ΣΑΠ 820/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ψευδής ιατρική πιστοποίηση για δικαστική χρήση - Ψευδής ανώμοτη κατάθεση - Ψευδορκία μάρτυρα - Πολιτική αγωγή-.

 

Εκείνος που υφίσταται μόνο έμμεση ζημία από το έγκλημα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά σε παράσταση πολιτικής αγωγής, δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου και δεν δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα. Από τα εγκλήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης για δικαστική χρήση και της χρήσης αυτής, όταν λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης, υφίσταται άμεση ηθική βλάβη εκείνος που ήταν διάδικος στην ποινική δίκη. Εν προκειμένω, νομιμοποιείται ενεργητικά ως πολιτικώς ενάγων να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος που έκρινε να μην γίνει κατηγορία για ψευδή ιατρική πιστοποίηση του γιατρού, για ψευδορκία μάρτυρα και ψευδή ανώμοτη κατάθεση του συζύγου της κατηγορουμένης για συκοφαντική δυσφήμηση και για ηθική αυτουργία στα παραπάνω εγκλήματα της τελευταίας, προκειμένου να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, διότι τα παραπάνω εγκλήματα βλάπτουν άμεσα τον πολιτικώς ενάγοντα που καταμήνυσε την κατηγορουμένη για τη συκοφαντική δυσφήμηση και είχε άμεσο συμφέρον για τη διεξαγωγή της δίκης και τη μη αναβολή της. Το Συμβούλιο απέχει να αποφανθεί επί της ουσίας της αίτησης αναίρεσης, μέχρι να υποβληθεί η πρόταση του Εισαγγελέα.   

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός  820/2004

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Λαφαζάνο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Δημήτριο Γυφτάκη-Εισηγητή,  Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2004, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Τσίμα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-πολιτικώς ενάγοντος: Σ.Γ. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που δεν παρέστη, για αναίρεση του υπ’ αριθμ. 148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους : 1) Α.Π. του Ν., 2) Λ.Κ. και 3) Α. σύζυγο Λ.Κ., κατοίκους Θεσσαλονίκης.-

   Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτό και ο αναιρεσείων-πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2002 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 584/2002.-

   Eπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Τσίμας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Φάκου, με αριθμό 665/11-9-2002, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Α.- Ο Σ.Γ., ως πολιτικώς ενάγων, άσκησε την υπ'αριθ. 20/25-2-2002 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ'αριθ. 148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η υπ'αυτού ασκηθείσα έφεση κατά του υπ'αριθ. 1902/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσ/κης, που έκρινε να μη γίνει κατηγορία κατά των : 1) Α.Π. για ψευδή ιατρική πιστοποίηση προς δικαστική χρήση, 2) Λ.Κ. για ψευδή ανώμοτη κατάθεση, ψευδορκία μάρτυρα και χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως. Και 3) Α.Κ. για ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις, που φέρονται ότι τελέστηκαν την 9-3-2000 στη Θεσσαλονίκη. Η αναίρεση είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη, διότι το προσβαλλόμενο επιδόθηκε στις 13-2-2002 και η περί αυτής δήλωση έγινε την 25η Φεβρουαρίου 2002 ημέρα Δευτέρα (είχε προηγηθεί η αργία του Σαββάτου, που συμπληρωνόταν το 10ήμερο της προθεσμίας, και της Κυριακής), ο δε αναιρεσείων είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση με την από 10-3-2000 έγκλησή του ('Αρθ. 473 παρ. 1, 474, 480 παρ. 1, 482 παρ. 1 στοιχ. Β' περίπτ. β' και 168 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

   Με το κρινόμενο ένδικο μέσο ο αναιρεσείων μέμφεται το πληττόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ('Αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ.).

   Την αναίρεση αυτή εισάγω στο Δικαστήριό Σας, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., και εκθέτω τα εξής:

   Β.- Κατά το άρθρο 63 Κ.Π.Δ. «η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο Ποινικό Δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με το Αστικό Κώδικα». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην ποινική δίκη μπορεί να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων, μόνον εκείνος που υπέστη ζημία από την εγκληματική πράξη λόγω προσωπικής και ευθείας σχέσης αυτού με το αξιόποινο γεγονός. Δηλαδή απαιτείται να αντλεί το δικαίωμα αποζημιώσεως ευθέως και αμέσως από «προσωπικό βίωμα» της εγκληματικής προσβολής και όχι από κάποια ενδιάμεση σχέση ή αντανακλαστικά και έμμεσα (Α.Π. 377/2001 Ποιν. Χρ. ΝΑ/1095, Α.Π., 1377/2001 Ποιν. Δικ-νη 2002/97, Α.Π. 164/2001 Ποιν. Χρ. ΝΑ/904, Α.Π. 1/2000 Ποιν. Χρ. Ν/12, 'Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη: « Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη» έκδ.  1982, σελ. 55, 66 και 142 επόμ. , Β. Οικονομίδη: «Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση στην πολιτική αγωγή» Ποιν. Χρ. ΝΑ/200 επόμ.).

   Ετσι η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος ως προσώπου που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα θεωρείται νομικό ζήτημα και κρίνεται στην προδικασία με βάση τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης (που αφορά η ποινική δίωξη) και τη δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος, η δε σχετική δικαστική κρίση ελέγχεται αναιρετικώς. Σε κάθε περίπτωση το ερμηνευτικό ζήτημα που πρέπει να τίθεται από το Δικαστικό Συμβούλιο, είναι ο καθορισμός του θιγομένου συμφέροντος που καλύπτεται από τη συγκεκριμένη νομική διάταξη και κυρίως η σχέση του με την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ώστε να μπορεί να διαγνωστεί ποιός είναι ο «αμέσως» ζημιούμενος από το έγκλημα ('Αγγ. Μπουρόπουλου: Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. β' , τόμ. Α/114-115, 'Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη: ο.π. σελ. 63 και 106).

   Ο μη νομιμοποιούμενος ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής (ως μη άμεσα ζημιούμενος), έστω και αν προβεί σε σχετική περί αυτής δήλωση, δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου στην ποινική διαδικασία,  γι'αυτό και στερείται του δικαιώματος να ασκήσει τα από τα άρθρα 463, 480 και 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προβλεπόμενα ένδικα μέσα της εφέσεως και αναιρέσεως κατά του βουλεύματος, η νομιμοποίηση δε αυτού ως πολιτικώς ενάγοντος ερευνάται αυτεπαγγέλτως και από τον 'Αρειο Πάγο, ανεξαρτήτως της μη αποβολής του κατά τη διάρκεια της προδικασίας (Α.Π. 532/2001 Ποιν. Δικ-νη 2001/948).

   Γ.- Όπως συνάγεται από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στις 9-3-2000 είχε προσδιοριστεί για εκδίκαση στο Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/νίκης υπόθεση με εγκαλούντα το Σ.Γ. (αναιρεσείοντα) και κατηγορουμένη για συκοφαντική δυσφήμηση την Α.Κ., η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο. Προσήλθε όμως ο σύζυγός της Λ.Κ., που  γνωστοποίησε στο Δικαστήριο, ότι η παραπάνω ήταν ασθενής και αδυνατούσε να εμφανιστεί, παρέδωσε στον Πρόεδρο την από 9-3-2000 σχετική ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Α.Π. (που ανεγνώσθη) και ζήτησε αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια, διότι, όπως κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας: «η κατηγορουμένη είναι ασθενής με μητρορραγία, είναι κλινήρης και δεν μπορεί να έλθει στο Δικαστήριο». Λόγω αμφισβήτησης  από τον εγκαλούντα του προβληθέντος σημαντικού αιτίου αναβολής, με εντολή του Εισαγγελέα της σύνθεσης μετέβη αστυνομικό περιπολικό όχημα στην οικία της κατηγορουμένης, ο δε αρχιφύλακας Ν.Τ. που εξετάστηκε στη συνέχεια ως μάρτυρας, κατέθεσε ότι ανεύρε αυτή στο σπίτι της, «φαινόταν να πονάει στην κοιλιακή χώρα διότι την έπιανε και κάποια στιγμή κάθισε κάτω, του δήλωσε δε ότι πάσχει από μητρορραγία…». Το Τριμελές Πλημ/κείο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης λόγω σημαντικών αιτίων και όρισε ρητή δικάσιμο  για την 18-5-2000. Στη συνέχεια ο αναιρεσείων κατέθεσε την από 10-3-2000 έγκληση, διατεινόμενος ότι η ιατρική βεβαίωση ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο, ο εξετασθείς ως μάρτυρας Λ.Κ. ψευδόρκησε και έκανε χρήση της βεβαίωσης, η δε σύζυγός του ενήργησε ως ηθικός αυτουργός. Ακολούθησε η έκδοση του υπ'αριθ. 1902/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσ/νίκης και, ύστερα από έφεση (του νυν αναιρεσείοντος) εκδόθηκε το προσβαλλόμενο, που επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.

   Δ.- Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά που επικαλέστηκε στην από 10-3-2000 έγκλησή του ο ήδη αναιρεσείων, προς θεμελίωση των καταγγελθέντων υπ'αυτού εγκλημάτων, σε συνδυασμό με τη δήλωσή του περί του ότι «παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων λόγω ηθικής βλάβης και για ποσό 15.000 δρχ.» , παρατηρούμε ότι:

   1).Η παραβίαση του άρθρου 221 παρ 1 εδάφ. β' του Π.Κ. (ψευδής ιατρική πιστοποίηση για δικαστική χρήση) δικαιολογεί παράσταση πολιτικής αγωγής κατά το σκέλος εκείνο που τιμωρεί την έκδοση ψευδών πιστοποιήσεων «που μπορούν  να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου». Πρέπει ωστόσο να γίνει ο περιορισμός , ότι η προστασία αυτή αναφέρεται σε συμφέρον που θίγεται άμεσα από την ψευδή πιστοποίηση (π.χ. στο συμφέρον του προσώπου, στο οποίο αναφέρεται η πιστοποίηση) και όχι σε κάθε συμφέρον που μπορεί να βλαφθεί από τη χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως. Η τελευταία αυτή περίπτωση, ακόμη και κατά το μέτρο που εμπίπτει στην παρ. 2 του άρθρου 221 Π.Κ., μπορεί να δικαιολογήσει παράσταση πολιτικής αγωγής πάνω σε άλλη βάση, π.χ. απάτη ('Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη: ο.π. σελ. 110).

   Κατά συνέπεια δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής ο αναιρεσείων για το αδίκημα της φερομένης ως ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης για δικαστική χρήση, εφόσον αυτή αναφέρεται στην ασθένεια της «μητρορραγίας» της αντιδίκου-κατηγορουμένης, που επιδίωξε δι'αυτής να δικαιολογήσει την λόγω ανωτέρας βίας μη εμφάνισή της στο Δικαστήριο και να ενισχύσει το αίτημά της περί αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων κατ'άρθρο 349 Κ.Π.Δ., χωρίς από την ως άνω ιατρική βεβαίωση «να μπορούν να ζημιωθούν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα» του τότε μηνυτή στη δίκη εκείνη του Τριμελούς Πλημ/κείου.

   Αλλά και ο ίδιος δεν επικαλείται στην από 10-3-2000 έγκληση και δήλωσή του παράστασης πολιτικής αγωγής ότι «ζημιώθηκε αμέσως» από την πιο πάνω ιατρική πιστοποίηση ,όπως απαιτεί το άρθρο 63 Κ.Π.Δ. για την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος.

   2) Στο έγκλημα της ψευδορκίας και ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης μάρτυρα ('Αρθ. 224 παρ. 2, 225 παρ. 1 Π.Κ.) ως πολιτικώς ενάγων νομιμοποιείται να παρασταθεί εκείνος, του οποίου με την ψευδή κατάθεση προσβάλλεται ατομικό έννομο αγαθό και όχι του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή εκείνος  που υπέστη τις συνέπειες της ψευδορκίας (Αd Hoc: Α.Π. 1113/1988 ΝοΒ 37/286, Α.Π. 1609/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/701 και Α.Π. 1706/1994 Ποιν. Χρ. ΜΔ/1435, 'Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη: ο.π. 110 και επ., Λ. Μαργαρίτη: «Το νομικό αντικείμενο της ψευδορκίας» σελ. 173 και επ.).

   Στην κρινόμενη υπόθεση ο κατηγορούμενος κατέθεσε ως μάρτυρας όχι σχετικά με τη συκοφαντική δυσφήμηση, που είχε εγκαλέσει ο αναιρεσείων και ήταν το αντικείμενο της ποινικής δίκης στο Τριμελές Πλημ/κείο, αλλά για την ασθένεια της κατηγορουμένης και το κώλυμα αυτής προς εμφάνιση στο ακροατήριο, δηλαδή για θέμα άσχετο με την εγκληθείσα και εκκρεμή για εκδίκαση ποινική υπόθεση.  'Ετσι όμως από την κατάθεση αυτή δεν προσβλήθηκε ατομικό έννομο αγαθό του αναιρεσείοντος, δηλαδή δικαίωμα ή συμφέρον αυτού το οποίο  ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε (σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη), εντεύθεν δεν υπέστη αυτός άμεση ζημία και δεν μπορεί να δηλώσει, ως μη νομιμοποιούμενος ενεργητικώς , παράσταση πολιτικής αγωγής. Συνεπώς, αφού αυτός δεν απέκτησε νόμιμα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία, εστερείτο του δικαιώματος να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς το κεφάλαιο που επικύρωσε το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα για την ψευδορκία και ψευδή ανώμοτη κατάθεση.

   Επομένως πρέπει να κηρυχθεί  απαράδεκτη η ένδικη αίτηση και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος ('Αρθ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   ΠΡΟΤΕΙΝΩ: 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθ. 20/25-2-2002 αίτηση αναιρέσεως του Σ.Γ. κατά του υπ'αριθ. 148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης . Και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του παραπάνω αναιρεσείοντος.

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Κ. Φάκος

   Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που περιέχεται στο φάκελο της δικογραφίας, ότι ειδοποιήθηκε , νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.,1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.-

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 63 και 82 παρ.1 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 68 παρ.1 και 2, 83, 84 και 87 του ίδιου Κώδικα και 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι για να είναι νόμιμη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, που γίνεται είτε στην προδικασία είτε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, πρέπει εκείνος που προβαίνει σαυτή, να έχει υποστεί από την τέλεση της εγκληματικής πράξης ζημία, από την οποία διατηρεί αξίωση  αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Τέτοια αξίωση υφίσταται σε εκείνον που ζημιώθηκε άμεσα από την άδικη πράξη με την οποία προσβλήθηκαν έννομα αγαθά αυτού, ο οποίος ως μόνος ενεργητικά νομιμοποιούμενος μπορεί να προβεί σε δήλωση παραστάσεως ως πολιτικώς ενάγοντος. Ο μη ενεργητικά νομιμοποιούμενος, όπως είναι εκείνος που υφίσταται έμμεση ζημία και αν προβεί σε σχετική δήλωση περί παραστάσεως του ως πολιτικώς ενάγοντος, δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου στην ποινική διαδικασία, γι’ αυτό και στερείται του δικαιώματος ν’ ασκήσει τα από τα άρθρα 463, 480 και 482 παρ.1 ΚΠΔ προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Εξάλλου τόσο από το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής σαυτήν αυτουργίας και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρα 46 παρ.1 περ. α’, 224 παρ.2 και 225 παρ.1α του ΠΚ) όσον και από τα εγκλήματα της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως για δικαστική χρήση και της χρήσεως αυτής (άρθρ. 221 παρ.1 εδάφ. β’ και παρ.2 του ΠΚ) όταν λαμβάνουν  χώρα κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης, υφίσταται άμεση ηθική βλάβη, με την παραπάνω έννοια, εκείνος που ήταν διάδικος στην ποινική δίκη, στην οποίαν κατατέθηκαν τα ψευδή ή για την οποίαν εκδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε η ψευδής ιατρική πιστοποίηση, διότι η ψευδής μαρτυρία ή η αντίστοιχη ανώμοτη κατάθεση καθώς και η ψευδής ιατρική πιστοποίηση επηρρεάζουν άμεσα μόνο τις σχέσεις των διαδίκων, των οποίων μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα και ότι τις σχέσεις του ενός τούτων και τρίτου προσώπου ή τις σχέσεις του ψευδορκήσαντος και χωρίς όρκο καταδικάσαντος και τρίτου προσώπου μη διαδίκου.

   ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον ’ρειο Πάγο για τον έλεγχο του παραδεκτού τη αναίρεσης έχει δε δεχθεί και το προσβαλλόμενο απαλλακτικό βούλευμα κατά την ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την δικάσιμον αυτού της 9-3-2000 εκδίκαση της κατά της Α.Κ. κατηγορίας για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος του ήδη αναιρεσείοντος και τότε εγκαλούντος, η ως άνω κατηγορουμένη δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του ως άνω δικαστηρίου αλλ’ αντί αυτής προσήλθε ο σύζυγός της Λ.Κ., ο οποίος γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι είναι ασθενής και αδυνατεί να εμφανιστεί παρέδωσε δε στον διευθύνοντα τη συζήτηση την από 9-3-2000 σχετική ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Α.Π., η οποία και αναγνώσθηκε , ο ίδιος δε  εξετασθείς ενόρκως ως μάρτυρας κατέθσε ότι η κατηγορουμένη σύζυγός του είναι ασθενής με μητρορραγία και κλινήρης και ότι δεν μπορεί να έλθει στο δικαστήριο, και ζήτησε την αναβολή της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων. Λόγω αμφισβητήσεως από τον εγκαλούντα του προβληθέντος σημαντικού αιτίου κατόπιν εντολής του Εισαγγελέα της έδρας όργανο της αστυνομικής αρχής μετέβη στην οικίαν της κατηγορουμένης, εξετασθείς δε στη συνέχεια ως μάρτυρας κατέθεσε ενόρκως μεταξύ άλλων ότι ανεύρε αυτήν στην οικία της, ότι εφαίνετο να πονάει στην κοιλιακή χώρα και ότι του εδήλωσε ότι πάσχει από μητρορραγία. Κατόπιν αυτού το Τριμελές Πλημμελειοδικείο λόγω σημαντικών αιτίων ανέβαλε την εκδίκαση της εναντίον της ποινικής υποθέσεως και όρισε ρητή δικάσιμο την 18-5-2000. Ακολούθως συνεπεία της από 10-3-2000 εγκλήσεως του ήδη αναιρεσείοντος, διατεινομένου ότι η προσκομισθείσα στο Δικαστήριο από τον σύζυγο της κατηγορουμένης Λ.Κ. και αναγνωσθείσα ως άνω ιατρική πιστοποίηση, ήταν κατά το περιεχόμενό της ψευδής όπως ψευδής ήταν και η ένορκος μαρτυρία του, ότι ούτος έκανε χρήση της πιστοποιήσεως αυτής και ότι γ σύζυγός του ενήργησε ως ηθικός αυτουργός ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των 1) Α.Π., ιατρού, για ψευδή ιατρική πιστοποίηση για δικαστική χρήση, 2) Λ.Κ., για ψευδή ανώμοτη κατάθεση, ψευδορκία μάρτυρα και χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως και 3) Α.Κ. για ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις. Στην ως άνω έγκλησή του ο εγκαλών και ήδη αναιρεσείων δήλωσε επίσης ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αιτούμενος το ποσό των 1500 δραχμών διότι από το ψευδές κατά το περιεχόμενο ως άνω ιατρικό πιστοποιητικό, την ψευδή ανώμοτη κατάθεση και την ψευδορκία του συζύγου της κατηγορουμένης Α.Κ. ανεβλήθη η εκκρεμής σε βάρος της κατηγορία για συκοφαντική δυσφήμηση και προσεβλήθη έτσι η τιμή και η υπόληψή του. Μετά το πέρας της διενεργηθείσης προανακρίσεως εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 1902/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατ’ αυτών κατηγορία ελλείψει επαρκών ενδείξεων ενοχής και στη συνέχεια, κατόπιν εφέσεως κατά τούτου εκ μέρους του αναιρεσείοντος το προσβαλλόμενο βούλευμα  το οποίο απέρριψε αυτήν και επικύρωσε το  πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του βουλεύματος τούτου  στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτησή του αναιρέσεως, της οποίας προτείνεται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η απόρριψη ως απαράδεκτης για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσείοντος σε παράσταση πολιτικής αγωγής για τα αποδιδόμενα στους κατηγορουμένους εγκλήματα της φερόμενης ως ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως  για δικαστική χρήση, της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της χρήσεως ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως και τέλος της ηθικής σ’ αυτά αυτουργίας. Με βάση όμως τα εις την έγκληση διαλαμβανόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά είναι προφανώς ότι εφόσον με την έκδοση της φερόμενης ως ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, η οποία αναφέρεται στην ασθένεια της για συκοφαντική δυσφήμηση κατηγορουμένης Α.Κ., την ενώπιον του δικαστηρίου επίκληση και χρήση αυτής και τέλος την φερομένη ως ψευδή ένορκη κατάθεση του συζύγου της, απεσκοπείτο η αναβολή της ποινικής αυτής δίκης, διάδικοι της οποίας ήσαν (ως εγκαλών) ο ήδη αναιρεσείων και η ανωτέρω κατηγορουμένη, οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους ως άνω αξιόποινες πράξεις βλάπτουν αμέσως το όνομα και ουσιώδη συμφέροντα του τότε , στην ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου δίκη μηνυτού και ήδη αναιρεσείοντος, έχοντος συμφέρον για την διεξαγωγή και μη αναβολή αυτής και επομένως ούτος νομιμοποιείται ενεργητικά ως πολιτικώς ενάγων για τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους ως άνω αξιόποινες πράξεις και άρα έχει και το δικαίωμα, ως αποκτήσας κατά νόμον την ιδιότητα του διαδίκου ν’ ασκήσει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του προσβαλλομένου βουλεύματος. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να γίνει δεκτή ως τοιαύτη,  απόσχει δε το Συμβούλιο κατά τα λοιπά ν’ αποφανθεί επί των λόγων αυτής, μέχρι της υποβολής σαυτό εγγράφου προτάσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί της ουσίας της κρινομένης αιτήσεως (άρθρ. 138 και 485 ΚΠΔ).-

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται τυπικά την από 25 Φεβρουαρίου  2002  αίτηση του Σ.Γ. για αναίρεση του υπ’ αριθμ. 148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.-

   Απέχει ν’ αποφανθεί επί της ουσίας της αιτήσεως μέχρι της υποβολής επ’ αυτής εγγράφου προτάσεως του εισαγγελέως.-

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2004.-

   Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2004.-