ΣτΕ 171/2009
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ασφάλιση ΟΓΑ - Πολυτεκνικό επίδομα - Ανώτατο όριο ετησίου
οικογενειακού εισοδήματος - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Ακύρωση
κανονιστικής διοικητικής πράξης λόγω αντίθεσης της προς το Σύνταγμα - Ανάκληση
διοικητικής πράξης ως παράνομης -.
Η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να
επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης της και να προχωρήσει στην ανάκληση της
κατ' εκτίμηση των λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή
αποκλείουν την ανάκληση της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων που τρίτοι
απέκτησαν καλόπιστα από την εφαρμογή της και του χρόνου που παρήλθε από την
έκδοση της, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση
ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη
αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη
της Διοικήσεως που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα. Παράλειψη της
Διοίκησης να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της,
τεκμαιρόμενη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του
ενδιαφερομένου, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με
αίτηση ακυρώσεως. Η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος για ανάκληση
διοικητικής πράξης ως παράνομης συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Τα ως άνω ισχύουν
και στην περίπτωση κατά την οποία με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται
κανονιστική διοικητική πράξη λόγω αντίθεσης της προς το Σύνταγμα υπάρχει
υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει τις ατομικές διοικητικές πράξεις που
έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογή της πιο πάνω αντισυνταγματικής κανονιστικής
διοικητικής πράξης, εφόσον υποβληθεί αίτηση σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση
της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 171/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 1η Δεκεμβρίου 2008, με την
εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α' Τμήματος, Δ.
Σκαλτσούνης, Ευθ. Αντωνόπουλος, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Χρ. Σιταρά,
Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 31 Οκτωβρίου 2001 αίτηση:
της Ε. Ν., κατοίκου Πατρών (Μ. **), η οποία δεν παρέστη,
κατά του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), ο οποίος παρέστη με
τον Θ. Ράπτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη
απόρριψη από τον Ο.Γ.Α. της από 16.7.2001 αίτησης της για επαναχορήγηση σ'
αυτήν από 1-1-1998 του προβλεπόμενου από την παρ. 3 του άρθρου 63 του ν.
1892/1990 επιδόματος πολύτεκνης μητέρας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ.
Εμμανουηλίδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του καθ' ου Οργανισμού, ο
οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα
του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο
παράβολο (1816583 και 2008011/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της τεκμαιρόμενης
απόρριψης από τον Ο.Γ.Α. της από 16.7.2001 αίτησης της αιτούσας για
επαναχορήγηση σ' αυτήν από 1-1-1998 του προβλεπόμενου από την παρ. 3 του άρθρου
63 του ν. 1892/1990 επιδόματος πολύτεκνης μητέρας.
3. Επειδή, η υπόθεση παραπέφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Α'
Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1175/2008 απόφαση της Ολομέλειας
του Δικαστηρίου, με την οποία επιλύθηκε το αναφερόμενο σ' αυτή ζήτημα.
4. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο παρά τη μη
παράσταση της αιτούσας, εφόσον αντίγραφα της 1175/2008 απόφασης της Ολομέλειας
του Συμβουλίου της Επικρατείας και της από 15-7-2008 πράξης του Προέδρου του Α'
Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν νομοτύπως και
εμπροθέσμως στον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας Μιλτιάδη Βασιλόπουλο (βλ. το
από 31-7-2008 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή των Διοικητικών Δικαστηρίων Θ.
Ο.).
5. Επειδή, στο άρθρο πρώτο του ν. 1910/1944 "περί κωδικοποιήσεως
και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί προστασίας πολυτέκνων" (Α' 229), όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 860/1979 (Α' 2), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα
εξής : "1. Πολύτεκνοι υπό την έννοιαν του παρόντος νόμου είναι οι γονείς
οι έχοντες τέσσερα τουλάχιστον ζώντα τέκνα εκ νομίμου γάμου ή νομιμοποιηθέντα ή
νομίμως αναγνωρισθέντα ... 2. Ως γνήσια τέκνα συνυπολογιζόμενα προς απονομήν
της εκ του παρόντος νόμου προστασίας λογίζονται, ως προς την μητέρα, και τα
εξώγαμα τέκνα αυτής. 3. Ως προς τον χαρακτηρισμόν εκάστου γονέως ως πολυτέκνου
συνυπολογίζονται και τα εκ προτέρου νομίμου γάμου τέκνα του, εφ' όσον
πληρούνται ως προς ταύτα οι νόμιμοι όροι. 4. Εν περιπτώσει καθ' ην εξ
οιουδήποτε λόγου υπόχρεως προς διατροφήν των τέκνων είναι μόνη η μήτηρ άνευ
συζύγου, αύτη θεωρείται πολύτεκνος εφ' όσον αύτη είχε και τρία μόνον τέκνα εκ
των υπαγομένων εις τίνα των ανωτέρω κατηγοριών". Περαιτέρω, ο ν. 1892/1990
(Α' 101) στο άρθρο 63 (υπό τον τίτλο "μέτρα για το δημογραφικό
πρόβλημα") προέβλεψε, μεταξύ άλλων, τα εξής : "1. Στη μητέρα που
αποκτά τρίτο παιδί καταβάλλεται επί τριετία μηνιαίο επίδομα ύψους 34.000
δραχμών. 2. Στις μητέρες, που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν ήδη
αποκτήσει τρίτο παιδί, το επίδομα που ορίζουν οι διατάξεις της προηγούμενης
παραγράφου καταβάλλεται έως ότου συμπληρωθεί η τριετία από την ημερομηνία
γέννησης του τρίτου παιδιού. 3. Στη μητέρα που θεωρείται πολύτεκνη κατά το ν.
1910/1944, όπως τροποποιήθηκε, καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα ίσο προς ενάμισι
ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως κάθε φορά ισχύει, πολλαπλασιαζόμενο επί
τον αριθμό των άγαμων μέχρι ηλικίας 25 ετών παιδιών της, το οποίο όμως ουδέποτε
δύναται να είναι κατώτερο του τετραπλασίου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου
εργάτη. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται έως ότου παύσει να έχει άγαμα παιδιά
ηλικίας μέχρι 25 ετών. 4. Στη μητέρα που δεν δικαιούται πλέον το επίδομα της
προηγούμενης παραγράφου χορηγείται ισόβια σύνταξη ίση προς το τετραπλάσιο του
ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. 5. Τα επιδόματα των προηγούμενων
παραγράφων καταβάλλονται στη μητέρα ανεξάρτητα από κάθε άλλο επίδομα, μισθό,
σύνταξη, αμοιβή, αποζημίωση κ.λπ.". Κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 7 του
προαναφερθέντος άρθρου 63 του ν. 1892/1990 εκδόθηκε η Π α/440/7.2.1991 κοινή
απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Προνοίας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β' 90). Με την απόφαση αυτή (η οποία κυρώθηκε και
απέκτησε ισχύ νόμου, από τότε που άρχισε να ισχύει, με το άρθρο 18 παρ. 9 του
ν. 2008/1992 - Α' 16), ως αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του
άρθρου 63 του ν. 1892/1990 ορίσθηκε ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.),
«που ενεργεί ως εντολοδόχος του Υπουργείου Υγείας, Προνοίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων» (άρθρο 1 παρ. 1), προβλέφθηκε δε ότι, για την αντιμετώπιση των
σχετικών δαπανών, ο Ο.Γ.Α. επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό (άρθρο 1
παρ. 2 εδ. δεύτερο). Περαιτέρω, η απόφαση αυτή, καθορίζοντας τα όργανα και τη
διαδικασία απονομής των ανωτέρω παροχών, προέβλεψε, ειδικότερα, ότι για την
αναγνώριση του δικαιώματος επί των παροχών αυτών αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος
του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α. (άρθρο 3), κατά της πράξεως του
οποίου χωρεί ένσταση, η οποία έχει χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής (Σ.τ.Ε.
2676/2005 επταμ.), ενώπιον ειδικής Επιτροπής (άρθρο 11). Οι διατάξεις, όμως,
του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 τροποποιήθηκαν ακολούθως με το άρθρο 39 του ν.
2459/1997 (Α' 17), στο οποίο, μεταξύ άλλων, ορίζονται τα εξής: «1. Το επίδομα
τρίτου παιδιού της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 αυξάνεται σε 40.000
δραχμές από 1-1-1997 και καταβάλλεται μέχρι και τη συμπλήρωση του έκτου (6ου)
έτους της ηλικίας του, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των δικαιούχων
δεν υπερβαίνει το ποσό των επτά εκατομμυρίων (7.000.000) δραχμών. 2. Η
παράγραφος 3 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 τροποποιείται ως εξής: "3. Στη
μητέρα που θεωρείται πολύτεκνη κατά το ν. 1910/1944, όπως τροποποιήθηκε και
ισχύει μέχρι σήμερα, καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα ίσο προς δέκα χιλιάδες (10.000)
δραχμές, για κάθε άγαμο τέκνο ηλικίας μέχρι και είκοσι τριών (23) ετών. Το
συνολικό αυτό επίδομα δεν μπορεί να υπολείπεται μηνιαίως του ποσού των είκοσι
τριών χιλιάδων (23.000) δραχμών. Το επίδομα καταβάλλεται στη μητέρα, εφόσον το
ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ εκατομμυρίων
δραχμών (8.000.000) δραχμών. Για κάθε παιδί πέραν του τετάρτου, το ετήσιο
οικογενειακό εισόδημα προσαυξάνεται κατά πεντακόσιες χιλιάδες (500.000)
δραχμές". 3. Το επίδομα σύνταξης της παρ. 4 του άρθρου 63 του ν.
1892/1990, όπως συμπληρώθηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.
2163/1993 ορίζεται στις είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) δραχμές μηνιαίως και
καταβάλλεται στις δικαιούχες μητέρες, εφόσον το οικογενειακό τους εισόδημα δεν
υπερβαίνει το ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών. 4. Το ύψος των
επιδομάτων, καθώς και των οικογενειακών εισοδημάτων, των προηγούμενων
παραγράφων δύνανται να αναπροσαρμόζονται, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών
Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας, που δημοσιεύονται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζονται τα απαραίτητα
δικαιολογητικά και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής των
διατάξεων του παρόντος άρθρου ...». Ακολούθως, κατ' εξουσιοδότηση των προπαρατεθεισών
διατάξεων τόσο του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 όσο και του άρθρου 39 του ν.
2459/1997, εκδόθηκε η Π3δ/οικ. 1078/19-3-1997 κοινή απόφαση των Υπουργών
Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας (Β' 241), με το άρθρο 1
παρ. 1 της οποίας ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η χορήγηση των παροχών που
προβλέπονται από τις παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 τελεί υπό
την προϋπόθεση ότι το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των δικαιούχων δεν
υπερβαίνει, αντιστοίχως, τα 7.000.000, 8.000.000 και 3.000.000 δραχμές (ποσά τα
οποία, μεταγενεστέρως, με την 2/17961/0020/27-1-2000 κοινή απόφαση των ιδίων
Υπουργών [Β' 291/10-3-2000] αναπροσαρμόσθηκαν αντιστοίχως σε 8.000.000,
10.000.000 και 3.500.000 δραχμές). Τέλος, με το άρθρο 6 περ. γ' της παραπάνω
Π3δ/οικ. 1078/19-3-1997 κοινής υπουργικής αποφάσεως προβλέπεται ότι οι παροχές
αυτές «... διακόπτονται από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εκείνου που
καταβάλλεται η παροχή, εφόσον διαπιστώνεται υπέρβαση του προβλεπόμενου ορίου
εισοδήματος».
6. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει
εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, καταρχήν,
υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η
κατά νόμο προθεσμία προσβολής ή που έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς. Στις
περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακυρώνεται
ατομική διοικητική πράξη για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς
υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική πράξη της Διοικήσεως
που δεν έχει νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, η αρχή αυτή κάμπτεται για τις λοιπές
όμοιου περιεχομένου ατομικές διοικητικές πράξεις οι οποίες έχουν εκδοθεί με
βάση την ίδια διάταξη, εφόσον πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον υποβάλει στη
Διοίκηση, μέσα σε εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής δικαστικής
απόφασης, αίτηση για την ανάκληση των πράξεων αυτών. Στην περίπτωση αυτή, η
Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τη νομιμότητα της πράξης και να
προχωρήσει στην ανάκληση της, εντός του πλαισίου της απονεμόμενης από το
νομοθέτη διακριτικής ευχέρειας ή δέσμιας αρμοδιότητας για την έκδοση της, κατ'
εκτίμηση των λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που τυχόν επιβάλλουν ή
αποκλείουν την ανάκληση της, της ανάγκης προστασίας δικαιωμάτων που τρίτοι απέκτησαν
καλόπιστα από την εφαρμογή της και του χρόνου που παρήλθε από την έκδοση της.
Αν η Διοίκηση, κατ' εκτίμηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, ανακαλέσει την πράξη που
εκδόθηκε κατ' εφαρμογή ανίσχυρης διάταξης, η ενέργεια αυτή δεν αντιστρατεύεται
την ανάγκη ασφάλειας του δικαίου και σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων,
αλλ' αντιθέτως είναι σύμφωνη προς τις αρχές του Κράτους δικαίου, της
νομιμότητας της δράσης της Διοίκησης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες δεν
ανέχονται τη διατήρηση σε ισχύ νομικών ή πραγματικών καταστάσεων που
δημιουργήθηκαν κατά κατάφωρη παραβίαση του δικαίου. Τυχόν δε παράλειψη της
Διοίκησης να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την παράνομη πράξη της,
τεκμαιρόμενη με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου,
συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως
κατά το άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, Α' 8 (Σ.τ.Ε. 2176-7/2004 Ολομ.).
Επίσης, η ρητή απόρριψη από τη Διοίκηση αιτήματος για ανάκληση διοικητικής
πράξης ως παράνομης συνιστά, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, εκτελεστή διοικητική
πράξη. Τα πιο πάνω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία με αμετάκλητη
δικαστική απόφαση ακυρώνεται κανονιστική διοικητική πράξη λόγω αντίθεσης της
προς το Σύνταγμα. Σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα, και στην περίπτωση αυτή υπάρχει
υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τις
ατομικές διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογή της πιο πάνω
αντισυνταγματικής κανονιστικής διοικητικής πράξης, εφόσον υποβληθεί αίτηση σε
εύλογο χρόνο μετά τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου (ΣτΕ
1175/2008 Ολομ.).
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Στην αιτούσα
χορηγήθηκε από 1.1.1991 το πολυτεκνικό επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 63
παρ. 3 του ν. 1892/1990. Η καταβολή της παροχής αυτής ανεστάλη από 1.3.1997,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2459/1997, γιατί η αιτούσα δεν
προσκόμισε τα απαραίτητα δικαιολογητικά προκειμένου να γίνει ο σχετικός έλεγχος
του οικογενειακού της επιδόματος, της χορηγήθηκε δε εκ νέου η πιο πάνω παροχή
από 1.1.2002 κατόπιν αποδοχής νέας σχετικής αίτησης της. Με την 1095/2001
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η θέσπιση με το ν. 2459/1997
ανώτατου ορίου ετησίου οικογενειακού εισοδήματος ως προϋπόθεσης για τη χορήγηση
των παροχών του ν. 1892/1990 αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος
περί προστασίας των πολυτέκνων και ακυρώθηκε, ως αντίθετη στην πιο πάνω
συνταγματική διάταξη, η Π3δ/οικ.1078/19.3.1997 κοινή υπουργική απόφαση, η οποία
είχε εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων των άρθρων 63 του ν. 1892/1990
και 39 του ν. 2459/1997. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της
Επικρατείας η αιτούσα υπέβαλε προς τον Ο.Γ.Α. την από 16.7.2001 αίτηση (αρ.
πρωτ. 40745/16.7.2001), με την οποία ζήτησε, επικαλούμενη την πιο πάνω απόφαση
του Συμβουλίου της Επικρατείας, την επαναχορήγηση του πολυτεκνικού επιδόματος
αναδρομικά από το χρόνο διακοπής του. Η αιτούσα, καθ' ερμηνεία της αίτησης της,
θεώρησε ότι ενόψει της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ο
Ο.Γ.Α. παρανόμως είχε διακόψει την καταβολή σ' αυτήν του πολυτεκνικού
επιδόματος και ζήτησε την ανάκληση της παράνομης αυτής πράξης του Ο.Γ.Α.,
δηλαδή της σιωπηρής διακοπής του πολυτεκνικού επιδόματος, και την επαναχορήγηση
αυτού από τότε που είχε διακοπεί. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς με την
άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της. Κατά της σιωπηρής αυτής απόρριψης
η αιτούσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, το οποίο
την παρέπεμψε με την 135/2005 απόφαση του ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας για να δικασθεί ως αίτηση ακυρώσεως. Μετά την άσκηση της πιο πάνω
προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου εκδόθηκε η 12220/30.1.2002 πράξη
της Προϊσταμένης του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α., με την οποία
απορρίφθηκε το αίτημα της αιτούσας και της δόθηκε η πληροφορία ότι α) με το ν.
2972/2001 καταργήθηκαν τα όρια εισοδήματος, χωρίς, όμως, η κατάργηση αυτή να
έχει αναδρομική ισχύ, β) το δεδικασμένο που παράγεται από την απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκτεινόταν και στην αιτούσα, η οποία δεν ήταν
διάδικος στην δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, και γ) η
διακοπείσα παροχή μπορούσε να της χορηγηθεί εκ νέου από 1-1-2002, υπό την
προϋπόθεση ότι θα υπέβαλλε αρμοδίως σχετική αίτηση. Η πράξη αυτή πρέπει να
θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση. Σύμφωνα δε με όσα έχουν
εκτεθεί στην έκτη σκέψη, η πράξη αυτή της Προϊσταμένης του Κλάδου Οικογενειακών
Επιδομάτων του Ο.Γ.Α., με την οποία απορρίφθηκε ρητώς το αίτημα της αιτούσας
για ανάκληση της σιωπηρής διακοπής του πολυτεκνικού της επιδόματος, έχει
εκτελεστό χαρακτήρα και είναι η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη.
8. Επειδή, η αιτούσα υπέβαλε προς τον ΟΓΑ αίτηση για ανάκληση της από
1-3-1997 πράξης του στις 16-7-2001, δηλαδή μέσα σε εύλογο χρόνο από τη
δημοσίευση της 1095/2001 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (20-3-2001),
σύμφωνα δε με όσα έχουν εκτεθεί στην έκτη σκέψη, ο ΟΓΑ ήταν υποχρεωμένος να
ανακαλέσει την πράξη αυτή. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη (12220/30-1-2002), με
την οποία απορρίφθηκε με την πιο πάνω αιτιολογία το αίτημα της αιτούσας για την
επαναχορήγηση του πολυτεκνικού επιδόματος αναδρομικά από τότε που είχε
διακοπεί, δεν είναι νόμιμη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση
και να ακυρωθεί η πιο πάνω πράξη της Προϊσταμένης του Κλάδου Οικογενειακών
Επιδομάτων του ΟΓΑ και η υπόθεση να αναπεμφθεί στον Ο.Γ.Α. .
Δια ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Ακυρώνει την 12220/30.1.2002 πράξη της Προϊσταμένης του Κλάδου Οικογενειακών
Επιδομάτων του ΟΓΑ και αναπέμπει τη υπόθεση στον ΟΓΑ, σύμφωνα με όσα ορίζονται
στο σκεπτικό.
Επιβάλλει στον ΟΓΑ τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, η οποία ανέρχεται
στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2008 και η απόφαση
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2009.