ΣτΕ
1527/2013
Πειθαρχική
ποινή οριστικής παύσης δημοσίου υπαλλήλου - Αδικαιολόγητη αποχή από την
εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων -.
Επιβολή σε δημόσιο υπάλληλο της πειθαρχικής
ποινής της οριστικής παύσης για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης
αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων πάνω από 30 εργάσιμες
ημέρες σε διάστημα ενός έτους.
Αριθμός 1527/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
15 Δεκεμβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του
Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Α.
Μ. Παπαδημητρίου, Μ. Σταματοπούλου,
Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.
Για
να δικάσει την από 5 Σεπτεμβρίου 2009 προσφυγή:
του ..., κατοίκου Αττικής (...), ο οποίος
παρέστη με το δικηγόρο Λ. Θεοδώρου (Α.Μ. 1235 Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε
στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και
Δικτύων, ο οποίος δεν παρέστη,
και κατά της υπ αριθμ. 1/2005
απόφασης του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου
Μεταφορών και Επικοινωνιών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της
εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Σταματοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον
πληρεξούσιο του προσφεύγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους
προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η προσφυγή.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ
μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά
τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης
προσφυγής καταβλήθηκε το προβλεπόμενο στον νόμο παράβολο (1083944/2009
γραμμάτιο παραβόλου Δημοσίου).
2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή ζητείται η
εξαφάνιση της 1/1.3.2005 απόφασης του πενταμελούς Υπηρεσιακού Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Μεταφορών, με
την οποία επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, υπάλληλο του κλάδου ΥΕ Επιμελητών του
ως άνω Υπουργείου, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το πειθαρχικό
παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών του
καθηκόντων πάνω από 30 εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους (άρθρο 109
παρ. 2 περ. στ ΥΚ/1999).
3. Επειδή, από τον οικείο πειθαρχικό φάκελο
προκύπτουν τα εξής: Με το Φ.101/1521/956/12.11.2003 έγγραφο του Υπουργού
Μεταφορών ο προσφεύγων παραπέμφθηκε ενώπιον του Υπηρεσιακού Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου, προκειμένου να
κριθεί για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση
των υπηρεσιακών του καθηκόντων πάνω από 30 εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός
(1) έτους, ήτοι για τα διαστήματα από 2.5.2003 έως 9.5.2003 (6 εργάσιμες),
19.5.2003 έως 13.6.2003 (20 εργάσιμες) και από 7.7.2003 έως 31.10.2003 (85
εργάσιμες). Το Υπηρεσιακό-Πειθαρχικό Συμβούλιο, με το 4/21.4.2004 πρακτικό του,
αποφάσισε να διενεργηθεί ανάκριση και όρισε ανακριτή, ο οποίος κατέθεσε πόρισμα
στις 10.9.2004. Στο εν λόγω πόρισμα, αφού αναφέρεται ότι ο προσφεύγων, αν και
εκλήθη να εξεταστεί, ουδέποτε προσήλθε ούτε προσκόμισε δικαιολογητικά,
διαπιστώνεται ότι το πειθαρχικό παράπτωμα που του αποδόθηκε συντελέσθηκε, κατά
τα αναφερθέντα χρονικά διαστήματα. Κατόπιν αυτού, το Υπηρεσιακό-Πειθαρχικό
Συμβούλιο, αφού άκουσε τον προσφεύγοντα, ο οποίος δεν κατέθεσε έγγραφη απολογία
ούτε προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να δικαιολογήσει την κατά τα
ανωτέρω απουσία του, του επέβαλε με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση την
πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Συνεπεία των ανωτέρω, ο προσφεύγων
απολύθηκε από την υπηρεσία με την Φ.101/305/139/14.4.2005 απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών (ΦΕΚ Γ 103/20.4.2005).
4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 41 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται ότι: «Οι κατά το άρθρο 103 του
Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την
κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης». Περαιτέρω, στο μεν άρθρο
141 παρ. 4 του ν. 2683/1999 (Α΄ 19) (Υπαλληλικός Κώδικας), ο οποίος διέπει την
κρινόμενη υπόθεση, ορίζεται ότι «Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε
αντίγραφο με την φροντίδα της υπηρεσίας στον υπάλληλο και γνωστοποιείται στα
όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η κοινοποίηση της απόφασης στον
υπάλληλο ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 139. Στον υπάλληλο
γνωστοποιούνται επίσης τα ένδικα μέσα που δικαιούται να ασκήσει», στο δε άρθρο
139 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «Η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή
ειδοποίηση του διωκόμενου επιδίδονται με δημόσιο όργανο στον ίδιο προσωπικά ή
στην κατοικία του σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί
».
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από
τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο υπάλληλος του Υπουργείου Μεταφορών ...
συνέταξε στις 18.3.2005 αποδεικτικό έγγραφο, στο οποίο βεβαιώνει τα εξής: «
επέδωσα στον ..., υπάλληλο του αυτού Υπουργείου, το με
αριθμό ΟΙΚ.Φ101/175/61/17.3.2005 έγγραφο του Υπουργείου Μεταφορών και
Επικοινωνιών» [επισυνάπτεται το πλήρες σώμα της πειθαρχικής απόφασης 1/1.3.2005
απόφασης του πενταμελούς Υπηρεσιακού Πειθαρχικού
Συμβουλίου], ενώ στην θέση «Ο ΛΑΒΩΝ» υπάρχει υπογραφή και το ονοματεπώνυμο
«....». Με τα δεδομένα αυτά, η ως άνω κοινοποίηση δεν είναι νόμιμη, διότι δεν
αφορούσε τον υπάλληλο του Υπουργείου Μεταφορών και ήδη προσφεύγοντα ..., αλλά
τον ... ούτε, άλλωστε, βεβαιώνεται σε αυτήν ότι ο ... είναι σύνοικος του
προσφεύγοντος. Συνεπώς, εφόσον δεν κινήθηκε η προθεσμία για την άσκηση
προσφυγής, εμπροθέσμως ασκήθηκε η κρινόμενη προσφυγή, η οποία κατατέθηκε στο
Συμβούλιο Επικρατείας στις 21.9.2009 (βλ. ΣτΕ
3112/1992, πρβλ. ΣτΕ 3489/1998 σκ.9-10).
6. Επειδή, εξάλλου, εν όψει της κατά τα
ανωτέρω μη νόμιμης κοινοποίησης, η
κρινόμενη προσφυγή, από την άποψη της εξάντλησης της ενδικοφανούς
διαδικασίας, παραδεκτώς ασκήθηκε κατά της απόφασης
1/1.3.2005 του Υπηρεσιακού-Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Μεταφορών (βλ.
ΣτΕ 575/2005 σκ.7, 2318/2007 σκ. 6), είναι δε περαιτέρω
εξεταστέα.
7. Επειδή, στο άρθρο 107 παρ. 1 του
Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, Α 19), υπό την ισχύ
του οποίου τελέσθηκε το αποδιδόμενο στον προσφεύγοντα πειθαρχικό παράπτωμα και
άσκησε την πειθαρχική του αρμοδιότητα το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου
Μεταφορών, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν
ιδίως: α)
δ)Η αδικαιολόγητη
αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, ε)
» ενώ, στο άρθρο 109
παρ. 2 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί
να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα : α) . . ., στ)αδικαιολόγητη αποχή
από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες
ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1)
έτους, ζ) . . .».
8. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή και τα
από 1.11 και 9.12.2011 υπομνήματά του ενώπιον του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων
επικαλείται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα που του αποδίδεται η
αδικαιολόγητη απουσία, αλλά και μετά από αυτό, αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας
λόγω της χρόνιας εξάρτησής του από το αλκοόλ, με αποτέλεσμα τον σημαντικό
περιορισμό της ικανότητάς του να αντιληφθεί τις συνέπειες των πράξεών του και
να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του. Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού
προσκόμισε: i) την από 1.8.2008 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση της Διευθύντριας
του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, σύμφωνα με την οποία αυτός νοσηλεύθηκε στο
ως άνω Νοσοκομείο από 2.6.2008 έως 1.8.2008, πάσχων από «χρόνιο αλκοολισμό»,
ii) το με α.π. 74/26.6.2009 έγγραφο της ιδίας
Διευθύντριας, όπου βεβαιώνεται ότι «ο κ. .... είναι εξαρτημένος από το αλκοόλ
και εντάχθηκε με την θέλησή του στο Πρόγραμμα Απεξάρτησης Αλκοολικών του Ψ.Ν.Α.
στις 8.4.2008. Ολοκλήρωσε το πρόγραμμα με δίμηνη κλειστή νοσηλεία στο 10ο
Αλκοολικών και συνεχίζει να παρακολουθείται στον Συμβουλευτικό Σταθμό
Αλκοολικών
», iii) το με α.π. 11343/7.12.2011 έγγραφο, που υπογράφει ο Διευθυντής Α Παθολογικής Κλινικής του ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟΥ Γενικού
Νοσοκομείου, στο οποίο βεβαιώνεται ότι αυτός νοσηλεύθηκε στην ως άνω Κλινική
του εν λόγω νοσοκομείου, από 6.10.2003 έως 9.10.2003, πάσχων από «φαρμακευτική
δηλητηρίαση
συνεστήθη νοσηλεία
σε ψυχιατρικό νοσοκομείο». Στο προαναφερθέν υπόμνημά του της 9.12.2011 ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι από την τελευταία
βεβαίωση «αποδεικνύεται σαφώς και πέραν πάσης αμφισβήτησης η απόπειρα αυτοκτονίας
(ήτοι φαρμακευτική δηλητηρίαση), την οποία είχα τελέσει καθώς και η ήδη από το
εν λόγω χρονικό σημείο, ήτοι 2003, πλήρης κατάρρευση της ψυχικής μου υγείας,
συνεπεία του χρόνιου αλκοολισμού, δεδομένου ότι οι θεράποντες ιατροί μου
συνέστησαν νοσηλεία σε ψυχιατρικό νοσοκομείο». Κατά την γνώμη που επικράτησε
στο Τμήμα, τα στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο προσφεύγων δεν είναι
ικανά να οδηγήσουν σε κρίση περί ανικανότητάς του προς καταλογισμό της
διαπιστωθείσας αποχής του από την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, κατά
τα διαστήματα από 2.5.2003 έως 9.5.2003, 19.5.2003 έως 13.6.2003 και από
7.7.2003 έως 31.10.2003. Και τούτο διότι, οι μεν από 1.8.2008 και 26.6.2009
βεβαιώσεις δεν ανάγονται στα ως άνω κρίσιμα χρονικά διαστήματα του έτους 2003
αλλά στα έτη 2008-9, η δε από 7.12.2011 βεβαίωση από το Σισμανόγλειο
Νοσοκομείο αναφέρεται μόνον σε ολιγοήμερη νοσηλεία (3 ημερών) και με το
περιεχόμενο, που ήδη αναφέρθηκε, δεν αρκεί για την απόδειξη των ανωτέρω
ισχυρισμών του προσφεύγοντος, ο οποίος απουσίαζε από την υπηρεσία για μεγάλο
χρονικό διάστημα, χωρίς ποτέ να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την
εξέτασή του από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές ώστε να διαπιστωθεί τυχόν
ανικανότητά του προς εργασία. Ο Σύμβουλος Δ. Μακρής και οι δύο Πάρεδροι
υποστήριξαν τα εξής: Από το αναφερθέν 11343/7.12.2011 έγγραφο του διευθυντή Α΄
Παθολογικής Κλινικής του Σισμανόγλειου Γενικού
Νοσοκομείου, στο οποίο περιέχεται βεβαίωση νοσηλείας του προσφεύγοντος για
τμήμα (6-9.10.2003) του κρίσιμου χρονικού διαστήματος αποχής του προσφεύγοντος
από τα καθήκοντά του και σύσταση νοσηλείας του σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, σε
συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες ιατρικές βεβαιώσεις της διευθύντριας του
Ψυχιατρικού Νοσοκομείου των ετών 2008 και 2009, στις οποίες γίνεται λόγος για
«χρόνιο αλκοολισμό» και θεραπεία απεξαρτήσεως στην οποία υποβλήθηκε ο
προσφεύγων για αρκετό χρόνο, γεννώνται αμφιβολίες για την συνδρομή στο πρόσωπό
του της ικανότητας προς καταλογισμό κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα του
έτους 2003. Και τούτο ενόψει του ότι α)από την προμνησθείσα
από 7.12.2011 ιατρική βεβαίωση του Σισμανόγλειου
Νοσοκομείου, περί της νοσηλείας του και της συστάσεως προς αυτόν να νοσηλευτεί
σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, προκύπτει, μέσα στο έτος 2003, εξάρτηση αυτού από το
αλκοόλ, η οποία οδηγεί σε διατάραξη των ψυχοπνευματικών
λειτουργιών και β) εκ της φύσεώς του, το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο προσφεύγων
είναι χρόνιο, όπως ρητώς αναφέρεται στις ιατρικές βεβαιώσεις των ετών 2008 και
2009. Με τα δεδομένα αυτά, κατά την άποψη της μειοψηφίας, δεν στοιχειοθετείται
με βεβαιότητα η κατά τον νόμο αναγκαία για την πειθαρχική ευθύνη ικανότητα προς
καταλογισμό του προσφεύγοντος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, που
απετέλεσαν την βάση της κατηγορίας που του αποδόθηκε, ως εκ τούτου δε, αυτός
πρέπει να απαλλαγεί από την επίδικη πειθαρχική κατηγορία, κατά τα βασίμως
προβαλλόμενα από αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 1220/2003).
9. Επειδή, σύμφωνα με την γνώμη που
πλειοψήφησε, ο προσφεύγων υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης
αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων πάνω από 30 εργάσιμες
ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους, η δε πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης
που του επιβλήθηκε κρίνεται προσήκουσα.
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η
κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά
τ α ύ τ α
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23
Ιανουαρίου και 1η Φεβρουαρίου 2012
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας
Αικ. Συγγούνα Ν. Βασιλόπουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια
συνεδρίαση της 18ης Απριλίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Γ' Τμήματος Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος
Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Δ. Τετράδη