ΣτΕ 1526/2013
Πειθαρχική
ποινή απόταξης ανθυπαστυνόμου - Διαφθορά χαρακτήρα -.
Επιβολή της πειθαρχικής ποινής της απόταξης
ανθυπαστυνόμου καθώς αποδείχθηκε ότι τέλεσε παραπτώματα ιδιαιτέρως βαρέα που
μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα και υπάγονται στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδαφ. ι' του π.δ. 22/1996.
Αριθμός 1526/2013
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις
15 Δεκεμβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου
του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Σύμβουλοι, Π. Γρουμπού, Κ. Κατρά, Πάρεδροι.
Γραμματέας ο Ν. Βασιλόπουλος.
Για
να δικάσει την από 7 Νοεμβρίου 2005 έφεση:
του ..., κατοίκου Πετρούπολης (...), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δ. Φιλίππου
(Α.Μ. 1909 Δ.Σ. Πειραιά), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος
παρέστη με τον Π. Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της υπ αριθμ.
269/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της
εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Κατρά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον
πληρεξούσιο του εκκαλούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους
προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον
αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ
μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν
ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης
εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ αριθ.
2589658, 1879861/2005 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται
η εξαφάνιση της υπαριθ.269/2005
αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση
ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της υπ αριθ.90 Α/2003 αποφάσεως
(πρακτικού) του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου
Ανθυπαστυνόμων-Αρχιφυλάκων-Αστυφυλάκων. Με την ως άνω απόφαση είχε επιβληθεί
στον εκκαλούντα, τέως ανθυπαστυνόμο, μετ απόρριψη
προσφυγής του κατά της 16 Α/2003 αποφάσεως (πρακτικού) του Πρωτοβαθμίου
Πειθαρχικού Συμβουλίου, η πειθαρχική ποινή της απόταξης για τα παραπτώματα που
αναφέρονται σ
αυτή.
3. Επειδή, από την εκκαλούμενη απόφαση
προκύπτει ότι με την υπ
αριθ. 90 Α/2003 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβλήθηκε
στον εκκαλούντα η πειθαρχική ποινή της απόταξης διότι όπως προέκυψε από
διενεργηθείσα σε βάρος του ένορκη διοικητική εξέταση, ο εκκαλών, υπηρετών στο 1ο τμήμα συντονισμού της Υποδιεύθυνσης
Αλλοδαπών Αττικής, την 13/11/2001, ενώ εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία στο ως
άνω τμήμα, στο γραφείο του, αφήρεσε (όπως συνομολόγησε και ο ίδιος στην
απολογία του) τις κάρτες αναλήψεως χρημάτων των Τραπεζών ALPHA BANK, EUROBANK
και EMΠΟΡΙΚΗΣ, από την υπό έρευνα τσάντα χειρός του ιδιώτη ..., ο οποίος είχε
προσαχθεί στο τμήμα αυτό για υπόθεση διακίνησης λαθρομεταναστών. Από πρόχειρο
σημείωμα που βρισκόταν εντός της τσάντας, όπως κατέθεσε ο εκκαλών, ενημερώθηκε
για τους κωδικούς των καρτών (PIN) και ενώ ο κάτοχος αυτών βρισκόταν ακόμη στο
γραφείο της Υπηρεσίας του, πραγματοποίησε αναλήψεις χρημάτων συνολικού ποσού
(2.170.000) δραχμών, από μηχανήματα αυτομάτων συναλλαγών (Α.Τ.Μ.),τα οποία
βρίσκονταν, εντός της Γ.Α.Δ.Α., στην οδό Αχαρνών και στην Πλατεία Κολωνακίου.
Επίσης κατείχε πέντε (5) δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων, τα οποία βρέθηκαν σε
έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην οικία του και στο ΙΧΕ αυτοκίνητό του, εκ των
οποίων τα 3 είχαν απωλεσθεί από τους κατόχους τους
και τα βρήκε, όπως ισχυρίσθηκε, τα δε υπόλοιπα είχαν παραδοθεί στις Υπηρεσίες
που υπηρετούσε πριν. Οι πράξεις αυτές θεωρήθηκε ότι θίγουν την τιμή και την
υπόληψη, το κύρος του Σώματος και μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα, κατά παράβαση
του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. ζ και ι
του π.δ. 22/1996 σε συνδυασμό με τα άρθρα 98, 222,
258 και 372 του Ποινικού Κώδικα. Αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της ως
άνω αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου απορρίφθηκε με την
εκκαλούμενη απόφαση.
4. Επειδή, στο άρθρο 38 του π.δ/τος 22/1996 (ΦΕΚ Α15), όπως ίσχυε κατά τη κρίσιμη χρονική περίοδο,
οριζόταν ότι: «1. Προκειμένου περί
Ε.Δ.Ε. που έχουν ενεργηθεί κατ
εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 παρ.1 εδ. α
του παρόντος, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης, αν αφορούν ανώτατο αξιωματικό ή ο
Αρχηγός του Σώματος, αν αφορούν τους λοιπούς αστυνομικούς, μέσα σε προθεσμία
τριών (3) μηνών, που αρχίζει από την
ημερομηνία της εισόδου της δικογραφίας στο αρμόδιο γραφείο της Δ/νσης
Προσωπικού, εκτιμά τα περιστατικά που βεβαιώθηκαν από την ΕΔΕ και αν μεν κρίνει
ότι δεν υπάρχει παράπτωμα που πρέπει να τιμωρηθεί με αργία ή πρόσκαιρη παύση ή
κατώτερη πειθαρχική ποινή επιβάλλει την ποινή αυτή, χωρίς να απαιτείται στην
περίπτωση αυτή νέα κλήση σε απολογία. Αν κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή
απόταξης ή αργίας με απόλυση, παραπέμπει τον υπαίτιο αστυνομικό στο αρμόδιο
Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα
(30) ημέρες, αν το παράπτωμα για το οποίο διενεργήθηκε ΕΔΕ έχει σχέση με τη
διαφθορά χαρακτήρα και ιδίως τα παραπτώματα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 9 παρ.
1 εδ. α, β, γ,
ε,
ζ
και ι
και άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α του παρόντος
». Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι
έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση διότι κατά πλημμελή εκτίμηση των προσκομισθέντων
εγγράφων έκρινε ότι «τηρήθηκε στην περίπτωση του αιτούντος η ανωτέρω ενδεικτική
προθεσμία, αφού η ΕΔΕ που υποβλήθηκε στο Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. με την
239205/6/19-α/7-6-2002 αναφορά της ΓΑΔΑ, εισήχθη σ αυτό την
17-6-2002 (αρ. εισόδου 100129), ενώ η πειθαρχική υπόθεση παραπέμφθηκε στο
Πειθαρχικό Συμβούλιο την 2-7-2002». Κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος όπως αντιθέτως προκύπτει από τον με
ημερομηνία 27-3-2002 πίνακα εγγράφων της ενεργηθείσας εναντίον του ένορκης διοικητικής
εξέτασης, την 7-2-2002 κοινοποιήθηκε η ΕΔΕ στη Διεύθυνση Προσωπικού και η
πειθαρχική υπόθεση παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο την 2-7-2002, ήτοι
μετά την πάροδο σχεδόν πέντε μηνών. O λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως
αβάσιμος, διότι αφενός μεν η ανωτέρω προθεσμία είναι ενδεικτική, αφετέρου δε το
ως άνω επικληθέν από τον εκκαλούντα από 7-2-2002
έγγραφο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (από 14.12.2011 έγγραφο του
Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη), είναι αποδεικτικό κοινοποιήσεως προς τον
εκκαλούντα της διαταγής διενέργειας ένορκης διοικητικής εξέτασης και όχι
αποδεικτικό κοινοποιήσεως της ΕΔΕ στη Διεύθυνση Προσωπικού, όπως εσφαλμένως
υπολαμβάνει ο εκκαλών.
5. Επειδή, προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη
απόφαση ερμήνευσε και εφήρμοσε πλημμελώς το άρθρο 9 παρ.1 εδ.
ζ
και ι
του π.δ/τος 22/1996 και
έκρινε ότι τα αποδιδόμενα στον εκκαλούντα παραπτώματα «ενόψει των συνθηκών υπό
τις οποίες τελέσθηκαν είναι ιδιαιτέρως βαρέα, μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα
και συνεπώς, δικαιολογούν την επιβληθείσα ποινή, η
οποία είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να ασκεί επιρροή εν
προκειμένω η τυχόν ύπαρξη οικονομικών δυσχερειών του αιτούντος, οι οποίες σε
καμία περίπτωση ενόψει του πνεύματος αξιοπρέπειας και ήθους πρέπει να
χαρακτηρίζει κάθε στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως
ελαφρυντικές περιστάσεις για την πειθαρχική του αντιμετώπιση». Ειδικότερα κατά τους ισχυρισμούς του
εκκαλούντος το Διοικητικό Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε ως αβάσιμο τον προβληθέντα από αυτόν ενώπιόν του λόγο περί παραβάσεως της αρχής της
αναλογικότητας.
6. Επειδή, προβάλλεται συναφώς ότι η
εκκαλούμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι επαναλαμβάνει απλώς τη
γενική διαπίστωση του νόμου και περιορίζεται σε συμπερασματικές κρίσεις περί
του νομίμου της επιβολής της ποινής της απόταξης, χωρίς να αναφέρει τα στοιχεία
στα οποία στηρίχθηκε και βάσει των οποίων προέκυψε με βεβαιότητα το διεφθαρμένο
του χαρακτήρα του, το οποίο δικαιολογεί την επιβολή της επαχθέστερης των
ποινών. Ειδικότερα προβάλλεται ότι δεν συνεκτιμήθηκε από το δικάσαν
Διοικητικό Εφετείο η υπηρεσιακή κατάσταση του εκκαλούντος και ο πρότερος
έντιμος βίος του, η δεινή οικονομική του κατάσταση, η προσωπικότητά του, η κακή
οικογενειακή του κατάσταση, το γεγονός ότι ικανοποίησε άμεσα και ολοσχερώς τον θιγέντα από τις ως άνω πράξεις του ... επιστρέφοντας στο
ακέραιο το χρηματικό ποσό το οποίο είχε αφαιρέσει από τους τραπεζικούς του
λογαριασμούς, γεγονός που συνιστά έμπρακτη μετάνοια και εκφράζει τη μεταμέλειά
του. Ο λόγος αυτός καθώς και ο προηγούμενος λόγος που παρατίθεται στην
προηγούμενη σκέψη 5 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το δικάσαν
Διοικητικό Εφετείο έλαβε υπόψιν τους ισχυρισμούς του
εκκαλούντος αλλά έκρινε ότι η ύπαρξη οικονομικών δυσχερειών και άλλων
οικογενειακών προβλημάτων του εκκαλούντος δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως
ελαφρυντικές περιστάσεις για την πειθαρχική αντιμετώπισή του ενόψει και του
πνεύματος αξιοπρέπειας και ήθους που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε στέλεχος της
Ελληνικής Αστυνομίας.
7. Επειδή, στην προσβληθείσα ενώπιον του
Διοικητικού Εφετείου απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου
προσδιορίζεται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο το παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε ο εκκαλών και εκτίθενται οι
λόγοι για τους οποίους το τελευταίο έκρινε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική του
εκτίμηση, ότι τα παραπτώματα του εκκαλούντος είναι ιδιατέρως
βαρέα και μαρτυρούν διαφθορά χαρακτήρα και επομένως υπάγονται στη διάταξη του
άρθρου 9 παρ. 1 εδαφ. ι του π.δ/τος 22/1996. Οι κρίσεις αυτές του Δευτεροβαθμίου
Πειθαρχικού Συμβουλίου εξηνέχθησαν κατόπιν
επισταμένης μελέτης, εκτιμήσεως και αξιολογήσεως όλων των στοιχείων της πειθαρχικής
διαδικασίας και, επομένως, η απόφασή του, η οποία βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία
του φακέλου, τόσο ως προς τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν
το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα όσο και ως προς την επιβλητέα
πειθαρχική ποινή, αιτιολογείται επαρκώς, δεν παραβιάζει την αρχή της
αναλογικότητας και δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχερείας. Τα αυτά δεχθείσα και η εκκαλούμενη απόφαση ορθώς
εφήρμοσε το νόμο και ορθώς αν και εν μέρει με διαφορετική αιτιολογία, απέρριψε
την αίτηση ακυρώσεως, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως περί πλημμελούς
αιτιολογίας, σφάλματος της εκκαλουμένης λόγω μη αποδοχής του λόγου ακυρώσεως
περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας
και μη εξετάσεως του λόγου ακυρώσεως περί υπερβάσεως των ακραίων ορίων
της διακριτικής ευχερείας πρέπει να απορριφθούν ως
αβάσιμοι.
Δ ι ά
τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος
παραβόλου.
Επιβάλλει στον εκκαλούντα τη δικαστική
δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων
εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23
Ιανουαρίου 2012
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας
Αικ. Συγγούνα Ν.
Βασιλόπουλος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια
συνεδρίαση της 18ης Απριλίου 2013.
Ο Πρόεδρος του Γ' Τμήματος Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος
Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Δ. Τετράδη