ΣΑΠ 820/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ψευδής ιατρική πιστοποίηση για
δικαστική χρήση - Ψευδής ανώμοτη κατάθεση - Ψευδορκία
μάρτυρα - Πολιτική αγωγή-.
Εκείνος που
υφίσταται μόνο έμμεση ζημία από το έγκλημα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά σε
παράσταση πολιτικής αγωγής, δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου και δεν
δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα. Από τα εγκλήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, της ψευδορκίας μάρτυρα, της ψευδούς
ιατρικής πιστοποίησης για δικαστική χρήση και της χρήσης αυτής, όταν λαμβάνουν
χώρα κατά τη διάρκεια ποινικής δίκης, υφίσταται άμεση ηθική βλάβη εκείνος που
ήταν διάδικος στην ποινική δίκη. Εν προκειμένω, νομιμοποιείται ενεργητικά ως
πολιτικώς ενάγων να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύματος που έκρινε να μην
γίνει κατηγορία για ψευδή ιατρική πιστοποίηση του γιατρού, για ψευδορκία
μάρτυρα και ψευδή ανώμοτη κατάθεση του συζύγου της
κατηγορουμένης για συκοφαντική δυσφήμηση και για ηθική αυτουργία στα παραπάνω
εγκλήματα της τελευταίας, προκειμένου να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης,
διότι τα παραπάνω εγκλήματα βλάπτουν άμεσα τον πολιτικώς ενάγοντα που
καταμήνυσε την κατηγορουμένη για τη συκοφαντική δυσφήμηση και είχε άμεσο
συμφέρον για τη διεξαγωγή της δίκης και τη μη αναβολή της. Το Συμβούλιο απέχει
να αποφανθεί επί της ουσίας της αίτησης αναίρεσης, μέχρι να υποβληθεί η πρόταση
του Εισαγγελέα.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός
820/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Λαφαζάνο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα και Δημήτριο Γυφτάκη-Εισηγητή,
Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε
συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2004, με την παρουσία του
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Τσίμα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας)
και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την
αίτηση του αναιρεσείοντος-πολιτικώς ενάγοντος: Σ.Γ. του Α., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που δεν παρέστη, για
αναίρεση του υπ αριθμ. 148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών
Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους : 1) Α.Π. του Ν., 2) Λ.Κ.
και 3) Α. σύζυγο Λ.Κ., κατοίκους Θεσσαλονίκης.-
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως
άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτό και ο αναιρεσείων-πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση του
βουλεύματος αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2002
αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό
584/2002.-
Eπειτα ο
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Τσίμας
εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την σχετική δικογραφία με την πρόταση του
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Φάκου, με
αριθμό 665/11-9-2002, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Α.-
Ο Σ.Γ., ως πολιτικώς ενάγων, άσκησε την υπ'αριθ. 20/25-2-2002 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ'αριθ. 148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών
Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσίαν η υπ'αυτού ασκηθείσα έφεση κατά του υπ'αριθ.
1902/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών
Θεσ/κης, που έκρινε να μη γίνει κατηγορία κατά των :
1) Α.Π. για ψευδή ιατρική πιστοποίηση προς δικαστική χρήση, 2) Λ.Κ. για ψευδή ανώμοτη κατάθεση,
ψευδορκία μάρτυρα και χρήση ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως. Και 3) Α.Κ. για ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις, που
φέρονται ότι τελέστηκαν την 9-3-2000 στη Θεσσαλονίκη. Η αναίρεση είναι νομότυπη
και εμπρόθεσμη, διότι το προσβαλλόμενο επιδόθηκε στις 13-2-2002 και η περί
αυτής δήλωση έγινε την 25η Φεβρουαρίου 2002 ημέρα Δευτέρα (είχε
προηγηθεί η αργία του Σαββάτου, που συμπληρωνόταν το 10ήμερο της προθεσμίας,
και της Κυριακής), ο δε αναιρεσείων είχε δηλώσει
παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση με την από 10-3-2000
έγκλησή του ('Αρθ. 473 παρ. 1, 474, 480 παρ. 1, 482
παρ. 1 στοιχ. Β' περίπτ. β'
και 168 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Με το κρινόμενο ένδικο μέσο ο αναιρεσείων μέμφεται το πληττόμενο βούλευμα για έλλειψη
ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ('Αρθρ. 484
παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ.).
Την αναίρεση αυτή εισάγω στο Δικαστήριό Σας,
κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., και εκθέτω τα εξής:
Β.- Κατά το άρθρο 63 Κ.Π.Δ.
«η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και
για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να
ασκηθεί στο Ποινικό Δικαστήριο από τους δικαιουμένους
σύμφωνα με το Αστικό Κώδικα». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην ποινική
δίκη μπορεί να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων, μόνον εκείνος που υπέστη ζημία
από την εγκληματική πράξη λόγω προσωπικής και ευθείας σχέσης αυτού με το
αξιόποινο γεγονός. Δηλαδή απαιτείται να αντλεί το δικαίωμα αποζημιώσεως ευθέως
και αμέσως από «προσωπικό βίωμα» της εγκληματικής προσβολής και όχι από κάποια
ενδιάμεση σχέση ή αντανακλαστικά και έμμεσα (Α.Π. 377/2001 Ποιν.
Χρ. ΝΑ/1095, Α.Π., 1377/2001 Ποιν.
Δικ-νη 2002/97, Α.Π.
164/2001 Ποιν. Χρ. ΝΑ/904,
Α.Π. 1/2000 Ποιν. Χρ. Ν/12,
'Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη: « Η
πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη» έκδ.
1982, σελ. 55, 66 και 142 επόμ. , Β. Οικονομίδη:
«Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση στην πολιτική αγωγή» Ποιν.
Χρ. ΝΑ/200 επόμ.).
Ετσι η ιδιότητα
του πολιτικώς ενάγοντος ως προσώπου που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα
θεωρείται νομικό ζήτημα και κρίνεται στην προδικασία με βάση τα στοιχεία της
αξιόποινης πράξης (που αφορά η ποινική δίωξη) και τη δήλωση του πολιτικώς
ενάγοντος, η δε σχετική δικαστική κρίση ελέγχεται αναιρετικώς.
Σε κάθε περίπτωση το ερμηνευτικό ζήτημα που πρέπει να τίθεται από το Δικαστικό
Συμβούλιο, είναι ο καθορισμός του θιγομένου συμφέροντος που καλύπτεται από τη
συγκεκριμένη νομική διάταξη και κυρίως η σχέση του με την αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος, ώστε να μπορεί να διαγνωστεί ποιός
είναι ο «αμέσως» ζημιούμενος από το έγκλημα ('Αγγ. Μπουρόπουλου: Ερμ. Κ.Π.Δ. έκδ. β' , τόμ. Α/114-115,
'Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη: ο.π.
σελ. 63 και 106).
Ο μη νομιμοποιούμενος ενεργητικώς σε
παράσταση πολιτικής αγωγής (ως μη άμεσα ζημιούμενος),
έστω και αν προβεί σε σχετική περί αυτής δήλωση, δεν αποκτά την ιδιότητα του
διαδίκου στην ποινική διαδικασία, γι'αυτό και στερείται του δικαιώματος να ασκήσει τα από τα
άρθρα 463, 480 και 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προβλεπόμενα
ένδικα μέσα της εφέσεως και αναιρέσεως κατά του βουλεύματος, η νομιμοποίηση δε
αυτού ως πολιτικώς ενάγοντος ερευνάται αυτεπαγγέλτως και από τον 'Αρειο Πάγο, ανεξαρτήτως της μη αποβολής του κατά τη
διάρκεια της προδικασίας (Α.Π. 532/2001 Ποιν. Δικ-νη 2001/948).
Γ.- Όπως συνάγεται από το σκεπτικό του
προσβαλλόμενου βουλεύματος, στις 9-3-2000 είχε προσδιοριστεί για εκδίκαση στο
Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/νίκης
υπόθεση με εγκαλούντα το Σ.Γ. (αναιρεσείοντα)
και κατηγορουμένη για συκοφαντική δυσφήμηση την Α.Κ.,
η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο. Προσήλθε όμως ο σύζυγός της Λ.Κ., που
γνωστοποίησε στο Δικαστήριο, ότι η παραπάνω ήταν ασθενής και αδυνατούσε
να εμφανιστεί, παρέδωσε στον Πρόεδρο την από 9-3-2000 σχετική ιατρική
γνωμάτευση του ιατρού Α.Π. (που ανεγνώσθη) και ζήτησε αναβολή της δίκης για
σημαντικά αίτια, διότι, όπως κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας: «η κατηγορουμένη
είναι ασθενής με μητρορραγία, είναι κλινήρης και δεν μπορεί να έλθει στο
Δικαστήριο». Λόγω αμφισβήτησης από τον
εγκαλούντα του προβληθέντος σημαντικού αιτίου
αναβολής, με εντολή του Εισαγγελέα της σύνθεσης μετέβη αστυνομικό περιπολικό
όχημα στην οικία της κατηγορουμένης, ο δε αρχιφύλακας Ν.Τ.
που εξετάστηκε στη συνέχεια ως μάρτυρας, κατέθεσε ότι ανεύρε
αυτή στο σπίτι της, «φαινόταν να πονάει στην κοιλιακή χώρα διότι την έπιανε και
κάποια στιγμή κάθισε κάτω, του δήλωσε δε ότι πάσχει από μητρορραγία
». Το
Τριμελές Πλημ/κείο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης
λόγω σημαντικών αιτίων και όρισε ρητή δικάσιμο
για την 18-5-2000. Στη συνέχεια ο αναιρεσείων
κατέθεσε την από 10-3-2000 έγκληση, διατεινόμενος ότι
η ιατρική βεβαίωση ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο, ο εξετασθείς ως μάρτυρας Λ.Κ. ψευδόρκησε και έκανε χρήση της βεβαίωσης, η δε σύζυγός
του ενήργησε ως ηθικός αυτουργός. Ακολούθησε η έκδοση του υπ'αριθ.
1902/2001 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών
Θεσ/νίκης και, ύστερα από έφεση (του νυν αναιρεσείοντος) εκδόθηκε το προσβαλλόμενο, που επικύρωσε το
πρωτόδικο βούλευμα.
Δ.- Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά
που επικαλέστηκε στην από 10-3-2000 έγκλησή του ο ήδη αναιρεσείων,
προς θεμελίωση των καταγγελθέντων υπ'αυτού
εγκλημάτων, σε συνδυασμό με τη δήλωσή του περί του ότι «παρίσταται ως πολιτικώς
ενάγων λόγω ηθικής βλάβης και για ποσό 15.000 δρχ.» , παρατηρούμε ότι:
1).Η παραβίαση του
άρθρου 221 παρ 1 εδάφ. β' του Π.Κ.
(ψευδής ιατρική πιστοποίηση για δικαστική χρήση) δικαιολογεί παράσταση
πολιτικής αγωγής κατά το σκέλος εκείνο που τιμωρεί την έκδοση ψευδών
πιστοποιήσεων «που μπορούν να ζημιώσουν
έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου». Πρέπει ωστόσο να γίνει ο
περιορισμός , ότι η προστασία αυτή αναφέρεται σε συμφέρον που θίγεται άμεσα από
την ψευδή πιστοποίηση (π.χ. στο συμφέρον του προσώπου, στο οποίο αναφέρεται η
πιστοποίηση) και όχι σε κάθε συμφέρον που μπορεί να βλαφθεί
από τη χρήση της ψευδούς βεβαιώσεως. Η τελευταία αυτή περίπτωση, ακόμη και κατά
το μέτρο που εμπίπτει στην παρ. 2 του άρθρου 221 Π.Κ.,
μπορεί να δικαιολογήσει παράσταση πολιτικής αγωγής πάνω σε άλλη βάση, π.χ.
απάτη ('Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη:
ο.π. σελ. 110).
Κατά συνέπεια δεν
νομιμοποιείται ενεργητικώς σε παράσταση πολιτικής αγωγής ο αναιρεσείων
για το αδίκημα της φερομένης ως ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης για δικαστική
χρήση, εφόσον αυτή αναφέρεται στην ασθένεια της «μητρορραγίας» της
αντιδίκου-κατηγορουμένης, που επιδίωξε δι'αυτής να
δικαιολογήσει την λόγω ανωτέρας βίας μη εμφάνισή της στο Δικαστήριο και να
ενισχύσει το αίτημά της περί αναβολής της δίκης λόγω σημαντικών αιτίων κατ'άρθρο 349 Κ.Π.Δ., χωρίς από
την ως άνω ιατρική βεβαίωση «να μπορούν να ζημιωθούν έννομα και ουσιώδη
συμφέροντα» του τότε μηνυτή στη δίκη εκείνη του Τριμελούς Πλημ/κείου.
Αλλά και ο ίδιος δεν επικαλείται στην από
10-3-2000 έγκληση και δήλωσή του παράστασης πολιτικής αγωγής ότι «ζημιώθηκε
αμέσως» από την πιο πάνω ιατρική πιστοποίηση ,όπως απαιτεί το άρθρο 63 Κ.Π.Δ. για την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς
ενάγοντος.
2) Στο έγκλημα της ψευδορκίας και ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης μάρτυρα ('Αρθ.
224 παρ. 2, 225 παρ. 1 Π.Κ.) ως πολιτικώς ενάγων
νομιμοποιείται να παρασταθεί εκείνος, του οποίου με την ψευδή κατάθεση
προσβάλλεται ατομικό έννομο αγαθό και όχι του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή
εκείνος που υπέστη τις συνέπειες της
ψευδορκίας (Αd Hoc: Α.Π. 1113/1988 ΝοΒ 37/286, Α.Π.
1609/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/701
και Α.Π. 1706/1994 Ποιν. Χρ.
ΜΔ/1435, 'Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη:
ο.π. 110 και επ., Λ. Μαργαρίτη: «Το νομικό αντικείμενο της ψευδορκίας» σελ. 173
και επ.).
Στην κρινόμενη υπόθεση ο κατηγορούμενος
κατέθεσε ως μάρτυρας όχι σχετικά με τη συκοφαντική δυσφήμηση, που είχε
εγκαλέσει ο αναιρεσείων και ήταν το αντικείμενο της
ποινικής δίκης στο Τριμελές Πλημ/κείο, αλλά για την
ασθένεια της κατηγορουμένης και το κώλυμα αυτής προς εμφάνιση στο ακροατήριο,
δηλαδή για θέμα άσχετο με την εγκληθείσα και εκκρεμή
για εκδίκαση ποινική υπόθεση. 'Ετσι όμως από την κατάθεση αυτή δεν προσβλήθηκε ατομικό
έννομο αγαθό του αναιρεσείοντος, δηλαδή δικαίωμα ή
συμφέρον αυτού το οποίο ανήκει στη
σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε (σύμφωνα με τη μείζονα
σκέψη), εντεύθεν δεν υπέστη αυτός άμεση ζημία και δεν μπορεί να δηλώσει, ως μη
νομιμοποιούμενος ενεργητικώς , παράσταση πολιτικής αγωγής. Συνεπώς, αφού αυτός
δεν απέκτησε νόμιμα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική
διαδικασία, εστερείτο του δικαιώματος να ασκήσει το
ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως προς το
κεφάλαιο που επικύρωσε το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα για την ψευδορκία και
ψευδή ανώμοτη κατάθεση.
Επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ένδικη αίτηση και να επιβληθούν
τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος ('Αρθ. 476 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΩ: 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθ. 20/25-2-2002 αίτηση αναιρέσεως του Σ.Γ. κατά του υπ'αριθ. 148/2002
βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης . Και 2) Να επιβληθούν τα
δικαστικά έξοδα σε βάρος του παραπάνω αναιρεσείοντος.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε
στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε
από την σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, που περιέχεται
στο φάκελο της δικογραφίας, ότι ειδοποιήθηκε , νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ.,1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος
του αναιρεσείοντος.-
Δέχεται τυπικά την από 25 Φεβρουαρίου 2002
αίτηση του Σ.Γ. για αναίρεση του υπ αριθμ.
148/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.-
Απέχει ν αποφανθεί επί της ουσίας της
αιτήσεως μέχρι της υποβολής επ αυτής εγγράφου
προτάσεως του εισαγγελέως.-