούντα, ο οποίος, μάλιστα, έχει ήδη
ενταχθεί στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, φέρει το βαθμό του
υπαρχιφύλακα και υπηρετεί στη Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού Εσωτερικής
Λειτουργίας του Α.Ε.Α. της ΕΛΑΣ. Εφόσον, συνεπώς, το ακυρωτικό αποτέλεσμα της
ανωτέρω 1127/2016 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας καταλαμβάνει όλες
τις κατηγορίες του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας η προσβαλλόμενη
οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής ʼμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου (Β΄ 3093/18.11.2014) πρέπει να θεωρηθεί ακυρωθείσα, καθ΄ ό μέρος αφορά και τους ανωτέρω αιτούντες, και, κατά το μέρος αυτό, η παρούσα ακυρωτική δίκη
κατά της κοινής υπουργικής αποφάσεως πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, κατά το
άρθρο 32 παρ.1 του π.δ/τος
18/1989 (8 Α΄). 11. Επειδή, κατόπιν της καταργήσεως της ακυρωτικής δίκης πρέπει να αποδοθεί το κατατεθέν παράβολο (βλ.
άρθρο 36 παρ. 4 του π.δ/τος
18/1989 και ΣτΕ 82/2005 Ολ.),
ενώ δεν πρέπει, να επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα
στο άρθρο 39 παρ. 2 του π.δ/τος
18/1989, εφόσον η, κατά τα ανωτέρω, ακύρωση της προσβαλλομένης κοινής
υπουργικής αποφάσεως επήλθε προ της συζητήσεως της υπό κρίση αιτήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1750/2016 Ολ.). Κατόπιν, εξάλλου, της ως άνω καταργήσεως της δίκης,
η, κατ΄ άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2479/1997, παρέμβαση του
... και λοιπών καθίσταται άνευ αντικειμένου (βλ. ΣτΕ
1750/2016 Ολ., 2217/1993, 1249-1250/2016 κ.ά.).
12. Επειδή, τέλος το υπό
κρίση δικόγραφο καθ΄ ό μέρος αμφισβητείται η νομιμότητα των εκδοθέντων από το
Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. αναλυτικών σημειωμάτων αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 του
δεύτερου και τρίτου εκ των αιτούντων (υπ΄ αριθμ. Α.Α. 00015/0139 και 00034/0114), για τον λόγο ότι οι
καταβληθείσες σ΄ αυτούς αποδοχές και διαφορές αποδοχών υπολείπονται εκείνων που
ελάμβαναν κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 50 και 51 του ν.
3205/2003, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με τις διατάξεις του ν.
4093/2012 και, στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 πρέπει να
παραπεμφθεί, στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για να δικασθεί ως
προσφυγή ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 περίπτ. θ΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), όπως η περίπτωση θ΄
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), 6 παρ. 1 και 7
παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας(ν. 2717/1999 Α΄ 97) και 34 παρ. 1 του
ν. 1968/1991 (Α΄ 150).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση
ακυρώσεως κατά της οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινής αποφάσεως των Υπουργών
Οικονομικών, Εθνικής ʼμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου (Β΄ 3093/18.11.2014) καθ΄ ό μέρος ασκείται από τον τρίτο εκ των αιτούντων ....
Καταργεί την δίκη κατά της
οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινής υπουργικής αποφάσεως, κατά τα αναφερόμενα στο
σκεπτικό.
Παραπέμπει το δικόγραφο
κατά των εκδοθέντων από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας αναλυτικών σημειωμάτων
αποδοχών μηνός Δεκεμβρίου 2014 (υπ΄ αριθμ. 00015/0139 και 00034/0114) στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του
κατατεθέντος παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην
Αθήνα στις 4 Μαΐου 2017
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας και μετά την αποχώρησή
της
Ν. Σακελλαρίου Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 2018.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Ν. Σακελλαρίου Ελ. Γκίκα