ΣτΕ 1326/2013
Τελωνειακές παραβάσεις - Πετρελαιοειδή προϊόντα -
Λαθρεμπορία - Πολλαπλό τέλος - Αρχή αναλογικότητας - Συνταγματικότητα ρύθμισης
- Τεκμήριο αθωότητας - Ευθύνη νομικού προσώπου - Παραγραφή τελωνειακών
παραβάσεων -.
Αποκλείεται η
επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας σε νομικό πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση
που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία, μόνον αλληλεγγύως αστική ευθύνη
μπορεί να έχει, χωρίς να απαιτείται δόλος του νομικού προσώπου, αλλ αυτό
απαλλάσσεται μόνο εάν αποδείξει ότι δεν μπορούσε ούτε γνώση να έχει περί της πιθανότητος τελέσεως της λαθρεμπορίας. Όταν διαπιστώνεται η
μη ύπαρξη δόλου του κυρίως υπευθύνου για την τέλεση της λαθρεμπορίας, η
τελωνειακή αρχή δεν δύναται να κηρύξει ούτε τον κύριο ή τον παραλήπτη των
εμπορευμάτων ως αλληλεγγύως συνυπεύθυνο μετά του κυρίως υπευθύνου. Η διάταξη
της παρ. 3 του άρθρ. 97 του Τελωνειακού Κώδικα, που προβλέπει την επιβολή
πολλαπλού τέλους κυμαινομένου από το διπλάσιο έως το δεκαπλάσιο των διαφυγόντων
φόρων ως κύρωση σε βάρος όλων των ενεχομένων στην τέλεση της τελωνειακής
παραβάσεως της λαθρεμπορίας, η οποία επιτρέπει επιμέτρηση της κυρώσεως σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβάσεως και το βαθμό
υποτροπής του παραβάτη και που εν προκειμένω εφαρμόσθηκε με επιβολή διπλασίου,
ήτοι στο κατώτατο ύψος, πολλαπλού τέλους, δεν αντίκειται στην αρχή της
αναλογικότητας. Παραγραφή τελωνειακών παραβάσεων. Οι παραβάσεις που
χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία και επισύρουν την επιβολή πολλαπλού τέλους
παραγράφονται σε επτά χρόνια. Η παραγραφή αυτή ισχύει και για τις παραβάσεις
που έχουν τελεστεί πριν από την 22.3.1994 εφόσον δεν έχει κατά το χρόνο αυτό
συμπληρωθεί η παραγραφή τους.
Αριθμός 1326/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια
στο ακροατήριό του στις 25 Ιανουαρίου 2012 με την εξής σύνθεση: Ε. Γαλανού,
Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του
Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α.-Γ. Βώρος, Ε.
Νίκα, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την
από 8 Μαρτίου 2007 αίτηση:
της Ανώνυμης
Εταιρείας με την επωνυμία «ΛΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΛΑΤΟΜΙΚΗ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Κορωπί Αττικής, η οποία παρέστη
με το δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. 25904), που τον διόρισε με
πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού
Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Κωνσταντίνα Νασοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η
αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ
αριθμ. 1251/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με
την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
Κατόπιν το
δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας
εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους
αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού,
η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια
συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η
σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α
τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Eπειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει
καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. υπ αριθμ. 2617877 και 3746280-3/2007 ειδικά
γραμμάτια παραβόλου σειράς Α).
2. Επειδή, με την
αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της
1251/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, κατόπιν
αποδοχής εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η 760/2002 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Πειραιώς και απερρίφθη προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας
κατά της 228/97/2-7-1999 πράξεως του Διευθυντή του Ζ Τελωνείου Ελευθέρων
Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιώς, καθ ό μέρος με αυτήν είχε κηρυχθεί αστικώς
συνυπεύθυνη για την καταβολή των επιβληθέντων σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου
της ... διαφυγόντων δασμών και πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας. Με την πρωτόδικη
απόφαση, κατόπιν αποδοχής της προσφυγής, η ως άνω πράξη της τελωνειακής αρχής
είχε ακυρωθεί.
3. Επειδή, ο ν.
2127/1993 «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των
πετρελαιοειδών προϊόντων» (Α 48), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω
χρόνο, όριζε, στο άρθρο 1 ότι «1. Επιβάλλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης στα
πετρελαιοειδή προϊόντα
. και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης,
κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προιόντων αυτών,
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου
», στο άρθρο 2 ότι «1. Στον ειδικό
φόρο κατανάλωσης υπάγονται τα προϊόντα του άρθρου 1, τα οποία παράγονται στο
εσωτερικό της χώρας, προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή εισάγονται στο εσωτερικό
της χώρας
», στο άρθρο 19 ότι 1. Ως πετρελαιοειδή προϊόντα για την εφαρμογή του
παρόντος νόμου θεωρούνται: α)
δ) Τα λάδια από πετρέλαιο ή από ασφαλτούχα
ορυκτά, άλλα από τα ακατέργαστα λάδια. Τα παρασκευάσματα που δεν κατονομάζονται
ούτε περιλαμβάνονται αλλού, που περιέχουν κατά βάρος 70% ή περισσότερο λάδια
από πετρέλαιο ή ασφαλτούχα ορυκτά και στα οποία τα λάδια αυτά αποτελούν το
βασικό συστατικό (κωδ. Σ.Ο. 27.10)
.2. Οι τίτλοι και οι κωδικοί αριθμοί της
Συνδυασμένης Ονοματολογίας (Σ.Ο), που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1
αναφέρονται στο κείμενο της Σ.Ο. του Καν. (ΕΟΚ) αριθ. 2587/91, L 259/16.9.91».
Περαιτέρω, το άρθρο 20, στη μεν παράγραφο 1 ορίζει συντελεστές του ειδικού
φόρου καταναλώσεως επί των εκεί αναφερομένων πετρελαιοειδών προϊόντων, μεταξύ
των οποίων δεν περιλαμβάνεται το «ελαφρό πετρέλαιο», στη δε παράγραφο 3
προβλέπει ότι «Τα πετρελαιοειδή προϊόντα, πλην εκείνων που αναφέρονται στην
παράγραφο 1, εφ όσον προορίζονται να χρησιμοποιηθούν, προσφέρονται προς πώληση
ή και χρησιμοποιούνται ως καύσιμο θέρμανσης ή καύσιμο κίνησης, υπόκεινται στο
συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθορίζεται ανάλογα με τη χρήση
για το ισοδύναμο καύσιμο ή καύσιμο κίνησης
». Ορίζεται, εξάλλου, στο άρθρο 23
ότι «1. Εκτός από τις απαλλαγές, που προβλέπονται από το άρθρο 15,
απαλλάσσονται επίσης: α) Τα πετρελαιοειδή προϊόντα του άρθρου 19 για τα οποία
δεν ορίζεται συντελεστής με το άρθρο 20, εφόσον δεν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα
κίνησης ή θέρμανσης
» και στο άρθρο 67 ότι «1
5. Η με οποιονδήποτε τρόπο
διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλόμενων φόρων και λοιπών
επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το
νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων,
χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του
ν. 11651/1918 περί Τελωνειακού Κώδικα και επισύρουν το υπό αυτών προβλεπόμενο πολλαπλούν τέλος και αν ακόμη κριθεί αρμοδίως ότι δεν
συντρέχουν τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Εξάλλου, μεταξύ των λιπαντικών
ελαίων με γενικό κωδικό αριθμό Συνδυασμένης Ονοματολογίας 27 10 00, σύμφωνα με
το Κεφάλαιο 27, σελ.183 και 189, του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού 2587/1991
της Επιτροπής της 26-7-1991 (L.259) περιλαμβάνεται και το «ελαφρό πετρέλαιο (white spirit)» με ειδικό κωδικό
αριθμό 27 10 00 21. Επομένως, το «ελαφρό πετρέλαιο» (white
spirit) υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του ν.2127/1993,
με τον οποίο επιχειρείται να εξασφαλισθεί ο έλεγχος της πραγματικής διακινήσεως
των πετρελαιοειδών προϊόντων σε προορισμούς που συνεπάγονται την απαλλαγή τους
από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 19
παρ.1 και 2 του νόμου αυτού ρητώς παραπέμπουν, ως προς την έννοια των
«πετρελαιοειδών» προϊόντων, στο κείμενο της Σ.Ο. του προαναφερθέντος Κανονισμού
2587/1991, στο κείμενο δε αυτό μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, και το ως άνω
προϊόν.
4. Επειδή, σύμφωνα
με την παρ. 1 του άρθρου 100 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, Α΄73), όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939
(Α΄495), «Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ
αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν
δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον
εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον
ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ΄
αυτής τόπω ή χρόνω και β)
πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το
Δημόσιον των υπ΄ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των
εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων, και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και
τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον»,
σύμφωνα δε με την περίπτωση θ΄ της επόμενης παρ. 2, που προστέθηκε με το άρθρο
8 του ν. 2096/1952 (Α΄113), ως λαθρεμπορία θεωρείται και «η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις
την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα
το αδίκημα της λαθρεμπορίας». Εξάλλου, με το άρθρο 3 του α.ν.
1514/1950 (Α΄240), ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1591/1950 (Α΄295), προστέθηκε
παράγραφος 2 στο άρθρο 89 του Τελωνειακού Κώδικα, βάσει της οποίας «Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται
η καθ΄ οιονδήποτε
των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων
διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω
τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων
λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσι δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος
νόμου, και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι
τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Περαιτέρω, με το άρθρο 4 του
α.ν.1514/1950 προστέθηκαν παρ.3 και 8 στο άρθρο 97 του Τελωνειακού Κώδικα, στις
οποίες, όπως η παρ.3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν.495/1976 (Α΄ 337),
ορίζεται αντίστοιχα ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2
του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της
συμμετοχής εκάστου ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών επιβάλλεται κατά τας
διατάξεις των άρθρων 100 και επομ. του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και
αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του
δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενο ταύτης δασμών, φόρων, τελών και
δικαιωμάτων εν συνόλω, δια πάντας τους συνυπαιτίους» και ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η
αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις
των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν». Εξάλλου, το άρθρο 5
παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν.2717/1999, Α΄ 97) ορίζει ότι
τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές
αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη». Περαιτέρω, η
κυρωθείσα με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει στο άρθρο 6 παρ.2 ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον
επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της
νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», το δε άρθρο 4 του κυρωθέντος με το ν.
1705/1987 (Α΄ 89) 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της, με το οποίο κατοχυρώνεται η
αρχή ne bis in idem, ορίζει ότι «1. Κανένας
δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου
Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με
αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους
αυτού». Ανεξαρτήτως του κατά πόσον οι ανωτέρω διατάξεις της ΕΣΔΑ και του 7ου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής μπορούν να τύχουν εφαρμογής επί υποθέσεως επιβολής
σε βάρος φυσικού προσώπου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, όταν έχει προηγηθεί
αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου από την σχετική κατηγορία
(ΣτΕ 2067/2011 επταμ.),
πάντως προϋποθέτει αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου (ΣτΕ
1522/2010 επταμ., 69/2011, 1067, 671/2013), κατά την
έννοια, δε, του προπαρατεθέντος άρθρου 5 παρ. 2 του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το διοικητικό δικαστήριο λαμβάνει υπ όψιν το
αμετάκλητο αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου, μόνον όταν του προβάλλεται
προσηκόντως εκ μέρους των διαδίκων, αυτεπαγγέλτως δε, κατά τη ρητή διάταξη της
παρ. 4 αυτού, μόνον «εφ όσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας»
(ΣτΕ 1522/2010 επταμ., 1067/2013).
5. Επειδή,
περαιτέρω, ο Τελωνειακός Κώδικας ορίζει, στο άρθρο 97 ότι «1
4. Τα
πολλαπλά
τέλη [λαθρεμπορίας] επιβάλλουν δια πράξεων των κατά τις διατάξεις του άρθρου 99
του παρόντος οι προϊστάμενοι των εν αυτώ
καθοριζομένων τελωνειακών αρχών
Προς έκδοσιν της
πράξεως ταύτης διαβιβάζεται εις τον προϊστάμενον του
αρμοδίου Τελωνείου, παρά της το πρώτον επιληφθείσης της διώξεως του
λαθρεμπορίου δημοσίας αρχής
αντίγραφον της εκθέσεως
κατασχέσεως και του σχηματισθέντος φακέλλου
προανακρίσεως
5. Ο παραλαμβάνων Προϊστάμενος του
αρμοδίου Τελωνείου, μετά την ενέργειαν διοικητικής
ανακρίσεως
συντάσσει και εκδίδει
ητιολογημένην πράξιν, δια της οποίας
.καταλογίζει
πολλαπλούν
τέλος, εφ όσον δε συντρέχει περίπτωσις και τους
διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους
» και στο άρθρο 99 ότι «1. Αι τελωνειακαί παραβάσεις
περί των οποίων η δευτέρα παράγραφος
του άρθρου 89 του παρόντος βεβαιούνται επί τη βάσει των κατά το δεύτερον
εδάφιον της τετάρτης παραγράφου του άρθρου 97 του αυτού νόμου στοιχείων. [Οι]
αρμόδιοι δια την επιβολήν
τελών
εντός του βραχυτέρου δυνατού χρονικού διαστήματος από της
καταχωρίσεως του πρωτοκόλλου εις το οικείον βιβλίον ή της παραλαβής του και μετά προηγουμένην
λήψιν της απολογίας τους
και την ενέργειαν
πάσης άλλης εξετάσεως, ην ήθελον τυχόν κρίνει αναγκαίαν, προβαίνουσι εις την έκδοσιν ητιολογημένης πράξεως,
δι ής καταλογίζουσι
το
τέλος
5.Η πράξις κοινοποιείται εις τον καθ ού εξεδόθη
».
6. Επειδή,
περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 99 του Τελωνειακού Κώδικα, όπως αυτή
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του αν.ν.1054/1946 (Α' 85), ορίζεται ότι
«Αι διατάξεις των άρθρων 108
εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν
και επί των τελωνειακών παραβάσεων. Η άγνοια των αστικώς συνυπευθύνων
της προθέσεως των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων προς τέλεσιν
της παραβάσεως δεν απαλλάσσει τούτους της ευθύνης» και στο άρθρο 108 του ίδιου
Κώδικα, στο οποίο παραπέμπει η προηγούμενη διάταξη, όπως τροποποιήθηκε με το
άρθρο 9 του αν.ν. 2081/1939 και ισχύει έκτοτε,
ορίζεται ότι «Το εκδικάζον την επί λαθρεμπορία κατηγορίαν ποινικόν Δικαστήριον δύναται, δια της καταδικαστικής αποφάσεώς του,
να κηρύξη αλληλεγγύως συνυπεύθυνον
αστικώς μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμήν της
καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων
τον κύριον ή τον παραλήπτην των
εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούσι το αντικείμενον της λαθρεμπορίας, και όταν έτι ούτος δεν
υπέχει ποινικήν ευθύνην επί
ταύτη, οσάκις ο καταδικασθείς ενήργησεν επί των
αντικειμένων της λαθρεμπορίας ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του
κυρίου ή του παραλήπτου ..., εκτός εάν ήθελεν αποδειχθή, ότι οι ανωτέρω
δεν ηδύναντο να έχωσι καν
γνώσιν περί της πιθανότητος τελέσεως της
λαθρεμπορίας». Επομένως, αδίκημα, όπως η λαθρεμπορία, που διέπραξε φυσικό
πρόσωπο, του οποίου η βούληση θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ως βούληση του
νομικού προσώπου, δεν μπορεί να καταλογισθεί σ΄ αυτό, δεδομένου ότι ελλείπουν
οι προϋποθέσεις κάθε αδικήματος, ο άμεσος σύνδεσμος της άδικης πράξεως, που δεν
μπορεί να διαπραχθεί παρά μόνον από φυσικό πρόσωπο, ως και το δυνατό του καταλογισμού
της. Συνεπώς, αποκλείεται η επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας σε νομικό
πρόσωπο, το οποίο, σε περίπτωση που ο εκπρόσωπός του διέπραξε λαθρεμπορία,
μόνον αλληλεγγύως αστική ευθύνη μπορεί να έχει, χωρίς να απαιτείται δόλος του
νομικού προσώπου, αλλ αυτό απαλλάσσεται μόνο εάν αποδείξει ότι δεν μπορούσε
ούτε γνώση να έχει περί της πιθανότητος τελέσεως της
λαθρεμπορίας. Εξάλλου, όταν διαπιστώνεται η μη ύπαρξη δόλου του κυρίως
υπευθύνου για την τέλεση της λαθρεμπορίας, η τελωνειακή αρχή δεν δύναται να κηρύξει
ούτε τον κύριο ή τον παραλήπτη των εμπορευμάτων ως αλληλεγγύως συνυπεύθυνο μετά
του κυρίως υπευθύνου (ΣτΕ 671/2010 Ολ., 839, 840/2011, 3937, 1158/2004).
7. Επειδή, εξάλλου,
όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 99 παρ. 4 εδ. α και 97 παρ. 5 του Τελωνειακού Κώδικα, οι τελωνειακές
παραβάσεις, αλλά και το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολή των διαφυγόντων
δασμών και λοιπών φόρων που προσδιορίστηκαν κατά την διαπίστωση της οικείας
τελωνειακής παραβάσεως παραγράφονται εάν εντός τριετίας από της τελέσεως της
τελωνειακής παραβάσεως δεν κοινοποιηθεί η καταλογιστική
πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, κατά δε το εδάφιο β' της
ίδιας παραγράφου (4 του άρθρου 99), "Κατ' εξαίρεση, η ως άνω προθεσμία
ορίζεται πενταετής προκειμένου περί των παραβάσεων της παραγράφου 2 του άρθρου
89 του παρόντος νόμου", ήτοι περί παραβάσεων χαρακτηριζομένων ως
λαθρεμπορία κατά το άρθρο 100 του ν.1165/1918 και επισύρουν την επιβολή
πολλαπλού τέλους (ΣτΕ 850/2008). Με το άρθρο 25 του
ν. 2198/1994 (Α 43), το οποίο άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (22-3-1994), η τελευταία ως άνω προθεσμία
ορίσθηκε επταετής (παρ.1) και προβλέφθηκε ότι η σχετική ρύθμιση «εφαρμόζ[εται] και επί των
παραβάσεων εκείνων που έχουν τελεσθεί πριν από την έναρξη ισχύος τους, εφ όσον
δεν έχει κατά το χρόνο τούτο συμπληρωθεί η παραγραφή τους» (παρ. 3). Περαιτέρω,
το ΕΔΔΑ, χωρίς να αποκρούει γενικώς τη θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου,
έχει κρίνει ως αντίθετες με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ νομοθετικές
ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, οι
οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται
εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη
θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου [ΕΔΔΑ 9.12.1994 Ελληνικά Διϋλιστήρια
ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.), 22.10.1997 Παπαγεωργίου κατά
Ελλάδος (σκ. 33 επ.), 28.10.1999 Zielinski κ.λπ. κατά
Γαλλίας (σκ. 50 επ.), 28.9.2001 Αγούδημος κατά
Ελλάδος (σκ. 27 επ.), 11.7.2002 Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά
Ελλάδος (σκ. 20 επ.)- βλ. και ΣτΕ 1900/2009,
3891/2008, 372/2005, κ.α.).
8. Επειδή, εν
προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη έγιναν δεκτά τα
εξής:
από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 24-10-1994
πορισματική αναφορά των υπαλλήλων της Ειδικής
Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών [ΕΥΤΕ] Αττικής
προκύπτουν ότι
στην ανωτέρω
υπηρεσία περιήλθαν πληροφορίες από το Υπουργείο Οικονομικών, την Εθνική
Υπηρεσία Πληροφοριών και ιδιώτες ότι το απόσταγμα πετρελαίου με την ονομασία white spirit, το οποίο
χρησιμοποιείται νομίμως ως διαλυτικό χρωμάτων και καθαριστικό επιφανειών και
μηχανών, χρησιμοποιείτο σε μεγάλη έκταση στη νοθεία καυσίμων και, ειδικότερα,
του πετρελαίου θερμάνσεως και κινήσεως, με αποτέλεσμα να προκαλείται αφ΄ενός μεν βλάβη του περιβάλλοντος και των ανθρώπων από
ρυπογόνους και καρκινογόνους αρωματικούς υδρογονάνθρακες, που περιέχει
, και
κίνδυνος καταστροφής των καυστήρων θερμάνσεως, αφετέρου
δε μεγάλη ζημία του Δημοσίου από διαφυγή του ειδικού φόρου καταναλώσεως, που
επιβαρύνει το πετρέλαιο θερμάνσεως και κινήσεως. Ετσι
υπάλληλοι
της ΕΥΤΕ προέβησαν σε έλεγχο σε τέσσερις λατομικές επιχειρήσεις της περιοχής
Μεσογείων, όπου υπήρχαν πληροφορίες για κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων white spirit
[και] διαπίστωσαν
ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις βάσει των ληφθέντων από αυτές τιμολογίων, εμφάνιζαν
ότι είχαν αγοράσει, ως καθαριστικό των μηχανημάτων τους, στο ίδιο όλες χρονικό
διάστημα, δηλαδή κατά τα έτη 1993 και 1994, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει
κατανάλωση κατά τον προηγηθέντα χρόνο, πολύ μεγάλες ποσότητες του εν λόγω
προϊόντος,
τα φορτία, όμως, [του οποίου], κατά την εκτίμηση των ελεγκτών, δεν
παραλαμβάνονταν από τη λατομική επιχείρηση, που φερόταν εκάστοτε ως αγοράστρια,
αλλά από το ..., εκπρόσωπο της «ΚΠΛ Ελλάς ΑΕ» που εδρεύει στο Κορωπί [με] αντικείμενο
εργασιών την εμπορία λιπαντικών και χημικών προϊόντων, ο οποίος, ακολούθως, τα
προωθούσε παρανόμως για νοθεία καυσίμων, ενώ η λατομική επιχείρηση ωφελούνταν
με τον εκπιπτόμενο ΦΠΑ και την πλασματική διόγκωση των εξόδων λειτουργίας της
και τη μείωση των κερδών της. Στην κρίση αυτή κατέληξαν οι ελεγκτές ενόψει του
τρόπου διακινήσεως των φορτίων, που γινόταν με φορτηγά αυτοκίνητα από τις
εγκαταστάσεις της πωλήτριας εταιρείας στο Πέραμα με φορτωτικές, στις οποίες
αναγραφόταν πάντοτε ως παραλήπτης, εκτός από τη λατομική επιχείρηση, και η
παραπάνω εταιρεία «ΚΠΛ Ελλάς ΑΕ», του τρόπου πληρωμής του προϊόντος, που
γινόταν πάντοτε με επιταγές του ως άνω ..., των πολύ μεγάλων, σε σχέση με τις
ανάγκες κάθε λατομικής επιχειρήσεως, ποσοτήτων του προϊόντος, που φερόταν ότι
είχε αγοραστεί (που αντιπροσώπευαν το 15% της εθνικής καταναλώσεως, ενώ οι
εταιρείες χρωμάτων, των οποίων το προϊόν αυτό αποτελεί πρώτη ύλη, κατανάλωναν υποπολλαπλάσιες ποσότητες), του ότι δεν υπήρχαν στις
φερόμενες ως αγοράστριες επιχειρήσεις οι αντίστοιχοι αποθηκευτικοί χώροι, του
ότι από την σύγκριση των υπογραφών, που είχαν θέσει ως παραλήπτες των φορτίων
οι εκπρόσωποι των εν λόγω επιχειρήσεων στα οικεία τιμολόγια-δελτία αποστολής,
με τις υπογραφές αυτών, που λήφθηκαν κατά τις καταθέσεις τους ενώπιον της
τελωνειακής αρχής, προέκυψε ότι οι πρώτες ήταν πλαστογραφημένες, και της
καταθέσεως του ..., οδηγού ενός από τα βυτιοφόρα οχήματα που χρησιμοποιούνταν
κατά τις μεταφορές (με αριθμό κυκλοφορίας ΡΝΙ ...), που περιέγραψε την
πραγματική κατάσταση. Μεταξύ των λατομικών επιχειρήσεων, που φέρονταν ότι είχαν
αγοράσει το παραπάνω προϊόν αλλά, κατά την εκτίμηση των τελωνειακών ελεγκτών,
δεν είχαν παραλάβει τις αγορασθείσες ποσότητες, οι οποίες είχαν διοχετευθεί
παρανόμως, μέσω του ..., για νοθεία καυσίμων ήταν και η [αναιρεσείουσα,
με νόμιμο εκπρόσωπο των ...], η οποία, κατά το χρονικό διάστημα από 20-8-1993
έως 2-6-1994, φαίνεται ότι παρέλαβε βάσει των τιμολογίων που έλαβε και
καταχώρισε στα βιβλία της ποσότητα 652.900 κιλών (ή 837.051 λίτρων). Ειδικότερα,
στις 21-6-1994
υπάλληλοι της ΕΥΤΕ επισκέφθηκαν τις εγκαταστάσεις της και βρήκαν
δύο δεξαμενές χωρητικότητας 22.796 και 13.297 λίτρων
κενές,
στις οποίες, καθ
υπόδειξη του υπευθύνου, αποθηκευόταν white spirit (βλ. την οικεία ομόχρονη έκθεση ελέγχου). Ο [...]
κατέθεσε μεν ότι οι αγορασθείσες ποσότητες είχαν χρησιμοποιηθεί από την
εταιρεία του για το πλύσιμο των μηχανημάτων της
και ότι τις είχε πληρώσει ο
ίδιος με επιταγές πελατών του, από την έρευνα, όμως,
αποκαλύφθηκε ότι η
πληρωμή είχε γίνει με επιταγές του ..., μολονότι δεν ήταν πελάτης της [αναιρεσείουσας]. [Η τελωνειακή αρχή] εκτίμησε την [ανωτέρω]
πορισματική αναφορά
της ΕΥΤΕ
και
τα λοιπά στοιχεία του φακέλου
, μεταξύ των οποίων τις καταθέσεις των
εμπλεκομένων
και των οδηγών και ιδιοκτητών των βυτιοφόρων οχημάτων, με τα οποία
εκτελούνταν οι μεταφορές, που στην πλειοψηφία τους υποστήριξαν ότι οι
παραδόσεις γίνονταν κανονικά, σύμφωνα με τα εκάστοτε συνοδευτικά στοιχεία.
[Στην] απολογία [τους οι ...και] ...
υποστήριξαν ότι όλες οι αγορές white spirit [από την] «...
ΑΛΕΒΕ» ήταν πραγματικές και το προϊόν είχε χρησιμοποιηθεί για το πλύσιμο των
μηχανημάτων της, επικαλέστηκαν δε προς απόδειξη
, μεταξύ άλλων, το 2775/1997
βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών [περί απαλλαγής τους από τις ποινικές
κατηγορίες] της απάτης σε βάρος του Δημοσίου και της συνέργειας σε
πλαστογραφία
Με [την επίδικη καταλογιστική πράξη η
τελωνειακή αρχή] έκρινε ότι η προαναφερόμενη ποσότητα
white
spirit που φερόταν ότι είχε αγοράσει η [αναιρεσείουσα] δεν είχε παραληφθεί απ αυτήν
αλλ είχε
διοχετευθεί παράνομα στην αγορά μέσω του ... για νοθεία καυσίμων,
χαρακτήρισε
το τέχνασμα ..της δια του τρόπου αυτού αποφυγής καταβολής του
ειδικού φόρου καταναλώσεως και των λοιπών
δασμοφορολογικών
επιβαρύνσεων ως λαθρεμπορία και υπαίτιους
τους ...
, [και], αφού έλαβε υπ όψιν
ότι το ύψος των [διαφυγουσών] επιβαρύνσεων ανερχόταν
σε 59.492.223 δραχμές,
καταλόγισε σε βάρος τους ισομερώς, αλληλεγγύως και σε ολόκληρο, τόσο το ποσό
αυτό όσο και πολλαπλό τέλος διπλασίου ύψους..., ενώ κήρυξε αλληλεγγύως υπόχρεες..,
ως αστικώς συνυπεύθυνες, την [αναιρεσείουσα] και [την
εταιρεία] «ΚΠΛ Ελλάς ΑΕ»
. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψιν τις υπάρχουσες στο φάκελο μαρτυρικές καταθέσεις των
εμπλεκομένων στις ένδικες συναλλαγές προσώπων και των οδηγών και ιδιοκτητών των
βυτιοφόρων οχημάτων, με τα οποία εκτελούνταν οι μεταφορές, που στην πλειοψηφία
τους υποστήριξαν ότι οι παραδόσεις γίνονταν κανονικά, σύμφωνα με τα εκάστοτε
συνοδευτικά στοιχεία καθώς και το προαναφερόμενο 2775/1997 βούλευμα του
Συμβουλίου Εφετών περί απαλλαγής του [...] από τις ποινικές κατηγορίες της
απάτης σε βάρος του Δημοσίου και της συνέργειας σε πλαστογραφία. Από την άλλη,
όμως, πλευρά έλαβε επίσης υπ όψιν και όλα τα λοιπά προκύψαντα από την έρευνα
της τελωνειακής αρχής στοιχεία και, ειδικότερα, ότι οι φερόμενες ως
αγορασθείσες από την [αναιρεσείουσα] ποσότητες white spirit είναι αδικαιολόγητα
μεγάλες για τη χρήση, για την οποία φέρεται ότι το προόριζε, ότι δεν διέθετε
τους απαιτουμένους για αγορά τέτοιων ποσοτήτων αποθηκευτικούς χώρους, ότι από
τον επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της δεν βρέθηκε καμμία
ποσότητα του εν λόγω προϊόντος, ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε χρησιμοποιήσει
αυτό για έκπλυση των μηχανημάτων της, ότι όλες οι
προς αυτήν μεταφορές είχαν παραλλήλως ως παραλήπτρια κατά ένα ποσοστό και την
επιχείρηση του ..., γεγονός που υποδηλώνει ότι τα βυτιοφόρα μεταφορικά οχήματα
είχαν νομότυπη κάλυψη για μετάβαση στους χώρους της τελευταίας, ότι οι
υπογραφές που φερόταν ότι ο [...] είχε θέσει στα οικεία παραστατικά στοιχεία ως
παραλήπτης των φορτίων δεν ήταν γνήσιες, ότι όλες οι πληρωμές προς την πωλήτρια
του προϊόντος εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών γίνονταν με επιταγές του ...,
ότι η [αναιρεσείουσα] προέβαλε μεν ότι οι εν λόγω
επιταγές είχαν οπισθογραφηθεί από [αυτήν], αφ ενός, όμως, αυτό δεν απεδείχθη,
αφ ετέρου και σε μια τέτοια, πάντως, περίπτωση ο ... αναλάμβανε την ευθύνη για
την πληρωμή τους, χωρίς να προκύπτει το κίνητρό του για μια τέτοια ενέργεια,
εάν τα αγορασθέντα φορτία δεν προορίζονταν εν τέλει γι αυτόν. Βάσει των ανωτέρω
το δικάσαν διοικητικό εφετείο «πείσθηκε», δεχόμενο
σχετικό λόγο εφέσεως του Δημοσίου, ότι οι αγορές των προαναφερομένων ποσοτήτων white spirit από την [αναιρεσείουσα] ήταν εικονικές και ότι ο [...], σε σύμπραξη
με τον ..., εμφάνισε τις ποσότητες αυτές ως παραληφθείσες από την επιχείρησή
του [ήτοι την αναιρεσείουσα], προκειμένου να
χρησιμοποιηθούν σε απαλλασσομένη του ειδικού φόρου
καταναλώσεως χρήση, ενώ στην πραγματικότητα παρελήφθησαν από την επιχείρηση του
..., προκειμένου να διοχετευθούν παρανόμως στην αγορά για χρήση μη απαλλασσομένη του ειδικού φόρου καταναλώσεως, έτσι ώστε ο
μεν τελευταίος να αποφύγει την καταβολή του εν λόγω φόρου και των λοιπών συνεισπραττομένων δασμοφορολογικών
επιβαρύνσεων, η δε [αναιρεσείουσα] να ωφεληθεί με τον
εκπιπτόμενο ΦΠΑ και την πλασματική διόγκωση των εξόδων λειτουργίας της και τη
μείωση των κερδών της.
9. Επειδή, εν
προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη,
οι επίδικες τελωνειακές παραβάσεις έλαβαν χώρα τα έτη 1993 και 1994, ήτοι τόσο
πριν όσο και μετά από την έναρξη ισχύος του μνημονευομένου στην σκέψη 8 άρθρου
25 του ν.2198/1994 (22-3-1994), κατά την τελευταία δε αυτή ημερομηνία δεν είχε
συμπληρωθεί η προβλεπόμενη υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς πενταετής
παραγραφή των ανωτέρω παραβάσεων και του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή
των διαφυγόντων φόρων. Επομένως, εφ όσον η επίδικη καταλογιστική
πράξη επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα την 22-7-1999, το
ως άνω δικαίωμα του Δημοσίου ενέπιπτε, σε κάθε περίπτωση, στην επταετή
παραγραφή του άρθρου 25 του ν. 2198/1994, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα,
δεν συμπληρώθηκε, με την αιτιολογία δε αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
απέρριψε ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί του
αντιθέτου. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η γενομένη με την
προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2198/1994 αναδρομική επιμήκυνση της
παραγραφής των επιδίκων παραβάσεων, ώστε να καταλαμβάνει περιπτώσεις, όπου ήδη
έχει ξεκινήσει η παραγραφή, αντίκειται στην αρχή της εφαρμογής του ηπιοτέρου φορολογικού νόμου και στην αναλογικώς εφαρμοστέα
αντίστοιχη αρχή του ποινικού δικαίου καθώς και στις αρχές της ασφαλείας του
δικαίου και της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι η επιβολή του αυστηροτάτου πολλαπλού τέλους μετά την πάροδο τόσο μεγάλου
χρονικού διαστήματος επιφέρει δυσανάλογη περιουσιακή βλάβη στην αναιρεσείουσα, χωρίς να συντρέχει δικαιολογητικός λόγος
δημοσίου συμφέροντος. Ο ισχυρισμός αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος
ως αβάσιμος, δεδομένου ότι με την ανωτέρω διάταξη του ν. 2198/1994 εισάγεται
πάγια και γενική ρύθμιση, η οποία ισχύει για το μέλλον, δεν αποτελεί κύρωση για
παράβαση διατάξεως, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της
αναλογικότητας (ΣτΕ 4182/2005, 990/2004 Ολ.), και δεν αποσκοπεί στο να επηρεάσει την έκβαση της
παρούσας δίκης υπέρ του Δημοσίου, ενόψει και του ότι, κατά το χρόνο ενάρξεως
ισχύος αυτής, η επίδικη καταλογιστική πράξη δεν είχε
καν εκδοθεί, πολλώ δε μάλλον δεν υφίστατο σχετική
εκκρεμής δίκη μεταξύ του αναιρεσείοντος και του
Δημοσίου (ΣτΕ 1900/2009). Εξάλλου, καθ ό μέρος
προβάλλεται, ειδικότερα, ότι η ως άνω αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται και
από την άποψη ότι ήταν, πάντως, επιβλητέα τέλη
λαθρεμπορίας σε ύψος χαμηλότερο από το ελάχιστο προβλεπόμενο από το νόμο, ο
λόγος είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η προδιαληφθείσα
και εν προκειμένω εφαρμοσθείσα διάταξη της παρ. 3 του
άρθρ. 97 του Τελωνειακού Κώδικα, προβλέπουσα την
επιβολή πολλαπλού τέλους κυμαινομένου από το διπλάσιο έως το δεκαπλάσιο των
διαφυγόντων φόρων ως κύρωση σε βάρος όλων των ενεχομένων στην τέλεση της
τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας, η οποία επιτρέπει επιμέτρηση της
κυρώσεως σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανάλογα με τη βαρύτητα της παραβάσεως
και το βαθμό υποτροπής του παραβάτη και που εν προκειμένω εφαρμόσθηκε με
επιβολή διπλασίου, ήτοι στο κατώτατο ύψος, πολλαπλού τέλους, δεν αντίκειται
στην αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν θεσπίζει μέτρο προδήλως ακατάλληλο,
ούτε η κύρωση υπερακοντίζει το σκοπό του νόμου που αποβλέπει, πέραν της
ικανοποιήσεως του Δημοσίου με την είσπραξη των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων
και τελών, στον κολασμό του παραβάτη, ως και στην αποτροπή από την διάπραξη στο
μέλλον παρομοίων παραβάσεων (ΣτΕ 990/2004 Ολ.)
10. Επειδή, η αναιρεσείουσα προέβαλε πρωτοδίκως ότι κατά παράβαση
ουσιώδους τύπου της διαδικασίας η τελωνειακή αρχή δεν συγκοινοποίησε,
με την επίδικη καταλογιστική πράξη, μεταξύ άλλων, τα
αναφερόμενα σ αυτήν εκατόν εννέα (109) έγγραφα και την από 24-10-1994 πορισματική αναφορά της ΕΥΤΕ. Δεδομένου, όμως, ότι από τις παρατεθείσες στην σκέψη 7 διατάξεις των άρθρων 97 και 99
του Τελωνειακού Κώδικα δεν προκύπτει υποχρέωση συγκοινοποιήσεως
των ανωτέρω εγγράφων ως ουσιώδης τύπος για την έκδοση της καταλογιστικής
πράξεως, νομίμως απέρριψε με την αιτιολογία αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο,
επιλαμβανόμενο της προσφυγής, κατόπιν αποδοχής της εφέσεως του Δημοσίου, τον εν
λόγω ισχυρισμό ως προς την προαναφερθείσα αναφορά. Εξάλλου, καθ ό μέρος ο
ισχυρισμός αφορούσε στα λοιπά 109 έγγραφα, ως μη ουσιώδης, δεν έχρηζε
απαντήσεως από το δικάσαν διοικητικό εφετείο.
Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθ
ό δε μέρος προβάλλεται το πρώτον με την υπό κρίση αίτηση ότι η ως άνω συγκοινοποίηση αποτελούσε αναγκαία, σύμφωνα με τα άρθρα 20
παρ. 2 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ αφ ενός και 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του
Συντάγματος αφ ετέρου, προϋπόθεση για την αποτελεσματική έννομη προστασία της αναιρεσείουσας ενώπιον τόσο της διοικήσεως όσο και των
δικαστηρίων, αντιστοίχως, ο λόγος είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι συναρτάται
με το πραγματικό στοιχείο της αδυναμίας απαντήσεως στις αποδοθείσες σε βάρος
του νομίμου εκπροσώπου της κατηγορίες, το οποίο ούτε προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, στην οποία, μάλιστα, ρητώς μνημονεύεται
κλήση του σε απολογία από την τελωνειακή αρχή, ούτε ισχυρίζεται ο τελευταίος
ότι είχε θέσει υπ όψιν οιουδήποτε από τα δικαστήρια της ουσίας.
11. Επειδή, εξάλλου,
είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί του ότι το επίμαχο προϊόν
white spirit δεν αποτελεί
αντικείμενο του κατά το ν.2127/1993 ειδικού φόρου καταναλώσεως, ως μη ρητώς
αναφερόμενο στη διάταξη του άρθρου 19 αυτού, δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα
στην σκέψη 3, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως
δυνάμει της γενομένης με αυτήν παραπομπής στο κείμενο της Σ.Ο.του
Κανονισμού 2587/1991, στο οποίο το ως άνω προϊόν ρητώς μνημονεύεται.
12. Επειδή,
περαιτέρω, η αναιρεσείουσα «επισήμανε» πρωτοδίκως
«[την] προχειρότητα την οποία διακρίνει ο εις την πορισματική
αναφορά υπολογισμός της δήθεν ζημίας, την οποία υπέστη το Δημόσιο, την οποία
αυθαίρετα υπολογίζει σε δραχμές 66,59 ανά λίτρο (δασμός πετρελαίου 86,970 μείον
δασμός white spirit
20,38=66,59), χωρίς να αφαιρεί τη διαφορά μεταξύ της τιμής πωλήσεως (άνευ
δασμών και φόρων) μεταξύ white spirit
εκ δραχμών 65,00 και πετρελαίου εκ δραχμών 32,93, την οποία εισέπραξε το
Δημόσιο κατά την πώληση του white spirit
(τιμή white spirit 65,00
μείον τιμή πετρελαίου 32,93=32,07) και, επομένως, τελική διαφορά τιμή
πετρελαίου 32,93+δασμοί και φόροι 86,97=19,90 μείον τιμή white
spirit+δασμοί και φόροι 20,38=85,38, ήτοι τελική
διαφορά δραχμές 34,52». Ενόψει, όμως, του ότι ο ισχυρισμός αυτός, όπως
διατυπώθηκε, δεν προβλήθηκε ως πλημμέλεια της επίδικης καταλογιστικής
πράξεως της τελωνειακής αρχής επηρεάζουσα τη
νομιμότητα αυτής, υπό την έννοια ότι ούτε αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη
ούτε η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει
ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ότι ο τελικός υπολογισμός των επιβληθέντων
σε βάρος του ... δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και
των πολλαπλών τελών είχε γίνει βάσει του ανωτέρω, εσφαλμένου κατά την αναιρεσείουσα, υπολογισμού της ζημίας του Δημοσίου, δεν
επρόκειτο για ουσιώδη ισχυρισμό και, ως εκ τούτου, δεν έχρηζε απαντήσεως από το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
13. Επειδή, η παρατεθείσα στην σκέψη 8 κρίση είναι νομίμως κι επαρκώς
αιτιολογημένη, δεδομένου ότι το δικάσαν διοικητικό
εφετείο διέλαβε αναλυτική περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία
θεώρησε, κατά λογική ακολουθία, ότι αποδεικνύεται πλήρως, μη αρκούμενο σε απλή πιθανολόγηση του στοιχείου του δόλου αλλά σχηματίζοντας
βέβαιη δικανική πεποίθηση, τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση
της επίδικης λαθρεμπορίας, υπό την έννοια ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας ... συνέπραξε με τον ..., ούτως ώστε οι
επίμαχες ποσότητες white spirit
να φέρονται μεν ως παραληφθείσες από την επιχείρηση του πρώτου, ήτοι την αναιρεσείουσα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε απαλλασσομένη του ειδικού φόρου καταναλώσεως χρήση, ενώ
στην πραγματικότητα διοχετεύθηκαν στη γενική κατανάλωση μέσω της επιχειρήσεως
του δευτέρου για χρήση υπαγομένη στο ως άνω φόρο και, ειδικότερα, για νοθεία
καυσίμων, προκειμένου η επιχείρηση του ... να αποφύγει την καταβολή του ειδικού
φόρου καταναλώσεως και των λοιπών συνεισπραττομένων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων και η αναιρεσείουσα
να ωφεληθεί με τον εκπιπτόμενο ΦΠΑ και την πλασματική διόγκωση των εξόδων
λειτουργίας της και τη μείωση των κερδών της. Στα πλαίσια της κρίσεως αυτής το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, απέκλεισε με επαρκή αιτιολογία την αδυναμία γνώσεως,
από πλευράς αναιρεσείουσας, περί της πιθανότητας
τελέσεως της επίδικης λαθρεμπορίας, εφ όσον δέχθηκε συμμετοχή του νομίμου
εκπροσώπου αυτής, ..., στην εν λόγω τελωνειακή παράβαση, με την 1325/2013
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, γνωστή σ αυτό από προηγούμενη ενέργειά
του, έχει κριθεί αμετακλήτως η συνδρομή του στοιχείου του δόλου στο πρόσωπο του
τελευταίου. Περαιτέρω, το ως άνω δικαστήριο συνεκτίμησε επαρκώς, ως όφειλε,
κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 4, για τη διαμόρφωση της ουσιαστικής του κρίσεως,
το προαναφερθέν βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών περί απαλλαγής τόσο του
... όσο και του ... από τις κατηγορίες της απάτης σε βάρος του Δημοσίου και της
συνέργειας σε πλαστογραφία, θεωρώντας ότι δεν δεσμεύεται απ αυτό, χωρίς να
αρκεσθεί σε απλή μνεία του, δεδομένου ότι στην αναιρεσιβαλλομένη
ρητώς αναφέρονται, πάντως, η κρίση του εν λόγω βουλεύματος καθώς και οι λόγοι,
για τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας, κατόπιν αντιμετωπίσεως των
ισχυρισμών της αναιρεσείουσας και κατ ανέλεγκτη
συνδυαστική εκτίμηση του συνόλου των τεθέντων υπ όψιν του αποδεικτικών
στοιχείων, τα οποία επίσης αναλυτικώς παρατίθενται, δεν υιοθέτησε την κρίση
αυτή. Ενόψει δε του ότι η αναιρεσείουσα είχε μεν
επικαλεσθεί ήδη πρωτοδίκως το αμετάκλητο του ως άνω βουλεύματος αλλ ουδέποτε
επικαλέσθηκε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία ούτε η αναιρεσιβαλλομένη
προέβη σε σχετικό χαρακτηρισμό, χωρίς, κατά τούτο, να αμφισβητείται από την αναιρεσείουσα (ΣτΕ 69/2011 επταμ., 671, 1067/2013), δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του
άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ούτε της αρχής ne bis in
idem ούτε του τεκμηρίου αθωότητας, κατά τα εκτεθέντα
στην σκέψη 4. Επομένως, προεχόντως για το λόγο αυτό
είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αναιρεσειουσας
καθώς και ο ισχυρισμός περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας υπό την έννοια
της διαφορετικής ρυθμίσεως από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 5 του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας του ζητήματος της δεσμεύσεως του διοικητικού δικαστηρίου
από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αναλόγως του καταδικαστικού ή
αθωωτικού χαρακτήρα αυτής. Περαιτέρω, ο ήδη πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός
περί αθωώσεως, με την 53363/1996 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου
Αθηνών, των εκπροσώπων άλλης επιχειρήσεως (ήτοι της εταιρείας «ΛΙΠ-ΧΗΜ ΕΠΕ»)
και όχι της αναιρεσείουσας, δεν ήταν ουσιώδης και, ως
εκ τούτου, δεν έχρηζε απαντήσεως από τα δικαστήρια της ουσίας, το δε
δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν όφειλε, αλλά μόνον ευχέρεια είχε να διατάξει τη
διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να αχθεί στην κρίση ότι
δεν ήταν γνήσιες οι υπογραφές που φερόταν ότι είχε θέσει ο ... στα οικεία
παραστατικά στοιχεία ως παραλήπτης των φορτίων (ΣτΕ
330/2009, 1988/2008). Επομένως, όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως
είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθ ό δε μέρος πλήσσουν
ευθέως την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, την από
αυτό γενομένη εκτίμηση των αποδείξεων και την πρόσδοση
μείζονος βαρύτητας σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, είναι απαράδεκτοι.
14. Επειδή, ενόψει
των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την
αίτηση.
Διατάσσει την
κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία
ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε
στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2012 και 16 Μαΐου 2012 και η απόφαση δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Απριλίου 2013.
Η Προεδρεύουσα
Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ε. Γαλανού Α. Ζυγουρίτσα