ΣΑΠ 2483/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης -.

 

Προϋποθέσεις εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης προς το σκοπό δίωξης εκζητούμενου Έλληνα πολίτη. Εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε  τις σχετικές διατάξεις του ν. 3251/2004 το Συμβούλιο Εφετών, που γνωμοδότησε υπέρ της εκτέλεσης των δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, προκειμένου να παραδοθούν οι δύο Έλληνες πολίτες στη Γερμανία για να ασκηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή διότι α) ο νόμος, με τον οποίο ενσωματώθηκε στη γερμανική έννομη τάξη η απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, κηρύχθηκε αντισυνταγματικός στο σύνολό του από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο και μέχρι να ψηφιστεί νέος νόμος δεν επιτρέπεται η έκδοση Γερμανού πολίτη σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) η Γερμανία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κράτος που εναρμονίστηκε με την παραπάνω απόφαση-πλαίσιο και λείπει η νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η κρινόμενη αίτηση, αφού θα έπρεπε να τηρηθούν οι ισχύουσες περί έκδοσης διατάξεις και τέλος γ) η εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης θα βρισκόταν σε αντίθεση με την αρχή της αμοιβαιότητας, αφού η Ελλάδα θα παρέδιδε στη Γερμανία Έλληνες πολίτες, ενώ  η  Γερμανία δεν θα παρέδιδε Γερμανούς πολίτες στην Ελλάδα στην αντίστροφη περίπτωση. Αποφαίνεται ο ’ρειος Πάγος να μην εκτελεστούν τα δύο ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης των γερμανικών αρχών σε βάρος των δύο Ελλήνων πολιτών.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 2483/2005

   ΤΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΤ' Ποινικό Τμήμα (σε συμβούλιο)

 

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Χρύσανθο Παπούλια, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη και Κωνσταντίνο Κούκλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 13 και 20 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστου Σιδέρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση των εκκαλούντων - εκζητουμένων: 1) Δ. Τ. του Γ. και 2) Π. Τ. συζ. Δ., κάτοικων Θεσσαλονίκης, Ελλήνων υπηκόων, που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ιωάννη Γιαννίδη και Δημήτριο Παρασκευόπουλο, κατά της υπ’ αριθ. 87/2005 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας.

   Το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση των από 22.2.2005 Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Συλλήψεως, που εκδόθηκε από την Εισαγγελία Καϊζερσλάουτερν της Γερμανίας σε βάρος των ανωτέρω εκζητουμένων.

   Κατά της αποφάσεως αυτής, οι εκζητούμενοι και τώρα εκκαλούντες, άσκησαν, στο Κατάστημα του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, την με αριθμό και ημερομηνία 1/2005/13.9.2005 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ενώπιον της Γραμματέως αυτού Α. Α., η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1576/2005.

   Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο των εκζητουμένων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη έφεση.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Νομίμως φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η κρινόμενη, από 13.9.2005, έφεση των εκζητουμένων, μετά την έκδοση της 1902/2005 αναβλητικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, για κρείσσονες αποδείξεις, το τυπικά παραδεκτό της οποίας (εφέσεως), εκρίθη με την προλαβούσα απόφαση.

   Δια του νόμου 3251/2004, μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις της από 13.6.2002 αποφάσεως - πλαισίου του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως «για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως και τις διαδικασίες παραδόσεως μεταξύ των κρατών μελών». Η εν λόγω απόφαση - πλαίσιο εκδόθηκε βάσει των διατάξεων των άρθρων 31 στοιχ. α και β και 34 παρ. 2 στοιχ. β’ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που παρέχουν στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να υιοθετεί αποφάσεις - πλαίσια και να δρα για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1α του πιο πάνω νόμου, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 αυτού, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί αυτό συνιστά έγκλημα, και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους εκδόσεως του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών. Κατά δε το άρθρο 11 περ. 4 του ιδίου νόμου, αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, προς τον σκοπό της διώξεως, είναι ημεδαπός και δεν διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη (το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως) εκτελείται, αν διασφαλιστεί, ότι, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σ’ αυτό την στερητική της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος εκδόσεως του εντάλματος.

   Στην εξεταζομένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και όσοι εξέθεσαν ενώπιον του Συμβουλίου τούτου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκζητουμένων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η εισαγγελική αρχή Κάιζερσλάουτερν της Γερμανίας, στηριζομένη στα υπ’ αριθ. 6058JS 15739/98 WIKLS από 4.9.2002 και 6058JS 15739/98 WIKLS από 29.5.2002 εντάλματα συλλήψεως που εκδόθηκαν από το Πρωτοδικείο Καϊζερσλάουτερν, εξέδωσε στις 22.2.2005 δύο ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως σε βάρος των εκκαλούντων - εκζητουμένων Δ. Τ. του Γ. και Π. συζ. Δ. Τ., αντιστοίχως, ελλήνων υπηκόων, οι οποίοι διώκονται για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τον Γερμανικό Ποινικό νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή πέντε (5) ετών (κάθε μεμονωμένη πράξη), σύμφωνα με την παράγραφο 370 εδ. 1 αριθ. 2 φορολογικού κανονισμού, 52 και 53 του Ποινικού Κώδικα, η δε πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους ελληνικού ποινικούς νόμους (άρθρα 17 και 18 Ν. 2523/1997 και 93 Ν. 2238/1994), τιμωρούμενη με ποινή φυλακίσεως μέχρι πέντε (5) ετών ή καθείρξεως μέχρι δέκα (10) ετών, ανάλογα με την βαρύτητα της φορολογικής παραβάσεως. Τα προαναφερθέντα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως έχουν εκδοθεί από τις γερμανικές αρχές με βάση το νόμο EuHbG της 21.7.2004, με τον οποίο η Γερμανία ενσωμάτωσε στην εθνική της έννομη τάξη την αντίστοιχη Απόφαση - Πλαίσιο του Συμβουλίου (2002/584/ ΔΕΥ της 13.6.2002). Ο νόμος, όμως, αυτός ήδη κηρύχθηκε άκυρος (αντισυνταγματικός) με την υπ’ αριθ. 2BvR 2236/2004 της 18.7.2005 απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, όχι μόνον ως προς τις διατάξεις του που είχαν προσβληθεί και αφορούσαν την παράδοση γερμανικών πολιτών, αλλά στο σύνολό του, αφού στην παράγραφο 116 της εν λόγω αποφάσεως, κατ’ ακριβή μετάφραση, που προσκομίζεται, σημειώνεται ότι: «Ο νόμος για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι άκυρος (άρθρο 95 παρ. 3 εδ. 2 του Κανονισμού του Συνταγματικού Δικαστηρίου). Μία ερμηνεία, σύμφωνη με το Σύνταγμα ή η διαπίστωση μιας μερικής ακυρότητας αποκλείονται, γιατί ο γερμανός νομοθέτης πρέπει να μπορεί με νομοθετική πρωτοβουλία, λαμβάνοντας υπόψη τα συνταγματικά κριτήρια, να αποφασίσει εκ νέου για το πώς θα ασκήσει την επιφύλαξη υπέρ του νόμου του άρθρου 16 παρ. 2 εδ. 2 του Συντάγματος. Για όσο διάστημα ο νομοθέτης δεν ψηφίζει ένα καινούργιο εκτελεστικό νόμο του άρθρου 16 παρ. 2 εδ. 2 του Συντάγματος δεν επιτρέπεται η έκδοση ενός γερμανού υπηκόου σε ένα κράτος μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

   Αφού ο νόμος εκηρύχθη άκυρος στο σύνολό του, ως αντισυνταγματικός από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, έπεται ότι η Γερμανία δεν μπορεί να θεωρηθεί χώρα που έχει εναρμονιστεί με την απόφαση - πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Επομένως, ελλείπει η νομική βάση επί της οποίας στηρίζεται η κρινόμενη αίτηση εκδόσεως. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. ιβ Ν. 3251/2004, εφαρμόζονται οι ισχύουσες, βάσει άλλων διεθνών ή διμερών συμφωνιών υποχρεούσες το ημεδαπό κράτος, περί εκδόσεως διατάξεις. Ως εκ τούτου θα πρέπει να ακολουθηθεί διαφορετική διαδικασία, η οποία όμως δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση και εφόσον βέβαια για μία τέτοια ενέργεια υφίστανται οι απαιτούμενες νόμιμες προϋποθέσεις.

   Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η εκτέλεση των εν λόγω ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως, θα βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση προς την αρχή της αμοιβαιότητας που απαιτείται από το άρθρο 39 παρ. ιβ Ν. 3241/2004, αφού, η μεν Ελλάδα θα εξέδιδε στη Γερμανία υπηκόους της με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως της Γερμανίας που δεν θα μπορούσε αυτό να εκτελεσθεί στη Γερμανία, ενώ η Γερμανία δεν θα εξέδιδε παντάπασι στην Ελλάδα Γερμανούς υπηκόους με βάση ευρωπαϊκό ένταλμα, για να δικαστούν για την ίδια ενδεχομένως αξιόποινη πράξη.

   Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Συμβούλιο Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, που με την προσβαλλομένη απόφασή του εγνωμοδότησε υπέρ της εκτελέσεως των προαναφερθέντων δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως, προκειμένου οι εκζητούμενοι - εκκαλούντες να παραδοθούν στην εκδόσασα τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως Γερμανική αρχή για να ασκηθεί εις βάρος αυτών ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή κατά συναυτουργία, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 9, 10, 11 και 39 παρ. ιβ Ν. 3251/2004 και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, κατά τον δεύτερο λόγο της, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να αποφανθεί το παρόν Συμβούλιο, ότι δεν συντρέχει, υπό τις παρούσες συνθήκες, νόμιμη περίπτωση εκδόσεως των εκζητουμένων.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται την έφεση.

   Εξαφανίζει την προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 87/2005 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας.

   Αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να εκτελεστούν τα από 22.2.2005 δύο ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδόθηκαν από την Εισαγγελία Καϊλερσλάουντερν της Γερμανίας εις βάρος των Ελλήνων υπηκόων 1) Δ. Τ. του Γ. και 2) Π. Τ. συζ. Δ., κάτοικων Θεσσαλονίκης.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2005.

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2005.