ΣτΕ 1803/2015

 

’ρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους - Ο.Τ.Α. - Προστασία ιδιοκτησίας - Αποζημίωση θιγόμενων ιδιοκτητών - Τροποποίηση σχεδίου πόλης - Ανάγκη εξασφάλισης κοινοχρήστου

χώρου -.

 

Η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν. Εξ άλλου, κατά την ανωτέρω εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί αδυναμίας αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, η οποία συνεπάγεται κατ' αρχήν απαγόρευση επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως, πρέπει, επίσης, να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Αόριστη δήλωση του οικείου ΟΤΑ, περί αδυναμίας αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν αρκεί για να προσδώσει νόμιμο έρεισμα στη μετατροπή του ακινήτου σε οικοδομήσιμο χώρο, αλλά η σχετική κρίση πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η πραγματική αδυναμία εξοικονομήσεως ή εξευρέσεως χρημάτων για την απόκτηση του συγκεκριμένου χώρου, συνεκτιμωμένων των προτεραιοτήτων για την απόκτηση άλλων χώρων προς εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού. Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι από τα στοιχεία που διαβίβασε ο αιτών Δήμος στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα διατηρήσεως του επίδικου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος, όπως αναφέρεται στη σχετική από 22.2.2009 εισήγηση «θα συμβάλει στην βελτίωση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος, θα αποκαταστήσει τη συνέχεια των θεσμοθετημένων χώρων πρασίνου και πεζοδρόμων και θα αυξήσει την αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο» σε μια ιδιαιτέρως πυκνοδομημένη περιοχή της Αθήνας. Την πολεοδομική ανάγκη να διατηρηθεί ως λειτουργικό πράσινο ο επίδικος χώρος αναγνωρίζει, άλλωστε, και η 9803/3.7.2009 εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας προς το οικείο ΣΧΟΠ. Περαιτέρω, προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου η πρόθεση και η δυνατότητα του αιτούντος Δήμου να αποζημιώσει τους θιγόμενους ιδιοκτήτες, εφόσον το απαιτούμενο για τον σκοπό αυτό ποσό έχει εγγραφεί στους οικείους προϋπολογισμούς του Δήμου. Αποδοχή αίτησης δήμου.

 

 

Αριθμός 1803/2015

 

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε'

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Απριλίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε' Τμήματος, Π. Καρλή, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Ο. Παπαδοπούλου, Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη, ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου.

 

Για να δικάσει την από 9 Φεβρουαρίου 2010 αίτηση:

 

του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Στυλιανό Μπεζαντέ (A.M. 10510), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και ήδη Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, ο οποίος παρέστη με τον Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς και ήδη Περιφέρειας Αττικής, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Παναγιώτη Δημητρόπουλο (A.M. 17778), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

και κατά της παρεμβαίνουσας .. του ., ασκούσας τη γονική μέριμνα του . του ., κληρονόμων του .., κατοίκων Γέρακα Αττικής (.. ), η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (A.M. 10123), που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ' αριθμ. 431/270+234/141/20.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, β) η υπ' αριθμ. 10800/15.10.2009 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ 563 Α.Α.& Π.Θ./18.11.2009) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ο. Παπαδοπούλου.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Αφού   μελέτησε  τα  σχ ε τ ι κά έγ γ ρ α φ α

 

Σκέφθηκε  κατά  το   Νόμο

 

 

1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται, κατά νόμον, χωρίς καταβολή παραβόλου.

 

 

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση (α) της 431/270+234/141/20.1.2010 [και όχι 431/270+234/141/22.1.2010, όπως εκ παραδρομής αναγράφεται στο δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως] αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του αιτούντος Δήμου κατά της 10800/15.ΙΟΙ 8.11.2009 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών (ΑΑΠ 563), καθώς και (β) της ανωτέρω νομαρχιακής αποφάσεως, με την οποία τροποποιήθηκε το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Αθηναίων σε τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου 98 της περιοχής 79 και, κατόπιν άρσεως της επιβληθείσης στο παρελθόν ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, κοινόχρηστος χώρος μετετράπη σε οικοδομήσιμο.

 

 

3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τον αιτούντα Δήμο, ο οποίος επιδιώκει τη διατήρηση του καταργούμενου με την προσβαλλόμενη πράξη κοινόχρηστου χώρου. Περαιτέρω, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.

 

 

4. Επειδή, παραδεκτώς παρεμβαίνει, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, η ..., ατομικώς και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου της ..., η οποία ισχυρίζεται, κατ' επίκληση προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, ότι η ίδια και ο .. έχουν εμπράγματα δικαιώματα επί του ακινήτου που κατέστη οικοδομήσιμο με την πράξη αυτή.

 

 

5. Επειδή, στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α' 84/17.4.2001) ορίζεται ότι «[κ]ανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο». Η παράγραφος 4 δε του ίδιου άρθρου 17 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[η] αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως». Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 1 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α' 17), ορίζεται ότι «[η] αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως γνωστοποίησης ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ...». Σύμφωνα με το άρθρο 11 του ίδιου Κώδικα, «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεσθεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως ... Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης ... 5. ... 6. Πριν περάσει ένα έτος από την ανάκληση ή την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν επιτρέπεται, χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη, κήρυξη νέας απαλλοτρίωσης του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό. Εάν η ανάκληση ή άρση επαναληφθεί, η προθεσμία αυτή διπλασιάζεται ... Οι κατά τα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου προθεσμίες για την κήρυξη νέας απαλλοτρίωσης δεν ισχύουν : α) προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών, β) προκειμένου περί απαλλοτριώσεων για ανέγερση νοσοκομείων και σχολικών κτηρίων, για ανοικοδόμηση οικισμών που έχουν πληγεί από θεομηνίες, καθώς και για στρατιωτικούς ή αρχαιολογικούς σκοπούς και γ) ... Στις περιπτώσεις α' και β' του εδαφίου αυτού πρέπει να βεβαιώνεται στο προοίμιο της πράξης κήρυξης της νέας απαλλοτρίωσης η πρόβλεψη της απαιτούμενης γι' αυτήν δαπάνης ...».

 

 

6. Επειδή, ο θεσπιζόμενος με τα ανωτέρω άρθρα 17 παρ. 4 του Συντάγματος και 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. κανόνας της αυτοδίκαιης άρσεως των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων στην περίπτωση μη συντελέσεώς τους εντός ενός και ημίσεος έτους από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της σχετικής αποζημιώσεως ισχύει και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων. Εξ άλλου, ενόψει των συνταγματικών διατάξεων για την προστασία της ιδιοκτησίας, ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, επιβαλλόμενες κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί εγκρίσεως και τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή πολεοδομικών μελετών με τον καθορισμό κοινοχρήστων χώρων, ή άλλα ρυμοτομικά βάρη, που επιβάλλονται σε εντός σχεδίου ακίνητα με τον καθορισμό χώρων προοριζομένων για κοινωφελείς εν γένει χρήσεις, δεν επιτρέπεται να διατηρούνται επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα εύλογα όρια, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση των απαλλοτριώσεων σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν οι πολεοδομικές αυτές δεσμεύσεις διατηρούνται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου, χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως των βαρυνόμενων ακινήτων, ανακύπτει υποχρέωση του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου της Διοικήσεως να άρει τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι για την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους απαιτείται η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή της πολεοδομικής μελέτης. Κατά τον νόμο (βλ. άρθρα 44 και 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας [Κ.Β.Π.Ν.], που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. της 14/27.7.1999 [Δ' 580]), τα ρυμοτομικά σχέδια και οι πολεοδομικές μελέτες εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται σύμφωνα με ορισμένη διοικητική διαδικασία, που καταλήγει στην έκδοση σχετικής πράξεως από την αρμόδια διοικητική αρχή. Ενόψει της σημασίας της πράξεως αυτής και των επιπτώσεων της, τόσο στο γενικότερο δημόσιο συμφέρον όσο και στο συμφέρον των θιγομένων ιδιοκτητών, επιβάλλεται για λόγους ασφαλείας, σύμφωνα, άλλωστε, και με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η έκδοση αντίθετης πράξεως από την ίδια αρχή σε κάθε περίπτωση συνδρομής λόγων που δικαιολογούν ή επιτάσσουν την ανάκληση ή την κατάργηση της. Ως εκ τούτου, μετά την έκδοση διοικητικής ή δικαστικής αποφάσεως που βεβαιώνει την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α., επιβάλλεται αντίστοιχη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, με σχετική ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής, αφού με τη θέσπιση της διαδικασίας του ανωτέρω άρθρου 11 παρ. 4 Κ.Α.Α.Α. ο νομοθέτης απέβλεψε στην παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας στον ιδιοκτήτη του δεσμευμένου ακινήτου, για να τερματίσει την αδράνεια της Διοικήσεως και να επιτύχει την αποδέσμευση του ακινήτου του από τα ρυμοτομικά βάρη, και όχι στην τροποποίηση των πολεοδομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία εγκρίσεως και τροποποιήσεως των ρυμοτομικών σχεδίων. Κατ' ακολουθίαν η Διοίκηση, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν κατ' αρχήν οι προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατά την εξέταση αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη, που έχει υποβληθεί δια της διοικητικής οδού, είτε ύστερα από την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα, οφείλει, αφού τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 154 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας διαδικασία, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στους ιδιοκτήτες όσο και σε άλλους ενδιαφερόμενους να εκθέσουν τις απόψεις τους, και μετά την εξέταση τυχόν υποβληθεισών ενστάσεων, να επιληφθεί προκειμένου να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή του ρυμοτομικού βάρους και, ταυτοχρόνως, να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον, με μόνη την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους, το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο. Στη ρύθμιση αυτή προβαίνει η Διοίκηση, ενόψει της υποχρεώσεως της που απορρέει από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη προστασία της ιδιοκτησίας, η οποία, όπως προεκτέθηκε, προβλέπει την αυτοδίκαιη άρση της απαλλοτριώσεως σε περίπτωση μη καταβολής της δικαστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως για τον προσδιορισμό της και, πάντως, δεν επιτρέπει την υπέρμετρη κατά χρόνο δέσμευση της ιδιοκτησίας χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 24 του Συντάγματος. Η Διοίκηση, δηλαδή, δεν δεσμεύεται να καταστήσει, άνευ ετέρου, το ακίνητο οικοδομήσιμο, αλλά οφείλει να εξετάσει εάν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμηση του [π.χ. όταν πρόκειται για ακίνητο με δασικό χαρακτήρα, εντός αιγιαλού, σε ζώνη προστασίας ρέματος κ.λπ.] και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει, κατά τρόπο τεκμηριωμένο, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ακινήτου, τα χαρακτηριστικά και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού και της ευρύτερης περιοχής στην οποία αυτό εντάσσεται [π.χ. πυκνοδομημένος οικισμός, οικισμός παραδοσιακός κατά τις διατάξεις του ν. 1577/1985, οικισμός υπαγόμενος στις διατάξεις του ν. 3028/2002, οικισμός σε περιοχή φυσικού κάλλους, οικισμός σε περιοχή προστασίας της φύσεως κ.λπ.], τις πολεοδομικές ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνεται προεχόντως η ανάγκη δημιουργίας κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων, και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής, καθώς και τις δεσμεύσεις και κατευθύνσεις τυχόν υφισταμένου χωροταξικού σχεδίου ή Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου ή άλλων συναφών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγονται οι αποσπασματικές ρυθμίσεις, και τέλος την πρόθεση και τη δυνατότητα για άμεση κατά νόμο συντέλεση της νέας απαλλοτριώσεως, με την χωρίς καθυστέρηση καταβολή της προσήκουσας αποζημιώσεως στον θιγόμενο ιδιοκτήτη. Ενόψει δε όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Διοίκηση οφείλει να κρίνει εάν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου, με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή ρυμοτομικού βάρους, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, όπως προεκτέθηκε, η δυνατότητα αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη, είτε με τους γενικούς όρους δομήσεως είτε, ενδεχομένως, με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν. Εξ άλλου, κατά την ανωτέρω εκτίμηση της Διοικήσεως περί του επιβλητέου μετά την άρση της απαλλοτριώσεως ή του βάρους πολεοδομικού καθεστώτος, η κρίση περί αδυναμίας αποζημιώσεως των θιγόμενων ιδιοκτητών για την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, η οποία συνεπάγεται κατ' αρχήν απαγόρευση επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως, πρέπει, επίσης, να είναι νομίμως και ειδικώς αιτιολογημένη. Αόριστη δήλωση του οικείου ΟΤΑ, περί αδυναμίας αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών, δεν αρκεί για να προσδώσει νόμιμο έρεισμα στη μετατροπή του ακινήτου σε οικοδομήσιμο χώρο, αλλά η σχετική κρίση πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η πραγματική αδυναμία εξοικονομήσεως ή εξευρέσεως χρημάτων για την απόκτηση του συγκεκριμένου χώρου, συνεκτιμωμένων των προτεραιοτήτων για την απόκτηση άλλων χώρων προς εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού. Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποιήσεως του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, οι προαναφερθείσες κρίσεις, ιδίως δε η κρίση για το πολεοδομικώς αναγκαίο ή μη της διατηρήσεως του κοινόχρηστου ή του κοινωφελούς χώρου, πρέπει να εκφέρονται και από τα όργανα αυτά (βλ. ΣτΕ 3908/2007 επτ, 3569/2013, 3222/2012 κ.ά.) [πρβλ. τις διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 1-3 του ν. 4067/2012 (Νέος Οικοδομικός Κανονισμός, Α' 79), το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία τροποποίησης εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων μετά από άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή δέσμευσης»].

 

 

7. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων περί σχεδίου πόλεως (άρθρα 1 έως 3 και 70 του από 17.7-16.8.1923 ν.δ/τος [Α' 228], άρθρα 152 επ. του ΚΒΠΝ) οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω δυνάμει του άρθρου 29 του ν. 2831/2000 όπως ήδη ισχύει, ερμηνευομένων υπό το φως των επιταγών του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, που αποβλέπουν στη λειτουργικότητα των οικισμών και την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων, η τροποποίηση σχεδίου πόλεως πρέπει να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πόλεως, από άποψη υγιεινής, ασφαλείας, οικονομίας και αισθητικής και στην αρτιότερη διαρρύθμιση της. Κατά τη διαμόρφωση του σχεδίου και την αναζήτηση του πλέον πρόσφορου τρόπου εξυπηρετήσεως των πολεοδομικών αναγκών, δεν αποκλείεται η Διοίκηση να λαμβάνει υπόψη επιβοηθητικώς και παράγοντες αναγόμενους στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και το μέγεθος των επιβαλλόμενων πολεοδομικών βαρών, επιδιώκοντας, κατά το δυνατόν, αφενός την αποφυγή υπέρμετρων επιβαρύνσεων και αφετέρου την ίση μεταχείριση των ιδιοκτητών από απόψεως κατανομής των πολεοδομικών βαρών, υπό τον όρο, πάντως, ότι η προκρινόμενη ρύθμιση τελεί εντός των πλαισίων εξυπηρετήσεως των πολεοδομικών αναγκών, των οποίων η θεραπεία προέχει, κατά νόμον, έναντι της προστασίας των ιδιωτικών συμφερόντων. Ειδικότερα, η πρόβλεψη κοινόχρηστων χώρων πρέπει να συνάπτεται προς πολεοδομικά κριτήρια που να αναφέρονται στην ορθολογική διάταξη μεταξύ οικοδομήσιμων και κοινόχρηστων χώρων, στην εξυπηρέτηση των κυκλοφοριακών και εν γένει οικιστικών αναγκών και στην αισθητική προβολή της περιοχής, στα πλαίσια, δε, των ανωτέρω νομίμων πολεοδομικών κριτηρίων, μπορεί να λαμβάνονται επιβοηθητικώς υπόψη ιδιωτικά δίκαια και συμφέροντα, εφόσον η θεραπεία τους εναρμονίζεται με το δημόσιο συμφέρον. Περαιτέρω, οι τροποποιήσεις ρυμοτομικών σχεδίων επιβάλλεται να αιτιολογούνται με βάση πολεοδομικά κριτήρια, η αιτιολογία δε αυτή, η οποία πρέπει να είναι ειδικότερη επί εντετοπισμένης τροποποιήσεως, μπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Εξ άλλου, εάν κατά τη διοικητική διαδικασία υποβληθούν ενστάσεις των ενδιαφερομένων με ειδικούς ισχυρισμούς, αναγόμενους στην έλλειψη της συνδρομής νόμιμων κατ' αρχήν κριτηρίων, η αιτιολογία, δυναμένη, όπως προαναφέρθηκε, να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου, πρέπει να περιέχει ειδική απάντηση στους ισχυρισμούς αυτούς (βλ. ΣΕ 3569/2013, 2086/2006 κ.ά.).

 

 

8. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με το π.δ. της 3-15.5.1943 (Α' 135) τροποποιήθηκε το σχέδιο πόλεως των Αθηνών «εις την οδόν Κόνιαρη εν τη συνοικία Αγίου Στυλιανού», με τον χαρακτηρισμό ως κοινοχρήστου χώρου του περικλεισμένου από τις οδούς Αλάστορος, Κόνιαρη [ήδη Κουτσικάρη] και Σολιώτη τριγωνικού χώρου (βλ. σχετικώς και το 76179/2504/8.6.1977 έγγραφο του Δήμου Αθηναίων). Ο απώτερος δικαιοπάροχος της παρεμβαίνουσας …… με την από 12/10/1977 αίτηση ζήτησε την τροποποίηση του σχεδίου και την άρση της επιβληθείσης στο ακίνητο του ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, για την οποία δεν είχε καταβληθεί αποζημίωση. Η αίτηση του απορρίφθηκε με τις Ε 24901/3886/24.9.1977 και Γ 34919/5315/77/27.1.1978 πράξεις του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Κατά της αρνήσεως αυτής της Διοικήσεως να άρει την ανωτέρω απαλλοτρίωση ο προαναφερθείς ... άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε δεκτή με την 2116/1978 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν δε της ακυρωτικής αποφάσεως εκδόθηκε το π.δ. της 29.8-3.10.1979 (Δ' 533), με το οποίο τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο μεταξύ των οδών Αλάστορος, Κουτσικάρη [πρώην Κόνιαρη] και Σολιώτη και το υπό στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ τμήμα του κοινοχρήστου χώρου, όπως εμφαίνεται στο σχετικό διάγραμμα, μετετράπη σε οικοδομήσιμο. Η αίτηση ακυρώσεως του Δήμου Αθηναίων κατά του διατάγματος αυτού απορρίφθηκε με την 2463/1980 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολούθως, με την Γ 37526/2377/1981 απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (Δ' 503) εγκρίθηκε εκ νέου η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου μεταξύ των οδών Αλάστορος, Κουτσικάρη και Σολιώτη, με τον χαρακτηρισμό του περικλειόμενου από τις οδούς αυτούς τριγωνικού οικοδομικού τετραγώνου ως «δημοτικού κέντρου νεότητος» και τη μετατροπή της οδού Κουτσικάρη σε πεζόδρομο. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ... άσκησε αίτηση ακυρώσεως, η οποία απορρίφθηκε με την 2478/1982 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την 1222/1988 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων (Δ' 484) εγκρίθηκε, στη συνέχεια, ευρύτερη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στα ΟΤ 96, 97, 98 και 101 της περιοχής 79, μεταξύ των οδών Κυρίλλου Λουκάρεως, Πριήνης, Κουτσικάρη, Σολιώτη και Δημουλίτσας Πάργας, η οποία συνίσταται σε: (α) χαρακτηρισμό των ΟΤ 96, 98 και 101 ως χώρων λειτουργικού πρασίνου, (β) χαρακτηρισμό τμήματος του ΟΤ 97 ως χώρου βρεφονηπιακού σταθμού και (γ) πεζοδρόμηση τμημάτων των οδών Αλάστορος [από Δημουλίτσας Πάργας έως Πριήνης], Σολιώτη [από Κυρίλλου Λουκάρεως έως Κουτσικάρη], Δημουλίτσας Πάργας [από Λουκάρεως έως Αλάστορος και από Κουτσικάρη έως Σολιώτη] και Κουτσικάρη [από Δημουλίτσας Πάργας έως Σολιώτη]. Ενόψει των ρυθμίσεων αυτών εκδόθηκε η 10/1993 πράξη προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως, η οποία κυρώθηκε μερικώς με την 164/10/1994/11.5.1994 απόφαση της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών, ξεκίνησαν δε, το έτος 2002, ενέργειες για την ανασύνταξη της, χωρίς πάντως να συντελεσθεί η επίδικη απαλλοτρίωση. Με την από 7.2.2006 αίτηση του προς τη Διεύθυνση Σχεδίου Πόλεως του Δήμου Αθηναίων, ο .., διάδοχος του αποβιώσαντος .. σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη αίτηση αυτή, ζήτησε την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως στο επίδικο ακίνητο, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, βρίσκεται στο ΟΤ 98 και χαρακτηρίσθηκε ως χώρος λειτουργικού πρασίνου με την 1222/1988 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Την απόρριψη του αιτήματος του, όπως εκδηλώθηκε με την 45/2778/14.11.2006 πράξη του Αντιδημάρχου του Δήμου Αθηναίων, προσέβαλε, ακολούθως, με προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή με την 9344/2008 απόφαση του ανωτέρω διοικητικού δικαστηρίου, αναπέμφθηκε δε η υπόθεση στη Διοίκηση για τη διενέργεια των νομίμων. Ενόψει της προαναφερθείσης δικαστικής αποφάσεως, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών-Πειραιώς, ειδικότερα δε το Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κεντρικού Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών, με την 31103/2008/14.1.2009 πράξη ζήτησε από τον Δήμο Αθηναίων, εντός προθεσμίας δύο μηνών: (α) να γνωστοποιήσει, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου, εάν συντρέχει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη για τη διατήρηση του επίμαχου χώρου ως κοινόχρηστου, καθώς και εάν υπάρχει πρόθεση και δυνατότητα του Δήμου να αποζημιώσει άμεσα τους θιγόμενους ιδιοκτήτες με την προσήκουσα αποζημίωση, επισημαίνοντας ότι σε καταφατική περίπτωση «πρέπει να εγγράφει στον δημοτικό προϋπολογισμό, σε εξειδικευμένο κονδύλιο ... η απαιτούμενη δαπάνη αποζημίωσης», και (β) να τηρήσει την προβλεπόμενη από τον νόμο περί τροποποιήσεως σχεδίων πόλεως διαδικασία δημοσιότητας. Ακολούθως, η Διεύθυνση Σχεδίου Πόλεως του Δήμου, στην από 22.2.2009 εισήγηση, πρότεινε την επανεπιβολή της απαλλοτριώσεως με τον εκ νέου χαρακτηρισμό του επίδικου ακινήτου ως χώρου λειτουργικού πρασίνου, αναφέροντας ότι για τον συγκεκριμένο χώρο προβλέπεται ήδη πίστωση 322.329,00 ευρώ στον προϋπολογισμό του Δήμου έτους 2009, στον ειδικό κωδικό αριθμό ΚΑ ..., και ότι εάν το Δημοτικό Συμβούλιο αποφασίσει την επανεπιβολή, πρέπει, σύμφωνα και με τον υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας του θιγομένου ακινήτου, να εγγραφεί στον προϋπολογισμό επιπλέον πίστωση 5.321,12 ευρώ. Στην ανωτέρω εισήγηση, που συνοδεύεται από διαγράμματα και φωτογραφίες της περιοχής, παρατίθεται εκτενώς το ιστορικό της υποθέσεως, διαλαμβάνονται δε, περαιτέρω, τα εξής: Το ακίνητο το οποίο αφορά η δικαστική απόφαση για άρση της απαλλοτριώσεως έχει εμβαδόν 270,00 τμ περίπου, περιλαμβάνει μονώροφη κατοικία με υπόγειο, και αποτελεί τμήμα του ΟΤ 98 στην περιοχή Αβέρωφ I του 7ου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Αθηναίων [συνοικίες Αμπελόκηποι-Κουντουριώτικα]. Η περιοχή αυτή είναι «εξαιρετικά πυκνοδομημένη», σύμφωνα δε με τα στοιχεία πολεοδομικής μελέτης έτους 2002, με αντικείμενο την αναβάθμιση των συνοικιών Αμπελόκηποι Ι-ΙΙ, Αβέρωφ Ι-ΙΙ, Κουντουριώτικα, «παρουσιάζει μεγάλο έλλειμα σε υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους [παιδικές χαρές, γήπεδα, πλατείες]». Η ίδια εικόνα αποτυπώνεται και στην εκπονηθείσα το 2008 «Χάρτα Πρασίνου της Αθήνας», σύμφωνα με την οποία στο 7ο δημοτικό διαμέρισμα αντιστοιχούν 6,90 τμ πρασίνου ανά κάτοικο, ενώ στόχος του Δήμου Αθηναίων είναι η αύξηση της αναλογίας σε 7,25 τμ. Η διατήρηση του θεσμοθετημένου κοινόχρηστου χώρου κρίνεται απαραίτητη, καθόσον «η διαμόρφωση του θα αναβαθμίσει τον οικιστικό ιστό, εξυπηρετώντας υπαίθριες κοινόχρηστες λειτουργίες», ενώ η οικοδόμηση του σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους δομήσεως θα οδηγήσει σε ανέγερση πολυώροφης οικοδομής, συνολικού εμβαδού 565,00 τμ περίπου, «με αποτέλεσμα την επιβάρυνση της ήδη πυκνοδομημένης περιοχής». Εξ άλλου, ο επίμαχος χώρος συνδέεται με τον παρακείμενο χώρο βρεφονηπιακού σταθμού στο ΟΤ 97, συμπληρώνει το υφιστάμενο δίκτυο κυκλοφορίας πεζών και με τη διατήρηση του «θα δημιουργηθεί ένας τοπικός κοινωνικός πόλος έλξης για τους κατοίκους της περιοχής» που θα συνεισφέρει «στην τόνωση της κοινωνικής ζωής και στη βελτίωση της ποιότητας της». Επισημαίνεται επίσης στην εν λόγω εισήγηση ότι «η αποσπασματική μείωση ή κατάργηση κοινοχρήστων χώρων χωρίς την αντικατάσταση τους ανατρέπει τον πολεοδομικό σχεδιασμό και δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργικότητα της πόλης». Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω εισήγηση της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως, το Δημοτικό Συμβούλιο, με την 709/13.4.2009 πράξη του, αποφάσισε την εν μέρει άρση και επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως που επιβλήθηκε με την προαναφερθείσα 1222/1988 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και τον επαναχαρακτηρισμό του επίδικου ακινήτου ως χώρου λειτουργικού πρασίνου, καθόσον για τον συγκεκριμένο χώρο προβλέπεται ήδη πίστωση 322.329,00 ευρώ στον προϋπολογισμό του Δήμου έτους 2009, η οποία θα συμπληρωθεί με την εγγραφή επιπλέον ποσού 5.321,12 ευρώ. Με το ΑΠ 099852/25.5.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως του Δήμου Αθηναίων ανακοινώθηκε η πράξη αυτή του ΔΣ, προκειμένου να υποβληθούν τυχόν ενστάσεις και ορίσθηκε ότι η σχετική ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στον τύπο και θα επιδοθεί στους ενδιαφερομένους. Δύο ημέρες αργότερα, ήτοι την 27.5.2009, η παρεμβαίνουσα ζήτησε από την αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας Αθηνών να επισπεύσει την τροποποίηση του σχεδίου για το επίδικο ακίνητο, κατόπιν δε και της αιτήσεως αυτής το Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κεντρικού Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών, με την 7820/2.6.2009 πράξη, υπενθύμισε στον Δήμο Αθηναίων την προγενέστερη 31103/2008/14.1.2009 πράξη του και του ζήτησε να στείλει άμεσα στοιχεία για την αναγκαιότητα ή μη διατηρήσεως του κοινόχρηστου χώρου και για την δυνατότητα αποζημιώσεως των θιγομένων ιδιοκτητών. Με το ΑΠ 122523/24.6.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως του Δήμου διαβιβάσθηκε στη Νομαρχία Αθηνών η ανωτέρω 709/13.4.2009 πράξη του ΔΣ, χωρίς, ωστόσο, να ληφθεί υπόψη στην 9803/3.7.2009 εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας προς το οικείο Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος. Στην εισήγηση αυτή, την οποία υιοθέτησε το ΣΧΟΠ στην 4/8.7.2009 γνωμοδότηση του, αναφέρεται ότι «δεν φαίνεται πρόθεση του Δήμου Αθηναίων να διατηρήσει ως λειτουργικό πράσινο τον [επίμαχο] χώρο» και ότι ο χώρος αυτός είναι μεν «απαραίτητο να διατηρηθεί για αυτή τη χρήση, δεδομένου ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού που περιέχει και λοιπούς χώρους πρασίνου και πεζοδρόμων στην περιοχή», συνδεόμενος μέσω πεζόδρομου με τον υφιστάμενο παιδικό σταθμό, όμως, λόγω της 9344/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου και της αρνήσεως του Δήμου να γνωμοδοτήσει σχετικώς, πρέπει να τροποποιηθεί το σχέδιο με κατάργηση του κοινοχρήστου χώρου και μετατροπή του σε οικοδομήσιμο. Με την 2305/2.11.2009 πράξη του ΔΣ, κατόπιν και της σχετικής από 2.10.2009 εισηγήσεως της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως του Δήμου, απορρίφθηκαν οι ενστάσεις που είχαν υποβληθεί κατά της προαναφερθείσης 709/2009 πράξεως. Στη συνέχεια εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση 10800/15.ΙΟΙ 8.11.2009 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Αθηναίων σε τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου 98 της περιοχής 79 και, κατόπιν άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, ο επίδικος κοινόχρηστος χώρος, ειδικότερα δε το τμήμα που αποτυπώνεται με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ, μετετράπη σε οικοδομήσιμο. Στο προοίμιο της αποφάσεως αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «ο Δήμος Αθηναίων δεν γνωμοδότησε επί του θέματος», ότι «δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία ενημέρωσης των ενδιαφερομένων» και ότι δεν απεστάλησαν πίνακες με τα ποσά του προϋπολογισμού του Δήμου έτους 2009 που προορίζονται για απαλλοτριώσεις [στοιχείο 18 του προοιμίου της προσβαλλομένης]. Περαιτέρω, στο προοίμιο γίνεται μνεία του ως άνω ΑΠ 122523/24.6.2009 εγγράφου της Διεύθυνσης Σχεδίου | Πόλεως, με το οποίο διαβιβάσθηκε στη Νομαρχία Αθηνών η 709/13.4.2009 πράξη του ΔΣ «χωρίς την πρόβλεψη της επιπλέον πίστωσης για την ολοκλήρωση της απαλλοτρίωσης» [στοιχείο 19 του προοιμίου]. Τα ανωτέρω, η γνωμοδότηση του ΣΧΟΠ, καθώς και η 9344/2008 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου αποτελούν και την αιτιολογία της προσβαλλομένης, κατά της οποίας ο Δήμος άσκησε προσφυγή που απορρίφθηκε με την επίσης προσβαλλόμενη 431/270+234/141/20.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Εξ άλλου, από τα στοιχεία που διαβιβάσθηκαν στο Δικαστήριο και συγκεκριμένα από την 328/18.4.2011 πράξη του ΔΣ, την από 23.6.2011 εισήγηση της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως του Δήμου επί των ενστάσεων που ασκήθηκαν κατ' αυτής, την 1147/26.9.2011 πράξη του ΔΣ περί απορρίψεως των ενστάσεων, την 3/9.1.2012 πράξη του ΔΣ και το από 11.4.2012 έγγραφο του Τμήματος Δημοτικής Περιουσίας προς την Περιφέρεια Αττικής, προκύπτει, επίσης, ότι μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και την κατάθεση της κρινόμενης αιτήσεως ο αιτών Δήμος ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές την εκ νέου τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, επισημαίνοντας την ανάγκη εξασφαλίσεως του κοινοχρήστου χώρου στο ΟΤ 98 και την πρόθεση και δυνατότητα του να αποζημιώσει τους θιγόμενους ιδιοκτήτες, με την εγγραφή στους προϋπολογισμούς των ετών 2011 και 2012 της σχετικής δαπάνης, ύψους 327.650,12 ευρώ [322.329,00 + 5.321,12].

 

 

9. Επειδή, ενόψει των διαλαμβανομένων στην προαναφερθείσα από 22.2.2009 εισήγηση της Διεύθυνσης Σχεδίου Πόλεως του αιτούντος Δήμου και στη σχετική 709/13.4.2009 πράξη του ΔΣ, που, όπως προεκτέθηκε, είχαν περιέλθει στον Νομάρχη Αθηνών πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως του και μνημονεύονται στο προοίμιο της, δεν αιτιολογείται νομίμως η απόφαση αυτή, καθώς και η συναφής απόφαση του ΓΓΠ η οποία απέρριψε την προσφυγή του Δήμου. Ειδικότερα: Από τα στοιχεία που διαβίβασε ο αιτών Δήμος στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αθηνών τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα διατηρήσεως του επίδικου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος, όπως αναφέρεται στη σχετική από 22.2.2009 εισήγηση «θα συμβάλει στην βελτίωση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος, θα αποκαταστήσει τη συνέχεια των θεσμοθετημένων χώρων πρασίνου και πεζοδρόμων και θα αυξήσει την αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο» σε μια ιδιαιτέρως πυκνοδομημένη περιοχή της Αθήνας. Την πολεοδομική ανάγκη να διατηρηθεί ως λειτουργικό πράσινο ο επίδικος χώρος αναγνωρίζει, άλλωστε, και η 9803/3.7.2009 εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας προς το οικείο ΣΧΟΠ (βλ. και τη μεταγενέστερη 1600/31.3.2010 εισήγηση της ίδιας υπηρεσίας, ενόψει υποβληθέντος από τον Δήμο αιτήματος για εκ νέου τροποποίηση του σχεδίου πόλεως). Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα στοιχεία του φακέλου προκύπτει, επίσης, η πρόθεση και η δυνατότητα του αιτούντος Δήμου να αποζημιώσει τους θιγόμενους ιδιοκτήτες, εφόσον το απαιτούμενο για τον σκοπό αυτό ποσό έχει εγγραφεί στους οικείους προϋπολογισμούς του Δήμου. Πρέπει, συνεπώς, για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βασίμως, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις, να απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για την εντός σύντομου χρονικού διαστήματος διενέργεια των νομίμων, ήτοι για την εκ νέου τροποποίηση του σχεδίου πόλεως και, σε περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως, την άμεση καταβολή στους δικαιούχους του προοριζόμενου για την αποζημίωση τους ποσού, καθόσον, όπως δέχθηκε, άλλωστε, και η 9344/2008 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η δέσμευση του επίδικου ακινήτου χωρίς τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως διατηρήθηκε για διάστημα που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο.

 

 

10. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η παρεμβαίνουσα πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος Δήμου.

 

 

Διά ταύτα

 

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Επιβάλλει στην Περιφέρεια Αττικής τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος Δήμου, που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι [920] ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2015

 

Η Πρόεδρος του Ε' Τμήματος               Η Γραμματέας και μετά την αποχώρηση της

 

Αγγ. Θεοφιλοπούλου                                        Ε. Δασκαλάκη

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2015.

 

Η Πρόεδρος του Ε' Τμήματος                            Η Γραμματέας

 

Αγγ. Θεοφιλοπούλου                                               Ε. Δασκαλάκη