ΑΠ Συμβ. 1453/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Επανάληψη της διαδικασίας - Προσηλυτισμός - Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου - Παραγραφή - Οριστική παύση ποινικής δίωξης -.

 

Η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου και όταν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπιστώνεται παράβαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της τηρηθείσης διαδικασίας ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η επανάληψη της διαδικασίας τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η παραβίαση του δικαιώματος που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ είχε επηρεάσει αρνητικά την κρίση του εκδόσαντος την απόφαση ποινικού δικαστηρίου και ότι η επανόρθωση της βλάβης μπορεί να επιτευχθεί με την επανάληψη της διαδικασίας. Εν προκειμένω, μετά την αμετάκλητη καταδίκη των δύο κατηγορουμένων για προσηλυτισμό κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση συνολικά έξι προσώπων (από τρία ο καθένας), οι καταδικασμένοι προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ, το οποίο έκανε δεκτή εν μέρει την προσφυγή τους και έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρ. 9 της ΕΣΔΑ, όσον αφορά τον προσηλυτισμό ενός προσώπου εκ των τριών για τον πρώτο προσφεύγοντα και δύο προσώπων εκ των τριών για τον δεύτερο προσφεύγοντα. Γίνεται δεκτή εν μέρει η αίτηση επανάληψης διαδικασίας κατά το μέρος της που αφορά την καταδίκη των δύο καταδικασμένων για προσηλυτισμό των παραπάνω προσώπων, ακυρώνεται η απόφαση κατά το μέρος της αυτό και παύει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής αυτών των πράξεων. Απορρίπτεται η αίτηση καθόσον αφορά τον προσηλυτισμό των υπολοίπων προσώπων, όπου το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παράβαση της ΕΣΔΑ και απέρριψε την προσφυγή των καταδικασμένων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 1453/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Θεοδώρου Λαφαζάνου), ως αρχαιότερου στη σύνθεση, Χρύσανθου Παπούλια - Εισηγητή, Βασιλείου Ρήγα, Μιχαήλ Δέτση και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες.

   Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

   Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Μαϊου 2005, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου,  για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 390/1992 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Με κατηγορούμενους τους: 1. Σ.Μ. του Ι., κάτοικο Βόλου και 2. Ι.Σ. του Χ., κάτοικο Τατοϊου Αττικής, οι οποίοι παραστάθηκαν αυτοπροσώπως.

   Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο Εισαγγελέας του ως άνω Δικαστηρίου ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην 724/02/14.1.2003 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 662/2003.

   Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την 724/02/14.1.03 αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την από 390/1992 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, καθώς και την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Μαγκλάρα με αριθμό 90/17.3.2005, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

   Εισάγω, κατά τα άρθρα 527 παρ. 1,3 εδ. α’ και 528 παρ. 1 εδ. α’ Κ.Π.Δ., την υπ’ αριθμ 724/02/14-1-2003 αίτηση του Εισαγγελέως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου για επανάληψη προς το συμφέρον των 1) Σ.Μ. του Ι. και 2) Ι.Σ. του Χ. της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 390/1992 αμετάκλητη απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με την οποία έχουν καταδικασθεί για προσηλυτισμό κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση (άρθ. 4 του ΑΝ 1363/1938, όπως αντικ. με το άρθρο 2 του ΑΝ 1672/1939, και 94 παρ. 1, 98 Π.Κ.) σε συνολική ποινή φυλακίσεως 10 μηνών ο πρώτος και ενός έτους ο δεύτερος, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για 3 έτη και εκθέτω τα εξής:

   1. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο ενδέκατο του Ν.2865/2000, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο και όταν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση του Εισαγγελέως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, με την οποία ζητείται η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας προς το συμφέρον των Σ.Μ. του Ι. και Ι.Σ. του Χ., που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 390/1992 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη, για το λόγο ότι με την υπ’αριθμ. 140/1996/759/958-960/24-2-1998 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), είναι νόμιμη, αφού ο ν.2865/2000 δεν διακρίνει μεταξύ αποφάσεων, που εκδόθηκαν πριν ή μετά τη θέση του σε ισχύ, παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τα άρθρα 527 παρ.3 και 528 Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 214 του ΣΠΚ και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.

   2. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. 390/1992 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που κατέστη αμετάκλητη, αφού η κατ’ αυτής ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 1266/1993 απόφαση του Αρείου Πάγου, καταδικάσθηκαν οι 1) Σ.Μ. του Ι. και 2) Ι.Σ. του Χ. για προσηλυτισμό κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση (άρθ. 4 του ΑΝ 1363/1938, όπως αντικ. με το άρθρο 2 του ΑΝ 1672/1939, 94 και 98 Π.Κ.) σε συνολικές ποινές φυλακίσεως 10 μηνών ο πρώτος και ενός έτους ο δεύτερος, η εκτέλεση των οποίων ανεστάλη για 3 έτη. Συνίστανται δε οι πράξεις, σύμφωνα με την απόφαση, στο ότι Α) ο πρώτος (Σ Μ): α) Στο στρατόπεδο της 2ης ΜΚΣΕ κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Νοέμβριο 1986 μέχρι μήνα Δεκέμβριο 1987, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Υποσμηναγός, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ενήργησε προσηλυτισμό. Συγκεκριμένα, εκμεταλλευόμενος την από το βαθμό του απορρέουσα ισχύ έναντι του κατά βαθμό κατωτέρου του σμηνίτη Γ.Α., προσπάθησε με έντεχνες γύρω από τη θρησκεία συζητήσεις και πιεστικές παροτρύνσεις να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση αυτού και να μεταβάλει το περιεχόμενό της. Ετσι, τον παρότρυνε να μελετά μόνο το Ευαγγέλιο, διότι σ’ αυτό θα βρει την αλήθεια, που διαφέρει από την ορθόδοξη πίστη, προσπαθώντας να τον πείσει με έντεχνη ερμηνεία, σύμφωνα με τις δοξασίες των οπαδών της αιρέσεως της πεντηκοστής, αποσπασμάτων του ιερού Ευαγγελίου ότι η ορθόδοξη πίστη δεν είναι σωστή, ότι πρέπει να ασπασθεί το δόγμα που πίστευε αυτός, προτρέποντάς τον συγχρόνως να επισκεφθεί κατά τη διάρκεια της άδειάς του την εκκλησία της πεντηκοστής στην Αθήνα. β) Στο Βόλο κατά το έτος 1988 και για χρονικό διάστημα 4-5 μηνών με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εκμεταλλευόμενος την απειρία και την πνευματική αδυναμία της Α.Ζ., επιχείρησε να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση αυτής, ώστε να μεταβάλει το περιεχόμενό της, με επιδέξια ανάπτυξη των πεντηκοστιανών πεποιθήσεών της, της ορθότητας αυτών και των διαφορών τους έναντι της Ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας. Επιχείρησε επίμονα να την πείσει ότι οι οπαδοί της εκκλησίας της πεντηκοστής έφεραν το σημάδι του Θεού, ότι είχαν το χάρισμα της προφητείας, ότι αυτή και τα παιδιά της είναι διαμονισμένοι, ότι αυτή λάτρευε τα είδωλα και τους δαίμονες, ενώ οι πεντηκοστιανοί  κατείχαν την αλήθεια και επίσης την παρότρυνε να βαπτισθεί και να γίνει μέλος της εκκλησίας της πεντηκοστής. Και γ) Στο Βόλο κατά τις αρχές Ιουνίου 1989 ενήργησε προσηλυτισμό και συγκεκριμένα, προσκληθείς από τον Υποσμηναγό Η Μ μετέβη στην οικία του αδελφού του Α.Μ., όπου βρισκόταν ο γαμβρός τους και οπαδός της αιρέσεως της εκκλησίας της πεντηκοστής Χ.Α., ο οποίος ήταν σε κατάσταση υπνώσεως υπό την επήρεια των θρησκευτικών πεποιθήσεών του, άφριζε, επικαλούνταν τον Χριστό και έλεγε: «Ευχαριστώ Ιησού, γιατί μου αποκαλύφθηκε η αλήθεια, βλέπω το διάβολο στο πρόσωπο της γυναίκας μου και των παιδιών μου». Επειδή με την εμφάνισή του και μόνο ηρέμησε ο Χ.Α., εκμεταλλεύθηκε έξυπνα το επεισόδιο αυτό και επιχείρησε να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση, για να μεταβάλει το περιεχόμενο αυτής, των Α.Μ., Μ.Μ., Σ. και Ε.Μ., καθώς και ορισμένων γειτόνων, που προσέτρεξαν. Ετσι, για αρκετή ώρα έκανε κήρυγμα της διδασκαλίας της αιρέσεως της εκκλησίας της πεντηκοστής, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εκκλησία είναι σωστή και όχι η ορθόδοξη εκκλησία και ότι το έτος 1992 θα έλθει το τέλος του κόσμου και προτρέποντάς τους κατά τρόπο επίμονο και πιεστικό να πιστέψουν στον αληθινό Χριστό, αφού ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι είναι με σατανά. Και, ο δεύτερος (Ι.Σ.): α) Στο στρατόπεδο της 2ης ΜΚΣΕ κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Μάιο του έτους 1987 μέχρι Φεβρουάριο 1998, ενώ ήταν στρατιωτικός, δηλαδή Υποσμηναγός, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ενήργησε προσηλυτισμό. Συγκεκριμένα, ενεργώντας με σκοπό να διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση, για να μεταβάλει το περιεχόμενό της, του σμηνίτη Α.Κ., Χριστιανού Ορθόδοξου, που υπηρετούσε στην ίδια μονάδα και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που υπάρχει στη σχέση μεταξύ ενός υφισταμένου και του προϊσταμένου του, επιχείρησε περισσότερες από πενήντα φορές με επίμονες και πιεστικές συζητήσεις σε σχέση με τη διδασκαλία της αιρέσεως της πεντηκοστής, της οποίας ήταν οπαδός, να τον πείσει, ότι το ορθόδοξο δόγμα δεν ήταν σωστό σε πολλά σημεία, όπως η παρθενία της Παρθένου Μαρίας, η ιεραρχία του κλήρου, η εξουσία του Αγίου Πνεύματος κ.λ.π. και τον προέτρεπε να επισκεφθεί την αίθουσα συναθροίσεως των πεντηκοστιανών στη Λάρισα και του έδωσε δωρεάν και το εκδιδόμενο από αυτούς περιοδικό «Χριστιανισμός». β) Στο Βόλο κατά το έτος 1988 και για χρονικό διάστημα 4-5 μηνών με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εκμεταλλευόμενος την απειρία και πνευματική αδυναμία της χριστιανής ορθοδόξου Α.Ζ., επιχείρησε να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση αυτής, ώστε να βαπτισθεί και να γίνει μέλος της αιρέσεως της εκκλησίας της πεντηκοστής, επαναλαμβάνοντάς της συνεχώς ότι έφερε σημάδια του Θεού, ότι μπορούσε να προβλέπει το μέλλον και ότι αυτή και τα παιδιά της είναι δαιμονισμένοι. Και, γ) Στον ανωτέρω τόπο κατά το χρονικό διάστημα από άνοιξη του έτους 1989 μέχρι 18-8-1989 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας με σκοπό να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση του υπηρετούντος στην ίδια μονάδα σμηνίτη Ν.Κ., χριστιανού ορθοδόξου και μεταβάλει το περιεχόμενό της, και εκμεταλλευόμενος την υφιστάμενη εμπιστοσύνη μεταξύ υφισταμένου και προϊσταμένου, καθώς και την αφέλεια και απειρία του, επιχείρησε να τον πείσει να γίνει μέλος της αιρέσεως της εκκλησίας της πεντηκοστής. Ετσι, έκανε με τρόπο αδιάκοπο, επίμονο και πιεστικό την ανάπτυξη των πεντηκοστιανών πεποιθήσεών του, διαβάζοντας συνεχώς το Ευαγγέλιο και ερμηνεύοντάς το σύμφωνα με τις δικές του πεποιθήσεις και του έδινε έντυπα της αιρέσεως της εκκλησίας της πεντηκοστής, τον οδηγούσε στον τόπο της λατρείας του και τελικά πέτυχε να τον προσηλυτίσει. Μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως με την ανωτέρω υπ’ αριθμ 1266/1993 απόφαση του Αρείου Πάγου, οι καταδικασμένοι Σ.Μ. και Ι.Σ. προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο με την αναφερόμενη στην αρχή υπ’ αριθμ. 140/1996/759/958-960/24-2-1998 απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι με την καταδίκη αυτών για προσηλυτισμό των ιδιωτών των Α.Μ., Μ.Μ. κ.λ.π. από τον πρώτο και της Α.Ζ. και από τους δύο υπήρξε παράβαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι έκρινε ότι η καταδίκη τους για τις πράξεις αυτές υπό τις εκτεθείσες περιστάσεις δεν ήταν αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία. Αντίθετα, με την καταδίκη τους για προσηλυτισμό των ανωτέρω σμηνιτών δεν υπήρξε τέτοια παράβαση, διότι οι προσφεύγοντες είχαν επωφεληθεί παρανόμως της επιρροής, που τους προσέφερε η θέση και ο βαθμός τους.

   3. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την καταδίκη των Σ.Μ. και Ι.Σ. για τις προαναφερόμενες πράξεις προσηλυτισμού των ιδιωτών Α.Μ., Μ.Μ. κ.λ.π. από τον πρώτο και Α.Ζ. και από τους δύο, που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά τα έτη 1988 και 1989 αντίστοιχα. Δεν κρίνεται όμως αναγκαία η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο και πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη (άρθρ. 370 περ. β’ Κ.Π.Δ.), διότι έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο των πράξεων αυτών, αφού φέρουν το χαρακτήρα πλημμελήματος και από την τέλεσή τους (1988 και 1989) μέχρι σήμερα συμπληρώθηκε ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1,3,112 και 113 παρ. 2,3 Π.Κ.).

   Για τους λόγους αυτούς

   Προτείνω: Να γίνει δεκτή η υπ’ αριθμ. 724/02/14-1-2003 αίτηση του Εισαγγελέως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου για επανάληψη προς το συμφέρον των Σ.Μ. του Ι. και Ι.Σ. του Χ. της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ’ αριθμ. 390/1992 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

   Να ακυρωθεί η απόφαση αυτή κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και,

   Να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά των Α) Σ.Μ. του Ι. για προσηλυτισμό α) των Α.Μ., Μ.Μ., Σ. και Ε.Μ., καθώς και ορισμένων γειτόνων τους (μία πράξη) και β) της Α.Ζ. κατ’ εξακολούθηση, πράξεις που φέρονται ότι τελέσθηκαν από αυτόν στο Βόλο  κατά τις αρχές Ιουνίου 1989 η πρώτη και κατά το τέλος 1988 και για χρονικό διάστημα 4-5 μηνών η δεύτερη. Και, Β) Ι.Σ. του Χ. για προσηλυτισμό κατ’ εξακολούθηση της Α.Ζ., πράξη που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στο Βόλο κατά το έτος 1988 και για χρονικό διάστημα 4-5 μηνών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

   Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

   Χαράλαμπος Μαγκλάρας

   Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 στοιχ. 5 του Κ.Π.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο ενδέκατο του ν. 2865/2000, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου, για πλημμέλημα ή κακούργημα, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται περιοριστικά και ''αν με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαπιστώνεται παράβαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε''. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επανάληψη της διαδικασίας στην περίπτωση αυτή, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι η παραβίαση του δικαιώματος του καταδικασμένου που διαπιστώθηκε από το ''Ε.Δ.Δ.Α.'', είχε επηρεάσει αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, της οποίας η διαδικασία ζητείται να επαναληφθεί και η επανόρθωση της βλάβης του μπορεί να επιτευχθεί, με την επανάληψη της διαδικασίας. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 527 και 528 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. και 214 του Σ.Π.Κ. προκύπτει, ότι η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας προς το συμφέρον του καταδικασμένου, υποβάλλεται και από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε και απευθύνεται προς τον εισαγγελέα εφετών, αν η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε κάθε άλλη περίπτωση, αποφασίζει δε περί αυτής στη δεύτερη περίπτωση το συμβούλιο του Αρείου Πάγου.

   ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που υποβάλλεται με το υπ' αριθμό 724/02/14-1-2003 έγγραφό του, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), η επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμό 390/1992 καταδικαστική απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 140/1996/759/958-960/24-2-1998, εν μέρει καταδικαστικής για την Ελλάδα απόφασης, του ''Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου'', για παράβαση δικαιώματος που αφορά την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Με την αίτηση φέρεται ότι, με την απόφαση αυτή του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, έχουν καταδικασθεί οι α’) Σ.Μ. και β’) Ι.Σ., για την αξιόποινη πράξη του προσηλυτισμού κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, σε συνολική ποινή φυλάκισης, ο πρώτος δέκα (10) μηνών και ο δεύτερος ενός (1) έτους, ενώ η καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση του ''Ε.Δ.Δ.Α.'' χώρησε, για μέρος μόνο των συρρεόντων εγκλημάτων, για τα οποία είχαν επιβληθεί και χωριστές ποινές. Παρά ταύτα ή επανάληψη της διαδικασίας ζητείται, για το σύνολο της καταδικαστικής απόφασης του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και προκειμένου, συμμορφούμενη η Ελλάδα με την εν μέρει καταδικαστική γι' αυτή απόφαση του ''Ε.Δ.Δ.Α.'', να διαγράψει από το ποινικό μητρώο των καταδικασθέντων, την αναφερόμενη καταδικαστική απόφαση. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ότι με την υπ' αριθμό 390/1992 απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, η διαδικασία της οποίας ζητείται να επαναληφθεί, καταδικάσθηκαν οι α’) Σ.Μ. και β’) Ι.Σ., για την πράξη του προσηλυτισμού (άρθρο 4 του α.ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 1672/1939) κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες από τον πρώτο, κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Νοεμβρίου του έτους 1986 μέχρι το μήνα Ιούνιο του έτους 1989 και από το δεύτερο, κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Μαΐου του έτους 1987 μέχρι την άνοιξη του έτους 1989. Ειδικότερα α’) ο πρώτος από αυτούς Σ.Μ., καταδικάσθηκε για προσηλυτισμό κατ' εξακολούθηση σε βάρος των: 1) Γ.Α., σμηνίτη, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, 2) Α.Ζ., ιδιώτη, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών και 3) Α.Μ. κ.λ.π., ιδιωτών, σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, επιβλήθηκε δε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία και β’) ο δεύτερος από αυτούς Ι Σ, καταδικάσθηκε για προσηλυτισμό κατ' εξακολούθηση σε βάρος των: 1) Α.Κ., σμηνίτη, σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, 2) Α.Ζ., ιδιώτη, σε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών και 3) Ν.Κ., επίσης σμηνίτη, σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, επιβλήθηκε δε σ' αυτόν συνολική ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, η οποία επίσης ανεστάλη επί τριετία. Η αναφερόμενη καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη, όταν απορρίφθηκε η ασκηθείσα κατ' αυτής αναίρεση, με την υπ' αριθμό 1266/1993 απόφαση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Μετά την αμετάκλητη καταδίκη τους, οι ανωτέρω προσέφυγαν στο ''Ε.Δ.Δ.Α.'', με την υπ' αριθμό 140/1996/759/958-960/24-2-1998 απόφαση του οποίου έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η προσφυγή τους και κρίθηκε ότι, καθόσον αυτοί καταδικάσθηκαν, ο πρώτος για τον προσηλυτισμό του σμηνίτη Γ.Α., και ο δεύτερος για τον προσηλυτισμό των σμηνιτών Α.Κ. και Ν.Κ., δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της ''Ε.Σ.Δ.Α.'', καθόσον όμως καταδικάσθηκαν, ο πρώτος για τον προσηλυτισμό της Α.Ζ. και των Α.Μ. κ.λ.π. και ο δεύτερος για τον προσηλυτισμό της Α.Ζ., ο πρώτος δηλαδή για δύο και ο δεύτερος για ένα των συρρεόντων τριών για καθένα εγκλημάτων κατ' εξακολούθηση, παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 9 της ''Ε.Σ.Δ.Α.'' για την ελευθερία της σκέψης της συνείδησης και της θρησκείας, γιατί η καταδίκη τους δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που τελέσθηκαν οι πράξεις, σε μία δημοκρατική κοινωνία. Καταδικάσθηκε δε η Ελλάδα, στην πληρωμή σε καθένα από τους δύο χρηματικής ικανοποίησης, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης που επήλθε από την παράνομη καταδίκη του, ποσού πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών. Είναι όμως φανερό, ότι η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου (Αναθεωρητικού Δικαστηρίου), που εξέδωσε την πιο πάνω απόφαση, η διαδικασία της οποίας ζητείται να επαναληφθεί, επηρεάσθηκε οπωσδήποτε από την παραβίαση της αναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 9 της ''Ε.Σ.Δ.Α.'', για την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας.

   ΙΙΙ. Επομένως πρέπει, να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, δηλαδή μόνο κατά το μέρος της που αφορά, το μέρος της καταδικαστικής απόφασης, για το οποίο καταδικάσθηκε η Ελλάδα και αφορά τις πράξεις προσηλυτισμού του εκ των καταδικασθέντων Σ.Μ., σε βάρος των 1) Α.Ζ. και 2) Α.Μ. κ.λ.π. και του εκ των καταδικασθέντων Ι.Σ., σε βάρος της Α.Ζ. και τις επιβληθείσες σχετικά ποινές, στον πρώτο τεσσάρων (4) και έξι (6) μηνών, αντιστοίχως και στο δεύτερο πέντε (5) μηνών, να ακυρωθεί κατά το μέρος της αυτό η απόφαση της οποίας η διαδικασία ζητείται να επαναληφθεί και εν όψει της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής των πράξεων αυτών, που φέρονται άπασες τελεσθείσες προ του έτους 1989 και της εντεύθεν εξάλειψης του αξιοποίνου, να παύσει γι' αυτές οριστικά η ποινική δίωξη, να απορριφθεί δε η αίτηση κατά τα λοιπά, δηλαδή καθόσον αφορά το μέρος της καταδικαστικής απόφασης, που αναφέρεται στις πράξεις προσηλυτισμού του εκ των καταδικασθέντων Σ.Μ., σε βάρος του Γ.Α. και του εκ των καταδικασθέντων Ι.Σ. σε βάρος των 1) Α.Κ. και 2) Ν.Κ. και τις επιβληθείσες σχετικά ποινές, ως αβάσιμη.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται κατά ένα μέρος την αίτηση του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, για επανάληψη της διαδικασίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμό 390/1992 καταδικαστική απόφαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.

   Ακυρώνει την απόφαση αυτή, κατά το μέρος της με το οποίο καταδικάσθηκαν, για τις πράξεις προσηλυτισμού κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή οι, α’) Σ.Μ., σε βάρος των 1) Α.Ζ. και 2) Α.Μ. κ.λ.π. και β’) Ι.Σ., σε βάρος της Α.Ζ. και τις επιβληθείσες σχετικά ποινές.

   Παύει οριστικά την ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές. Και

   Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2005. Και,

   Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2005.-