ΣτΕ 1124/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ασφάλιση ΙΚΑ - Σύνταξη γήρατος - Προσαύξηση
σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών -Αρχή ισότητας - Προστασία οικογένειας - Αρχή
προστασίας της "περιουσίας" του προσώπου - Συνταγματικότητα διατάξεων
παρ. 3 άρθρου 29 α.ν. 1846/1951 -.
Δικαιολογείται η προσαύξηση της
σύνταξης των εγγάμων συνταξιούχων των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν
λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό, με τη
χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο
αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους
συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω
προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι
απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης) δεν αντίκειται ούτε
στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της
οικογένειας, ούτε στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω
κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, ούτε
στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της
οικογένειας. Η διάταξη αυτή, προβλέπουσα
"ενίσχυση" η οποία ως αποδέκτη έχει την οικογένεια και όχι ένα έκαστο
των ασφαλισμένων του ΙΚΑ, δεν δημιουργεί
"δικαίωμα" υπέρ ενός εκάστου των συνταξιούχων και ως εκ τούτου δε
δύναται να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην αρχή προστασίας της
"περιουσίας" του προσώπου κατ' άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Αντίθετες
μειοψηφίες).
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
Αριθμός 1124/2007
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Φεβρουαρίου 2007, με την
εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος,
Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε
κώλυμα, Δ. Μαρινάκης, Γ. Σγουρόγλου,
Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου,
Χρ. Σιταρά, Πάρεδροι.
Γραμματέας η Μ. Βλασερού.
Για να δικάσει την από 3 Φεβρουαρίου 2005 αίτηση:
Tου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο
Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών" (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.),
που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγ. Κων/νου αριθ. 8), το οποίο παρέστη με το
δικηγόρο Κωνσταντίνο Κατσανίδη (A.M.
19841), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Π.Μ.Σ., κατοίκου Βούλας Αττικής (οδός Λ.Π.
αριθ. ...), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη Καπελούζου
(A.M. 1312 Δ.Σ. Πειραιά), που τη διόρισε στο
ακροατήριο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα
επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 3009/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου
Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου,
Ι. Ζόμπολα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος
Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους
αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου, η οποία ζήτησε την απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα
του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν
απαιτείται, κατά νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς
η αναίρεση της 3009/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την
οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της
7969/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή
απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσίβλητου και
ακυρώθηκε η τεκμαιρομένη απόρριψη από την Τοπική Διοικητική Επιτροπή του
Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Συντάξεων Αθηνών
ενστάσεως του κατά της 7631/12-6-2002 αποφάσεως του Διευθυντή του ιδίου
Υποκαταστήματος ΙΚΑ, ακολούθως δε αναγνωρίσθηκε ότι ο
αναιρεσίβλητος εδικαιούτο
να λάβει από το ΙΚΑ την κατά την παρ. 3 του άρθρου 29
του α.ν. 1846/1951 προσαύξηση της συντάξεως του λόγω οικογενειακών βαρών και
ότι έπρεπε, εφόσον συνέτρεχαν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να ανακαθορισθεί το ύψος της καταβαλλομένης συντάξεως του αναιρεσίβλητου με τον συνυπολογισμό της προσαύξησης λόγω
οικογενειακών βαρών.
2. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951
(Α' 179), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε τελικώς με την παρ. 3 του άρθρου
5 του ν. 825/1978 (Α' 189) ορίζεται ότι "Το ποσόν της συντάξεως λόγω
αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον
κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος
ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ' όσον δεν ασκεί επάγγελμα τι ή δεν είναι
συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου . . .".
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει τόσο των περί
ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο
και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας
κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως
συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό
της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους
προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι
προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται
ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου (Σ.Ε. 1261/1994 7μελής, 2219/1997, 2466/1998). Η
προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή,
χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του
Ι.Κ.Α. που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις πιο πάνω
αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται καταρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο
σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή
ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η
προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο
ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση
δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι
σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι
συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της
πιο πάνω προσαύξησης) δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού
οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. δεν τελούν κάτω από τις ίδιες
συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το ως άνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται
ούτε στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της
οικογένειας (ΣτΕ 3006/2006). Περαιτέρω, η διάταξη
αυτή, προβλέπουσα "ενίσχυση" η οποία ως
αποδέκτη έχει την οικογένεια και όχι ένα έκαστο των ασφαλισμένων του ΙΚΑ, δεν δημιουργεί "δικαίωμα" υπέρ ενός εκάστου
των συνταξιούχων και ως εκ τούτου δε δύναται να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην
αρχή προστασίας της "περιουσίας" του προσώπου κατ' άρθρο 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Σγουρόγλου. Κατά τη γνώμη
αυτή, η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 αντίκειται στις διατάξεις
των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί, εφόσον προβλέπει την
προσαύξηση της σύνταξης μόνο του συνταξιοδοτούμενου συζύγου, χωρίς να
χορηγείται αυτή αν ο άλλος σύζυγος εργάζεται ή είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού
οργανισμού ή του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εισάγει
αδικαιολόγητη διάκριση' τούτο δε, διότι η πρόσθετη αυτή παροχή, πρέπει να
καταβάλλεται επιπλέον της συντάξεως σε όλους τους έγγαμους συνταξιούχους χωρίς
τους πιο πάνω περιορισμούς, εφόσον σκοπός αυτής είναι η παροχή βοήθειας για την
αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών που συνεπάγεται εν γένει η
οικογένεια. Από την από κοινού δε συμμετοχή στα εν λόγω βάρη για την επίτευξη
του πιο πάνω σκοπού συνάγεται ότι όλοι οι πιο πάνω συνταξιούχοι τελούν υπό τις
ίδιες και όχι διαφορετικές συνθήκες. Κατά την ίδια δε γνώμη, το γεγονός ότι η
χορήγηση της πιο πάνω προσαύξησης συναρτάται μόνο με τη μη άσκηση επαγγέλματος
ή τη μη συνταξιοδότηση του άλλου συζύγου, χωρίς σύνδεση προς ορισμένο ποσό
εισοδήματος του συζύγου αυτού αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4
παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί θέτει τους συνταξιούχους αυτούς του Ι.Κ.Α. σε
δυσμενέστερη θέση εν σχέσει προς άλλους συνταξιούχους
του Ιδρύματος, οι σύζυγοι των οποίων ναι μεν δεν εργάζονται ούτε συνταξιοδοτούνται
έχουν, όμως, εισοδήματα εξ άλλων πηγών (ακίνητα, μερίσματα κ.λπ.). Εξάλλου,
κατά τη γνώμη του Συμβούλου Ι. Ζόμπολα, η διάταξη του
άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της από 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών", κατά το οποίο "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του.
Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας
ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του
διεθνούς δικαίου. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους, ους θέλει κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως
προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της
καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με την ανωτέρω διάταξη
κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να
στερηθεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας
περιλαμβάνονται, εκτός των εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όλα τα δικαιώματα
"περιουσιακής φύσεως", όπως είναι τα ενοχικά δικαιώματα και τα
δικαιώματα που διασφαλίζονται από τις διατάξεις της κοινωνικοασφαλιστικής
νομοθεσίας. Όπως δε έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, ειδικώς επί ασφαλιστικών παροχών (υπόθεση Gaygnsuz
κατά Αυστρίας, απόφαση της 16-9-1996 και υπόθεση Αζινάς
κατά Κύπρου, απόφαση 20-6-2002), η χορήγηση ασφαλιστικής παροχής από κεφάλαιο,
στο σχηματισμό του οποίου μετέχουν, έστω και εν μέρει, οι ασφαλισμένοι με την
καταβολή εισφορών, εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου
Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στο βαθμό που ο
ασφαλισμένος αποκλείεται της ασφαλιστικής παροχής χωρίς να συντρέχει ανάγκη
προστασίας δημοσίου συμφέροντος ανάλογης βαρύτητας προς την στέρηση της παροχής
αυτής. Ενόψει τούτων, εφόσον οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ
μετέχουν με την καταβολή εισφορών στο σχηματισμό του κεφαλαίου που διατίθεται
για την χορήγηση του επιδόματος οικογενειακών βαρών, δεν προβάλλονται δε από το
αναιρεσείον ν.π.δ.δ. λόγοι προστασίας δημοσίου
συμφέροντος ανάλογης βαρύτητας προς την στέρηση του επιδόματος αυτού από τους
συνταξιούχους που έχουν σύζυγο ο οποίος ασκεί επάγγελμα ή είναι συνταξιούχος
ασφαλιστικού οργανισμού ή ν.π.δ.δ. ή του Δημοσίου, η διάταξη του άρθρου 29 παρ.
3 του α.ν. 1846/1951 είναι, σύμφωνα με την ως άνω μειοψηφήσασα άποψη, ανίσχυρη
και μη εφαρμοστέα.
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλομένη
απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος,
ασφαλισμένος του ΙΚΑ, υπέβαλε στο Υποκατάστημα
Συντάξεων ΙΚΑ Αθηνών την Σ. 45/31-7-2001 αίτηση για
την απονομή σε αυτόν συντάξεως λόγω γήρατος, στην οποία ανέφερε ως
προστατευόμενα μέλη την οικογένεια του τα τέκνα, του Σ - Μ, Ε και Π τα οποία
γεννήθηκαν στις 5-5-1994, 29-11-1992 και 19-10-1986, αντίστοιχα. Ο Διευθυντής
του ανωτέρω Υποκαταστήματος ΙΚΑ με την 7631/12-7-2002
απόφαση του, μετά την εξέταση των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση του
συνταξιοδοτικού δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου,
χορήγησε σε αυτόν από 31-7-2001 πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος, το ύψος της οποίας
καθόρισε στο ποσό των 1.377 ευρώ μηνιαίως. Με την ίδια όμως απόφαση ο
Διευθυντής απέρριψε το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για
χορήγηση προσαυξήσεως της συντάξεως του λόγω οικογενειακών βαρών, με την
αιτιολογία ότι ελάμβανε την προσαύξηση αυτή η ήδη συνταξιούχος του ΙΚΑ σύζυγος του. Ένσταση του αναιρεσιβλήτου
κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε σιωπηρώς από την Τοπική Διοικητική
Επιτροπή λόγω παρελεύσεως απράκτου τριμήνου από την υποβολή της ενστάσεως.
Προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της τεκμαιρομένης
απορρίψεως της ενστάσεως του έγινε δεκτή με την 7969/2003 απόφαση του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η τεκμαιρομένη απόρριψη
της ενστάσεως, ακολούθως δε αναγνωρίσθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος
εδικαιούτο να λάβει την προβλεπομένη από το άρθρο 29
παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 προσαύξηση της συντάξεως του λόγω οικογενειακών
βαρών, προκειμένου, να ανακαθορισθεί το ύψος της
καταβαλλομένης σε αυτόν συντάξεως με τον συνυπολογισμό και της προσαυξήσεως
αυτής, εφ' όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, το δίκασαν
δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, κατά
το μέρος που αποκλείει την χορήγηση προσαυξήσεως της συντάξεως στον ή την
σύζυγο του συνταξιούχου όταν ο έτερος των συζύγων, συνταξιοδοτούμενος, λαμβάνει
την προσαύξηση αυτή, αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος,
κατά το μέρος δε που εισάγει διακρίσεις σε βάρος των εγγάμων συνταξιούχων,
αντιστρατεύεται τους στόχους του άρθρου 21 του Συντάγματος, το οποίο
αντιλαμβάνεται ως ισότιμη τη συμμετοχή των συζύγων στη δημιουργία οικογένειας,
και συνεπώς, η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη. Ενόψει των παραδοχών αυτών, το
δίκασαν δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι ο αναιρεσίβλητος
εδικαιούτο να λάβει από το ΙΚΑ
την προβλεπομένη από τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951
προσαύξηση της συντάξεως του λόγω υπάρξεως τριών τέκνων, ανεξαρτήτως ότι η
σύζυγος του ήταν συνταξιούχος του ΙΚΑ η οποία
ελάμβανε προσαύξηση της συντάξεως της λόγω οικογενειακών βαρών. Η κρίση αυτή
δεν είναι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην 2η σκέψη, νόμιμη, και συνεπώς,
είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας,
ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
4. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να
αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση
κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικαστήριο που την εξέδωσε για νέα
κρίση.
5. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από τη δικαστική δαπάνη του ΙΚΑ.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 3009/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο
και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο από τη δικαστική
δαπάνη του ΙΚΑ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29
Μαρτίου 2007 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Απριλίου
2007.