ΣυμβΕφΘεσ 1129/2010

Πολιτική αγωγή - Μη ύπαρξη δεδικασμένου - Απιστία -.

 

Πότε είναι νόμιμη η παράσταση πολιτικής αγωγής. Εννοια δεδικασμένου και πότε υφίσταται. Οι διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών δεν παράγουν δεδικασμένο. Εννοια απιστίας. Παραγραφή. Οριστική παύση ποινικής δίωξης.

 

 

Αριθμ. Βουλεύματος 1129/2010.

 

ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΕΚΑΝΕ ΔΕΚΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

 

...

 

 

     ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ  ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1  περ. α,β, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 περ. α, β, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318, 319 παρ. 1, 3, 479 παρ. 1, περ. γ, 480 παρ. 1, 2, του ΚΠΔ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του νόμου 3160/2003 την από 4/10/2010 έφεση του πολιτικώς ενάγοντα   μετεωρολόγου κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Πλαγιαρίου  του Δήμου Μίκρας Θεσσαλονίκης, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αριθμ. 1009/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου  Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης  δια του οποίου κηρύχθηκε η ποινική δίωξη ως απαράδεκτη  λόγω εκκρεμοδικίας (άρθρο 57 του ΚΠΔ)  κατά των   Προέδρου του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλισεων, (ΕΛΓΑ)   Γενικού Διευθυντή του ΕΛΓΑ,    Προϊσταμένου  εκτιμήσεων του ΕΛΓΑ κατοίκων Αθηνών και   Προϊσταμένης του Κέντρου Μετεωρολογικών Εφαρμογών  (ΚΕΜΕ)  Θεσσαλονίκης κατοίκου Θεσσαλονίκης  για τις πράξεις της απιστίας (άρθρο 390 περ. β του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 15 του νομου 3242/2004) και της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 του ΠΚ). Το βούλευμα επιδόθηκε νομότυπα στον εκκαλούντα στις 23/9/2010. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.

 

 

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 463, 465 και 480 παρ. 1 του ΚΠΔ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 40 του νόμου 3160/2003 η έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που αποφαίνεται να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, να κηρυχθεί αυτή ως απαράδεκτη και να μην γίνει κατηγορία για κακουργήματα μόνο (άρθρο478 παρ. 1, 479 παρ. 1 περ. β, γ, δ  του ΚΠΔ) μπορεί να ασκηθεί είτε αυτοπροσώπως είτε δι΄ αντιπροσώπου. Για το νόμιμο της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής κατά την προδικασία απαιτείται ο πολιτικώς ενάγων να είναι ο άμεσα ζημιωθείς από την αξιόποινη πράξη και να  προβαίνει στην δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, η οποία πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη και να προσδιορίζει την ζημία και το είδος αυτής. Η δήλωση της πολιτικής αγωγής μπορεί να γίνει είτε με την υποβολή της εγκλήσεως είτε με ξεχωριστό δικόγραφο.  Τα ένδικα μέσα (έφεση αναίρεση) ασκούνται αυτοπροσώπως ή δι΄ αντιπροσώπου έχοντος ειδικό πληρεξούσιο. Για το νόμιμο της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών  (βλ. ΑΠ 889/2004, ΑΠ 464/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ. 244, 245, ΑΠ 77/2005, ΑΠ 341/2005, ΑΠ 379/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 480 του ΚΠΔ προκύπτει ότι στον πολιτικώς ενάγοντα παρέχεται το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών    μόνο για κακουργήματα (άρθρο 478 του ΚΠΔ)  και μόνο στις περιπτώσεις που το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών αποφάνθηκε να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, να κηρυχθεί η ποινική δίωξη ως απαράδεκτη και να μην γίνει κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου (άρθρο 479 παρ. 1 περ. β, γ και δ του ΚΠΔ). Μεταξύ των περιπτώσεων που κηρύσσεται η ποινική δίωξη ως απαράδεκτη περιλαμβάνεται και η  διαπίστωση της ύπαρξης  δεδικασμένου  ή εκκρεμοδικίας. Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να γίνει πριν την έκδοση του βουλεύματος και να είναι αυτή ορισμένη και όχι μελλοντική και αβέβαιη. Αν ο πολιτικώς ενάγων διαμένει  εκτός της έδρας του δικαστηρίου υποχρεούται για το νόμιμο της παραστάσεως του να ορίσει αντίκλητο, που εδρεύει στην έδρα του δικαστηρίου, στον οποίο θα γίνονται όλες οι επιδόσεις που αφορούν τον πολιτικώς ενάγοντα. (άρθρο 84 του ΚΠΔ). Ως έδρα του δικαστηρίου θεωρείται η πόλης που έχει την έδρα του το δικαστήριο με τα φυσικά της όρια με τις προεκτάσεις και τους συνοικισμούς της ανεξάρτητα αν αυτοί έχουν γίνει ξεχωριστοί Δήμοι (ΑΠ Ολ. 1/2010, ΑΠ 1650/2004, ΑΠ 1242/2004, ΑΠ 77/2005, ΑΠ 183/2005, ΑΠ 48/2007, ΑΠ 57/2008, ΑΠ 1080/2009, ΑΠ  176/2010, ΑΠ 52/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος).

 

 

Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36,  43 και 57 παρ. 1, 3  του ΚΠΔ  προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά την υποβολή της έγκλησης ή της μήνυσης ή αναφοράς Αρχής εάν θεωρήσει πως η κατηγορία  είναι υποστατή κινεί την ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και ή παραγγέλλει την διενέργεια προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης ή παραπέμπει τον κατηγορούμενο  με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου. Για την ίδια πράξη σε βάρος του ίδιου προσώπου δεν είναι επιτρεπτή η κίνηση δεύτερης ποινικής δίωξης. Στην περίπτωση όμως που παρά ταύτα κινηθεί δεύτερη ποινική δίωξη, το  Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο υποχρεούνται να κηρύξουν την δεύτερη ποινική δίωξη ως απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας κατ΄ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ, η οποία στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά, αφού δεν ρυθμίζεται με ειδική διάταξη νόμου  η εκκρεμοδικία. Στην  περίπτωση αυτή  δηλαδή ισχύει ότι και στο δεδικασμένο, το οποίο εφαρμόζεται όταν η προγενέστερη ποινική δίωξη έχει καταστεί αμετάκλητη. Εκκρεμοδικία υφίσταται όταν σε βάρος του αυτού προσώπου (κατηγορουμένου) για την ίδια πράξη ανεξάρτητα αν έχει προσδοθεί διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός  έχουν κινηθεί δύο ποινικές διώξεις, τότε η δεύτερη ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη (βλ. σχετ. ΑΠ 898/96 Ποιν. Χρον ΜΖ σελ. 399, ΑΠ 265/97 ΝΟΒ 45 σελ 1162,  ΑΠ 1737/2000 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου  2000 σελ 471,  ΑΠ 628/2000, ΑΠ 119/2003, ΑΠ 187/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. ΑΠ 783/2001, ΑΠ 975/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ. 135,325 αντίστοιχα).

 

 

Δεδικασμένο υφίσταται ακόμη και στην περίπτωση  αναρμοδιότητας  ενός εκ των επιληφθέντων δικαστηρίων ή δικαστικών συμβουλίων (Ποινική Δικονομία Μπουρόπουλου σελ 274, Ερμ Κ Ποιν. Δικον. Μ. Μαργαρίτη, ΑΠ 38/2010, ΑΠ 641/2009, ΑΠ 925/2009, ΑΠ 1048/2005, ΑΠ 1259/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος). Η έγκληση του προσφεύγοντα  παράγει αποτέλεσμα παρεμφερές  του δεδικασμένου του άρθρου 57 του ΚΠΔ και εφαρμόζεται για το προ της κινήσεως της ποινικής διώξεως χρόνο και παρέχει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα  να απορρίπτει κάθε νέα έγκληση με τα αυτά πραγματικά περιστατικά. Η απορριπτική της εγκλήσεως διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή και μετά την άσκηση προσφυγής κατ΄ αυτής  διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών  δεν παράγουν   δεδικασμένο. Αφού δύναται ο Εισαγγελέας  Πλημμελειοδικών  να ανασύρει από το αρχείο την δικογραφία αν προσκομιστούν νεώτερα στοιχεία και να κινήσει την δέουσα ποινική δίωξη. Επομένως οι διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών παράγουν περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο. Στον νόμο δεν προβλέπεται η ρύθμιση αυτή, αφού από ουδεμία διάταξη νόμου έχει προβλεφθεί η ύπαρξη δεδικασμένου στην εισαγγελική διάταξη. Προς τούτο δεν κωλύεται η κίνηση ποινικής δίωξης  σε βάρος εγκαλουμένων, για τους οποίους ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών είχε αποφανθεί πως δεν συντρέχει λόγος κινήσεως ποινικής διώξεως, αφού οι διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών δεν  παράγουν δεδικασμένο. Κατά της διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την οποία απορρίφθηκε έγκληση και μετά από άσκηση προσφυγής  κατ αυτής διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών δεν χωρεί άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου. Η διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών επ αυτής επέχει θέση εφέσεως, αφού προσβάλλεται η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ενώπιον του δευτεροβαθμίου Εισαγγελέα (Εισαγγελέα Εφετών). Οι διατάξεις αυτές δεν προσβάλλονται ενώπιον  εφετείου ή Αρείου Πάγου (ΑΠ 767/2001, ΑΠ 1995/2004, ΑΠ 1079/2009,ΑΠ 948/2009, ΑΠ 114/2010. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ) Περαιτέρω κατά την διάταξη  του άρθρου 390 του ΠΚ όπως η αρχικά εμπεριεχόμενη σ΄ αυτήν λέξη πρόθεση αντικαταστάθηκε με την λέξη γνώση με την διάταξη του άρθρου 36 παρ. 2 του νόμου 2172/93 και τελικά με την διάταξη του άρθρου 15 του νόμου 3242/2004  ορίζεται ότι «Οποιος με γνώση  ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει τα δεκαπέντε χιλιάδες (15000) ευρώ ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών».

 

 

Από την ανωτέρω διάταξη  συνάγεται πως για την θεμελίωση του εγκλήματος της απιστίας  απαιτείται πρόκληση ζημίας  στην ξένη περιουσία, της οποίας ο δράστης  να έχει αναλάβει την επιμέλεια ή διαχείριση ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη  με νόμο ή από δικαιοπραξία. Η πράξη (θετική ενέργεια ή παράλειψη) που έχει συντελέσει στην πρόκληση της βλάβης  της ξένης περιουσίας πρέπει να έχει σχέση με  την επιμέλεια ή διαχείριση  αυτής. Για την υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος  απαιτείται άμεσος δόλος  συνιστάμενος στην γνώση του υπαιτίου πως με την πράξη του συντελεί στην πρόκληση βλάβης  της ξένης περιουσίας  και στην βούληση πραγμάτωσης όλων των στοιχείων που απαρτίζουν την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της απιστίας. Το έγκλημα της απιστίας θεωρείται τελειωμένο  με την πρόκληση της ζημίας στην ξένη περιουσία. Η ζημία πρέπει να είναι θετική. Χρόνος τελέσεως του ανωτέρω εγκλήματος θεωρείται ο χρόνος επέλευσης της βλάβης. (βλ. ΑΠ 806/94 Ποιν. Χρον. ΜΔ 783, ΑΠ 1318/91 Ποιν. Χρον ΜΒ 238, ΑΠ 1284/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 707, ΑΠ 1033/99 Ποιν. Χρον ΜΘ 1033, ΑΠ 289/99, ΑΠ 50/2007, ΑΠ 715/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ.) Το έγκλημα της απιστίας κακουργιοποιείται μόνο με το ποσό της προκληθείσας ζημίας, η οποία  πρέπει να  υπερβαίνει το ποσό των 15000 ευρώ, χωρίς την συνδρομή ουδενός ετέρου στοιχείου. Ο Νομοθέτης προφανώς λόγω της αύξησης της εγκληματικότητας  στα εγκλήματα κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας  θέσπισε  την τιμωρία μεταξύ άλλων και του συγκεκριμένου εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος με μόνη την αξία της προκληθείσας ζημίας, η οποία πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 15000 ευρώ. Ο δράστης του εγκλήματος της απιστίας πρέπει να έχει αντιπροσωπευτική εξουσία, την οποία να υλοποιεί προς τα έξω με υλικές και νομικές πράξεις, που αποσκοπούν στην μείωση του ενεργητικού της περιουσίας του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 1637/2008, ΑΠ Ολ. 2/2009, ΑΠ 67/2009, ΑΠ 341/2010, ΑΠ 204/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος).

 

 

Τέλος από  τον συνδυασμό των διατάξεων  των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112 και 113 του Π.Κ. όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 4  παρ. 1 του Νόμου 1738/87 και τελικά με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του Νόμου 2408/96 συνάγεται ότι η παραγραφή αποτελεί θεσμό δημόσιας τάξης και εξετάζεται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στην  περίπτωση που διαπιστωθεί η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο υποχρεούται κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 περ. β και 511 του Κ.Π.Δ. να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Ο κατηγορούμενος  δεν έχει δικαίωμα  να παραιτηθεί της παραγραφής, αφού αυτή αποτελεί θεσμό δημόσιας τάξης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής δεν ερευνάται η ουσία της υποθέσεως, αλλά οφείλει το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά από  πέντε έτη  από την ημέρα τελέσεως  τους. Η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής είναι ανεξάρτητη  από την γνώση του κατηγορουμένου περί της τελέσεως της αξιόποινης πράξεως. Ο χρόνος της παραγραφής  αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία όχι όμως πέρα των τριών ετών.  Η αναστολή επέρχεται με την έναρξη της κύριας διαδικασίας δηλ με την έγκυρη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο (βλ. σχετ ΑΠ 965/96 ΠΧ. ΜΖ 1285, ΑΠ 1186/90 ΝοΒ 38 σελ. 1210, ΑΠ 361/91 Ελλ. Δικ. 32 σελ. 680, ΑΠ 1558/90 ΠΧ ΜΑ σελ. 673, ΑΠ 463/94 ΠΧ ΜΔ. 619, ΑΠ 789/94 ΠΧ ΜΔ 779 ΑΠ 730/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 209, ΑΠ 343/2004, ΑΠ 433/2004, ΑΠ 144/2004, ΑΠ 355/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις σε συνδυασμό με τα συνημμένα έγγραφα έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

Ο πολιτικώς ενάγων (εκκαλών) υπέβαλε στις 27/1/2006 έγκληση στην εισαγγελία πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, δια της οποίας καταγγέλλει τους Πρόεδρο του ΕΛΓΑ, Γενικό Διευθυντή του ανωτέρω Οργανισμού, και Προϊστάμενο  εκτιμήσεων του ίδιου ανωτέρω Οργανισμού (ΕΛΓΑ) κατοίκων Αθηνών και την Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Μετεωρολογικών  Εφαρμογών Θεσσαλονίκης κατοίκου Θεσσαλονίκης, Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ενεργώντας στα πλαίσια της δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας προέβη στον χωρισμό  της υποθέσεως διαβιβάζοντας  αντίγραφα της εγκλήσεως και των συνημμένων σ΄ αυτήν εγγράφων στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για τους τρεις πρώτους των εγκαλουμένων κατοίκους Αθηνών. Ο Εισαγγελέας πλημμελειοδικών Αθηνών παρήγγειλε την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως  μετά το πέρας της οποίας εξέδωσε την αριθμ. ΕΓ 147-07/123/41Δ/08 διάταξη του δια της οποίας απέρριψε την έγκληση του πολιτικώς ενάγοντα κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Πλαγιαρίου του Δήμου Μίκρας Θεσσαλονίκης, ο οποίος άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω διατάξεως  του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και εκδόθηκε η με αριθμ. 148/2009 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών   με την οποία επικυρώθηκε η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού δεν προέκυψαν κατά την κρίση τους στοιχεία επαρκή για την κίνηση ποινικής διώξεως. Οι ανωτέρω διατάξεις απεφάνθησαν   για τους τέσσερις εγκαλουμένους δηλαδή και για την εγκαλουμένη για την οποία είχε γίνει χωρισμός  της δικογραφίας. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης  μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως  κίνησε ποινική δίωξη (inrem) για τις πράξεις της απιστίας σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 390 παρ. 1 περ. β του ΠΚ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 15 του νόμου 3242/2004) και της παράβασης καθήκοντος, (άρθρο 259 του ΠΚ) αφού  δεν κωλύεται εκ του γεγονότος πως έχουν εκδοθεί διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών  και του Εισαγγελέα Εφετών με τις οποίες απορρίφθηκε η έγκληση του πολιτικώς ενάγοντα, γιατί δεν έχει αποδειχθεί η εκ μέρους των εγκαλουμένων τέλεση αξιόποινης πράξης, γιατί αυτές (εισαγγελικές διατάξεις) δεν  δημιουργούν δεδικασμένο και ο Ανακριτής του 1ου Ανακριτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κρίνοντας για λόγους συναφείας για όλους τους  κατηγορουμένους εξέδωσε τυπικές κλήσεις, γιατί έκρινε πως δεν προκύπτουν ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή τους στο ακροατήριο (βλ. συνημμένες τυπικές κλήσεις των τεσσάρων κατηγορουμένων). Ο πολιτικώς ενάγων  δια του εφετηρίου του δίκαια παραπονείται για κακή ερμηνεία  και εφαρμογή ποινικής διάταξης και εσφαλμένα συνεπώς το προσβαλλόμενο βούλευμα έκρινε πως  πρέπει η ποινική δίωξη σε βάρος της τετάρτης κατηγορουμένης να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έσφαλε κρίνοντας πως  πρέπει η ποινική δίωξη για όλους τους κατηγορουμένους να κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας, γιατί οι διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και μετά από άσκηση προσφυγής και του Εισαγγελέα Εφετών δεν  δημιουργούν δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία. Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών εξαφανίζοντας το προσβαλλόμενο βούλευμα  του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης πρέπει να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της κατηγορίας σε βάρος απάντων των κατηγορουμένων.

 

 

Τον Μάϊο του έτους 2005 ο πολιτικώς ενάγων υπηρετούσε  ως προϊστάμενος  του Κέντρου Μετεωρολογικών Εφαρμογών, (ΚΕΜΕ)  που αποτελεί υπηρεσία του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων, που αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, (ΝΠΙΔ) που ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο και εποπτεύεται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (πρώην Υπουργείο  Γεωργίας). Κύρια αποστολή του ΚΕΜΕ είναι η εφαρμογή αντιχαλαζικού προγράμματος. Για την υλοποίηση του ανωτέρω προγράμματος ο ΕΛΓΑ (Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων) διαθέτει δύο ραντάρ καιρού,  που είναι εγκατεστημένα στο αεροδρόμιο  Θεσσαλονίκης και στο αεροδρόμιο Λάρισας. Τα ραντάρ χρησιμοποιούνται από κοινού  με την πολεμική αεροπορία, η οποία έχει αναλάβει και το έργο της συντήρησης και επισκευής αυτών.  Οι μετεωρολόγοι της ανωτέρω υπηρεσίας όταν λάβουν τις ενδείξεις πως  υφίστανται χαλαζοφόρα νέφη, δίδουν εντολή σε αεροσκάφη  να προβούν στην διασπορά των χαλαζοφόρων νεφών με σκεύασμα ιωδιούχου αργύρου  για την υγροποίηση των χαλαζοκόκκων και την μείωση έτσι των ζημιών ή  την εξαφάνιση του κινδύνου επέλευσης αυτών. Τις πτήσεις των αεροσκαφών πραγματοποιούν οι χειριστές (πιλότοι) των αεροσκαφών, που ακολουθούν τις οδηγίες των μετεωρολόγων  και τις ενδείξεις  των οργάνων των αεροσκαφών. Επειδή ο ΕΛΓΑ  δεν διαθέτει δικά του αεροσκάφη, μετά από διαγωνισμό ανέθεσε το έργο αυτό στην εταιρεία Γενικών αεροπορικών Εφαρμογών.  Παρά όμως την ύπαρξη του ανωτέρω προγράμματος χαλαζικής προστασίας των αγροτοκαλλιεργειών στις 29/5/2005 είχαν εντοπιστεί χαλαζοφόρα νέφη  αλλά δεν είχαν απογειωθεί αεροσκάφη για να προβούν στην διασπορά των χαλαζοφόρων νεφών με αποτέλεσμα να σημειωθούν εκτεταμένες ζημιές από χαλάζι στις περιοχές των νομών Ημαθίας και Πέλλας και να αναγκαστεί έτσι ο ΕΛΓΑ  να καταβάλει μεγάλα χρηματικά ποσά στους πληγέντες ανερχόμενα στο χρηματικό ποσό των 4.999,952 ευρώ και στην δαπάνη για αποκατάσταση των χαλαζομέτρων, που ήταν εγκατεστημένα στις πληγείσες περιοχές. Ο (πολιτικώς ενάγων) στην από 27/1/2006 έγκληση του καταγγέλλει τους χειριστές των αεροσκαφών, γιατί δεν προέβησαν στην απογείωση αυτών, οι οποίοι (χειριστές των αεροσκαφών) προέβαλαν δια του  επικεφαλή τους την δικαιολογία πως το ραντάρ που ήταν εγκατεστημένο στο αεροδρόμιο Μακεδονία ήταν αναξιόπιστο και δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για ασφαλείς πτήσεις και έδιδε λανθασμένες ενδείξεις. Ο πρώτος εγκαλούμενος   Πρόεδρος του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος την περίοδο εκείνη εκτελούσε καθήκοντα  Προϊσταμένου του ΚΕΜΕ (Κέντρου Μετεωρολογικών Εφαρμογών) να έλθει σε επικοινωνία με τους υπευθύνους της εταιρείας «Γενικών Αεροπορικών Εφαρμογών» γιατί αυτή (εταιρεία) παραχωρούσε δωρεάν  προς χρήση το ραντάρ ιδιοκτησίας της, που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή Φιλύρου Θεσσαλονίκης, το οποίο έδιδε ασφαλείς ενδείξεις  και με βάση αυτές οι πιλότοι της εταιρείας θα πραγματοποιούσαν τις αναγκαίες πτήσεις υλοποιώντας το πρόγραμμα της αντιχαλαζικής προστασίας. Ο Πρόεδρος του ΕΛΓΑ μετά από την προκληθείσα χαλαζόπτωση και την πρόκληση μεγάλων ζημιών στις 9/6/2006 παρήγγειλε την διενέργεια ένορκης διοικητικής ανάκρισης προς διαπίστωση ύπαρξης πειθαρχικών ευθυνών για την μη εκτέλεση των πτήσεων  και την αιτία  αυτής. Ο εγκαλών ισχυρίζεται στην έγκληση του  πως ο πρώτος κατηγορούμενος Πρόεδρος του ΕΛΓΑ  αντί να αναζητήσει ευθύνες  από τους υπευθύνους της αεροπορικής εταιρείας  για την επίδειξη αντισυμβατικής συμπεριφοράς  και τον καταλογισμό ρητρών σε βάρος αυτής, αυτός αναζήτησε ευθύνες  από αυτόν  για την μη εκτέλεση των πτήσεων  για την αντιμετώπιση του προβλήματος της χαλαζόπτωσης και την πρόκληση των μεγάλων και εκτεταμένων ζημιών. Μετά την διενέργεια της ένορκης διοικητικής ανάκρισης ο δεύτερος κατηγορούμενος Γενικός Διευθυντής  του Οργανισμού εισηγήθηκε στις 14/6/2005 προς τον Πρόεδρο του Οργανισμού την ανάκληση του  εγκαλούντα και πολιτικώς ενάγοντα από την θέση του Προϊσταμένου του Κέντρου Μετεωρολογικών Εφαρμογών (ΚΕΜΕ). Ο πρώτος  κατηγορούμενος εξεταζόμενος ένορκα στα πλαίσια της διαταχθείσας ένορκης διοικητικής  ανάκρισης κατέθεσε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα πως «ο   δεν εκτέλεσε την δοθείσα προς αυτόν εντολή για συνεργασία με την εταιρεία «Γενικών Αεροπορικών Εφαρμογών»  για την χρήση του εφεδρικού ραντάρ αυτής, που βρίσκεται στην περιοχή Φιλύρου Θεσσαλονίκης  για την διενέργεια ασφαλών πτήσεων για την διασπορά των χαλαζοφόρων νεφών και την αποτροπή έτσι της χαλαζόπτωσης  και την μείωση ή ολοσχερή εξαφάνιση των χαλαζοφόρων νεφών με την υγροποίηση των χαλαζοκόκκων. Ο εγκαλών επειδή θεώρησε δεδομένη την άρνηση των πιλότων της ανωτέρω εταιρείας να πραγματοποιήσουν πτήσεις για την διασπορά των χαλαζοφόρων νεφών δεν έδωσε ουδεμία σχετική προς τούτο εντολή σ΄ αυτούς αλλά ούτε και ειδοποίησε σχετικά τον Πρόεδρο και Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού για την άρνηση  του προσωπικού της αεροπορικής εταιρείας. Η μη εκτέλεση  των εντολών του Προέδρου του Οργανισμού είχε ως συνέπεια την πρόκληση ζημιών  που προήλθαν από την μεγάλη χαλαζόπτωση.  Ο Προϊσταμενος εκτιμήσεων του ΕΛΓΑ  εξεταζόμενος και αυτός ένορκα  κατά την παραγγελθείσα ένορκη διοικητική ανάκριση  επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του Προέδρου του Οργανισμού  «περί μη εκτελέσεως της εντολής αυτού» και την εξαιτίας αυτής  πρόκληση  των προαναφερομένων ζημιών. Ο εγκαλών στην έγκληση του  αναφέρει πως η τετάρτη των κατηγορουμένων Προϊσταμένη του ΚΕΜΕ, η οποία κατέλαβε την θέση του μετά την ανάκληση του στην σταλείσα βεβαίωση  του μηνός Μαϊου του έτους 2005  δεν ανέφερε ουδέν για την έλλειψη ετοιμότητας της εν λόγω εταιρείας  στην πραγματοποίηση των πτήσεων και την  αντισυμβατική συμπεριφορά αυτής. Πέραν τούτου στο αριθμ. 1043/32/7/2005 έγγραφο της ανέφερε την προσωπική της εκτίμηση  για ασαφή  σημεία της σύμβασης μεταξύ του Οργανισμού και της αεροπορικής εταιρείας.  Το ραντάρ Θεσσαλονίκης λόγω της παλαιότητας του δεν παρείχε ασφάλεια στις παρεχόμενες ενδείξεις  με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των πτήσεων. Προς τούτο ο χειριστής αεροσκάφους ανέφερε πως κατά την διενέργεια πτήσεως  για την διασπορά των χαλαζοφόρων νεφών έπεσε σε καταιγίδα με συνέπεια να  κινδυνεύσει λόγω απώλειας πτήσεως. Το γεγονός της επισφαλούς λειτουργίας του ραντάρ επιβεβαιώνεται και από τα αριθμ. έγγραφα 938/15/7/2004, 1069/12/8/2004 και 659/27/5/2005 του ΚΕΜΕ προς την διοίκηση του Οργανισμού. Ο Πρόεδρος της αεροπορικής εταιρείας  (3Δ) απέστειλε το αριθμ. 2005/3740/27/5/2005  έγγραφο προς το ΚΕΜΕ επισημαίνοντας την άρνηση τους να πραγματοποιήσουν οι πιλότοι  πτήσεις με τις ενδείξεις του ραντάρ γιατί διατρέχουν κίνδυνο οι πτήσεις λόγω των εσφαλμένων ενδείξεων μέχρι αποκαταστάσεως  των βλαβών αυτών. Ο πολιτικώς ενάγων επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Πρόεδρο του Οργανισμού (πρώτο κατηγορούμενο ) γνωστοποιώντας προς αυτόν το γεγονός της αρνήσεως των χειριστών των αεροσκαφών της εταιρείας να πραγματοποιούν πτήσεις  λόγω της ανασφάλειας αυτών   εξαιτίας των επισφαλών ενδείξεων. Μετά από επικοινωνία του Προέδρου του Οργανισμού  με τον Πρόεδρο της αεροπορικής εταιρίας , αυτός παραχώρησε την χρήση του δικού τους ραντάρ, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή Φιλύρου Θεσσαλονίκης μέχρι αποκαταστάσεως των βλαβών του ραντάρ του Οργανισμού. Ο εγκαλών είτε με την μορφή οδηγίας είτε με την μορφή εντολής παραγγέλθηκε να ενεργοποιήσει το ραντάρ της εταιρείας, το οποίο πληρούσε τις ανάγκες και προδιαγραφές για την ασφάλεια των πτήσεων. Οι πιλότοι  της εταιρείας είχαν αρνηθεί να πραγματοποιήσουν τις πτήσεις σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης μεταξύ εταιρείας και Οργανισμού λόγω του ότι το ραντάρ του ΚΕΜΕ δεν παρείχε ασφαλείς ενδείξεις με συνέπεια να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των πτήσεων  με κίνδυνο της ζωής των χειριστών. Προς τούτο ο γνωστοποίησε το γεγονός αυτό πως δηλαδή οι χειριστές των αεροσκαφών  δεν πραγματοποιούν πτήσεις για τον ανωτέρω λόγο και δεν μπορούν για τον λόγο αυτό να εξαναγκαστούν να πραγματοποιήσουν πτήσεις  αν δεν αποκατασταθεί η βλάβη του οργάνου. Για τον λόγο αυτό παραχώρησε προς χρήση το ραντάρ ιδιοκτησίας της εταιρείας, το οποίο πληροί τις προδιαγραφές ασφαλών πτήσεων. Μετά την ενεργοποίηση του εν λόγω οργάνου οι χειριστές θα πραγματοποιήσουν τις προβλεπόμενες κατά τους συμβατικούς όρους πτήσεις. Ο πολιτικώς ενάγων δεν προέβη στην ενεργοποίηση του ραντάρ της εταιρείας με συνέπεια  να μην γίνουν οι πτήσεις και να πραγματοποιηθεί χαλαζόπτωση με τις συνέπειες που αναφέρονται ανωτέρω. Η τετάρτη κατηγορουμένη   στην βεβαίωση  της στο αποσταλέν έγγραφο στον Οργανισμό επισήμανε τις ελλείψεις  στην ετοιμότητα  της εταιρείας, στην επιβολή των κυρώσεων αλλά και στις ασάφειες ως προς την σύμβαση της εταιρείας με τον Οργανισμό. Τα ανωτέρω φέρονται να έχουν τελεστεί κατά την χρονική διάρκεια  από 6/5/2005 μέχρι 27/7/2005. Το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος  στην προκείμενη περίπτωση είναι πλημμέλημα και συνεπώς υποπίπτει στην πενταετή παραγραφή. Αφού για την πράξη αυτή έχουν παρέλθει από της τελέσεως της  πέντε και πλέον έτη, πρέπει για την πράξη αυτή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Η περαιτέρω διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας του εγκλήματος αυτού είναι ανεπίτρεπτη αφού έχει διαπιστωθεί η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής αυτής χωρίς να συντρέχει λόγος αναστολής  του χρόνου της παραγραφής. Συνεπώς για την πράξη αυτή πρέπει να παύσει οριστικά ή ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Περαιτέρω από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει  πως οι κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα της απιστίας  με την κακουργηματική του μορφή, αφού δεν διαπιστώθηκε  πως προκλήθηκε  βλάβη από την συμπεριφορά αυτών σε βάρος της περιουσίας του Οργανισμού και του ιδίου του εγκαλούντα. Οι κατηγορούμενοι ο πρώτος έχοντας την ιδιότητα του Προέδρου του ΕΛΓΑ, ο δεύτερος ως Γενικός Διευθυντής αυτού, ο τρίτος ως Προϊστάμενος εκτιμήσεων του ιδίου Οργανισμού και η τέταρτη ως Προϊσταμένη της υπηρεσίας του ΚΕΜΕ, που ανήκει στον ανωτέρω Οργανισμό και ως εκ τούτου έχοντες την επιμέλεια της περιουσίας αυτού (Οργανισμού)  κατηγορήθηκαν πως ζημίωσαν με γνώση τους (άμεσος δόλος) την περιουσία αυτού με ενέργειες τους. Οι κατηγορούμενοι όμως δεν διαπιστώθηκε να έχουν προβεί σε πράξη  αντικειμένη στα καθήκοντα τους και δια της οποίας να επήλθε μείωση της περιουσίας του Οργανισμού ή του ιδίου του εγκαλούντα,  αφού από τα αποδειχθέντα αποκλειστικός σκοπός αυτών ήταν η προστασία του Οργανισμού δια της εφαρμογής του προγράμματος χαλαζοπροστασίας για την προστασία των αγροτοκαλλιεργητών από την χαλαζόπτωση. Αιτία της επελθούσας έντονης χαλαζόπτωσης  ήταν η μη εκτέλεση των οδηγιών και εντολών του Προέδρου του Οργανισμού προς τον πολιτικώς ενάγοντα. Ο οποίος ζήτησε από τον εκκαλούντα να προβεί στην ενεργοποίηση του ραντάρ της εταιρείας, που ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή Φιλύρου και η ενεργοποίηση αυτού θα σήμαινε μετάβαση αυτού (εγκαλούντα) και του αναγκαίου προσωπικού στον χώρο του ραντάρ. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει πως το προσβαλλόμενο βούλευμα έσφαλε κατά την ερμηνεία  του ποινικού νόμου θεωρώντας πως η απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και η εκδοθείσα επ αυτής μετά από ασκηθείσα προσφυγή διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών παράγουν εκκρεμοδικία, ενώ αυτές δημιουργούν παρεμφερές  οιονεί δεδικασμένο, που ισχύει για τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών  κατά την υποβολή ετέρας εγκλήσεως και δεν κωλύουν την κίνηση ποινικής διώξεως.

 

 

Συνεπώς  πρέπει να μεταρρυθμιστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και μετά την ουσιαστική διερεύνηση της κατηγορίας σε βάρος των κατηγορουμένων πρέπει για την πράξη της παράβασης καθήκοντος να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού αυτή τελέστηκε κατά την διάρκεια από 6/5/2005 μέχρι 21/5/2005. Περαιτέρω  για την πράξη της απιστίας με την κακουργηματική της μορφή δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος των ανωτέρω κατηγορουμένων, αφού δεν διαπιστώθηκε επιζήμια ενέργεια αυτών σε βάρος της περιουσίας του Οργανισμού και του πολιτικώς ενάγοντα.

 

Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα έφεση του πολιτικώς ενάγοντα ως ουσιαστικά αβάσιμη.

 

Τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 220 ευρώ να επιβληθούν στον εκκαλούντα (πολιτικώς ενάγοντα).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Προτείνω α)  να γίνει δεκτή τυπικά η ασκηθείσα  έφεση του πολιτικώς ενάγοντα μετεωρολόγου κατοικου Δημοτικού Διαμερίσματος Πλαγιαρίου του Δήμου Μίκρας Θεσσαλονίκης, β) να μεταρρυθμιστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα  του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, γ) να απορριφθεί αυτό ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, δ) να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, που φέρεται να έχει τελεστεί κατά την διάρκεια από 6/5/2005 μέχρι στις 27/7/2005 στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα,  ε) να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των  αυτών κατηγορουμένων για την πράξη της απιστίας  με την κακουργηματική της μορφή και στ) τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 220 ευρώ  να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντα (πολιτικως ενάγοντα).

 

 

Θεσσαλονίκη 15.10.2010.

 

Ο Αντεισαγγελέας Εφετών

 

Ηλίας Νικ. Σεφερίδης