Πρακτικό
επεξεργασίας (Ε΄ Τμήμα) 42/2010
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην
Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7.9.2005,
σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων -.
Το σχέδιο προεδρικού διατάγματος «Προσαρμογή της ελληνικής
νομοθεσίας στην Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 7.9.2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών
προσόντων» ερείδεται κατ αρχήν νομίμως στις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του ν.
1338/1983, όπως ισχύουν.
... Με το υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος επιχειρείται η
προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕL
255) σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, και στην οδηγία
2006/100/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Νοεμβρίου 2006 (ΕΕL
363) για την προσαρμογή ορισμένων οδηγιών στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας
των προσώπων, λόγω της προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Ειδικότερα, με την οδηγία 2005/36/ΕΚ θεσπίζονται οι κανόνες, σύμφωνα με τους
οποίους τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα
κράτη μέλη (κράτη μέλη καταγωγής) αναγνωρίζονται για την ανάληψη και την άσκηση
νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος και δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα να
ασκεί αυτό το επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος (άρθρο 1 οδηγίας). Κατ επίκληση
των διατάξεων των άρθρων 46, 53 παράγραφος 1 και 62 της Συνθήκης (τότε άρθρων 49, 57 παράγραφος 1 και 66,
αντιστοίχως), εκδόθηκε αρχικώς η οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου «σχετικά με
ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που
πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών» (ΕΕ L 19). Με την οδηγία αυτή
θεσπίσθηκε, με σκοπό τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και
των υπηρεσιών, ένα γενικής εφαρμογής σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο είχε τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: α)
αφορούσε διπλώματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία χορηγήθηκαν σε κοινοτικούς
υπηκόους από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, πιστοποιούσαν επαγγελματική
εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών και επέτρεπαν στους κατόχους τους την
πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα και την άσκησή του στο ανωτέρω
κράτος μέλος και β) απέβλεπε στην κτήση, από τους ανωτέρω κοινοτικούς υπηκόους,
του δικαιώματος να ασκούν, ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή μισθωτοί, το
αντίστοιχο, νομοθετικώς κατοχυρωμένο, επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος (κράτος
μέλος υποδοχής), διάφορο εκείνου στο οποίο απέκτησαν το δίπλωμά τους.
Ακολούθησε η οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, με τίτλο «σχετικά με ένα δεύτερο
γενικό σύστημα αναγνώρισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης, το οποίο συμπληρώνει
την οδηγία 89/48/ΕΟΚ», (ΕΕ L
209). Με την οδηγία αυτή, η οποία εκδόθηκε κατ επίκληση των αυτών ως άνω
διατάξεων της Συνθήκης, θεσπίσθηκε ένα συμπληρωματικό γενικό σύστημα
αναγνωρίσεως των επαγγελματικών σπουδών, με σκοπό να καλυφθούν τα επίπεδα
εκπαίδευσης τα οποία δεν
καλύπτονταν από το σύστημα της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ. Σύμφωνα με την πέμπτη
αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ, το θεσπιζόμενο με την οδηγία αυτή
συμπληρωματικό σύστημα βασιζόταν στις ίδιες αρχές και περιελάμβανε, τηρουμένων
των αναλογιών, τους ίδιους κανόνες με το αρχικό γενικό σύστημα της οδηγίας
89/48. Εξάλλου, με τις οδηγίες 77/452/ΕΟΚ, 77/453/ΕΟΚ, 78/686/ΕΟΚ, 78/687/ΕΟΚ,
78/1026/ΕΟΚ, 78/1027/ΕΟΚ, 80/154/ΕΟΚ, 80/155/ΕΟΚ, 85/384/ΕΟΚ, 85/432/ΕΟΚ,
85/433/ΕΟΚ, 93/16/ΕΟΚ επιδιώχθηκε η πλήρης εναρμόνιση των νομοθεσιών των Κρατών
Μελών ως προς τους όρους εκπαίδευσης, τους τίτλους εκπαίδευσης και τα
επαγγελματικά δικαιώματα των νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη,
οδοντιάτρων, ειδικευμένων οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, μαιών, μαιευτών,
αρχιτεκτόνων, φαρμακοποιών και ιατρών, βασικής εκπαίδευσης και ειδικευμένων,
ενώ με την οδηγία 1999/42/ΕΚ θεσπίστηκε σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών
προσόντων βάσει της επαγγελματικής εμπειρίας σε εμπορικές, βιοτεχνικές και
βιομηχανικές επαγγελματικές δραστηριότητες που καλύπτονταν από τις οδηγίες
ελευθέρωσης. Οι ανωτέρω οδηγίες αντικαταστάθηκαν, από 20.10.2007, από την
οδηγία 2005/36/ΕΚ, εκδοθείσα κατ επίκληση των άρθρων 46, 53
παράγραφος 1 και 62 της Συνθήκης (τότε άρθρων 40, 47 παράγραφος 1 και 2 και
55), με το άρθρο 62 της
οποίας καταργήθηκαν ρητώς οι προγενέστερες αυτές οδηγίες, οι ρυθμίσεις των
οποίων αναδιαρθρώνονται και συστηματοποιούνται με τη νέα αυτή οδηγία. Από το
άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει
εφαρμογή στην περίπτωση κάθε υπηκόου κράτους μέλους, ο οποίος επιθυμεί να
ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο, στο
οποίο απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του. Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας
ορίζει, μεταξύ άλλων, την έννοια του νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος ως
της επαγγελματικής δραστηριότητας ή του συνόλου επαγγελματικών δραστηριοτήτων
των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή
έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την
κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων, την έννοια των επαγγελματικών
προσόντων ως των προσόντων που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από
βεβαίωση επάρκειας ή/και από επαγγελματική πείρα και
την έννοια του τίτλου εκπαίδευσης ως των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων
τίτλων που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει οριστεί σύμφωνα με
τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και
βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί,
κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας η αναγνώριση
των επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει στο δικαιούχο
τη δυνατότητα να αποκτήσει στο κράτος αυτό πρόσβαση στο επάγγελμα, για το οποίο
διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής, και να το ασκεί στο κράτος
μέλος υποδοχής υπό τις ίδιες με τους πολίτες του προϋποθέσεις. Στο άρθρο 10 της
οδηγίας ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του γενικού συστήματος αναγνώρισης τίτλων
εκπαίδευσης, το οποίο καλύπτει τα θέματα που είχαν ρυθμιστεί από τις οδηγίες
89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ, υπό την επιφύλαξη ειδικών ρυθμίσεων για συγκεκριμένα
επαγγέλματα ρητώς προσδιοριζόμενα. Στα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας καθορίζονται
τα επίπεδα των επαγγελματικών προσόντων, όπως προκύπτουν από βεβαιώσεις
επάρκειας, πιστοποιητικά ή διπλώματα που βεβαιώνουν είτε την επαγγελματική
πείρα, είτε γενική πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είτε γενική
εκπαίδευση συμπληρωμένη με κύκλο σπουδών επαγγελματικής εκπαίδευσης ή από
πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος είτε τεχνική ή επαγγελματική εκπαίδευση
με την επιπλέον απαιτούμενη πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλματος, είτε
εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου ενός, τριών ή
τεσσάρων ετών. Εξομοιώνεται επίσης προς τους ανωτέρω τίτλους εκπαίδευσης και
κάθε επαγγελματικό προσόν που, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται
στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του κράτους μέλους
καταγωγής σχετικά με την ανάληψη ή την άσκηση ενός επαγγέλματος, παρέχει στον
κάτοχό του κεκτημένα δικαιώματα δυνάμει των εν λόγω διατάξεων. Στο άρθρο 13 της
οδηγίας καθιερώνεται ο κανόνας ότι το κράτος μέλος υποδοχής παρέχει την
δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους
ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για πολίτες του, σε όσους είναι κάτοχοι
της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος
μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του.
Στο άρθρο 14 ορίζεται ότι το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί πάντως τη
δυνατότητα να απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο την πραγματοποίηση πρακτικής
άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ' ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία
επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εφόσον η διάρκεια της
εκπαίδευσης, την οποία επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, είναι μικρότερη κατά
τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής, β)
εφόσον η εκπαίδευση, την οποία έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος, αφορά τομείς
γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο
στο κράτος μέλος υποδοχής τίτλο εκπαίδευσης και γ) εφόσον το νομοθετικώς
ρυθμιζόμενο επάγγελμα στο κράτος μέλος υποδοχής περιλαμβάνει μία ή περισσότερες
νομοθετικώς ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν
στο αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του ενδιαφερομένου και
εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη συγκεκριμένη εκπαίδευση, η οποία
απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής και αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς
διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη βεβαίωση επάρκειας ή τον
τίτλο εκπαίδευσης, τους οποίους διαθέτει ο αιτών. Στα άρθρα 16, 17 , 18 και 19
η οδηγία οργανώνει το σύστημα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει της
επαγγελματικής εμπειρίας σε εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές
επαγγελματικές δραστηριότητες που περιγράφονται στο παράρτημα IV της οδηγίας. Στα άρθρα 21 έως 49 θεσπίζεται το σύστημα
αυτόματης αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων στα επαγγέλματα ιατρών, βασικής
εκπαίδευσης και ειδικευμένων, νοσοκόμων υπεύθυνων για γενική περίθαλψη,
οδοντιάτρων, ειδικευμένων οδοντιάτρων, κτηνιάτρων, φαρμακοποιών και
αρχιτεκτόνων, βάσει των τίτλων εκπαίδευσης οι οποίοι εμφαίνονται στο παράρτημα V, εφόσον οι τίτλοι αυτοί πληρούν τους ελάχιστους όρους
εκπαίδευσης για τους οποίους γίνεται αντιστοίχως λόγος στα άρθρα 24, 25, 31,
34, 35, 38, 44 και 46. Εξάλλου, στα άρθρα 5 έως 9 της οδηγίας θεσπίζονται οι
όροι, με τους οποίους διευκολύνεται η περιστασιακή και προσωρινή παροχή
υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος. Τέλος, στο άρθρο 50 παρ. 3 της οδηγίας
καθορίζεται η έκταση του ελέγχου, τον οποίο μπορούν να ασκήσουν τα κράτη μέλη
επί τίτλων εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και
περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε
εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους.
Όπως κρίνεται παγίως, τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων που περιέχουν συμμόρφωση
προς οδηγίες πρέπει να αποστέλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας σε εύλογο
χρόνο πριν τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης, προκειμένου το Συμβούλιο να
δυνηθεί να ασκήσει λυσιτελώς τη γνωμοδοτική του
αρμοδιότητα και η Διοίκηση να έχει τον χρόνο να συμμορφωθεί προς τυχόν
παρατηρήσεις νομιμότητας (Π.Ε. 166/2009, 99/08,
338/06, 183/05, 114/04, κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προθεσμία
συμμόρφωσης προς την οδηγία 2005/36/ΕΚ ορίζεται, στο άρθρο 63 αυτής, το χρονικό
διάστημα έως την 20.10.2007, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας
2006/100/ΕΚ, με την οποία τροποποιήθηκε, πλην άλλων, η οδηγία 2005/36/ΕΚ
προκειμένου να προσαρμοστούν οι ρυθμίσεις της προς την προσχώρηση της
Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη όφειλαν να
συμμορφωθούν προς την τελευταία αυτή οδηγία το αργότερο μέχρι την ημερομηνία
προσχώρησης των εν λόγω χωρών (1.1.2007). Ήδη, εξάλλου, εκδόθηκε κατόπιν της
από 29.10.2008 προσφυγής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της
Ελλάδας, η απόφαση της 2ας Ιουλίου 2009 του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας, εντός της
ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές
διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί την οδηγία 2005/36/ΕΚ, παρέβη τις
υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή. Περαιτέρω, με την απόφαση της 4ης
Ιουνίου 2009 του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνωρίστηκε ότι η Ελληνική
Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, τις αναγκαίες
νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωσή της προς
την οδηγία 2006/100/ΕΚ του Συμβουλίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το
άρθρο 2 της ως άνω οδηγίας. Ενόψει τούτων παρατηρείται εκ προοιμίου ότι
σημειώθηκε σημαντική καθυστέρηση στην προώθηση προς επεξεργασία του σχεδίου, το
οποίο περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας την 5.1.2010. Ειδικότερα τα
σημαντικότερα θέματα στα οποία αναφέρεται το εν λόγω πρακτικό επεξεργασίας
είναι τα ακόλουθα: Α) Στα άρθρα 5, 6 και 7 της οδηγίας ρυθμίζεται η ελεύθερη
παροχή υπηρεσιών στα κράτη μέλη. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το
δικαίωμα της ελεύθερης, προσωρινής και περιστασιακής, παροχής υπηρεσιών σε
κράτος μέλος από πρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, κτάται με την
υποβολή της τυχόν απαιτούμενης στο κράτος υποδοχής γραπτής δήλωσης της
παραγράφου 1 του άρθρου 7 της οδηγίας στην αρμόδια αρχή, ή και των
δικαιολογητικών που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 7, η δε προβλεπόμενη
στο κράτος υποδοχής προσωρινή εγγραφή ή τυπική προσχώρηση σε επαγγελματική
οργάνωση επέρχεται «αυτόματα» με την αποστολή της παραπάνω δήλωσης με τα τυχόν
απαιτούμενα δικαιολογητικά. Κατ εξαίρεση επιτρέπεται ο έλεγχος των
επαγγελματικών προσόντων του παρέχοντος, πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών,
στην περίπτωση των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων που έχουν επιπτώσεις
στη δημόσια υγεία ή ασφάλεια και δεν τυγχάνουν αυτόματης αναγνώρισης δυνάμει του τίτλου ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας.
Στην παρ. 3 του άρθρου 7 του σχεδίου προεδρικού διατάγματος όμως προβλέπεται
ότι «Η αρμόδια για κάθε επάγγελμα αρχή, όπως ορίζεται με την απόφαση που
εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, εξετάζει τη δήλωση
και τα δικαιολογητικά και χορηγεί εντός επτά εργάσιμων ημερών από την παραλαβή
όλων των δικαιολογητικών βεβαίωση στον πάροχο
υπηρεσιών, στην οποία πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παροχή
υπηρεσιών και προσδιορίζει σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου τον
τίτλο που χρησιμοποιεί ο πάροχος. Σε περίπτωση που
υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες για τη γνησιότητα των υποβληθέντων δικαιολογητικών, η
αρμόδια αρχή το γνωστοποιεί εγγράφως στον πάροχο και
ορίζει περαιτέρω εύλογη προθεσμία για την χορήγηση της βεβαίωσης». Με τη
διάταξη αυτή επιχειρείται η καθιέρωση ενός επιπλέον σταδίου διοικητικού ελέγχου
της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων στο πρόσωπο του παρόχου
υπηρεσιών, πέραν εκείνου που προβλέπεται στην ειδική περίπτωση των επαγγελμάτων
της παραγράφου 4 του άρθρου 7 της οδηγίας. Η διάταξη αυτή τίθεται νομίμως,
μόνον υπό την εκδοχή ότι η εν λόγω βεβαίωση δεν συνιστά προϋπόθεση για την
άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το οποίο κτάται με μόνη
την υποβολή της γραπτής δήλωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 7 της οδηγίας στην
αρμόδια αρχή ή και των δικαιολογητικών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του
άρθρου 7 στην οικεία επαγγελματική οργάνωση. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη
πρέπει να επαναδιατυπωθεί ώστε να καθίσταται σαφές
ότι η πρώτη παροχή υπηρεσιών δεν εξαρτάται από τη χορήγηση της προβλεπόμενης
στη διάταξη αυτή του σχεδίου βεβαίωσης της αρμόδιας αρχής. Β) Σύμφωνα με το
άρθρο 14 της οδηγίας η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν κωλύεται να απαιτεί από
τον αιτούντα την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του γενικού
συστήματος αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης, την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης
προσαρμογής επί τρία έτη, κατ' ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία
επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) εφόσον η διάρκεια της
εκπαίδευσης, την οποία επικαλείται ο αιτών δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφοι 1
ή 2, είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στο
κράτος μέλος υποδοχής· β) εφόσον η εκπαίδευση
του αιτούντος αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που
καλύπτονται από τον απαιτούμενο στο κράτος μέλος υποδοχής τίτλο εκπαίδευσης· γ) εφόσον το νομοθετικώς ρυθμιζόμενο στο
κράτος μέλος υποδοχής επάγγελμα περιλαμβάνει μία ή περισσότερες νομοθετικώς
ρυθμιζόμενες επαγγελματικές δραστηριότητες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο
αντίστοιχο επάγγελμα στο κράτος μέλος προέλευσης του αιτούντος κατά την έννοια
του άρθρου 4 παράγραφος 2 και εφόσον η εν λόγω διαφορά συνίσταται στη
συγκεκριμένη εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής και αφορά
τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τη
βεβαίωση επάρκειας ή τον τίτλο εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών. Στην παράγραφο
2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ως κανόνας ότι το κράτος μέλος υποδοχής, εάν κάνει
χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, οφείλει να παρέχει στον
αιτούντα την ευχέρεια επιλογής μεταξύ της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της
δοκιμασίας επάρκειας. Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζονται ως «τομείς
γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικοί» οι τομείς, «των οποίων η γνώση είναι απαραίτητη
για την άσκηση του επαγγέλματος και ως προς τους οποίους η εκπαίδευση που έχει
λάβει ο μετανάστης παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια ή
το περιεχόμενο σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος
υποδοχής», ο ορισμός δε αυτός υιοθετείται με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του
σχεδίου. Εξάλλου, στην περ. ζ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 της οδηγίας ορίζεται ως
«πρακτική άσκηση προσαρμογής», η άσκηση «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος,
που πραγματοποιείται στο κράτος μέλος υποδοχής υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου
επαγγελματία και που συνοδεύεται, ενδεχομένως, από συμπληρωματική εκπαίδευση».
Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, η πρακτική άσκηση υπόκειται σε αξιολόγηση, οι δε
λεπτομερείς κανόνες της πρακτικής άσκησης και της αξιολόγησής της καθώς και το
νομικό καθεστώς του ασκούμενου μετανάστη καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του
κράτους μέλους υποδοχής. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφόσον, δηλαδή, η οδηγία
καθορίζει το πλαίσιο της εννοίας των ουσιωδώς διαφορετικών τομέων γνώσεων και
της πρακτικής άσκησης προσαρμογής, δεν είναι αναγκαίος για την πλήρη και ορθή
ενσωμάτωση της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη ο ανά επάγγελμα προσδιορισμός,
με το υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος, αφενός μεν των τομέων γνώσεων, οι
οποίοι θεωρούνται απαραίτητοι για την άσκηση στην Ελλάδα των επαγγελμάτων που
εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, αφετέρου δε των λεπτομερειών
διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας
(πρβλ. ΣτΕ 3808/2006 , 7μ.), δεδομένου, άλλωστε, ότι
παρόμοια ρύθμιση θα προσέκρουσε σε ανυπέρβλητες πρακτικές δυσχέρειες. Έως ότου
πάντως προσδιοριστούν ανά επάγγελμα οι ανωτέρω ουσιώδεις τομείς γνώσεων, η
αρμόδια για την εφαρμογή του διατάγματος αρχή υποχρεούται να διατυπώνει, σε
κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πλήρως αιτιολογημένη κρίση για την ύπαρξη ουσιωδών
διαφορών σε τομείς γνώσεων μεταξύ των εκπαιδεύσεων στο επάγγελμα στη χώρα
προέλευσης και στην Ελλάδα. (πρβλ. ΣτΕ 3741/2009,
1637/2009). Γ) Από τις διατάξεις των άρθρων 46-48 της οδηγίας, σε συνδυασμό με
τις αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28, προκύπτει ότι, εφόσον μια δραστηριότητα
ασκείται από τους αρχιτέκτονες που έχουν πτυχίο χορηγηθέν από το κράτος μέλος
υποδοχής, ένας «μετανάστης» αρχιτέκτονας κάτοχος τίτλου εκπαίδευσης που
περιλαμβάνεται στο παράρτημα V σημείο 5.7 της οδηγίας
πρέπει επίσης να έχει πρόσβαση σε μια τέτοια δραστηριότητα. Και ναι μεν
εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής να καθορίσει τον
τομέα δραστηριοτήτων του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, εφόσον, όμως, ένα κράτος
μέλος θεωρεί μια δραστηριότητα ως εμπίπτουσα στον εν λόγω τομέα, η απαίτηση της
αμοιβαίας αναγνώρισης επιβάλλει να έχουν επίσης πρόσβαση στη δραστηριότητα αυτή
οι «μετανάστες» αρχιτέκτονες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου
2000 C-421/98 Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκ. 32- 45). Η
διάταξη του άρθρου 48 του σχεδίου υπό τον τίτλο «άσκηση επαγγελματικών
δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα», με το οποίο επιχειρείται η προσαρμογή της
εσωτερικής νομοθεσίας προς τη διάταξη του άρθρου 48 της οδηγίας, στην παράγραφο
1 ορίζει, σε συμμόρφωση προς την οδηγία, ότι «για τους σκοπούς του παρόντος
διατάγματος, επαγγελματικές δραστηριότητες του αρχιτέκτονα είναι οι δραστηριότητες
που ασκούνται συνήθως βάσει του επαγγελματικού τίτλου του αρχιτέκτονα» και στην
παράγραφο 3 περιλαμβάνει διάταξη, σύμφωνα με την οποία «ο αρχιτέκτων που στο
κράτος μέλος καταγωγής του δεν έχει το δικαίωμα συντάξεως στατικής μελέτης και
αντισεισμικού ελέγχου κατασκευών, δεν έχει ούτε στην Ελλάδα το δικαίωμα αυτό».
Η τελευταία αυτή διάταξη εισάγει ρύθμιση, βάσει της οποίας στους κατόχους
διπλώματος αρχιτεκτονικής χορηγηθέντος από άλλο κράτος μέλος δεν αναγνωρίζεται
το πεδίο δραστηριοτήτων, το οποίο αναγνωρίζεται στους κατόχους διπλώματος
αρχιτεκτονικής χορηγηθέντος στην Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή δεν συμβιβάζεται, κατά
τα εκτεθέντα στην προηγούμενη παρατήρηση, με την αρχή της αυτόματης αμοιβαίας
αναγνώρισης που διέπει την ανάληψη των αναφερόμενων στο Κεφάλαιο ΙΙΙ του Τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας
επαγγελματικών δραστηριοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι
επαγγελματικές δραστηριότητες των αρχιτεκτόνων, και, συνεπώς, δεν τίθεται
νομίμως. Δ) Εξάλλου η ευρεία ευχέρεια, την οποία χορήγησε στον κοινό νομοθέτη
το άρθρο 16 παράγραφος 7 του Συντάγματος προς ρύθμιση των αναγομένων στην
επαγγελματική εκπαίδευση ζητημάτων, έχει πλέον περιορισθεί, κατά το μέτρο που
το πεδίο εφαρμογής των νομοθετικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στα παραπάνω
ζητήματα και στο συναφές ζήτημα της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων, η
οποία δεν ταυτίζεται με την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών,
διασταυρώνεται ήδη με το πεδίο εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης για την
Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι αφορούν στην κατοχύρωση των
δικαιωμάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, καθώς και
με το πεδίο εφαρμογής των συνδεομένων με τις ελευθερίες αυτές κανόνων του
παραγώγου κοινοτικού δικαίου, οι οποίοι αφορούν στην αναγνώριση τίτλων που
πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση, δεδομένου ότι οι κανόνες αυτοί, όπως,
άλλωστε, και το σύνολο των κανόνων του πρωτογενούς και του παραγώγου κοινοτικού
δικαίου, έχουν, δυνάμει των οριζομένων στο άρθρο 28 του Συντάγματος και της
κυρώσεως της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες με το
Ν. 945/1979 (Α΄ 170), τυπική ισχύ υπέρτερη του κοινού νόμου (ΣτΕ 778/2007 επτ). Από τις
διατάξεις των άρθρων 3, 11, 14 και 50 παρ. 3 της οδηγίας προκύπτει ότι στην
έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας εμπίπτει και ο τίτλος εκπαίδευσης, από τον
οποίο προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος παρακολούθησε επιτυχώς έναν από τους
κύκλους σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που
μνημονεύονται στο άρθρο 11 της οδηγίας και εκείνος, ο οποίος α) χορηγήθηκε από
αρμόδια αρχή κράτους μέλους (κράτους μέλους προέλευσης), β) πιστοποιεί
εκπαίδευση πραγματοποιηθείσα κατά κύριο λόγο εντός της Κοινότητας, γ)
περιλαμβάνει την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε
εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και
δ) πιστοποιεί ότι ο κάτοχος του τίτλου διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά
προσόντα για την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα ή για την άσκησή του εντός του
κράτους μέλους προέλευσης. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων κάθε άλλο,
πέραν του κράτους μέλους προέλευσης, κράτος μέλος (κράτος μέλος υποδοχής)
υποχρεούται να επιτρέψει στους πολίτες οποιουδήποτε κράτους μέλους και,
επομένως, και των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής, οι οποίοι είναι κάτοχοι
του τίτλου που πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, την πρόσβαση στο αντίστοιχο,
νομοθετικά κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος υποδοχής, επάγγελμα ή την άσκηση
τέτοιου επαγγέλματος. Σύμφωνα δε με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 50 της
οδηγίας, η μόνη δυνατότητα, πέραν της επιβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 14
της οδηγίας αντισταθμιστικών μέτρων, που διαθέτουν οι αρχές του κράτους μέλους
υποδοχής επί των συγκεκριμένων τίτλων εκπαίδευσης είναι, σε περιπτώσεις
δικαιολογημένων αμφιβολιών, να επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος
μέλος καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε
την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που
βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου β) κατά πόσον οι τίτλοι
εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί
εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής
του τίτλου και γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια
επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον
τίτλο. Ενόψει αυτών, αλλά και της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί της αναγνωρίσεως των επαγγελματικών προσόντων που
πιστοποιούνται από τέτοιου είδους τίτλους εκπαιδεύσεως, όπως το ζήτημα αυτό
είχε τεθεί στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των οδηγιών 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ (βλ.
απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2003, C-153/02, Valentina
Neri κλπ, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, C-274/05,
Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008 C-180/08
και C-186/08, Μαρία Καστρινάκη κατά Π.Γ.Ν.Θ. ΑΧΕΠΑ, απόφαση της 4ης
Δεκεμβρίου 2008, C-84/07, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας και απόφαση της
4ης Δεκεμβρίου 2008, C-151/07, Χατζηθανάσης κατά
Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), νομίμως τίθεται η ρύθμιση του
άρθρου 50 παρ. 3 του σχεδίου, σύμφωνα με την οποία οι αρμόδιες ελληνικές αρχές,
κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων που
πιστοποιούνται από τίτλους εκπαίδευσης, οι οποίοι εμπίπτουν στην έννοια του
άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας και της αντίστοιχης διάταξης του
άρθρου 3 του σχεδίου, εκδόθηκαν από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και
αφορούν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε
εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες
διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια
άλλου κράτους μέλους, δύνανται να ελέγξουν τους τίτλους αυτούς μόνον υπό τους
προαναφερόμενους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις διατάξεις της
παραγράφου 3 του άρθρου 50 της οδηγίας, προβλέπονται δε και στην παραπάνω
διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 50 του σχεδίου. Ε)Σύμφωνα με το άρθρο 52
του σχεδίου «Οι δικαιούχοι της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων πρέπει
να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας για την άσκηση του
επαγγέλματος στην Ελλάδα. Με Απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Διά
Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και του αρμοδίου κατά περίπτωση Υπουργού
καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου». Η υπεξουσιοδότηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του
ανωτέρω άρθρου δεν τίθεται νομίμως, εφόσον το σχέδιο δεν θέτει γενικό πλαίσιο
κριτηρίων, βάσει των οποίων θα γίνεται η διαπίστωση των γνώσεων των
ενδιαφερομένων στην ελληνική γλώσσα. Εάν τούτο δεν είναι εφικτό, και δεδομένου
ότι για τη διαπίστωση της συνδρομής της παραπάνω προϋπόθεσης που συνίσταται
στην επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση της
ρύθμισης με κανονιστική πράξη, το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου πρέπει να
διαγραφεί και να οριστεί στο κείμενο του σχεδίου ότι η αρμόδια για την εφαρμογή
του διατάγματος αρχή υποχρεούται να διατυπώνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση,
πλήρως αιτιολογημένη κρίση σχετικά με τη γνώση της ελληνικής γλώσσας ανάλογα με
τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματος. ΣΤ) Στο άρθρο 54 του σχεδίου ορίζεται ότι
αρμόδια αρχή για να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδει τις
αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων, είτε επί τη βάσει του
γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης, είτε επί τη βάσει της
αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας, είναι το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως
Επαγγελματικών Προσόντων (Σ.Α.Ε.Π.), του οποίου η
σύσταση προβλέπεται με το άρθρο 55 του σχεδίου. Με την παράγραφο 5 του άρθρου
αυτού ορίζεται ότι από 1.1.2013 αρμόδιες αρχές να δέχονται τις αιτήσεις των
ενδιαφερομένων και να εκδίδουν τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών
προσόντων, είτε επί τη βάσει του γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων
εκπαίδευσης (Τίτλος ΙΙΙ, Κεφάλαιο Ι), είτε επί τη
βάσει της αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας (Τίτλος ΙΙΙ,
Κεφάλαιο ΙΙ) θα είναι οι οικείες επαγγελματικές
οργανώσεις που είναι οργανωμένες ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Για τους
επαγγελματίες για τους οποίους δεν υπάρχουν αντίστοιχες επαγγελματικές
οργανώσεις αποκλειστικά αρμόδιο θα είναι το Σ.Α.Ε.Π.
Για τη μεταβατική περίοδο έως την 1.1.2013 ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4
του ίδιου άρθρου ότι το Σ.Α.Ε.Π. είναι επίσης αρμόδιο
για να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των
κτηνιάτρων, ότι αρμόδια αρχή στην περίπτωση των επαγγελμάτων ή τίτλων
ειδικότητας των ιατρών, νοσηλευτών, οδοντιάτρων, φαρμακοποιών, μαιών/μαιευτών, που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙΙ του Τίτλου ΙΙΙ του σχεδίου
είναι η αρμόδια Διεύθυνση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της επαγγελματικής
εγκατάστασης των ως άνω επαγγελματιών ή της περιφέρειας, στην οποία οι
ενδιαφερόμενοι προτίθενται να εγκατασταθούν, και ότι αρμόδια αρχή για το
επάγγελμα του αρχιτέκτονα είναι το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Οι διατάξεις
αυτές του σχεδίου τίθενται νομίμως, εφόσον η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη την
ευχέρεια να καθορίσουν τις αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή της οδηγίας.
Ειδικότερα, νομίμως το σχέδιο καθορίζει ως αρμόδιες αρχές τις επαγγελματικές
οργανώσεις μόνον αν είναι οργανωμένες ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τούτο
δε διότι, σε αντίθεση με τις επαγγελματικές οργανώσεις που είναι οργανωμένες ως
νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (σωματεία), η συμμετοχή στις οργανώσεις που
έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι υποχρεωτική εκ του νόμου
και δεν είναι δυνατή η ίδρυση περισσότερων από μία για το ίδιο επάγγελμα (βλ.
λ.χ. άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1486/1984, Α΄161, για το Τεχνικό Επιμελητήριο
Ελλάδος). Ζ) Περαιτέρω στο πρακτικό επεξεργασίας αναφέρεται ότι οι δικηγόροι
εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, και επομένως εμπίπτουν
και στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου τόσο ως προς τις ουσιαστικές όσο και ως
προς τις διαδικαστικές διατάξεις του. Συνεπώς, και για τους δικηγόρους
καταρχήν, αρμόδια αρχή για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων κατ
εφαρμογή του παρόντος σχεδίου και της οδηγίας 2005/36/ΕΚ είναι εκείνη που
αναφέρεται στο άρθρο 54 του σχεδίου, ήτοι το Σ.Α.Ε.Π.
και από 1.1.2013 ο οικείος δικηγορικός σύλλογος. Η) Σημαντικές είναι και οι
εξής παρατηρήσεις επί
των μεταβατικών ρυθμίσεων του σχεδίου: Στην παρ. 2 του άρθρου 60 του σχεδίου
ορίζεται ότι υποθέσεις που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος
διατάγματος ενώπιον του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων
Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και του Συμβουλίου Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων
Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, τα οποία καταργούνται με την παράγραφο 1 του ίδιου
άρθρου και των οποίων οι αρμοδιότητες περιέρχονται στο συνιστώμενο με το σχέδιο
Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων, υπάγονται εφεξής στη
δικαιοδοσία των οργάνων που ορίζονται βάσει των διατάξεων του παρόντος
διατάγματος και διέπονται μέχρι τη διεκπεραίωσή τους από το νομικό καθεστώς, το
οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων των ενδιαφερομένων. Η διάταξη
αυτή δεν τίθεται νομίμως, δοθέντος ότι η οδηγία 2005/36/ΕΚ δεν περιλαμβάνει
μεταβατικές διατάξεις σε σχέση με τις οδηγίες που καταργεί, ενόψει και της
γενικής αρχής του δικαίου, κατά την οποία οι διοικητικές πράξεις διέπονται από
το ισχύον κατά το χρόνο εκδόσεώς τους νομοθετικό καθεστώς. Επίσης στο άρθρο 63
της οδηγίας 2005/36/ΕΚ προβλέπεται ότι «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις
αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να
συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 20 Οκτωβρίου 2007....»,
ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της οδηγίας 2006/100/ΕΚ «Τα κράτη
μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές
διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι την ημερομηνία
προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση» (1.1.2007).
Ενόψει τούτων, και δεδομένου ότι η καθυστέρηση κράτους μέλους να ενσωματώσει
κοινοτική οδηγία στο εθνικό δίκαιο δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος όσων αντλούν
δικαιώματα από το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει στις διατάξεις του σχεδίου που είναι
βασικές για την λειτουργία του συστήματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και των
συστημάτων αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, αλλά
και στις διατάξεις που αφορούν την συμμόρφωση προς την οδηγία 2006/100/ΕΚ, να
δοθεί αναδρομική ισχύς από τις ανωτέρω ημερομηνίες, προκειμένου να υπαχθούν
στις ρυθμίσεις του τυχόν αιτήσεις για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων,
οι οποίες κατατέθηκαν πριν από τη δημοσίευση του σχεδίου, αλλά μετά τις
ημερομηνίες αυτές (πρβλ. Π.Ε. 23/2010, 201/2008,
295/2006).