ΣυμβΕφΘεσ 316/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Μεταβολή κατηγορίας - Συγκρότηση εγκληματικής ομάδας - Εκβίαση - Αρπαγή ανηλίκου -.

 

Στοιχεία συγκρότησης εγκληματικής ομάδας. Απόπειρα εκβίασης κακουργηματική και πλημμεληματική και διαφορά αυτών. Μεταβολή κατηγορίας από απόπειρα εκβίασης σε απειλή. Στοιχεία αρπαγής ανηλίκου. Προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής. Δεν συνιστά παράνομη οπλοφορία το αυτοσχέδιο ρόπαλο (που δεν έχει δεχθεί ουδεμία επεξεργασία). Ομόφωνη πρόταση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΩΣ ΟΜΟΦΩΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΗΛΙΑ ΣΕΦΕΡΙΔΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ:

 

==============

 

Αριθμ. 316/2009.

 

..............

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

   Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1 περ. α, β, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 περ. α, ε, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318, 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ όπως η διάταξη του άρθρου 316 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 3160/2003 και άρθρο 7 του νόμου 2928/2001 την προκειμένη με αριθμ. ΦΟ8/1018/2008 ανακριτική δικογραφία, που σχηματίστηκε σε βάρος των .... εκπαιδευτικού υπηκόου Κύπρου και .... μαθήτριας κατοίκων Θεσσαλονίκης κατηγορουμένων για τις πράξεις της συγκρότησης δομημένης εγκληματικής ομάδας προς διάπραξη εκβιάσεων και αρπαγών ανηλίκων, (άρθρα 187 παρ. 1, 385 παρ. 1 περ. α, 324 παρ. 1, 2 περ. α του ΠΚ) της απόπειρας εκβίασης από κοινού και κατ εξακολούθηση, την οποία ο Α τέλεσε και μεμονωμένα (άρθρα 42 παρ. 1, 45, 98 παρ. 1, 385 παρ. 1 περ. α και γ του ΠΚ) της απόπειρας αρπαγής ανηλίκου από κοινού, (άρθρα 42 παρ. 1, 45 και 324 παρ. 1, 2 περ. α του ΠΚ) της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού και κατ εξακολούθηση, (άρθρα 45, 98 παρ. 1 και 381 παρ. 1 του ΠΚ) ο πρώτος και για την πράξη της παράνομης οπλοφορίας. (άρθρα 1 παρ. 2 περ. γ και 10 παρ. 1, 13 περ. β του νόμου 2168/93). Η ποινική δίωξη ασκήθηκε μετά την υποβολή της αριθμ. 1053122/5-ΚΖ/29/2/2008 αναφοράς της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά της ζωής και ιδιοκτησίας τμήμα 3ο δίωξης εκβιαστών και της συνημμένης σ' αυτήν από 11/6/2007 μηνύσεως του .... δασκάλου κατοίκου Θεσσαλονίκης. Οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι καταγγέλλονται πως κατά την διάρκεια από αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2007 μέχρι στις 28/2/2008 χωρίς να έχει διακριβωθεί η ακριβής ημερομηνία συγκρότησαν δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική ομάδα για την διάπραξη εκβιάσεων και αρπαγών ανηλίκων προς πορισμό οικονομικού οφέλους. Προς τούτο κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ασκώντας απειλή σπουδαίου και επικείμενου κινδύνου αποπειράθηκαν να εξαναγκάσουν τον μηνυτή και την αδελφή της συζύγου του .... κατοίκου Καβάλας να τους καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 9000 ευρώ. Γεγονός που δεν ολοκληρώθηκε λόγω του ότι αυτοί δεν ενέδωσαν στις απειλές των ανωτέρω καθώς και δύο άλλων αγνώστων στην ανάκριση συνεργατών τους. Οι απειλές αφορούσαν την αποκάλυψη στον κύκλο των γνωστών τους των εξωσυζυγικών σχέσεων του μηνυτή (...) με την σύζυγο του πρώτου κατηγορουμένου .... Στις 15/5/2007 επιχείρησαν πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκου, η οποία συνίσταται στην τηλεφωνική κλήση της δευτέρας των κατηγορουμένων προς το …ο νηπιαγωγείο Θεσσαλονίκης εμφανιζόμενη ως σύζυγος του μηνυτή και δηλώνοντας πως θα έλθει η εξαδέλφη της να παραλάβει το ανήλικο τέκνο τους ... ηλικίας 5 περίπου ετών λόγω έκτακτης ανάγκης. Η πράξη δεν ολοκληρώθηκε λόγω αιφνίδιας αντιδράσεως της νηπιαγωγού, η οποία επικοινώνησε τηλεφωνικά με την μητέρα της ανήλικης και πληροφορήθηκε, πως το άτομο που τηλεφώνησε και εμφανίστηκε αντ' αυτής ήταν άγνωστο σ' αυτήν και τον σύζυγό της. Στις 28/3 και 24/4/2007 προκάλεσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι φθορά στα ελαστικά του αριθμ. κυκλοφορίας ΝΒΧ-... ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας ROVER ιδιοκτησίας του μηνυτή. Περαιτέρω στις 28/2/2008 συνελήφθη ο ανωτέρω πρώτος κατηγορούμενος να φέρει στο με αριθμ. κυκλοφορίας NBM-... IXE αυτοκίνητο του μάρκας NISSAN ένα αυτοσχέδιο ρόπαλο χωρίς να κατέχει προς τούτο την απαιτούμενη ειδική άδεια.

   Στον πρώτο κατηγορούμενο μετά την απολογία του επιβλήθηκε με την αριθμ. 17/2008 διάταξη του ΣΤ Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ο περιοριστικός όρος της απαγορεύσεως του να μεταβεί στην αλλοδαπή. Μετά από αίτηση αυτού (πρώτου κατηγορουμένου) αντικαταστάθηκε ο ανωτέρω περιοριστικός όρος με την αριθμ. 34/2008 διάταξη του ιδίου ανακριτή με τον περιοριστικό όρο της εμφανίσεως του το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ.Α. του τόπου κατοικίας του. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.

   Κατά την διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 2928/2001 για την πράξη της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ) η ανάκριση περατώνεται από το Συμβούλιο Εφετών. Μετά την τελευταία ανακριτική πράξη η δικογραφία διαβιβάζεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος υποβάλλει πρόταση του στο οικείο Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο και για τα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα της βαρύτητας αυτών και αν γι' αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Η ανωτέρω διάταξη έχει θεσπιστεί για την ταχεία περάτωση των υποθέσεων αυτών αποφεύγοντας την χρονοβόρα διαδικασία της ενδιάμεσης διαδικασίας του συμβουλίου πλημμελειοδικών, εφετών ή του ακυρωτικού (Αρείου Πάγου). Επομένως στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών είναι αμετάκλητο. (βλ. ΑΠ 464/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 99, ΑΠ 404/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου σελ 2004 σελ 261, ΑΠ 4/2005 ΝοΒ 53 σελ 1334, ΑΠ 495/2005, ΑΠ 654/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΣυμβΕφΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221.) Το Συμβούλιο εφετών δεν αποβάλει την αρμοδιότητα του στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η τέλεση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση. (βλ. άλλως ΒουλΣυμβΕφΑθ. 2584/2003 Ποιν.Χρον. ΝΔ σελ 362). Η παραπάνω διάταξη δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του εβδόμου πρωτοκόλλου αυτής (άρθρο 2 του νόμου 1705/87) καθώς και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου (άρθρο 14 παρ. 5 του νόμου 2462/97) για την ισότητα των όπλων και την αρχή της δίκαιης δίκης (βλ. ΑΠ 544/2004, ΑΠ 654/2005, ΑΠ 615/2003 Τράπεζα νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Κατά την διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του Π.Κ. η οποία έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 1 του Νόμου 2928/2001 και συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου 3064/2002 ορίζεται ότι: «Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή και περισσότερα πρόσωπα για την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων….374 (διακεκριμένης κλοπής ), 380, (ληστείας) 385, (εκβίασης) .... 322, (αρπαγής) 323, (εμπορίας δούλων), 323 Α (εμπορία ανθρώπων), 324 (αρπαγή ανηλίκων)....». Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει δύο εγκλήματα την συγκρότηση εγκληματικής ομάδας (στιγμιαίο έγκλημα) και την ένταξη σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα νέων μελών. (διαρκές έγκλημα) Το έγκλημα που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη είναι πραγματοπαγές, για τον λόγο αυτό τα μέλη μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική ομάδα απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία και ενεργός δράσης, χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σ' αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στον σχηματισμό της εγκληματικής δράσης. Η απλή συμφωνία των μελών δηλ. η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα. Σκοπός των δραστών των ανωτέρω εγκλημάτων είναι η συστηματική τέλεση επιλεγμένων αξιοποίνων πράξεων, που διακρίνονται για την αυξημένη απαξία τους και αντικοινωνικότητα τους. Οι δράστες των ανωτέρω εγκλημάτων πρέπει να έχουν σκοπό να τελέσουν απεριόριστο αριθμό κακουργημάτων που προβλέπονται από την παραπάνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και τα εγκλήματα της εκβίασης και της αρπαγής ανηλίκων (άρθρο 385 παρ. 1 α και 324 παρ. 1, 2 περ. α του ΠΚ). Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ είχε θεσπιστεί αρχικά για την προστασία της κοινωνίας από τις τρομοκρατικές οργανώσεις αλλά ισχύει και για κάθε μορφή ομαδικής εγκληματικής δράσης, που βάλλει κατά της οργανωμένης κοινωνίας και της έννομης τάξης. Η χρονική διάρκεια της εγκληματικής ομάδας δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, μπορεί να είναι αόριστης διάρκειας ή η διάρκεια αυτής να μην έχει επακριβώς υπολογιστεί, αρκεί να εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Για την συγκρότηση της εγκληματικής ομάδας και την ένταξη σ' αυτήν απαιτούνται τρία τουλάχιστον πρόσωπα με δυνατότητα επαύξησης του αριθμού των μελών αυτής και εναλλαγής των προσώπων αυτής. Σκοπός της εγκληματικής ομάδας πρέπει να είναι η διάπραξη διαφόρων εγκλημάτων (ομοειδών ή ετεροειδών) με αυξημένη κοινωνική απαξία, που βάλλουν κατά της οργανωμένης κοινωνίας. Η δραστηριότητα των μελών της εγκληματικής ομάδας δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται εντός εθνικών ορίων αλλά μπορεί να εκτείνεται και πέραν αυτών προσβάλλοντας την κοινωνία, και τα θεμέλια της οργανωμένης πολιτείας και οικονομικής ζωής των μελών αυτής (πολιτείας). Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική ομάδα με διαρκή δράση δεν είναι αναγκαία και η πραγμάτωση των επιδιωκομένων να τελεστούν εγκλημάτων, αρκεί να αποδεικνύεται η βεβαιότητα του σκοπού της τελέσεως αυτών. Στην περίπτωση αυτή τιμωρείται η βούληση των μελών της εγκληματικής ομάδας, η οποία προέβη στον σχηματισμό της διάπραξης ενός εγκλήματος ή εγκλημάτων που αναφέρονται στην παραπάνω διάταξη χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα σ' αυτήν (ομάδα) οικονομοϋλικοτεχνικά μέσα (βλ. σχετ. ΑΠ 87/2000 Ποιν/νη 3 σελ 468, ΔιατΕισΕφΘεσ. 265/98 Υπερ. 1999 σελ 435, ΑΠ 265/2002 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223,ΑΠ 402/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ 261, ΣυμβΕΦΑθ. 3028/2003 Ποιν.Χρον ΝΕ 164, ΒουλΣυμβΕΦΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221, ΑΠ 33/2006, ΑΠ 48/2006, ΑΠ 131/2008 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΒουλΣυμβΕφΑιγ. 35/2005 Ποιν/νη 2005 σελ 672, ΣυμβΕΦΘεσ 491/2007 Αρμ. 2007 σελ 1760, Αθανασίου Κονταξή Ερμ Ποινικού Δικαίου σελ 1629, Μιχ. Μαργαρίτη, Ι Μανωλεδάκη ερμ. Ποινικού Κώδικα σελ 105. Ασφάλεια και Ελευθερία Ι. Μανωλεδάκη σελ 103 επ.).

   Κατά την διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 του ΠΚ «Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παραγρ. 1 και 2 (του ΠΚ) αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής» Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της εκβίασης απαιτείται ο δράστης έχοντας σκοπό αποκτήσεως παρανόμου περιουσιακού οφέλους με την χρησιμοποίηση βίας ή απειλής να εξαναγκάζει κάποιον να προβεί σε πράξη, ή παράλειψη ή ανοχή κάποιας ενέργειας από την οποία επέρχεται ζημία στον εξαναγκαζόμενο. Η απειλή ή η άσκηση παράνομης βίας όταν δεν επάγεται περιουσιακή ζημία δεν ολοκληρώνεται το έγκλημα της εκβίασης, αλλά τελείται σε απόπειρα (άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ). Το έγκλημα της εκβίασης θεωρείται τελειωμένο όταν η επαγωγή της απειλής ή της ασκηθείσας παράνομης βίας είναι ικανή να προκαλέσει ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου, η οποία και πρέπει να έχει επέλθει. Σκοπός παρανόμου περιουσιακού οφέλους υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει πως το περιουσιακό όφελος που επιδίωκε δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης δηλαδή ότι δεν στηρίζεται σε νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος. Ως απειλή νοείται η ψυχολογική βία στρεφόμενη εναντίον οποιουδήποτε εννόμου αγαθού, της ζωής, της υγείας, της περιουσίας, της ελευθερίας, της τιμής ή της υπολήψεως του απειλουμένου, που τον εξαναγκάζει να ενεργήσει σύμφωνα με την βούληση του δράστη χωρίς να επιτρέπει στον παθόντα να αντιδράσει και εκφράσει ελεύθερα την βούληση του. Η απειλή μπορεί να εκφραστεί έγγραφα, προφορικά ή δια μέσου τηλεφώνου, δια μέσω τρίτου ή ακόμη και σιωπηρά υποκρύπτοντας την επέλευση κάποιου κακού στον παθόντα ή και δια συστάσεως του δράστη προς τον παθόντα δια της οποίας υποκρύπτεται επέλευση κακού. Το έγκλημα της εκβίασης δεν θεμελιώνεται όταν διαπιστωθεί να υφίσταται έλλειψη του σκοπού απόκτησης παρανόμου οφέλους (βλ. σχετ. ΑΠ 854/87, ΑΠ 1058/97, ΑΠ 1124/88, ΑΠ 177/2007, ΑΠ 2048/2007, ΒουλΣυμβΕΦΘεσ 544/95 Τράπεζα Νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 727/98 Ποιν.Χρον ΜΘ σελ 246, ΑΠ 988/98 Ελλ. Δικ. 39 σελ 1462, ΑΠ 265/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1638). Για την ύπαρξη της κακουργηματικής εκβίασης απαιτείται η ασκηθείσα απειλή να είναι ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, δηλαδή να υφίσταται αμεσότητα τοπική και χρονική του επερχομένου κινδύνου. Στην περίπτωση που ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος, δεν συντελείται το έγκλημα της εκβίασης με την κακουργηματική του μορφή αλλά πλημμεληματική εκβίαση (άρθρο 385 παρ. 1 περ. γ του ΠΚ) (ΑΠ 1076/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 681/2005 Ελλ/Δικ 2005 σελ 1581, ΑΠ 1411/2004 Ελλ/Δικ. 2004 σελ 1557, ΑΠ 74/99 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 317). Για την συντέλεση του εγκλήματος της εκβίασης είναι αδιάφορο αν πράγματι το απαγγελλόμενο να επισυμβεί κακό είναι πραγματοποιήσιμο, ή ο δράστης έχει όντως αποφασίσει την πραγματοποίησει αυτού, αρκεί να δημιουργήθηκαν οι συνθήκες εκείνες που ο παθών πίστευε πως μπορεί να πραγματοποιηθεί, προς τούτο είναι αδιάφορη η νοητική κατάσταση του παθόντα. (ΑΠ 227/2002 Ποιν.Χρον ΝΓ σελ 803, ΑΠ 1496/91 Ποιν.Χρον 1992 σελ 553,ΑΠ 1886/2005 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2006 σελ 111, ΑΠ 815/2006, ΑΠ 829/2006 Πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ 301, 302 επ. ΑΠ 745/2007 ΝοΒ 55 σελ 2177). Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι «Όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται αν το κακούργημα ή το πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη κατά την διάταξη του άρθρου 83 του ΠΚ». Η απόπειρα αποτελεί φάση στην όλη διαδρομή του εγκλήματος (inter criminis). Ως πράξη που συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως κάποιου εγκλήματος θεωρείται εκείνη που αν συνεχιστεί θα περατώσει το εγκληματικό αποτέλεσμα, δηλαδή τέτοια πράξη είναι εκείνη που μπορεί με βεβαιότητα να οδηγήσει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, εάν δεν ανακοπεί από λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως του δράστη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 και 43 του ΠΚ συνάγεται πως η απόπειρα είναι πεπερασμένη στην περίπτωση που ο δράστης ολοκλήρωσε την ενέργεια του προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αλλά για λόγους που δεν ανάγονται στην βούλησή του, δεν επήλθε το αποτέλεσμα της πράξης του. Ο εξαναγκασμός κάποιου με απειλές σοβαρές για την ζωή ή την σωματική του ακεραιότητα με σκοπό να αποκτήσει περιουσιακό στοιχείο του εξαναγκαζομένου ή τρίτου χωρίς την επαγωγή αυτού (περιουσιακού στοιχείου) πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση της απόπειρας εκβίασης. Η οποία (περιουσιακή μετακίνηση) δεν επήλθε εξαιτίας λόγων που δεν ανάγονται στην προσωπικότητα του δράστη. Ο εξαναγκασμός με την άσκηση της απειλής ενέχει πράξη καθ εαυτή που συνιστά αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της εκβίασης, και η μη περιαγωγή του περιουσιακού στοιχείου του δράστη συνιστά απόπειρα του εγκλήματος αυτού. (βλ. σχετ. ΑΠ 227/2002 Ποιν.Χρον ΝΓ 803, ΑΠ 1411/2004 Ελλ/Δικ 2004 σελ 1557,ΑΠ 1886/2005 πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ 111, ΑΠ 1464/2003 ΠοινΧρον ΝΔ σελ 409, ΑΠ 1496/91 ΠοινΧρον 1992 σελ. 553). Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή με διαφορετικούς τρόπους. (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ 1996 σελ 376, ΑΠ 1200/94 Υπεράσπιση 1996 σελ 378, ΑΠ 1886/2005 Πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ 111, ΑΠ 815/2006, Πράξη και λόγος του ΠΔ 2006 σελ 302, Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ 51).

   Η πράξη της απόπειρας εκβίασης ορθά μπορεί να προσδιοριστεί στην πράξη της απειλής, όταν διαπιστωθεί πως ο δράστης αυτής δεν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακή ωφέλεια αλλά να προκαλέσει φόβο και ταραχή στον παθόντα. Η απειλή αποτελεί ένα εκ των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος της εκβίασης, επομένως στην περίπτωση που λείπει το στοιχείο του εξαναγκασμού περιαγωγής περιουσιακού στοιχείου του παθόντα στον δράστη και διαπιστουμένης της ύπαρξης πρόθεσης πρόκλησης φόβου και ανησυχίας του παθόντα συντελείται μόνο το έγκλημα της απειλής, στην οποία μπορεί επιτρεπτά και ορθά να προσδιοριστεί η ανωτέρω πράξη (βλ. και ΑΠ 854/87, ΑΠ 1124/88, ΑΠ 1058/97 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Κατά την διάταξη του άρθρου 333 του ΠΚ ορίζεται ότι: «Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή».

   Από την διάταξη του άρθρου 333 του ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απειλής απαιτείται αντικειμενικώς μεν η περιαγωγή άλλου σε τρόμο ή ανησυχία με την χρησιμοποίηση από τον δράστη απειλών για άσκηση βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων ή για τέλεση άλλης παράνομης πράξης, η οποία δεν είναι ανάγκη να είναι αξιόποινη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε θετική ή αρνητική ενέργεια, υποκειμενικώς δε δόλος ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση ότι η απειλούμενη ενέργεια συνιστά βία ή άλλη παράνομη πράξη και την θέληση να περιαγάγει τον άλλον σε τρόμο η ανησυχία (ΑΠ 1896/93 Ελλ.Δικ 35 σελ 725, ΑΠ 999/90 ΠοινΧρον ΜΑ 313, ΑΠ 1154/92 ΠοινΧρον ΜΒ 824 ΑΠ 1757/94 ΠοινΧρον ΜΕ σελ 64).

   Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 324 παρ. 1, 2 περ. α του ΠΚ ορίζεται ότι: «Όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να μεριμνήσει για το πρόσωπο του ή οποίος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανήλικου από την εξουσία των παραπάνω προσώπων τιμωρείται με φυλάκιση. Αν ο ανήλικος από την στέρηση της επιμέλειας διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο ζωής ή βαρειάς βλάβης της υγείας του, ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Αν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει τα δέκα τέσσερα χρόνια του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.....».

   Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκου απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στην απομάκρυνση του ανηλίκου από τον έχοντα την επιμέλεια αυτού και το δικαίωμα να μεριμνήσει για την ζωή και την υπόσταση αυτού. Η ενέργεια του κατηγορουμένου πρέπει να αποσκοπεί στην αποστέρηση του ανηλίκου από πρόσωπο που κατά νόμο έχει την εξουσία να μεριμνήσει για τον ανήλικο (ΑΠ 1219/96 Ποιν Χρον ΜΖ σελ 800, ΑΠ 888/93 Ποιν. Χρον. ΜΓ 677, ΑΠ 814/87 Ποιν Χρον ΛΖ σελ 655, ΒουλΣυμβΕΦΑθ 1587/86 Ελλ. Δικ. 28 σελ 954, ΑΠ 1327/81 Ποιν. Χρον ΛΒ 322). Παθητικά υποκείμενα του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκων είναι οι έχοντες το δικαίωμα να ασκούν την μέριμνα για τους ανηλίκους δηλ. οι γονείς, ανάδοχοι γονείς, επίτροποι του ανηλίκου, ή τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα των ιδρυμάτων κοινωνικής μέριμνας στα οποία διαβιώνουν οι ανήλικοι, οι οποίοι και μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντες (ΑΠ 4397/96, ΑΠ 1874/97, ΑΠ 959/2000 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου τελούμενο με οποιαδήποτε μορφή είναι διαρκές. Το έγκλημα αυτό πραγματώνεται είτε με την αρπαγή του ανήλικου από τους έχοντες το δικαίωμα να μεριμνήσουν για τον ανήλικο και με την εκούσια διαφυγή αυτού και παράταση της κατάστασης αυτής, η οποία συντελείται είτε με θετική ενέργεια είτε με παράλειψη οφειλόμενης κατά νόμο ενέργειας (ΑΠ 2063/2003, ΑΠ 1228/2001, ΑΠ 293/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 2092/85 Ποιν. Χρον ΛΣΤ σελ. 383, ΑΠ 953/98 Ποινική Νομολογία Αποφάσεις Αρείου Πάγου έκδοσης 1999 σελ 335). Η δραστηριότητα του κατηγορουμένου πριν την πράξη που συνιστά αρχή εκτελέσεως του σκοπουμένου εγκλήματος αποτελεί μη τιμωρητή προτέρα αυτής (της απόπειρας πράξη. Εάν ο Νομοθέτης ήθελε να τιμωρήσει την προπαρασκευαστική πράξη του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκου θα το προέβλεπε σε σχετική διάταξη του όπως στα εγκλήματα της παραχάραξης νομίσματος. Μόνη η τηλεφωνική επικοινωνία του δράστη σε νηπιαγωγείο προς παραλαβή ανηλίκου τέκνου των μηνυτών δεν συνιστά πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αλλά προπαρασκευαστική πράξη του εγκλήματος αυτού, αφού σε ουδεμία σχετική ενέργεια προέβη προς αφαίρεση του ανηλίκου. Η πρόκληση φόβου στην οικογένεια των μηνυτών είναι πράξη αδιάφορη με το έγκλημα της αρπαγής ανηλίκου (βλ. σχετ. ΣυμβΕφΛαρ. 34/92, ΣυμβΕΦΛαρ. 35/92 Υπερ. 1993 σελ 122, ΣυμβΕφΘεσ. 623/2000, ΣυμβΕφΘεσ 2/2002, ΣυμβΕφΘεσ 1679/2001, ΣυμβΕφΚερ. 86/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ)

   Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του ΠΚ «Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη την χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται αλλοτριότητα του πράγματος και καταστροφή ή βλάβη ή περιέλευση αυτού (του πράγματος) σε κατάσταση που καθίσταται ανέφικτη η χρησιμοποίηση αυτού. Ο Νομοθέτης με την ανωτέρω διάταξη θέλει να προστατεύσει το δικαίωμα κυριότητας. Ο τριπλός τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της φθοράς εξαρτάται από τον τρόπο παρέμβασης του δράστη στο πράγμα και το επελθόν αποτέλεσμα της ενέργειας του. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του υπαιτίου που συνίσταται στην γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και στην θέληση πρόκλησης της φθοράς αυτού (του ξένου πράγματος). Ο δράστης στο έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας παρεμβαίνει στην κυριότητα του παθόντος επενεργώντας στο πράγμα και καθιστώντας αυτό ανέφικτο να χρησιμοποιηθεί όπως προηγούμενα. (βλ. σχετ. ΑΠ 446/96 Ποιν. Χρον ΜΖ σελ. 66, ΑΠ 191/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ σελ 1606, ΑΠ 261/96 Ελλ. Δικ. 38 σελ 215, ΑΠ 146/96 Υπερ. Ζ σελ 285, ΑΠ 10/2006, ΑΠ 371/2007, ΑΠ 391/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ του νόμου 2168/93 όπλα μεταξύ άλλων είναι και τα ρόπαλα οιασδήποτε φύσεως σιδερένια ή μη (ξύλινα) τα οποία είναι πρόσφορα για επίθεση ή απειλή. Στην περίπτωση όμως που τα ξύλινα ρόπαλα δεν έχουν δεχθεί ουδεμία επεξεργασία δεν συνιστούν όπλα κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 περ. γ του ν 2168/93. Όπλα δεν μπορεί να χαρακτηριστούν όλα τα αντικείμενα δια των οποίων μπορεί να προκληθεί βλάβη αλλά τα αντικείμενα που προσδιορίζονται στην ανωτέρω διάταξη (άρθρο 1 του νόμου 2168/93). Επομένως το τεμάχιο ξύλου, που δεν έχει δεχθεί επεξεργασία προς διαμόρφωση του σε ρόπαλο δεν θεωρείται όπλο κατά την έννοια του νόμου, όπως τα διαμορφωμένα ρόπαλα ξύλινα ή μη. Τα όπλα χαρακτηρίζονται από την φύση αυτών, το είδος τους και την μορφή τους (βλ. ΑΠ 540/90, ΑΠ 957/93, ΑΠ 1536/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος, Τα όπλα Μ. Καστανίδου - Σιμεωνίδου - Ε.Γκμπάντι - Καϊάφα).

   Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά υπομνήματα αυτών έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

   Ο μηνυτής .... δάσκαλος κάτοικος Θεσσαλονίκης είχε συνάψει εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό με την υπηρετούσα στο ίδιο δημοτικό σχολείο (…ο) Θεσσαλονίκης ... τον Οκτώβριο του έτους 2004. Αγνωστο για την ανάκριση πρόσωπο προφανώς του κύκλου τους ειδοποίησε την σύζυγο του μηνυτή και τον σύζυγο της ερωμένης του (...) σχετικά με τον εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό των συζύγων τους. Μετά ταύτα διέκοψαν την ερωτική τους σχέση για μικρό χρονικό διάστημα και επανασυνέδεσαν τις σχέσεις τους τον Ιούνιο του έτους 2005. Έκτοτε συνέχισαν τον ερωτικό τους δεσμό. Ο μηνυτής εκφραζόταν αρνητικά για τον σύζυγο της ερωμένης του, προφανώς για να τονώσει την δική του θέση και ενισχύσει περισσότερο τον ερωτικό τους δεσμό. Ο πρώτος κατηγορούμενος .... σύζυγος της ερωμένης του μηνυτή παρακολούθησε τους μοιχούς την στιγμή που εξερχόταν του ξενοδοχείου με τον διακριτικό τίτλο «ΑΦΡΟΔΙΤΗ» που βρίσκεται στην περιοχή «Καρδίας» Μετά από ολιγόλεπτο διαπληκτισμό με τον μηνυτή, πλησίασε το αυτοκίνητο αυτού εντός του οποίου είχε εισέλθει η σύζυγος του και ζήτησε από αυτήν να τον ακολουθήσει. Αυτή αρνήθηκε, γιατί φοβήθηκε πως ο σύζυγος της θα προέβαινε σε βιαιοπραγία σε βάρος της, μετά την διαβεβαίωση πλέον της σχέσης της με τον προαναφερόμενο, αφού μόλις προηγουμένως είχε συνευρεθεί μετ' αυτού εντός του ξενοδοχείου. Ο μηνυτής οδήγησε την ανωτέρω στην πατρική της οικία, όπου μετά παρέλευση λίγης ώρας εισήλθε εντός αυτής και ο πρώτος κατηγορούμενος (σύζυγος της). Ο μηνυτής παρέμεινε εκτός της οικίας παρακολουθώντας την κατάσταση προφανώς για να επέμβει σε περίπτωση κακοποίησης της ερωμένης του από τον σύζυγο της. Μετά παρέλευση δύο περίπου ωρών το ζεύγος εξήλθε της πατρικής οικίας της ερωμένης του μηνυτή και μετέβησαν στην οικία τους. Προφανώς μετά την παροχή εξηγήσεων εκ μέρους της ανωτέρω και δηλώσεων μετανοίας αυτής και διακοπής των εξωσυζυγικών της σχέσεων και αφοσιώσεως της στην οικογένειά της. Ο μηνυτής μετά ταύτα άρχισε να επισκέπτεται συχνά την γειτονιά της πρώην ερωμένης του και μάλιστα σε μία εκ των επισκέψεων του πλησίασε το τέκνο της ερωμένης του ζητώντας πληροφορίες σχετικά με την μητέρα του και την κατάσταση της. Μετά την διαβεβαίωση του πρώτου κατηγορουμένου για την εξωσυζυγική σχέση της συζύγου του με τον μηνυτή άρχισε να τηλεφωνεί στο κινητό τηλέφωνο αυτού και στο σταθερό τηλέφωνο της οικίας του και να απειλεί αυτόν περί μέλλοντος να επισυμβεί κακό σ' αυτόν και στην ανήλικη κόρη του ..... Εκτός των πραγματοποιηθέντων τηλεφωνημάτων στο κινητό τηλέφωνο του μηνυτή και στην οικία του, ο πρώτος κατηγορούμενος τηλεφώνησε και στην αδελφή της συζύγου του .... κάτοικο Καβάλας και στον πεθερό του ... στην Θάσο, στους οποίους γνωστοποίησε την ύπαρξη εξωσυζυγικού δεσμού του γαμβρού τους και δηλώνοντας προς αυτούς, πως εάν δεν του καταβληθεί το χρηματικό ποσό των 9000 ευρώ θα προβεί στην γνωστοποίηση φωτογραφικού και ηχητικού υλικού των ερωτικών συνευρέσεων του γαμβρού τους με την σύζυγο του. Την αποκάλυψη στον κύκλο των γνωστών τους του κατεχόμενου φωτογραφικού υλικού δήλωσε ο κατηγορούμενος και κατά τις γενόμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον μηνυτή και την σύζυγο του .... Ο μηνυτής μερικές φορές χρησιμοποίησε στις τηλεφωνικές του επικοινωνίες με τον μηνυτή την μαθήτρια του στο εσπερινό γυμνάσιο που δίδασκε ..., στην οποία είχε αναφέρει πως πρόκειται περί φάρσας σε φιλική του οικογένεια και έτσι έπεισε την ανωτέρω (δεύτερη κατηγορουμένη) να προβεί στην επανάληψη των ανωτέρω φράσεων, πως δηλαδή αν δεν καταβάλουν το χρηματικό ποσό των 9000 ευρώ, θα προβούν στην γνωστοποίηση κατεχομένου φωτογραφικού και ηχητικού υλικού των ερωτικών συνευρέσεων του μηνυτή (...) με την .... Ο πρώτος κατηγορούμενος ... επιδίωξε στις 8/10/2007 συνάντηση με τον μηνυτή στην συμβολή των οδών ... πλησίον της οικίας του μηνυτή αναφέροντας προς αυτόν, πως πρέπει να παύσει να παρεμβαίνει στην οικογένεια του και να παρενοχλεί αυτήν, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, που εξακολουθήσει η ίδια κατάσταση θα οδηγηθούν σε ανέλεγκτες καταστάσεις. Στις 28/3 και 24/4/207 βρέθηκαν τα ελαστικά του αρίθμ. κυκλοφορίας ΝΒΧ-... ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του μηνυτή μάρκας ROVER τρυπημένα. Ο μηνυτής επειδή είχαν προηγηθεί τα προαναφερόμενα θεωρεί ως δράστη των ανωτέρω πράξεων τους κατηγορουμένους. Στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη, αφού τα στοιχεία του μηνυτή βασίζονται σε υπόνοιες αυτού σε βάρος των κατηγορουμένων, που στηρίζονται στην προηγηθείσα και αναφερομένη ανωτέρω κατάσταση. Ο μηνυτής στην κατάθεση του στις 11/6/2007 δηλώνει πως επιθυμεί την ποινική δίωξη των σε βάρος του πράξεων (απειλών) περί προκλήσεως κακού σε βάρος αυτού και της οικογενείας του. Για την ισχυροποίηση της πρόκλησης φόβου και ανησυχίας σε βάρος του μηνυτή, δήλωνε προς αυτόν πως κατέχει φωτογραφικό και ηχητικό υλικό των συνευρέσεων του μηνυτή με την σύζυγο του και πως αν δεν του καταβληθεί το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό, αυτός θα προβεί στην γνωστοποίηση του υλικού αυτού στον κύκλο των γνωστών τους. Ο μηνυτής στις μεταγενέστερες καταθέσεις του περιέγραφε απλά τα σε βάρος του γεγονότα, χωρίς να δηλώνει, αν γι' αυτά επιθυμούσε την ποινική δίωξη. Η επιβεβαίωση του μηνυτή για την ταυτότητα του πρώτου κατηγορουμένου επήλθε μετά την ενεργοποίηση των υπηρεσιών του ΟΤΕ για αναγνώριση των κλήσεων του σταθερού του τηλεφώνου. Σκοπός του πρώτου κατηγορουμένου δεν ήταν να αποκομίσει περιουσιακά οφέλη αλλά να προκαλέσει στον μηνυτή και την οικογένεια του ανησυχία και ταραχή. Τούτο συνάγεται άλλωστε και από το γεγονός πως σύμφωνα με την κατάθεση του μηνυτή, ο πρώτος κατηγορούμενος δήλωσε προς αυτόν, κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 θα υποδείξει πρόσωπο στο οποίο θα παραδώσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό, το οποίο θα ρίξει από το μπαλκόνι της οικίας του. Η έλλειψη σκοπού προσπορισμού οφέλους εκτός άλλων συνάγεται και από την κατάθεση της ... πρώην ερωμένης του μηνυτή και από τον Διευθυντή του σχολείου στο οποίο δίδασκε ο πρώτος των κατηγορουμένων .... Στην απόφαση του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος κατέληξε εξαιτίας της προηγηθείσας συμπεριφοράς του μηνυτή λόγω της δημιουργηθείσας εξωσυζυγικής σχέσεως αυτού με την σύζυγο του. Στις 28/2/2008 κατελήφθη ο πρώτος κατηγορούμενος να οδηγεί το αρίθμ. κυκλοφορίας ΝΒΜ-... ΙΧΕ αυτοκίνητο του μάρκας NISSAN και να φέρει εντός αυτού ένα αυτοσχέδιο ξύλινο ρόπαλο. Το οποίο βρήκε κατά τις οικογενειακές καλοκαιρινές τους διακοπές και το περισυνέλεξε για χρήση σε εργασίες καθαρισμού του αυτοκινήτου του και σε οικιακές τους εργασίες. Ο πρώτος κατηγορούμενος ακολουθώντας την εκδικητική συμπεριφορά σε βάρος του μηνυτή του, τηλεφώνησε δια αγνώστου προσώπου (κατά δήλωση του ιδίου στην απολογία του) που ανεύρε τυχαία στην περιοχή Αριστοτέλους και το οποίο δέχθηκε επ' αμοιβή να πραγματοποιήσει τηλεφώνημα στο 93ο νηπιαγωγείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο παρακολουθούσε τα σχετικά προγράμματα αυτού η ανήλικη θυγατέρα του μηνυτή και προσποιούμενη την σύζυγο αυτού, δήλωσε πως θα αποστείλει την εξαδέλφη της να παραλάβει τον ανήλικο τέκνο της λόγω παρουσιασθέντων αιφνιδίως οικογενειακών προβλημάτων. Η νηπιαγωγός για να επιβεβαίωση της ταυτότητα της μητέρας της ανήλικης, τηλεφώνησε η ιδία στην μητέρα αυτής και διαπιστώθηκε πως ουδεμία σχέση είχε αυτή με το γενόμενο τηλεφώνημα και έτσι προσήλθε αυτή με τον σύζυγο της και παρέλαβαν το τέκνο τους γιατί φοβήθηκαν αρπαγή αυτής. Κατά την άποψη του μηνυτή το πρόσωπο που τηλεφώνησε στο νηπιαγωγείο ήταν η δεύτερη των κατηγορουμένων.

   Εξ όλων των ανωτέρω συνάγεται πως δεν έχει πραγματωθεί το έγκλημα της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης, αφού δεν διαπιστώθηκε ένωση τριών τουλάχιστον προσώπων προς διάπραξη απροσδιορίστου αριθμού κακουργημάτων δημιουργώντας δηλαδή υποδομή τέτοια, ώστε να προβαίνουν αυτοί στην τέλεση απροσδιορίστου αριθμού κακουργημάτων εκ των διαλαμβανομένων στην διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει λόγος και μεταβολής της κατηγορίας στην πράξη της συμμορίας, αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούνται ούτε τα στοιχεία αυτής. Περαιτέρω δεν έχει τελεστεί και το έγκλημα της απόπειρας εκβίασης σε βάρος του μηνυτή, αφού σκοπός του πρώτου κατηγορουμένου δεν ήταν να αποκομίσει ο ίδιος περιουσιακό όφελος από την ανωτέρω συμπεριφορά του. Πρόθεση του κατηγορούμενου σύμφωνα με τα αποδειχθέντα ήταν να προκαλέσει στον μηνυτή φόβο και ανησυχία λόγω της προηγηθείσας συμπεριφοράς αυτού εκ της οποίας προκλήθηκε πρόβλημα στην οικογένεια του, η οποία κινδύνευσε να διαλυθεί εξαιτίας αυτής. (της συμπεριφοράς του μηνυτή). Η πρόκληση όμως φόβου και ανησυχίας στον μηνυτή από πρόθεση στοιχειοθετεί το έγκλημα της απειλής, το οποίο διώκεται με έγκληση, η οποία έχει υποβληθεί με την μορφή μαρτυρικής καταθέσεως στις 11/6/2007 και επομένως αυτή περιλαμβάνει πράξεις αυτού (πρώτου κατηγορουμένου), που τελέστηκαν κατά την διάρκεια των τριών μηνών πριν την ανωτέρω κατάθεση (δηλ πριν από τις 11/6/2007). Η έγκληση του αυτή δεν μπορεί να καλύψει και την μεταγενέστερη απειλητική συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου, αφού στις μεταγενέστερες μαρτυρικές του καταθέσεις δεν δηλώνει σχετικά με την επιθυμία του για ποινική δίωξη, για να ενέχουν αυτές τον χαρακτήρα εγκλήσεως αλλά αντίθετα αρκείται στην αναφορά των γενομένων γεγονότων. Επομένως, στην περίπτωση αυτή έχει τελεστεί το έγκλημα της απειλής κατ εξακολούθηση, που τελέστηκε κατά την διάρκεια από τα μέσα Μαρτίου 2007 μέχρι 11/6/2007 (ημερομηνία υποβολής εγκλήσεως). Η δευτέρα των κατηγορουμένων ... στην προκείμενη περίπτωση συμμετείχε κατά δήλωση και της ιδίας στις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον μηνυτή πιστεύοντας πως ενεργεί λόγω αστεϊσμού σε κύκλο γνωστών του πρώτου κατηγορουμένου και καθηγητή της στο εσπερινό γυμνάσιο. Το γεγονός τούτο συνάγεται και από την απολογία του πρώτου των κατηγορουμένων, πως στην μαθήτρια του δήλωσε πως θέλει να κάνει φάρσα σε φίλο του και έτσι δέχθηκε να συμμετάσχει στις ανωτέρω τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τον μηνυτή. Περαιτέρω δεν έχει διαπιστωθεί και η απόπειρα εκβίασης που τελέστηκε σε βάρος της αδελφής της συζύγου του μηνυτή ..., στην οποία απέστειλε μηνύματα στο κινητό της τηλέφωνο και ανέγραψε πως θα αναφέρει στον κύκλο τους και στον επαγγελματικό κύκλο του συζύγου της, που είναι δικαστικός πως ο επαδελφή γαμβρό της διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις με την σύζυγο του και για επιβεβαίωση αυτού κατέχει σχετικό φωτογραφικό και ηχητικό υλικό και πως ανταλλάσσει τα ανωτέρω με το ποσό των 9000 ευρώ, το οποίο πρέπει να του καταβληθεί από τον γαμβρό της. Στην ανωτέρω πράξη του ο πρώτος των κατηγορουμένων προέβη για να διασύρει τον μηνυτή και στον κύκλο των συγγενών του, αφού δεν είχε σκοπό αυτός να προβεί στην παραλαβή του ανωτέρω χρηματικού ποσού. Αποκλειστικός σκοπός του πρώτου των κατηγορουμένων ήταν να διασύρει τον μηνυτή και δημιουργήσει σ' αυτόν φόβο και ανησυχία. Η τηλεφωνική επικοινωνία της δευτέρας κατηγορουμένης ή του προσώπου που ενήργησε κατ' εντολή του πρώτου κατηγορουμένου με το νηπιαγωγείο που φοιτούσε η θυγατέρα του μηνυτή δεν μπορεί μόνη της να θεωρηθεί ως πράξη ενέχουσα τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της αρπαγής ανηλίκου, αφού αυτή μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει στην πραγμάτωση του εγκλήματος αυτού. Η ανωτέρω ενέργεια αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, η οποία στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι αξιόλογη ποινικά. Γιατί αν ο Νομοθέτης ήθελε να τιμωρήσει αυτήν (προπαρασκευαστική ενέργεια) θα προέβλεπε σε σχετική διάταξη του. Περαιτέρω δεν απεδείχθη η τέλεση του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, αφού από ουδέν στοιχείο συνάγεται η τέλεση αυτού εκ μέρους των κατηγορουμένων. Ο εγκαλών αναφέρεται σε βάρος των κατηγορουμένων προφανώς γιατί θεωρεί υπεύθυνους αυτούς γιατί υπήρχε μεταξύ αυτού και του πρώτου κατηγορουμένου η προαναφερομένη διαφορά και είχαν ήδη αρχίσει οι εκδικητικές τηλεφωνικές οχλήσεις του πρώτου κατηγορουμένου και της δευτέρας μαθήτριας αυτού, που ενεργούσε κατ' εντολή του. Επομένως, δεν υφίστανται αποχρώσεις ενδείξεις για την παραπομπή αυτών για την πράξη αυτή. (οι υποψίες δεν μπορούν να αποδείξουν την τέλεση αξιόποινης πράξης). Τέλος το αυτοσχέδιο ρόπαλο που έφερε στο προαναφερόμενο ΙΧΕ αυτοκίνητο του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως όπλο κατά την έννοια του νόμου, αφού τούτο δεν είχε δεχθεί ουδεμία επεξεργασία αλλά απλά αποτελούσε ένα τεμάχιο ξύλου. Το οποίο δεν αποτελεί κατά την έννοια του νόμου όπλο, αφού ούτε η μορφή, ούτε η φύση αυτού συγκαταλέγεται μεταξύ των όπλων. Εκτός τούτου ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν προέβη στην χρησιμοποίηση αυτού, ούτε και διαπιστώθηκε τέτοια πρόθεση αυτού να χρησιμοποιήσει τούτο σε βλαπτικές χρήσεις σε βάρος άλλων.

   Κατά συνέπεια δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας για την διάπραξη εκβιάσεων και αρπαγών ανηλίκων, της απόπειρας εκβίασης κατ' εξακολούθηση και μεμονωμένα και από κοινού, της απόπειρας αρπαγής ανηλίκου από κοινού, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού, και της παράνομης οπλοφορίας, για την οποία κατηγορήθηκε μόνο ο πρώτος των κατηγορουμένων. Ο πρώτος των κατηγορουμένων κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας πρέπει να παραπεμφθεί για να δικαστεί για την πράξη της απειλής κατ εξακολούθηση από το αρμόδιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 α, 27, 53, 57, 79, 98, 333 του ΠΚ.

   Η με αριθμ. 43/2008 διάταξη του Ανακριτή να καταργηθεί γιατί δεν υφίσταται πλέον λόγος διατηρήσεως αυτής.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Προτείνω να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων .... εκπαιδευτικού υπήκοου Κύπρου κατοίκου Θεσσαλονίκης και ...μαθήτριας κατοίκου επίσης Θεσσαλονίκης για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας για την διάπραξη εκβιάσεων και αρπαγών ανηλίκων, της εκβίασης κατ εξακολούθηση από κοινού ο πρώτος και μεμονωμένα, της απόπειρας αρπαγής ανηλίκου από κοινού, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού και ο πρώτος και της παράνομης οπλοφορίας, που φέρονται ότι τελέστηκαν από τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2007 μέχρι στις 28/2/2008 στην Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα.

   Περαιτέρω, ο πρώτος των κατηγορουμένων πρέπει να παραπεμφθεί για να δικαστεί από το αρμόδιο υλικά Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ως υπαίτιος του ότι κατά το χρονικό διάστημα από μέσα Μαρτίου μέχρι 11/6/2007 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος τέλεσε την πράξη της απειλής και συγκεκριμένα: Με τηλεφωνικές επικοινωνίες στο κινητό και σταθερό τηλέφωνο του εγκαλούντα απηύθυνε τις φράσεις «θα πάθεις κακό, εσύ και το παιδί σου, να δούμε για πόσο χρόνο θα κρατάς τα παιδιά σου από το χέρι, θα αφήσεις ορφανά τα παιδιά σου κλπ». Οι ανωτέρω φράσεις προκάλεσαν στον εγκαλούντα φόβο και ανησυχία.

   Η με αριθμ. 34/2008 διάταξη του Ανακριτή να καταργηθεί, αφού δεν υφίσταται πλέον λόγος διατηρήσεως αυτής.

 

   Θεσσαλονίκη 12/3/2009.

   ο Αντεισαγγελέας Εφετών

   Ηλίας Σεφερίδης