ΣΑΠ 2149/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ευρωπαϊκό
ένταλμα σύλληψης - Εκδοση ημεδαπού - Προκαταρκτική
εξέταση -.
Έννοια, περιεχόμενο και προϋποθέσεις εκτέλεσης
ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Προκειμένου να εκτελεστεί το εν λόγω ένταλμα σε
βάρος Έλληνα πολίτη προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του στο
κράτος έκδοσης του εντάλματος, πρέπει να μην έχει προηγουμένως ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη στην
Ελλάδα για την ίδια πράξη, μη αρκούσης της
δυνατότητας άσκησης ποινικής δίωξης κατά τα άρ. 6 και 8 ΠΚ και με την επιφύλαξη της διασφάλισης της
"διαμεταγωγής" του στην Ελλάδα για να
εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε στο κράτος έκδοσης του εντάλματος. Ως
διωκόμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ο μηνυόμενος
ούτε εκείνος σε βάρος του οποίου διενεργείται προκαταρκτική εξέταση. Η
διασφάλιση "διαμεταγωγής" του στην Ελλάδα
προς έκτιση της ποινής δεν προϋποθέτει εγγύηση δικαστικής αρχής, αλλά εγγύηση
της "αρμόδιας" αρχής, που μπορεί να είναι και διοικητική. Δεν υπάρχει
συνταγματική απαγόρευση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε βάρος
ημεδαπού ούτε παραβίαση του άρ. 6 της ΕΣΔΑ. Κρίσιμος
χρόνος για την εφαρμογή της διαδικασίας του ν. 3251/04 είναι η παραλαβή της
αίτησης και όχι ο χρόνος τέλεσης της πράξης, για την οποία ζητείται η παράδοση.
Απορρίπτεται στην ουσία της η έφεση του εκζητούμενου
Έλληνα πολίτη κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, που αποφάσισε την
εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης των βρεττανικών
δικαστικών αρχών, προκειμένου να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για τα
εγκλήματα της απαγωγής και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκαν στην
Μ. Βρετανία.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός 2149/2005
ΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα - (σε συμβούλιο)
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές: Ευριπίδη Αντωνίου, Αντιπρόεδρο, Χρύσανθο Παπούλια
- Εισηγητή, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη και Μιχαήλ Δέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε
δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 8 και 15 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία
του Αντεισαγγελέα Χρήστου Λάμπρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα
Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου Ι. Ρ.
του Δ., κάτοικου Ν. Μαραμαρά Χαλκιδικής και ήδη
κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε
από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του α) Στέφανο Παύλου και β) Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη, κατά της υπ' αριθμ. 1332/2005 απόφασης του Συμβουλίου
Εφετών Θεσσαλονίκης, η οποία αποφάσισε την εκτέλεση του από 21-7-2005
Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης των Αρχών της Μ. Βρετανίας που εκδόθηκε σύμφωνα
με το από 14-7-2005 ένταλμα σύλληψης του Πολυμελούς Πλημμελειοδικείου του Wakefield του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το Συμβούλιο
Εφετών Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθμ. 1332/2005 απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της
εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Μ. Βρετανίας.
Κατά της αποφάσεως
αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών,
άσκησε την με αριθμό 3/2005 και ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 2005 έφεση, για τους λόγους
που αναφέρονται σ' αυτήν και ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων
του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Προκειμένης
συζητήσεως
Αφού
άκουσε τους πληρεξούσιους του εκκαλούντος-εκζητουμένου, που ζήτησαν να γίνει δεκτή η έφεσή του και να
μην εκδοθεί και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις
διατάξεις των άρθρων 9 και 18 του ν. 3251/2004 ''για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα
Σύλληψης'' προκύπτει ότι, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης
εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης, αν ο εκζητούμενος
δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, είναι το
Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου αυτός διαμένει ή συλλαμβάνεται.
Από τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ίδιου νόμου (3251/2004), προκύπτει επίσης
ότι, κατά της οριστικής απόφασης του Συμβουλίου Εφετών, είναι επιτρεπτή η
άσκηση εφέσεως (για την οποία συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα του
Συμβουλίου Εφετών), στον εκζητούμενο ή τον
εισαγγελέα, μέσα σε προθεσμία είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της
απόφασης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος αποφαίνεται σε Συμβούλιο, μετά από
κλήτευση και του εκζη-τούμενου.
Επομένως η κρινόμενη έφεση, που στην προκείμενη περίπτωση ασκήθηκε νομοτύπως
και εμπροθέσμως, κατά της υπ' αριθμό 1332/2005 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών
Θεσσαλονίκης, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του από 21ης Ιουλίου 2005
Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, εκδοθέντος, σε βάρος του εκζητούμενου
Ι. Ρ., από τον Richard David
Kitson ''Περιφερειακό Δικαστή'' (Πολυμελές Πλημμελειοδικείο)
του Λίντς, του ''Ηνωμένου Βασιλείου'' (Μεγάλης
Βρετανίας), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί από το Συμβούλιο του Αρείου
Πάγου, σε δεύτερο βαθμό, κατ' ουσία.
II. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν.
3251/2004 προκύπτει ότι, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη
δικαστικής αρχής, κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδίδεται με σκοπό
την σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου
κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καταζητείται από τις αρμόδιες αρχές
του κράτους έκδοσης του εντάλματος, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, είτε για
να ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για πράξη που του αποδίδεται, είτε για να
εκτελεστεί στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας και με την
επιφύλαξη της μη προσβολής (με την έκδοσή του) θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών
του ισχύοντος Συντάγματος και του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή
Ένωση. Από τις διατάξεις δε του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου προκύπτει
επίσης ότι, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο μπορεί κατά την παρ. 2 του
ίδιου άρθρου να αφορά περισσότερα εγκλήματα, περιέχει τα εξής στοιχεία: α')
ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, β') όνομα,
διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιο-τυπικής
σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος,
γ') μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης του εντάλματος σύλληψης ή της
συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ') φύση και νομικό χαρακτηρισμό του
εγκλήματος, ε') περιγραφή των περιστάσεων τελέσεώς του, περιλαμβανομένου του
τόπου και χρόνου τέλεσης, στ') την επιβληθείσα ποινή ή το πλαίσιο ποινής που
προβλέπεται και ζ') πληροφορίες σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις
συνέπειές της. Προϋπόθεση της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης είναι,
κατά το άρθρο 5 του νόμου, οι πράξεις για τις οποίες πρόκειται να ασκηθεί η
δίωξη, να τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, με στερητική της
ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο
των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και αν πρόκειται για εκτέλεση,
στερητικών της ελευθερίας, ποινής ή μέτρου ασφαλείας (που έχουν ήδη επιβληθεί),
να είναι διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Προϋπόθεση δε της εκτέλεσης
αυτού (ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης) είναι, κατά το άρθρου 10 παρ. 1 του
νόμου, προκειμένου περί έκδοσης για την άσκηση ποινικής δίωξης, η αξιόποινη
πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, να συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με
τους ελληνικούς ποινικούς νόμους (ανεξαρτήτως του ποινικού χαρακτηρισμού) και
να τιμωρείται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με
στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας,
το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών. Η εκτέλεση δε του
εντάλματος επιτρέπεται, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και χωρίς έλεγχο του
διττού αυτού αξιοποίνου, για ορισμένες αξιόποινες πράξεις, μεταξύ των οποίων
και η απαγωγή (περ. ιστ'), εφόσον αυτές τιμωρούνται,
κατά το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας
ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων
είναι τουλάχιστον τριών ετών. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 περ.
η' του ν. 3251/2004, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του
ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, μεταξύ
άλλων περιπτώσεων, ... ''η') αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το
ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός και
διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη. Αν δεν διώκεται, το ευρωπαϊκό ένταλμα
σύλληψης εκτελείται, αν διασφαλισθεί ότι, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σ' αυτό τη
στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας,
που θα απαγγελθεί εναντίον του, στο κράτος έκδοσης του εντάλματος''. Από τις
διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένης εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης, για την άσκηση ποινικής διώξεως (και όχι για την εκτέλεση ποινής ή
μέτρου ασφαλείας) εναντίον του εκζητούμενου, το
ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται και εφόσον αυτός είναι ημεδαπός, με τη
μόνη προϋπόθεση ότι αυτός δεν διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη, υπό την
έννοια ότι δεν έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη και με την επιφύλαξη της
διασφάλισης ''διαμεταγωγής'' του στην Ελλάδα, για να
εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο
ασφαλείας, που θα του επιβληθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος. Και δεν
εκτελείται, μόνον εφόσον έχει ήδη ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη από τις
ελληνικές δικαστικές Αρχές, για την ίδια πράξη και όχι σε περίπτωση δυνατότητας
(άρθρα 6 και 8 του Π.Κ.), κατά τους ελληνικούς
ποινικούς νόμους, ασκήσεως τέτοιας δίωξης. Ως διωκόμενος δε, δεν μπορεί να
θεωρηθεί ο μηνυόμενος, ούτε εκείνος σε βάρος του
οποίου ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, αφού η τελευταία, προκειμένου
ειδικότερα για κακούργημα (ή πλημμέλημα αρμο-διότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου), διεξάγεται ακριβώς,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του Κ.Π.Δ. (όπως
έχει αντικατασταθεί), προκειμένου να διερευνηθεί η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για
να κινηθεί η ποινική δίωξη και μπορεί να οδηγήσει και στη μη άσκηση ποινικής
διώξεως. Ενώ και η διασφάλιση ''διαμεταγωγής'' του
ημεδαπού στην Ελλάδα, για να εκτίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το
στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, που θα του επιβληθεί στο κράτος
έκδοσης του εντάλματος, δεν προϋποθέτει εγγύηση δικαστικής Αρχής, αλλά εγγύηση
της αρμόδιας Αρχής, που μπορεί να είναι και διοικητική. Η αναφερόμενη εξάλλου
ρύθμιση, δεν είναι αντίθετη με τις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος και
ειδικότερα του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. α' και 4 εδ. α', αφού οι διατάξεις αυτές,
κατά την πρώτη των οποίων ''όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια
απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους,
χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών
πεποιθήσεων ...'' και κατά τη δεύτερη, ''απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα
που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη
Χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτή ...'', δεν μπορεί να
θεωρηθεί ότι θεσπίζουν τέτοια απαγόρευση, αλλά ούτε και του άρθρου 6 της ''Ε.Σ.Δ.Α.'' και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε
μπορεί να γίνει λόγος για συνταγματικό έθιμο που απαγορεύει σε κάθε περίπτωση,
την έκδοση ημεδαπού. Η απαγόρευση άλλωστε της έκδοσης ημεδαπού σε άλλο κράτος
μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει πλέον την ίδια πρακτική σημασία, που έχει
η έκδοση σε άλλο κράτος μη μέλος ή είχε παλαιότερα, εν όψει της αμοιβαίας
εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και τον κοινό σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών και των αρχών του κράτους
δικαίου, από όλα τα κράτη μέλη.
III. Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που
υπάρχουν στην δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας
δίκης, που αναγνώσθηκαν, σε συνδυασμό και με όσα
εξέθεσε ο εκκαλών και οι συνήγοροί του προφορικά στο
ακροατήριο και με τα έγγραφα υπομνήματά τους, στο Εφετείο και στον ’ρειο Πάγο, αποδεικνύονται τα εξής: Σε βάρος του εκκαλούντος, Έλληνα υπηκόου Ι. Ρ., γεννηθέντος στην Ελλάδα
την 23η Ιουνίου 1978 και διαμένοντος προσωρινά στη Μεγάλη Βρετανία, εκδόθηκε το
από 21ης Ιουλίου 2005 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, του ''Περιφερειακού Δικαστή''
(Πολυμελές Πλημμελειοδικείο) του Λίντς'' του
''Ηνωμένου Βασιλείου'' (Μεγάλης Βρετανίας), προκειμένου να ασκηθεί εναντίον του
από τις δικαστικές αρχές της Μεγάλης Βρετανίας, ποινική δίωξη, για τις πράξεις
της απαγωγής και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Ως πράξη απαγωγής
προσδιορίζεται στο ένταλμα, η απομάκρυνση ή μεταφορά ενός ατόμου από κάποιο
άλλο με τη βία ή με δόλο, χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω ατόμου και χωρίς
έννομη δικαιολογία, ως πράξη δε ανθρωποκτονίας από αμέλεια, η άνομη και χωρίς
πρόθεση θανάτωσης ή σοβαρών σωματικών βλαβών, θανάτωση. Και οι δύο αυτές
πράξεις, τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με
στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας είναι ισόβια
κάθειρξη (Τμήμα 5 του νόμου 1861 περί Αξιοποίνων Πράξεων κατά Ατόμων). Οι ίδιες
πράξεις τιμωρούνται και κατά το Ελληνικό δίκαιο, η πρώτη σε βαθμό κακουργήματος
(άρθρο 327 του Π.Κ.) και η δεύτερη με ποινή φυλάκισης
τουλάχιστον τριών μηνών (άρθρο 302 του Π.Κ.), πράγμα
άλλωστε που δεν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση του εντάλματος, σε σχέση με την
πράξη της απαγωγής, αφού η πράξη αυτή περιλαμβάνεται στον πίνακα του άρθρου 10
παρ. 2 του νόμου (υπό στοιχ. ιστ')
και τιμωρείται, κατά το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική
της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας είναι μεγαλύτερο των τριών
ετών. Οι δύο αυτές πράξεις, που αποδίδονται στον εκζητούμενο,
φέρονται τελεσθείσες από αυτόν στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, την 28η
Νοεμβρίου 2003, οι ειδικότερες δε συνθήκες τελέσεώς τους περιγράφονται με
πληρότητα στο υπό εκτέλεση ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η περιγραφή αυτή, έχει
ως εξής: «... Στις 28 Νοεμβρίου 2003, η S. H. και ο αρραβωνιαστικός της J. G., πήγαν στο κέντρο του Γουέικφιλντ
(πόλη της Μεγάλης Βρετανίας), για τη νυκτερινή τους έξοδο. Κατά τη διάρκεια της
βραδιάς επισκέφθηκαν αρκετά κλάμπ και πάμπ και κατανάλωσαν αρκετή ποσότητα αλκοόλ. Λίγο μετά τις
02,00 π.μ., έφυγαν και από το τελευταίο κλάμπ για να
επιστρέψουν σπίτι. Σταμάτησαν σε ένα μαγαζί για να πάρουν φαγητό και εν
συνεχεία κατευθύνθηκαν προς την πιάτσα των ταξί. Υπήρχε μεγάλη αναμονή για τα
ταξί και έτσι αποφάσισαν να περπατήσουν προς το σπίτι. Η διαδρομή από το κέντρο
της πόλης προς το σπίτι τους, το οποίο βρισκόταν στην οδό Lincoln
Street, τους οδήγησε στο B.
L.. Συμφώνησαν πως σε περίπτωση που περνούσε κάποιο
ταξί, θα προσπαθούσαν να το σταματήσουν. Καθώς πλησίασαν στη γέφυρα ενός
σιδηροδρομικού σταθμού που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά, ο J. G. είδε τη S.,
που ήταν λίγα βήματα μπροστά του, να βγάζει το χέρι της για να σταματήσει ένα
αυτοκίνητο. Ενώ το αυτοκίνητο περνούσε από μπροστά του, έκανε και αυτός το
ίδιο. Το αυτοκίνητο, ένα σκουρόχρωμο σαλούν σταμάτησε λίγο μπροστά από τη S. H.. Ο J.
την είδε να μπαίνει στο πίσω δεξί μέρος του. Προτού προλάβει να φθάσει στο
αυτοκίνητο, αυτό άρχισε να φεύγει. Ο οδηγός έβαλε μπροστά, προτού προλάβει η S. να μπει ολόκληρη στο αυτοκίνητο. Ο J.
την άκουσε να φωνάζει το όνομά του. Τότε φώναξε και αυτός το δικό της, αλλά το
αυτοκίνητο αύξησε ταχύτητα και έφυγε. Ήταν η τελευταία φορά που είδε τη S.. Το επόμενο αυτοκίνητο που πέρασε μπροστά από τον J., ήταν μία αστυνομική κλούβα, που κατευθυνόταν σε κάποιο
περιστατικό που συνέβη λίγο παρακάτω. Ο κύριος Garland,
εξήγησε στους αστυνομικούς τι συνέβη. Με το που άρχισαν να ερευνούν την
υπόθεση, έλαβαν μήνυμα από τον αστυνομικό ασύρματο ότι βρέθηκε ένα πτώμα στο Batley Road, περίπου ενάμιση μίλι
από εκεί που η S. μπήκε στο αυτοκίνητο. Το πτώμα ήταν
της S. H.. Πέθανε από
πολλαπλά τραύματα τα οποία προκλήθηκαν όταν τη χτύπησε το ταξί που οδηγούσε ο M. A., ο οποίος κατευθυνόταν προς
το Γουέικφιλντ. Σύμφωνα με την υπόθεση της
Εισαγγελικής Αρχής, η S. πήδηξε από το αυτοκίνητο στο
οποίο είχε μπει, ενώ αυτό ήταν σε κίνηση, και στη συνέχεια με το που έπεσε στο
δρόμο, την χτύπησε και την παρέσυρε κάτω από το ταξί του ο κύριος A....». Εξάλλου, κατά του εκζητούμενου
ημεδαπού, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμό 4501/21-9-2005 έγγραφο της
Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, δεν έχει ασκηθεί στην Ελλάδα ποινική
δίωξη, για τις ίδιες πράξεις. Και ναι μεν έχει υποβληθεί, μάλιστα από τον
πατέρα του Δ. Ρ., η από 25ης Αυγούστου 2005 μήνυση κατ' αυτού (αφορώσα τις
ίδιες πράξεις), που κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την ίδια
χρονολογία και έλαβε Α.Β.Μ. Δ 2005 Εγχ. 633 και έχει σχηματισθεί σε βάρος του ποινική
δικογραφία (προκαταρκτικής εξέτασης), την οποία έχει χρεωθεί εισαγγελέας, η
υποβολή όμως μηνύσεως, δεν ισοδυναμεί με την άσκηση ποινικής διώξεως.
Διωκόμενος, δεν μπορεί να θεωρηθεί όπως αναφέρθηκε, ούτε ο μηνυόμενος,
ούτε εκείνος σε βάρος του οποίου διεξάγεται απλή προ-καταρκτική
εξέταση. Η ''διαμεταγωγή'' δε αυτού (επιστροφή) στην
Ελλάδα, προκειμένου να εκτίσει την ποινή που ενδεχομένως θα του επιβληθεί,
διασφαλίζεται με τη ''διαβεβαίωση'' της αρμόδιας διοικητικής υπαλλήλου και
προϊσταμένης του Τμήματος Πολιτικών Εκδόσεων του Υπουργείου Εσωτερικών του
Ηνωμένου Βασιλείου, K. T.
(Κ. Τ.), που παρασχέθηκε με το υπ' αριθμό 5 F/166052/04/8ης Σεπτεμβρίου 2005
έγγραφό της, προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, δεν είναι δε αναγκαία για
το ζήτημα αυτό και διαβεβαίωση δικαστικής Αρχής. Η εκτέλεση άλλωστε του εντάλματος
αποφασίσθηκε από το Συμβούλιο Εφετών, με την επιφύλαξη της ''διαμεταγωγής του εκζητούμενου
στην Ελλάδα, για να εκτίσει την ποινή που τυχόν θα του επιβληθεί. Εν όψει όλων
αυτών και του ότι δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής, αφού οι πράξεις για τις οποίες
έχει εκδοθεί το ένταλμα, φέρονται τελεσθείσες την 28η Νοεμβρίου 2003,
συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, για την έκδοση, αλλά και την εκτέλεση
του αναφερόμενου υπό εκτέλεση εντάλματος σύλληψης, η εκκαλούμενη
απόφαση του Συμβουλίου Εφετών που έκρινε ομοίως και με την οποία αποφασίσθηκε η
εκτέλεση του εντάλματος αυτού, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις
αποδείξεις και τα υποστηριζόμενα με όλους τους συναφείς λόγους της κρινόμενης
έφεσης για το αντίθετο, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου και η αιτίαση
ότι, η πράξη για την οποία εκδόθηκε το ένταλμα, δεν είναι απαγωγή, υπό την
έννοια που αναφέρεται σ' αυτό, γιατί ήταν εκούσια (όπως προκύπτει από την
περιγραφή της πράξεως στο ένταλμα) και όχι ακούσια και δεν προκύπτει αν η
εκούσια απαγωγή είναι πράξη αξιόποινη, κατά το δίκαιο του Ηνωμένου
Βασιλείου είναι επίσης αβάσιμη, κατά
κύριο λόγο γιατί, στο υπό εκτέλεση ένταλμα σύλληψης, περιγράφεται πράξη
ακούσιας και όχι εκούσιας απαγωγής. Η δε αιτίαση για μη εφαρμογή επί του
προκειμένου της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του
νόμου 3251/2004, εν όψει του χρόνου που φέρεται ότι τελέσθηκε η πράξη την 28η
Νοεμβρίου 2003, δηλαδή προ της ισχύος του νόμου, είναι ομοίως αβάσιμη, γιατί
όπως προκύπτει από τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 εδ. α'
του νόμου, κατά την οποία ''οι αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν πριν από την
έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες
διατάξεις για την έκδοση ...'', κρίσιμος για το ζήτημα αυτό χρόνος είναι, η
παραλαβή της αιτήσεως έκδοσης και όχι ο χρόνος τέλεσης της πράξεως ή των
πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση, ενώ και το υπό εκτέλεση ένταλμα
σύλληψης εκδόθηκε, όπως αναφέρθηκε, την 21η Ιουλίου 2005, δηλαδή μετά την ισχύ
του νόμου. Τέλος και η αιτίαση ότι, προϋπόθεση της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού
εντάλματος σύλληψης, είναι η άσκηση ποινικής δίωξης στη χώρα εκδόσεως του
εντάλματος, είναι αβάσιμη, κατά πρώτο λόγο γιατί, όπως αναφέρθηκε αρχικά, το
ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται, όχι μόνον κατά του διωκόμενου, αλλά και
κατ' εκείνου προς τον οποίο αποδίδεται ορισμένη αξιόποινη πράξη, προκειμένου να
ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη και δεν τίθεται επομένως τέτοια προϋπόθεση.
Επομένως η κρινόμενη έφεση και όλοι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος
εκζητούμενου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ
τα έξοδα δεν πρέπει να επιβληθούν στον εκκαλούντα,
παρά την απόρριψη της εφέσεώς του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 37 του ν.
3251/2004, κατά την οποία «αν από την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος
σύλληψης στην Ελλάδα προκαλούνται δαπάνες επί ελληνικού εδάφους, αυτές βαρύνουν
το Ελληνικό Δημόσιο».
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται
τυπικά την από 27ης Σεπτεμβρίου 2005 και με αριθμό 3/2005 έφεση του Ι. Ρ. του
Δ., Έλληνα υπηκόου κατοίκου Νέου Μαρμαρά Χαλκιδικής και προσωρινά κρατούμενου
στη δικαστική φυλακή Διαβατών Θεσσαλονίκης, κατά της υπ' αριθμό 1332/2005
απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με την οποία αποφασίσθηκε η
εκτέλεση του από 21ης Ιουλίου 2005 Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, εκδοθέντος,
σε βάρος του εκκαλούντος από τον R.
D. K. ''Περιφερειακό
Δικαστή'' του (Πολυμελούς Πλημμελειοδικείου) του Λίντς,
του ''Ηνωμένου Βασιλείου'' και την απορρίπτει στην ουσία.
Κρίθηκε και
αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε
σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2005.