ΣτΕ 1151/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Συμβάσεις δημοσίων έργων - Καθυστέρηση πληρωμής πιστοποιήσεως δημοσίου
έργου - Τόκος υπερημερίας -.
Η ρύθμιση του ν. 889/1979, σύμφωνα
με την οποία για την καθυστέρηση πληρωμής πιστοποιήσεως δημοσίου έργου άνευ
υπαιτιότητας του αναδόχου, πέραν των υπό του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1266/1972
προθεσμιών, οφείλεται αυτοδικαίως ο εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας, μη
εφαρμοζόμενης εν προκειμένω πάσης ετέρας ειδικής ή γενικής διατάξεως προβλεπούσης μειωμένο τόκο για το δημόσιο ή οιαδήποτε έτερα
πρόσωπα, έχει εφαρμογή σε κάθε πιστοποίηση εκτελεσθεισών
εργασιών, εφόσον η καθυστέρηση της πληρωμής αυτής συντελείται μετά την κατά το
άρθρο 16 έναρξη ισχύος του νόμου (17.4.1979), ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον
οποίο καταρτίσθηκε η σύμβαση εκτελέσεως του δημοσίου έργου, στο οποίο
αναφέρονται οι πιστοποιήσεις αυτές, είτε δηλαδή η σύμβαση αυτή καταρτίσθηκε υπό
την ισχύ του ν.δ/τος 1266/1972 είτε υπό την ισχύ του προγενέστερου αυτού ν.
5367/1932. Σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής πιστοποιήσεως εκτελεσθεισών εργασιών κατά την εκτέλεση δημοσίου έργου
διεπομένου από το ν. 5367/1932 οφείλεται στον ανάδοχο, σύμφωνα με τη διάταξη
της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 889/1979, ο εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας.
(Αντίθετη μειοψηφία).
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 1151/2006
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Μαρτίου 2006 με την εξής
σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Στ. Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Κ.
Ευστρατίου, Σύμβουλοι, Α. Σταθάκης, Φ. Γιαννακού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος,
Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος. Για να δικάσει την από 1η Ιουνίου 1996 αίτηση:
της Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΣΠΙΘΑΣ Α.Ε.», που
εδρεύει στην Αθήνα, οδός Δεινοκράτους αρ. 27, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο
Αναστάσιο Καραχάλιο (A.M. 3427), που τον διόρισε με
πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και
2) Λιμενικού Ταμείου Σητείας, οι οποίοι δεν παρέστησαν.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία
επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 6/1996 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Χανίων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου
Φ. Γιαννακού.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας
εταιρείας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους
αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα
του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την κρινομένη αίτηση έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη
(2966067-8/1996 διπλότυπα εισπράξεως της ΔΟΥ Α'
Χανίων) και το παράβολο (366834/1996 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α').
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 6/1996 αποφάσεως
του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της αναιρεσείουσας, αναδόχου του έργου «Κατασκευή Μαρίνας
Σητείας», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου αυτού και,
ειδικότερα, από τον 3ο Συγκριτικό Πίνακα.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην επταμελή σύνθεση του
Τμήματος κατόπιν της 2224/2005 παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος υπό
πενταμελή σύνθεση.
4. Επειδή, με την 1138/2003 απόφαση του Τμήματος αναβλήθηκε η εκδίκαση
της κρινομένης αιτήσεως και υποχρεώθηκε το Λιμενικό Ταμείο Ν. Λασιθίου και, εν
αδυναμία τούτου, το Ελληνικό Δημόσιο να υποβάλει στο Δικαστήριο σημείωμα για το
ύψος του ποσού της προκειμένης διαφοράς. Σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή,
την 1η Δεκεμβρίου 2003 κατατέθηκε στο Δικαστήριο το υπ' αριθμ. 661/6.11.2003
έγγραφο του Λιμενικού Ταμείου Ν. Λασιθίου, από το οποίο προκύπτει ότι το ποσό
της κρινομένης διαφοράς είναι ανώτερο των 2.000.000 δραχμών. Επομένως, δεν
συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της παρούσης δίκης σύμφωνα με τη διάταξη της
παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 2944/2001 (Α' 222).
5. Επειδή, όπως προκύπτει από το από 26.10.2005 αποδεικτικό επιδόσεως
της επιμελήτριας του Δικαστηρίου Ε. Γ. και το από 21.11.2005 αποδεικτικό
επιδόσεως του Αρχιφύλακα Ζ. Μ., αντίγραφο της ως άνω 2224/2005 αποφάσεως της
πενταμελούς συνθέσεως, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στην παρούσα σύνθεση
και ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 13η Μαρτίου 2006, επιδόθηκε νομοτύπως στους
νομίμους εκπροσώπους του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και
του Λιμενικού Ταμείου Σητείας, αντιστοίχως. Νομίμως, συνεπώς, συζητήθηκε η υπό
κρίση αίτηση παρά τη μη παράσταση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.
και του Λιμενικού Ταμείου Ν. Λασιθίου, το οποίο έχει προέλθει από τη συγχώνευση
του Λιμενικού Ταμείου Σητείας με το Λιμενικό Ταμείο Λασιθίου (άρθρο 1 περ. θ'
του π.δ/τος 390/1993, Α' 165) και έχει υπεισέλθει σε όλα τα δικαιώματα και
υποχρεώσεις των συγχωνευομένων σε αυτό Ταμείων (άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ/τος
390/1993).
6.
Επειδή, η προσφυγή, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, είχε
ασκηθεί από τον Π. Κ., οριστικό σύνδικο πτωχεύσεως της εταιρείας αυτής. Όπως,
όμως, προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, μετά τη συζήτηση της προσφυγής
ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, με την 1092/1996 απόφαση του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επικυρώθηκε τελεσιδίκως (βλ. το υπ' αριθμ.
4492/30.5.1996 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Τμήματος Πολιτικών Ενδίκων Μέσων
του Πρωτοδικείου Αθηνών) ο επιτευχθείς μεταξύ της αναιρεσείουσας
εταιρείας και των πιστωτών της συμβιβασμός και, επομένως, έπαυσε σύμφωνα με το
άρθρο 612 του Εμπορικού Νόμου (β.δ. της 19ης.04.1835, Α' 15) το έργο του
ρηθέντος συνδίκου (ΣτΕ 3571/1980). Με τα δεδομένα αυτά, νομίμως ασκείται η υπό
κρίση αίτηση από την αναιρεσείουσα εταιρεία.
7. Επειδή, η προσβαλλομένη απόφαση κοινοποιήθηκε στις 21.5.1996
νομοτύπως στο δικηγόρο που εκπροσώπησε τον οριστικό σύνδικο της αναιρεσείουσας εταιρείας στην ενώπιον του Διοικητικού
Εφετείου Χανίων δίκη. Με το δεδομένο αυτό, η κρινομένη αίτηση, κατατεθείσα στη
Γραμματεία του δικάσαντος Δικαστηρίου στις 27.6.1996,
ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
8. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του, ισχύοντος εν
προκειμένω ως εκ του χρόνου υπογραφής της συμβάσεως (31.10.1972) δυνάμει του
άρθρου 21 του ν.δ/τος 1266/1972 (Α' 198), ν. 5367/1932 (Α' 119) ορίζεται ότι:
«Αι πιστοποιήσεις και πληρωμαί των εκτελουμένων έργων
εκτελούνται κατά χρονικά διαστήματα καθοριζόμενα εν τη συγγραφή υποχρεώσεων ή
εν τω εργολαβικώ συμβολαίω.
Εάν η πληρωμή καθυστέρηση πέραν του τριμήνου από της λήξεως της προθεσμίας καθ'
ην έδει να γίνη, ο εργολάβος δικαιούται τόκου υπερημερίας επί των
καθυστερουμένων αυτώ ποσών προς εξ τοις εκατόν (6%) ετησίως από της υποβολής
της περί τούτου οχλήσεως του...». Εξάλλου, με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου
12 του ν. 889/1979 (Α' 77) ορίζεται ότι: «Δια την καθυστέρησιν
πληρωμής πιστοποιήσεως δημοσίου έργου άνευ υπαιτιότητας του αναδόχου, πέραν των
υπό του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1266/1972 προθεσμιών, οφείλεται αυτοδικαίως ο
εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας μη εφαρμοζόμενης εν προκειμένω πάσης ετέρας
ειδικής ή γενικής διατάξεως προβλεπούσης μειωμένον τόκον δια το δημόσιον ή
οιαδήποτε έτερα πρόσωπα». Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 15 του τελευταίου αυτού
νόμου ορίζεται ότι: «1. Καταργείται πάσα διάταξις αντικείμενη εις τας διατάξεις
του παρόντος νόμου, ή άλλως ρυθμίζουσα θέματα αναγόμενα εις την αναθεώρησιν της
συμβατικής αξίας των δημοσίων έργων και ιδία καταργούνται: α) ο Ν. 4489/1965
'περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 5367/1932, περί εκτελέσεως των δημοσίων έργων
και άλλων τινών διατάξεων, β) ...». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και δεδομένου ότι ο
ν. 889/1979 δεν παρέχει ένδειξη περί της κατά χρόνον ισχύος της ως άνω δια του
άρθρου 12 παρ. 1 εισαχθείσης ρυθμίσεως συνάγεται ότι η ρύθμιση αυτή έχει
εφαρμογή σε κάθε πιστοποίηση εκτελεσθεισών εργασιών,
εφόσον η καθυστέρηση της πληρωμής αυτής συντελείται μετά την κατά το άρθρο 16
έναρξη ισχύος του νόμου (17.4.1979), ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο
καταρτίσθηκε η σύμβαση εκτελέσεως του δημοσίου έργου, στο οποίο αναφέρονται οι
πιστοποιήσεις αυτές, είτε δηλαδή η σύμβαση αυτή καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του
ν.δ/τος 1266/1972 είτε υπό την ισχύ του προγενέστερου αυτού ν. 5367/1932. Τούτων
έπεται ότι σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής πιστοποιήσεως εκτελεσθεισών εργασιών κατά την εκτέλεση δημοσίου έργου
διεπομένου από το ν. 5367/1932 οφείλεται στον ανάδοχο, σύμφωνα με τη διάταξη
της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 889/1979, ο εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας.
Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου, του Συμβούλου Γ. Παπαμεντζελόπουλου
και των δύο Παρέδρων, από το γράμμα της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 12 του
ν. 889/1979, που παραπέμπει ευθέως στις προθεσμίες της παρ. 1 του άρθρου 7 του
ν.δ/τος 1266/1972, και ενόψει του ότι η τελευταία αυτή διάταξη θέτει
διαφορετικές χρονικές προϋποθέσεις για την υπερημερία του κυρίου του έργου σε
περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής υποβληθείσης πιστοποιήσεως σε σχέση με την
αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 5367/1932, συνάγεται ότι η
διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 889/1979 δεν τυγχάνει εφαρμογής επί
εκτελέσεως δημοσίων έργων διεπομένων από το ν. 5367/1932. Επομένως, σε
περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής υποβληθείσης πιστοποιήσεως κατά την εκτέλεση δημοσίου
έργου διεπομένου από το ν. 5367/1932, εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 5
παρ. 1 του ν. 5367/1932, τούτο δε ανεξαρτήτως του χρόνου, κατά τον οποίο
συντελείται η καθυστέρηση πληρωμής της πιστοποιήσεως (πρβλ. ΣτΕ 3651/2002). Η
τελευταία, όμως, αυτή διάταξη του ν. 5367/1932 κατά το μέρος που προβλέπει
μειωμένο ποσοστό τόκου υπερημερίας σε σχέση με το οφειλόμενο επί του Δημοσίου
είναι αντισυνταγματική, ως αντίθετη στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο
δε διότι η εν λόγω ρύθμιση, με την οποία υποχρεώνεται το Δημόσιο να καταβάλει,
επί υπερημερίας, ποσοστό τόκου μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να
καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει ανεπίτρεπτη υπέρ του Δημοσίου
εξαίρεση, η οποία δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η άποψη
αυτή ενισχύεται και από την εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 12 του ν.
889/1979, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι: «οφείλομεν
να παραδεχθώμεν ότι η πέραν των λογικών πλαισίων
αναμονής καθυστέρησις πληρωμής δημιουργεί δια τους αναδόχους των έργων ασφυκτικός
καταστάσεις και ούτω κρίνεται ως πράξις δικαιοσύνης να έχη και δια το Δημόσιον,
η κατά τας ισχύουσας διατάξεις υπερημερία περί την πληρωμήν
τας ιδίας συνεπείας ως και δια τους λοιπούς οφειλέτας
δηλαδή τον νόμιμον τόκον υπερημερίας και όχι τον
ειδικώς νομοθετημένον 6%». Κατά συνέπεια, και υπό την
ειδικότερη αυτή γνώμη, ο οφειλόμενος στον ανάδοχο τόκος υπερημερίας σε
περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής πιστοποιήσεως εκτελεσθεισών
εργασιών κατά την εκτέλεση δημοσίου έργου διεπομένου από το ν. 5367/1932
υπολογίζεται με βάση το εκάστοτε προβλεπόμενο επιτόκιο υπερημερίας.
9.
Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη
απόφαση, η αναιρεσείουσα με την από 31.10.1972
σύμβαση μεταξύ αυτής και του Λιμενικού Ταμείου Σητείας ανέλαβε, για λογαριασμό
του τελευταίου, την εκτέλεση του έργου «Κατασκευή Μαρίνας Σητείας»,
προϋπολογισμού 11.111.677 δραχμών. Μετά την ολοκλήρωση του έργου, στις
20.2.1984, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στη διευθύνουσα το
έργο υπηρεσία τον 24ο λογαριασμό για εκτελεσθείσες εργασίες ύψους 5.458.480 δραχμών,
ο λογαριασμός, όμως, αυτός δεν πληρώθηκε εμπροθέσμως. Ακολούθως, στις 10.6.1992
η διευθύνουσα υπηρεσία συνέταξε τον 3ο Συγκριτικό Πίνακα, στον οποίο
συμπεριέλαβε, εκτός από την ως άνω αμοιβή της αναιρεσείουσας,
και τόκους υπερημερίας 2.259.667 δραχμών, λόγω μη εμπρόθεσμης πληρωμής του ως
άνω λογαριασμού, τους οποίους υπολόγισε προς 6% ετησίως, σύμφωνα με τη διάταξη
του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 5367/1932. Η ανάδοχος άσκησε ένσταση κατά του ΣΠ
και, ακολούθως, αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ,
η οποία όμως απερρίφθη με την Δ4/1/71/Φ.34/7.7.1994 απόφαση αυτού. Κατά της
τελευταίας αυτής αποφάσεως η ανάδοχος άσκησε την ένδικη προσφυγή. Το Διοικητικό
Εφετείο δέχθηκε εν προκειμένω ότι το άρθρο 12 του ν. 889/1979 εφαρμόζεται
αποκλειστικά στις συμβάσεις δημοσίων έργων που έχουν συναφθεί κατά τις
διατάξεις του ν.δ/τος 1266/1972, και όχι στην προκείμενη, η οποία εμπίπτει και
διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύοντος ν. 5367/1932. Με τις σκέψεις αυτές
δέχθηκε το Διοικητικό Εφετείο ότι ορθώς υπολόγισε η Διοίκηση τους επίμαχους
τόκους υπερημερίας λόγω μη εμπρόθεσμης πληρωμής του 24ου λογαριασμού σε ποσοστό
6% κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 5367/1932 και όχι με
το εκάστοτε ισχύον ποσοστό τόκων υπερημερίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
12 παρ. 1 του ν. 889/1979. Η κρίση αυτή του δικάσαντος
Δικαστηρίου δεν είναι νόμιμη, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην
προηγούμενη σκέψη, κατά την κρατήσασα ως άνω άποψη, η
διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 889/1979 εφαρμόζεται και εν προκειμένω και,
επομένως, ο ανάδοχος δικαιούνταν τόκους υπερημερίας για το επίμαχο χρονικό
διάστημα, υπολογιζόμενους με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Για
το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση,
αποβαινούσης αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων
αναιρέσεως. Ακολούθως, η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το
πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δίκασαν Διοικητικό Εφετείο προς νέα
νόμιμη κρίση.
Δια ταύτα
Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.
Αναιρεί την 6/1996 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, στο οποίο
παραπέμπει την υπόθεση κατά το σκεπτικό. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αναιρεσίβλητους τη δικαστική
δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ανέρχεται, ενόψει των
δύο δικών (ενώπιον της πενταμελούς και επταμελούς συνθέσεως), σε 1220 (760 συν
460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2006 και η απόφαση
δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 2006.