ΣΕφΘεσ. 27/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Μεταβολή κατηγορίας -.

 

Μεταβολή κατηγορίας από εγκληματική οργάνωση σε συμμορία και από σωματεμπορία σε μαστροπεία. Παραπομπή στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΩΣ ΟΜΟΦΩΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΗΛΙΑ ΣΕΦΕΡΙΔΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ:

..................

 

   ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

   Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ όπως η διάταξη του άρθρου 316 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 3160/2003 και 7 του νόμου 2928/2001 την προκείμενη με αριθμ 155/2008 ανακριτική δικογραφία, που σχηματίστηκε σε βάρος του .... και της ... ανέργου κατοίκου Λαγκαδά Θεσσαλονίκης κατηγορουμένου για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας με δομημένη και διαρκή δράση προς διάπραξη σωματεμποριών αλλοδαπών γυναικών κατ επάγγελμα, κατά συρροή και κατ εξακολούθηση (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2928/2001 και τελικά συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου 3064/2002 σε συνδ με άρθρο 351 παρ. 1, 2, 4 περ. δ του ΠΚ) της σωματεμπορίας κατά συρροή κατ εξακολούθηση και κατ επάγγελμα (άρθρα 94 παρ. 1, 98 παρ. 1, 351 παρ. 1, 2, 4 δ του ΠΚ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 3064/2002) και της μαστροπείας κατ επάγγελμα  κατά συρροή, κατ΄ εξακολούθηση (άρθρα 94 παρ. 1, 98 παρ. 1, 349 παρ. 3 περ. α του ΠΚ) Η ποινική δίωξη κινήθηκε με την από 1048/4/42/30/7/2008 αναφορά της Διεύθυνσης Ασφάλειας  Θεσσαλονίκης δια της οποίας καταγγέλλεται ο ανωτέρω πως κατά το χρονικό διάστημα τέλη του έτους 2005 συγκρότησε εγκληματική ομάδα με άλλα δύο άτομα, που είχαν δομημένη και διαρκή δράση ομάδα για την διάπραξη σωματεμποριών σε βάρος αλλοδαπών γυναικών και εκμεταλλευόμενος την κακή οικονομική τους κατάσταση  προωθούσε αυτές στην πορνεία έναντι ανταλλάγματος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καρπωνόταν ο ίδιος. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου με την αρίθμ 42/2008 διάταξη του 3ου Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν οι περιοριστικοί όροι α) της καταβολής χρηματικής εγγυήσεως ποσού 9000 ευρώ, β) της εμφανίσεως του στις 1η  και 15η κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ.Α του τόπου κατοικίας του   από τον οποίο θα συντάσσεται σχετική έκθεση και γ) της απαγόρευσης μεταβάσεως του στην αλλοδαπή. Κατόπιν των ανωτέρω σας εκθέτω τα παρακάτω.

   Κατά την διάταξη του  άρθρου 7 του νόμου 2928/2001 για την πράξη της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ) η ανάκριση περατώνεται από το Συμβούλιο Εφετών. Μετά την τελευταία ανακριτική πράξη η δικογραφία διαβιβάζεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος υποβάλλει πρόταση του στο οικείο Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο και για τα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα της βαρύτητας αυτών και  αν γι΄ αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως. Η ανωτέρω διάταξη έχει θεσπιστεί  για την ταχεία περάτωση των υποθέσεων αυτών αποφεύγοντας την χρονοβόρα διαδικασία  της ενδιάμεσης διαδικασίας του συμβουλίου πλημμελειοδικών, εφετών ή του ακυρωτικού (Αρείου Πάγου). Επομένως στην περίπτωση αυτή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών είναι αμετάκλητο (βλ. ΑΠ 464/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 99, ΑΠ 404/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου σελ 2004 σελ 261, ΑΠ 4/2005 ΝοΒ 53 σελ 1334, ΑΠ 495/2005, ΑΠ 654/2005  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ,  ΣυμβΕφΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221). Το Συμβούλιο εφετών δεν αποβάλει την αρμοδιότητα του  στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η τέλεση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε  εγκληματική οργάνωση. (βλ. άλλως ΒουλΣυμβΕφΑθ. 2584/2003 Ποιν.Χρον. ΝΔ σελ 362) Η παραπάνω διάταξη δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του εβδόμου πρωτοκόλλου αυτής (άρθρο 2 του νόμου 1705/87) καθώς και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου (άρθρο 14 παρ. 5 του νόμου 2462/97) για την ισότητα των όπλων και την αρχή της δίκαιης δίκης.(βλ. ΑΠ 544/2004, ΑΠ  654/2005, ΑΠ 615/2003 Τράπεζα νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Κατά την διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ η οποία έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 1 του Νόμου 2928/2001 και συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου 3064/2002  ορίζεται ότι: «Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή και περισσότερα πρόσωπα για την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων. 336 του ΠΚ  (βιασμός,) 338 του ΠΚ (κατάχρηση σε ασέλγεια) 339 του ΠΚ (αποπλάνηση ανηλίκων), 348 Α του ΠΚ (πορνογραφία ανηλίκων) 351 (σωματεμπορία) 351 Α (ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής) .. ».  Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει δύο εγκλήματα την συγκρότηση εγκληματικής ομάδας (στιγμιαίο έγκλημα) και την ένταξη σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα νέων μελών. (διαρκές έγκλημα) Το έγκλημα που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη είναι πραγματοπαγές, για τον λόγο αυτό τα μέλη μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος  της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική ομάδα απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία  και ενεργός δράσης, χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σ΄ αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στον σχηματισμό  της εγκληματικής δράσης. Η απλή συμφωνία των μελών δηλ. η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα. Σκοπός των δραστών  των ανωτέρω εγκλημάτων είναι η συστηματική τέλεση επιλεγμένων αξιοποίνων πράξεων, που διακρίνονται για την αυξημένη απαξία τους και αντικοινωνικότητα τους. Οι δράστες των ανωτέρω εγκλημάτων πρέπει να έχουν σκοπό να τελέσουν απεριόριστο αριθμό κακουργημάτων που προβλέπονται από την παραπάνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και το έγκλημα της σωματεμπορίας κατ΄ επάγγελμα  σε βάρος αλλοδαπών γυναικών με τον εξαναγκασμό αυτών στην εκπόρνευση με την άσκηση απειλών ή παράνομης βίας, της παράνομης κατακράτησης  και την χρήση απατηλών μέσων και με σκοπό την απόκτηση οικονομικών οφελημάτων προερχομένων από την έκδοση αυτών στην πορνεία (άρθρο  351 παρ. 2, 1, 4 περ. δ  του ΠΚ) Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ είχε θεσπιστεί αρχικά για την προστασία της κοινωνίας από τις τρομοκρατικές οργανώσεις αλλά ισχύει  και για κάθε μορφή ομαδικής εγκληματικής δράσης, που βάλλει κατά της οργανωμένης κοινωνίας και της έννομης τάξης. Η χρονική διάρκεια της εγκληματικής ομάδας δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, μπορεί να είναι αόριστης διάρκειας ή η διάρκεια αυτής να μην έχει επακριβώς υπολογιστεί, αρκεί  να εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Για την συγκρότηση της εγκληματικής ομάδας και την ένταξη σ΄ αυτήν  απαιτούνται τρία τουλάχιστον πρόσωπα με δυνατότητα επαύξησης του αριθμού των μελών αυτής και εναλλαγής των προσώπων αυτής. Σκοπός της εγκληματικής ομάδας πρέπει να είναι η διάπραξη διαφόρων εγκλημάτων (ομοειδών ή ετεροειδών) με αυξημένη κοινωνική απαξία, που βάλλουν κατά της οργανωμένης κοινωνίας. Η δραστηριότητα των μελών της εγκληματικής ομάδας δεν είναι αναγκαίο να περιορίζεται εντός εθνικών ορίων αλλά μπορεί να εκτείνεται και πέραν αυτών  προσβάλλοντας την κοινωνία, και τα θεμέλια της  οργανωμένης πολιτείας και οικονομικής ζωής των μελών αυτής (πολιτείας) Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική ομάδα με διαρκή δράση δεν είναι αναγκαία και η πραγμάτωση των επιδιωκομένων να τελεστούν εγκλημάτων, αρκεί να  αποδεικνύεται η βεβαιότητα του σκοπού  της τελέσεως αυτών. Στην περίπτωση αυτή τιμωρείται η βούληση των μελών της εγκληματικής ομάδας, η οποία  προέβη στον σχηματισμό της διάπραξης ενός εγκλήματος ή εγκλημάτων που αναφέρονται στην παραπάνω διάταξη χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα σ΄ αυτήν (ομάδα) οικονομοϋλικοτεχνικά μέσα (βλ. σχετ. ΑΠ   87/2000 Ποιν/νη 3 σελ 468, ΔιατΕισΕφΘεσ. 265/98 Υπερ. 1999 σελ 435, ΑΠ 265/2002 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223,ΑΠ 402/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ 261, ΣυμβΕΦΑθ. 3028/2003 Ποιν. Χρον ΝΕ 164, ΒουλΣυμβΕΦΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221, ΑΠ 33/2006, ΑΠ 48/2006 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών Νομος,ΒουλΣυμβΕφΑιγ.35/2005 Ποιν/δνη 2005 σελ 672, ΣυμβΕΦΘεσ 491/2007 Αρμ. 2007 σελ 1760, Αθανασίου Κονταξή ερμ Ποινικού Δικαίου σελ 1629, Μιχ. Μαργαρίτη,  Ι Μανωλεδάκη ερμ. Ποινικού Κώδικα σελ 105. Ασφάλεια και Ελευθερία Ι Μανωλεδάκη σελ 103 επ.).

   Η κατηγορία της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική ομάδα που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ  επιτρεπτά μπορεί να βελτιωθεί στο έγκλημα της συμμορίας, που προβλέπεται από την διάταξη της παραγράφου 3 περ. β  της ίδιας διάταξης (άρθρο 187) όταν δύο ή περισσότεροι δράστες έχουν ενωθεί για την διάπραξη πλημμελήματος, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους  και επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος  ή η προσβολή μεταξύ άλλων και της γενετήσιας ελευθερίας. Η ένωση αυτή πρέπει να έχει προοπτική διάρκειας. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα υφίσταται ο κίνδυνος  να μεταβάλλεται κάθε μορφή συναυτουργίας  και στο έγκλημα της συμμορίας. Σκοπός του νομοθέτη μετά την αντικατάσταση της διατάξεως του άρθρου 187 του ΠΚ ήταν να τιμωρεί εκτός των  αναφερομένων στην παράγραφο 1 της παραπάνω διατάξεως και κάθε ένωση προσώπων δύο ή περισσοτέρων, που έχουν ως σκοπό την διάπραξη πλημμελήματος, που τιμωρείται αυστηρά στον νόμο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους  και εξ αυτής (της πράξεως) να επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο όφελος και δια της οποίας να προσβάλλεται μεταξύ άλλων περιπτώσεων και η γενετήσια ελευθερία. Το έγκλημα της συμμορίας πραγματώνεται και με την ένωση δύο  ή και περισσοτέρων προσώπων για την διάπραξη του εγκλήματος της μαστροπείας , εκ της οποίας επιδιώκεται οικονομικό όφελος  συνιστάμενο στην απόκτηση χρημάτων από την έκδοση αλλοδαπών γυναικών στην πορνεία. (βλ. ΑΠ 656/2007, ΑΠ 131/2008, ΑΠ 1410/2008, ΑΠ 757/2006, ΑΠ  940/2006, ΑΠ 947/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1,2, 4 περ. δ του ΠΚ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 3064/2002 «Οποιος με την χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας  προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στην γενετήσια εκμετάλλευση του τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι ΄δέκα (10)  ετών  και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10 000) έως πενήντα χιλιάδων (50 000)  ευρώ.» Ενώ κατά την παράγραφο 2 της ανωτέρω διατάξεως «Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να πετύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά την συναίνεση προσώπου με την χρήση απατηλών μέσων  ή παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του θύματος με υποσχέσεις»   και κατά την παράγραφο 4 περ. δ της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι «Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αν η πράξη α).β)..γ)δ) τελέστηκε κατ΄ επάγγελμα». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της σωματεμπορίας είναι υπαλλακτικώς μικτό, οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους αλλά η συνδρομή περισσοτέρων μορφών στοιχειοθετεί ένα έγκλημα, οι λοιπές μορφές λαμβάνονται υπόψη  κατά την επιμέτρηση της ποινής. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σωματεμπορίας ο  δράστης του εγκλήματος χρησιμοποιώντας βία με οποιαδήποτε μορφή εξαναγκάζει γυναίκα (ενήλικη ή ανήλικη) να εκπορνευτεί. Το έγκλημα της σωματεμπορίας είναι τετελεσμένο με την επίτευξη των εξαναγκαστικών μέσων χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματωθεί και η επίτευξη του σκοπού της εκπόρνευσης. Προστατευόμενο έννομο αγαθό με το έγκλημα της σωματεμπορίας είναι η γενετήσια ελευθερία της γυναίκας. Ο δράστης του εγκλήματος αυτού με την χρησιμοποίηση βίας (σωματικής, ψυχολογικής) ή απειλές κάμπτει την αντίσταση της γυναίκας επιβάλλοντας σ΄ αυτήν την εκπόρνευση. Το έγκλημα πραγματώνεται και με την δια της κατακρατήσεως της γυναίκας εντός οίκου ανοχής ή άλλου χώρου χωρίς δυνατότητα προσφυγής αυτής στην πολιτεία εξαναγκάζοντας αυτήν να εκπορνευτεί. Η παράγραφος 4 της ανωτέρω διατάξεως (351 του ΠΚ) αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση του εγκλήματος όταν ο δράστης προωθεί παράνομα στο εσωτερικό της χώρας ή εξάγει εξ αυτής γυναίκα με τους παραπάνω τρόπους (χρήσης βίας, απατηλών μέσων,) με σκοπό την εκπόρνευση αυτής και με την συντέλεση αυτής προς απόκτηση εισοδημάτων για βιοπορισμό αυτού (του δράστη). Η ελεύθερη εκπόρνευση της γυναίκας είναι μη επιθυμητή αλλά ανεκτή κοινωνικά, εκτός αν αυτή είναι ανήλικη, οπότε αποτελεί αξιόποινη πράξη αφού θίγεται η αγνότητα της νεανικής ηλικίας και το δικαίωμα φροντίδας και επίβλεψης των εχόντων την επιμέλεια αυτής. Σκοπός του δράστη της σωματεμπορίας είναι να οδηγήσει την γυναίκα στην πορνεία παρά την  αντίθετη θέληση αυτής, η οποία επιβάλλεται (πορνεία) ή δια της χρησιμοποιήσεως βίας οποιασδήποτε μορφής, ή πειθαναγκάζοντας αυτήν δια του εγκλεισμού της σε οίκο ανοχής ή σε άλλο χώρο καθορισμένο από τον δράστη, ή με την χρησιμοποίηση ψευδών υποσχέσεων για νόμιμη εργασία στην χώρα και έτσι στην παράπειση αυτής  και στην προώθηση της στο εσωτερικό της χώρας. Η κοινωνική εξέλιξη επέβαλε στην θέσπιση της διατάξεως του άρθρου 8 του νόμου 3064/2002 (αντικατάσταση του άρθρου 351 του ΠΚ) λόγω της αθρόας εισόδου αλλοδαπών μεταναστών στην χώρα,  πρόκειται δηλαδή για διασυνοριακό έγκλημα που τιμωρεί την εκμετάλλευση ανθρώπων (γυναικών) από ανθρώπους που συντελείται με την άσκηση επιρροής με χρήση βίας, ή ψευδών υποσχέσεων και κάμψη έτσι της βουλήσεως αυτών λαμβανομένης υπόψη και της ευάλωτης θέσεως αυτών επιθυμούντων νόμιμη εργασία προς επιβίωση. Η πράξη της σωματεμπορίας αποτελεί μία ειδικότερη μορφή του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων. Ο δράστης του ανωτέρω εγκλήματος ενεργεί κατ΄ επάγγελμα όταν δια της εκπορνεύσεως της γυναίκας ή των γυναικών σκοπεί τον πορισμό εισοδημάτων για τον βιοπορισμό του. Η κατ΄ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της σωματεμπορίας αποτελεί διακεκριμένη περίπτωση αυτής (παρ. 4 περ. δ του άρθρου 351 του ΠΚ)  τιμωρώντας αυτόν με την ανωτέρω αναφερομένη ποινή λόγω της αθρόας εισόδου αλλοδαπών γυναικών στην χώρα και την εκμετάλλευση αυτών προωθώντας αυτές στην πορνεία λόγω των κρατουσών στις χώρες τους οικονομικών συνθηκών (βλ.ΑΠ 326/2007 Ποιν  Χρον 2008 σελ 46, ΑΠ  416/2007  Ποιν. Λογ 2007  σελ 322,  ΑΠ  1221/2007 Ποιν Λογ.  2007 σελ 869, ΑΠ 721/2004 ΝΟΒ 52 σελ 1805, ΣυμβΕΦΑιγ. 35/2005 Ποιν/Δικ. 2005 σελ 672, ΣυμβΕφΑθ 1754/2004, ΑΠ 62/2005  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 888/93 Ποιν. Χρον ΜΓ σελ 677, ΕφΙωαν. 41/94 Υπερ. Ε σελ 335.ΣυμβΕφΑθ 431/2000 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2000 σελ 179). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 27, 32 παρ. 1, 2, 138 παρ. 1,  43, 171 παρ. 1 περ. β, 246, 250 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η ποινική δίωξη των εγκλημάτων κινείται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Το Δικαστήριο όμως ή το Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να προσδώσουν στην πράξη τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτής, εάν η πράξη στην οποία πρόκειται να μεταβληθεί η κατηγορία στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά με την πράξη για την οποία απαγγέλθηκε η ποινική δίωξη. Η πράξη της σωματεμπορίας μπορεί να βελτιωθεί  και να προσδωθεί ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός σ΄ αυτήν στην πράξη της μαστροπείας, εάν διαπιστωθεί από τα συλλεγέντα στοιχεία  πως ο δράστης της πράξης της σωματεμπορίας  δεν χρησιμοποίησε εξαναγκαστικά ή απατηλά  μέσα ή υποσχέσεις  ή την επιβολή για την εκμετάλλευση της γυναίκας ή των γυναικών στην πορνεία, διαπράττεται το έγκλημα της μαστροπείας. Οι γυναίκες που δεν ήσαν προηγουμένως πόρνες με ανόθευτη βούληση τους συναίνεσαν στην εκπόρνευση τους έναντι ανταλλάγματος. Το μεγαλύτερο μέρος του οποίου  μετά από συμφωνία μεταξύ δράστη και των γυναικών θα λάμβανε αυτός (δράστης) ο οποίος ενίσχυε την ήδη ειλημμένη απόφαση αυτών για εκπόρνευση παρέχοντας συγχρόνως κατάλυμμα και ανευρίσκοντας  και πελάτες ερωτικούς συντρόφους αυτών (ΑΠ 1027/2008, ΑΠ 868/2006, ΑΠ 1422/2006, ΑΠ  1984/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).    Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 349 παρ. 3 του ΠΚ ορίζεται ότι «Οποιος κατ΄ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει γυναίκες στην πορνεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή» Από την έννοια της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μαστροπείας  κατ΄ επάγγελμα ή  από κερδοσκοπία απαιτείται ο δράστης να παρακινεί στην πορνεία γυναίκα (ενήλικη ή ανήλικη) με οιονδήποτε τρόπο  (παροχή καταλύμματος, εύρεση πελατών, άσκηση ψυχολογικής βίας ή ενίσχυση της ήδη ειλημμένης για πορνεία απόφασης) η οποία δεν εκπορνεύεται  κατ’ επάγγελμα χωρίς να απαιτείται να είναι αυτή αμέμπτων ηθών. Ο δράστης περαιτέρω απαιτείται να προβαίνει  στην ανωτέρω πράξη του  σύμφωνα με την δημιουργηθείσα από αυτόν υποδομή προς επανειλημμένη διάπραξη του εγκλήματος αυτού για να ποριστεί εισοδήματα για τον βιοπορισμό του ανεξάρτητα αν αυτά (τα εισοδήματα) καλύπτουν πλήρως ή μερικώς τον βιοπορισμό αυτού και  ανεξάρτητα αν αυτά προέρχονται από μία μόνο γυναίκα. Βασικό στοιχείο του εγκλήματος της μαστροπείας είναι η μη προηγούμενη εκπόρνευση της γυναίκας (ΑΠ 721/2004 ΝΟΒ 52 σελ 1805, ΑΠ 402/2004, ΣυμβΕΦΑθ 1754/2003, ΑΠ 62/2005, ΒουλΣυμβΕφΑθ.2327/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΑΠ 1217/87 Ποιν. Χρον ΛΗ σελ 41).  Προαγωγή στην πορνεία συνιστά η παρακίνηση με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευτεί χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι και αμέμπτου ηθικής ή ανήλικη να παρέχει σε αόριστο αριθμό προσώπων σαρκικές ηδονές κατά συνήθεια. Με κερδοσκοπία ενεργεί ο δράστης όταν έχει ως κίνητρο του την απόκτηση χρημάτων ή άλλων αμοιβών  και με τον σκοπό αυτό παρακινεί στην πορνεία  γυναίκες.  (ΑΠ 868/2006, ΑΠ 1422/2006, ΑΠ 1470/2006 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ  526/2002 Ποιν. Χρον ΝΓ σελ 26, ΑΠ 646/99 Ποιν. Χρον Ν σελ 233, ΑΠ 992/2001 ποιν. Χρον. ΝΒ σελ. 344, ΑΠ 1918/2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ σελ 714, ΑΠ 1320/88 ποιν. Χρον ΛΘ. 245, ΑΠ 1349/99 Ποιν.Δικ. 3 σελ 118).

   Στην συγκεκριμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

   Στην Ομάδα Πρόληψης Καταστολής Εγκλήματος (ΟΠΚΕ) περιήλθε η πληροφορία πως ο .... λειτουργεί στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης παράνομο οίκο ανοχής και προωθεί αλλοδαπές γυναίκες στην πορνεία. Μετά από σχεδιασμό του τρόπου διαπιστώσεως και συλλήψεως των ενεχομένων προσώπων  στην διάπραξη των εγκλημάτων της σωματεμπορίας και μαστροπείας, ο Αστυφύλακας ... επικοινώνησε τηλεφωνικά  επανειλημμένα με τον κατηγορούμενο, στον οποίο συστήθηκε ως εισαγωγέας αυτοκινήτων και δερματίνων ειδών ζητώντας από αυτόν επί διήμερο μία αλλοδαπή γυναίκα αντί του χρηματικού ποσού των 1000 ευρώ, η οποία θα του προσέφερε την ερωτική της συντροφιά. Στις 30/7/2008 και περί ώρα 13:45 καθορίστηκε ως τόπος συναντήσεως ο χώρος μπροστά από την Εμπορική Τράπεζα του Λαγκαδά. Ο ανωτέρω Αστυνομικός προσήλθε στο σημείο συναντήσεως, όπου ο κατηγορούμενος προσήλθε με την αλλοδαπή  ... κάτοικο Λαγκαδά, όπου του παρέδωσε την ανωτέρω και παρέλαβε τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα  των 1000 ευρώ. Κατόπιν τούτου συνελήφθη από ενεδρεύοντες σε παρακείμενο σημείο Αστυνομικούς. Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε έρευνα  στις μισθωμένες από αυτόν οικίες, που βρίσκονται στις οδούς ... στην πόλη του Λαγκαδά, όπου βρέθηκαν οι  Βουλγάρες υπήκοοι  ...   και  στην ...όπου βρέθηκαν επίσης  οι Βουλγάρες υπήκοοι ... μαζί με τις οποίες διέμενε και η προαναφερόμενη  .... O  κατηγορούμενος ... έχοντας συνεργούς του στην Βουλγαρία είχε καταστήσει γνωστό  πως στον Λαγκαδά παραχωρεί οικήματα σε υπηκόους Βουλγαρίας, που επιθυμούν  να έλθουν στην Ελλάδα για να εκδίδονται. Από τα τέλη του έτους 2007 μέχρι την ημέρα της συλλήψεως του κατηγορουμένου (30/7/2008) κατά διάφορα χρονικά διαστήματα προσερχόταν σ΄ αυτόν Βουλγάρες υπήκοοι, οι οποίες δήλωναν προς αυτόν πως επιθυμούν να προσφέρουν σαρκικές ηδονές σε άνδρες. Προς τούτο κατάρτιζαν με τον κατηγορούμενο συμφωνία, πως θα διαμένουν στα μισθωμένα διαμερίσματα αυτού, θα τις προσφέρεται τροφή  και οποιαδήποτε άλλη παροχή  για την εξυπηρέτηση τους. Η εισπραττόμενη αμοιβή  από τους πελάτες που θα ανεύρισκε αυτός θα ήταν ύψους 50 ή 55 ευρώ από τα οποία θα λάμβανε αυτός το χρηματικό ποσό των 30 ή 32 ευρώ και το υπόλοιπο ύψους 18 ή 23 ευρώ θα λάμβαναν οι ίδιες.  Ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πως αυτές (οι γυναίκες) δεν ήσαν προηγουμένως πόρνες κατάρτιζε την παραπάνω συμφωνία. Οι αλλοδαπές γυναίκες προσερχόταν σ΄ αυτόν ελεύθερα δηλώνοντας με ανόθευτη βούληση τους πως  επιθυμούν να εκπορνευτούν.  Ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποιούσε ουδέν εξαναγκαστικό μέσο ή υποσχέσεις ή κάποια απατηλά μέσα για να παρασύρει αυτές στην εκπόρνευση. Οι ανωτέρω αλλοδαπές γυναίκες αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα στην πατρίδα τους, η προσέλευση τους όμως  στον κατηγορούμενο και η απόφαση τους να εκδίδονται ήταν ανόθευτη  και αυτόβουλη χωρίς να ασκηθεί εκ μέρους του κατηγορουμένου  οιοσδήποτε εξαναγκασμός ή παροχή υποσχέσεων ή χρησιμοποίηση οιουδήποτε απατηλού τρόπου  στην παράπειση τους. Η προώθηση τους στην πορνεία συντελούνταν με την παροχή καταλύματος, την ανεύρεση ερωτικών συντρόφων και την ενίσχυση έτσι της προειλημμένης αποφάσεως αυτών να εκπορνευτούν. Ο κατηγορούμενος κατηγορείται πως εξανάγκασε τις Βουλγάρες υπηκόους  .... δια παροχών  και υποσχέσεων και χρεών προς αυτές να εκπορνευτούν. Οι ίδιες οι αλλοδαπές γυναίκες στις καταθέσεις τους  δηλώνουν πως αυτές ήσαν ελεύθερες και δεν ασκήθηκε εκ μέρους του κατηγορουμένου ουδεμία πίεση ή εξαναγκασμός για την εκπόρνευση τους.  Η συναίνεση των γυναικών δεν αποσπάσθηκε με την χρησιμοποίηση ουδενός μέσου, αλλά μόνες τους δήλωσαν προς αυτόν την επιθυμία τους να εκπορνευτούν, για τον εύκολο πλουτισμό αυτών. Τούτο συνάγεται και από το γεγονός πως αυτές εξεταζόμενες ενώπιον των Αστυνομικών του Τμήματος Ασφάλειας Θεσσαλονίκης   δήλωσαν πως ερχόμενες στην Ελλάδα εργάστηκαν αρχικά σε γεωργικές εργασίες αλλά λόγω της μικρής αμοιβής αυτών αποφάσισαν να εκπορνευτούν, για να αποκομίσουν γρήγορα οικονομικό όφελος. Οι ανωτέρω είχαν την ευχέρεια να ανευρίσκουν και μόνες τους πελάτες χωρίς την παρέμβαση του κατηγορουμένου, την αμοιβή από τις ερωτικές συνευρέσεις αυτές αποκόμιζαν αποκλειστικά οι ίδιες. Ο κατηγορούμενος είχε διαμορφώσει υποδομή για την κατ΄ επανάληψη τέλεση του εγκλήματος της μαστροπείας προς απόκτηση εισοδημάτων για τον βιοπορισμό του. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος όντας άνεργος είχε ανεύρει τον τρόπο αυτό  για τον βιοπορισμό του. Ο βιοπορισμός του κατηγορουμένου προερχόταν από τα χρήματα που αποκόμιζε  από την ανεύρεση ερωτικών συντρόφων στις αλλοδαπές γυναίκες, το ύψος από κάθε συνεύρεση ανερχόταν στο ποσό των 30 ή 32 ευρώ. Για τον λόγο αυτό είχε εγκαταστήσει τις 6 ανωτέρω αλλοδαπές γυναίκες στις προαναφερόμενες μισθωμένες κατοικίες. Επομένως κατά βελτίωση της κατηγορίας από την διωκομένη πράξη της σωματεμπορίας κατά συρροή, κατ΄ εξακολούθηση και κατ΄ επάγγελμα πρέπει να προσδιοριστεί στην πράξη της μαστροπείας κατά συρροή κατ΄ εξακολούθηση και κατ επάγγελμα (άρθρο 349 παρ. 3 περ. α σε συνδ. με άρθρα 94 παρ. 1, 98 παρ. 1 του ΠΚ). Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας  απαιτείται η δημιουργία υποδομής προς διάπραξη των επιλεγμένων  και αυστηρά  και περιοριστικά αναφερομένων στην διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ εγκλημάτων. Επομένως στην περίπτωση που δεν αποδεικνύεται ο σκοπός τελέσεως  ενός εκ των αναφερομένων στην ανωτέρω διάταξη εγκλημάτων δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συγκρότησης και ένταξης  σε δομημένη  και με διαρκή δράση εγκληματική ομάδα. Επιτρεπτά όμως η κατηγορία μπορεί να βελτιωθεί  από την ανωτέρω πράξη στην πράξη της συμμορίας , που προβλέπεται από την παρ. 3 περ. β της ανωτέρω διατάξεως (άρθρο 187 ΠΚ) Αν το σκοπούμενο να τελεστεί πλημμέλημα τιμωρείται  με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και επιδιώκεται οικονομικό όφελος και η προσβολή μεταξύ άλλων και της γενετήσιας ελευθερίας.

   Επομένως ο ανωτέρω κατηγορούμενος πρέπει να παραπεμφθεί για να δικαστεί από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 στοιχ στ.  14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1,  51, 53, 57, 60, 63, 79, 94, παρ. 1, 98 παρ. 1, 187 παρ. 3 περ. β, 349 παρ. 3 περ. α του ΠΚ.

   Αφού από την όλη εγκληματική του δραστηριότητα προκύπτει η τέλεση των εγκλημάτων της συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 περ. β του ΠΚ)  και της μαστροπείας  κατ΄επάγγελμα κατά συρροή και κατ΄εξακολούθηση (άρθρα 13 στ. 94 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 349 παρ. 3 περ. α του ΠΚ).

   Η διάταξη  με αριθμ 42/2008 του 3ου Ανακρτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης  δια της οποίας επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο οι περιοριστικοί όροι α) της εγγυοδοσίας ποσού 9000 ευρώ, β) της εμφανίσεως του την 1η και 15η κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ. Α του τόπου κατοικίας του όπου θα συντάσσεται και σχετική έκθεση και γ) της απαγόρευσης μεταβάσεως του στην αλλοδαπή να διατηρηθεί σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως του.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Προτείνω να παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ο .... άνεργος κάτοικος Λαγκαδά Θεσσαλονίκης  για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα τιμωρούμενα κατά νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και χρηματική ποινή  και συγκεκριμένα:

   Α) Στα τέλη του έτους 2005 ενώθηκε με δύο αγνώστων στοιχείων δράστες κατά την ανάκριση υπηκόους Βουλγαρίας  για να διαπράξουν μαστροπείες Βουλγάρων υπηκόων γυναικών προωθώντας αυτές στην πορνεία έναντι ανταλλάγματος αποβλέποντας σε οικονομικό όφελος.

   Β) Κατά τα τέλη του έτους 2007 μέχρι στις 30/7/2008 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν  εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος  σε βάρος περισσοτέρων προσώπων τέλεσε το έγκλημα της μαστροπείας, το οποίο τέλεσε με την δημιουργία υποδομής για επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος αυτού. Συγκεκριμένα προώθησε στην πορνεία τις Βουλγάρες υπηκόους  ... κατοίκους  Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, οι οποίες δεν ήσαν  πόρνες παρέχοντας σ΄ αυτές κατάλυμα, ανευρίσκοντας ερωτικούς συντρόφους για  ερωτική συνεύρεση, ενισχύοντας έτσι την ήδη ειλημμένη απόφαση αυτών να εκπορνευτούν. Στις ανωτέρω πράξεις του προέβη  με την δημιουργία υποδομής  για επανειλημμένη τέλεση του ανωτέρω εγκλήματος προσποριζόμενος εισοδήματα για τον βιοπορισμό του. Ειδικότερα εισπράττοντας από κάθε συνεύρεση αυτών το χρηματικό ποσό των 30 ως 32 ευρώ.

   Η με αριθμ  42/2008 διάταξη του 3ου Ανακριτή Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διά της οποίας επιβλήθηκαν σ αυτόν οι περιοριστικοί όροι α) της εγγυοδοσίας ποσού 9000 ευρώ, β) της εμφανίσεως του την 1η και 15η κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ.Α του τόπου κατοικίας του όπου θα συντάσσεται και σχετική έκθεση και γ) της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα να διατηρηθεί σε ισχύ μέχρι εκδικάσεως της προκείμενης υποθέσεως του.

 

   Θεσσαλονίκη 10/12/2008.

   ο Αντεισαγγελέας Εφετών

   Ηλίας Νικ. Σεφερίδης