ΠΠρΑθ 7809/2008
Κατηγορίες ανύπαρκτων
δικαστικών αποφάσεων - Συμμετοχή στη διάσκεψη και ψήφος δικαστών πολυμελούς
δικαστηρίου με χρήση τεχνικών μέσων (τηλεφωνικά) - Μειοψηφούσα άποψη ως προς το
ανίσχυρο των δικαστικών αποφάσεων -.
Έννοιες
ανυπόστατης και ανίσχυρης ή αυτοδικαίως άκυρης απόφασης.
Ανύπαρκτη
απόφαση αν δεν συμμετείχαν όλοι οι δικαστές στη διάσκεψη ή σημειώθηκαν
πλημμέλειες στη συλλογή ψήφων για την έκδοσή της. Η συμμετοχή των δικαστών στη
διάσκεψη μπορεί να λάβει χώρα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις [όπως όταν
διαπιστώνεται προσωρινή αδυναμία μερικών εξ αυτών, να παρασταθούν σε αυτήν
(διάσκεψη)] και με την χρήση τηλεοπτικών ή και τηλεφωνικών συσκευών
τηλεδιάσκεψης.
Κρίθηκε
νόμιμη η συμμετοχή δικαστών στη διάσκεψη και ψήφος μέσω τηλεφώνου καθώς αποδείχθηκε
ότι οι απόντες δικαστικοί λειτουργοί πριν να διατυπώσουν τη γνώμη τους είχαν
μελετήσει εμβριθέστατα και με σχολαστικότητα τη δικογραφία και είχαν αποδυθεί
σε έρευνα και μελέτη προκειμένου να αντλήσουν τις απαραίτητες για το
συγκεκριμένο νομικό ζήτημα (εδώ τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου σε μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου) από τη νομολογία και τη
βιβλιογραφία πληροφορίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν προέκυψε κάποια
παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης (άποψη μειοψηφίας: Η περίπτωση
πλημμέλειας κατά τη διάσκεψη και τη συλλογή ψήφων για την έκδοση δικαστικής
απόφασης δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία από τις κατηγορίες ανύπαρκτης απόφασης
του άρθρου 313 ΚΠολΔ).
Αριθμός
απόφασης: 7809 /2008
ΤΟ
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε
από τους Δικαστές Αικατερίνη Χρυσικοπούλου, Πρόεδρο
Πρωτοδικών, Γεώργιο Βώττη, Πρωτοδίκη ως Εισηγητή, και
Δημήτριο Θεοδωρακόπουλο, Πρωτοδίκη, καθώς και από τη Γραμματέα Δήμητρα Καραθανάση.
Συνεδρίασε
δημόσια στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου του έτους 2008, για να
δικάσει την ακόλουθη υπόθεση:
Του
ενάγοντος:
, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους
πληρεξούσιους. Δικηγόρους του Αντώνιο Ρουπακιώτη,
Σπύρο Λάλα και Φωτεινή Δερμιτζάκη.
Του
εναγόμενου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΕΛΓΑ)», που εδρεύει
στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους
πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Παζιώτη και
Αναστασία Κουτσαύτη.
Ο
ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.6.2007 αγωγή του που κατατέθηκε στη
γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 19955/2008 και
αριθμό κατάθεσης δικογράφου 974/2008, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που
αναγράφεται στην αρχή της απόφασης αυτής και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά
τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους
ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και
τις προτάσεις τους
ΑΦΟΥ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα
με το άρθρο 313 παρ.1 ΚΠολΔ μπορεί να επιδιωχθεί με
αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης μόνο στις
ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική
ιδιότητα, β) αν το πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν
υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) αν δεν δημοσιεύθηκε, δ)
αν εκδόθηκε σε δίκη που έχει διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού
προσώπου και ε) αν εκδόθηκε κατά προσώπου που έχει το προνόμιο της ετεροδικίας.
Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι χαρακτηρίζονται ως «ανύπαρκτες» δύο
κατηγορίες αποφάσεων και ειδικότερα αφενός μεν οι ανυπόστατες, δηλαδή εκείνες
που δεν συγκεντρώνουν όλα τα εννοιολογικά στοιχεία, άλλως τα στοιχεία του πραγματικού
τα οποία κατά νόμο συνθέτουν τη δικαστική απόφαση (άρθρο 313 εδάφ. Α
και γ)
και αφετέρου οι ανίσχυρες ή αυτοδικαίως άκυρες (άρθρο 313 εδαφ.
β
δ
ε)
οι οποίες, αν και έχουν τη μορφή δικαστικής απόφασης, δεν έχουν κατά νόμο ισχύ
δηλαδή δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα λόγω σοβαρότατου, δικονομικής δε
πάντοτε φύσεως, ελαττώματος που έχει εμφιλοχωρήσει σε αυτές (βλ. σχετ. Μπέη Πολ.Δικ. άρθρο 313 παρ.2 και 3, ο ίδιος Η ανίσχυρος
διαδικαστική πράξις παρ.4Π 3γ σελ. 125-126, Κονδύλη
Το δεδικασμένον κ.λ.π. παρ. 8 σελ. 76 επομ.). Ανυπόστατη, υπό την παραπάνω
έννοια, είναι η απόφαση α) αν δεν προέρχεται από δικαστήριο δηλαδή αν το όργανο
που τη δημοσίευσε δεν ήταν δικαστήριο, β) αν δεν εκφράζει βούληση του
δικαστηρίου δηλαδή αν δεν έχει διατακτικό και γ) αν η δήλωση βούλησης του
δικαστηρίου δεν έγινε κατά τον προσήκοντα τύπο δηλαδή με δημοσίευση στο
ακροατήριο (άρθρο 313 παρ.1γ, βλ. σχετ. Κονδύλη, ο.π. σελ. 77). Αντιθέτως,
απλώς ανίσχυρη ή αυτοδικαίως άκυρη είναι η απόφαση όταν εκδόθηκε α) σε δίκη
κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου (άρθρο 313 παρ.1 δ), όπως π.χ. υπέρ
ή κατά προσώπου που είχε προαποβιώσει, β) για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη
δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 313 παρ.1β) και γ) κατά προσώπου
που έχει το προνόμιο της ετεροδικίας (άρθρο 313 παρ. 1ε). Η παραπάνω
περιοριστική απαρίθμηση στο άρθρο 313 παρ.1 ΚΠολΔ των
περιπτώσεων ανίσχυρης ή αυτοδίκαιης ακυρότητας των δικαστικών αποφάσεων δεν
εμποδίζει την επέκταση τους με βάση τη γενικότερη νομοθετική αρχή από την οποία
πηγάζει η σχετική ρύθμιση (ΕφΘεσ. 1668/2003 Αρμ. 2003.1597, ΕφΑθ 1062/1994 ΝοΒ 1994.1171, ΕφΑΘ 7044/1990 Δνη 33.385). Π. Σύμφωνα με το άρθρο 300 του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας «η απόφαση εκδίδεται μόνον από το δικαστή που έλαβε μέρος
στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδίδεται και
στα πολυμελή δικαστήρια ύστερα από διάσκεψη και ψηφοφορία όλων των δικαστών που
έλαβαν μέρος στη συζήτηση». Η κατά τη διάταξη οριζόμενη υποχρέωση έκδοσης της
απόφασης από το δικαστή που έλαβε μέρος στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά τη
συζήτηση και στα πολυμελή δικαστήρια από όλους τους δικαστές που έλαβαν μέρος
σε αυτήν και μάλιστα ύστερα από διάσκεψη αυτών, η οποία, ενόψει της παράθεσης
του στερητικού «μόνο», αποκλείει σε κάθε περίπτωση και για οποιοδήποτε
ανεξαιρέτως λόγο, την έκδοση από άλλον ή άλλους δικαστές, έχει την έννοια ότι
αποκλειστικά από τους δικαστές αυτούς πρέπει να γίνει η εκτίμηση της συνδρομής
των διαδικαστικών προϋποθέσεων παροχής έννομης προστασίας, της κατά το νόμο και
την ουσία βασιμότητας της αίτησης και του αποδεικτικού υλικού χωρίς κανένα
επηρεασμό από τρίτα πρόσωπα, παρόντα ή απόντα, δικαστές ή όχι, συναδέλφους ή
προϊσταμένους ή επιθεωρητές, γιατί ο νομοθέτης αξιώνει, για τη διασφάλιση του
κύρους της δικαιοσύνης και της απονομής του δικαίου, το πόρισμα της απόφασης να
είναι, έστω και εσφαλμένο, αποτέλεσμα της ελεύθερης, αδέσμευτης και ανεξάρτητης
κρίσης των δικαστών. Εξάλλου, μεε το άρθρο 301 ΚΠολΔ παρ.1 «Τη διάσκεψη τη διευθύνει ο πρόεδρος και την
εισήγηση κάνει ο δικαστής που ο πρόεδρος όρισε εισηγητή. Η διάσκεψη γίνεται
είτε αμέσως μετά τη συζήτηση, είτε αργότερα, σε ημέρα που ορίζει ο πρόεδρος.».
Η ως άνω διάταξη δεν καθορίζει ορισμένο τόπο διάσκεψης και συνεπώς δεν αποτελεί
στοιχείο του κύρους της απόφασης η σε ορισμένο τόπο διάσκεψη. Γι' αυτό μπορεί
να γίνει αυτή όχι μόνο στο δικαστικό κατάστημα (γραφείο προέδρου), αλλά και
εκτός αυτού, σε τόπο που ορίζεται από τον πρόεδρο, όπως π.χ. στην οικία του ή
στην οικία κάποιου δικαστή διότι ο νόμος μόνο για τις δημόσιες συνεδριάσεις προσδιορίζει
το δικαστικό κατάστημα ως τόπο ενέργειας του δικαστηρίου. Από την ίδια ως άνω
διάταξη προκύπτει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει σαφής χρονική οριοθέτηση της
διάσκεψης η οποία μπορεί κατά την παρ.1, να γίνει είτε αμέσως μετά τη συζήτηση
είτε αργότερα, πάντοτε μετά τον ορισμό του εισηγητή, σε ημέρα και ώρα που
ορίζει ο πρόεδρος. Η ημέρα της προέκδοσης της απόφασης, διάσκεψης δεν καθορίζεται από την
προκείμενη ή άλλη διάταξη νόμου αλλά ως άνω από τον πρόεδρο, στον οποίο δεν
τίθενται περιορισμοί και συνεπώς μπορεί να προσδιορισθεί από αυτόν σε
οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας, και αν ακόμη είναι αργία, Κυριακή ή άλλη κατά
νόμο εξαιρετέα ημέρα (βλ. ΑΠ 326/1986 ΝοΒ35.27, ΕφΑΘ
6778/1985 Δνη 26.998). Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό
των παραπάνω διατάξεων δεν συνάγεται με σαφήνεια ο ακριβής τρόπος διάσκεψης. Η
συμμετοχή δε των δικαστών στη διάσκεψη μπορεί να λάβει χώρα, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις [όπως όταν διαπιστώνεται προσωρινή αδυναμία μερικών εξ αυτών να
παρασταθούν σε αυτήν (διάσκεψη)] και με την χρήση τηλεοπτικών ή και τηλεφωνικών
συσκευών τηλεδιάσκεψης [ήτοι με χρήση συσκευής ανοικτής ακρόασης ή ακόμη και με
την χρήση οθόνης που παρέχει ήχο και εικόνα η οποία (οθόνη) μπορεί να είναι
μικρή (εικονοτηλέφωνο) ή μεγαλύτερη (οθόνη υπολογιστή
με εγκατεστημένη κάμερα)], υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο δικαστικός
λειτουργός που καλείται να εκφράσει τη γνώμη και την άποψη του κατά αυτόν τον
τρόπο έχει μελετήσει εμβριθέστατα το φάκελο της υπόθεσης με συνέπεια να έχει
καταστεί ενήμερος της κρινόμενης
διαφοράς καθώς και των νομολογιακών ζητημάτων που άπτονται αυτής. Συνακόλουθα, επιτυγχάνεται
κατά τρόπο ασφαλή η ανταλλαγή των αντικρουόμενων απόψεων, εφόσον τούτο επιθυμεί
ο δικαστικός λειτουργός, και η αναζήτηση
των λύσεων και συγκεκριμένα των επίμαχων (υπό διάσκεψη) ζητημάτων. Στην προκείμενη περίπτωση,
ο ενάγων εκθέτει
ότι προσλήφθηκε από το εναγόμενο
Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, ως τεχνολόγος γεωπόνος, με αλλεπάλληλες
διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Ότι ακολούθως το εναγόμενο
αρνήθηκε την παροχή των υπηρεσιών του και εξ αυτού του λόγου
κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου την από 10.5.2006 αίτηση
του με την οποία ζητούσε αφενός την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και
αφετέρου να υποχρεωθεί ο μέχρι πρότινος εργοδότης του να αποδέχεται τις
υπηρεσίες του, και επί της οποίας (αίτησης ασφαλιστικών μέτρων) εκδόθηκε η με
αριθμό 4251/2391/2006 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου
Ηρακλείου), δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή και υποχρεώθηκε το εναγόμενο να
αποδέχεται τις υπηρεσίες του. Ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε κατά
της ως άνω απόφασης την από 5-10.2006 αίτηση αναίρεσης η οποία προσδιορίσθηκε
να συζητηθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Ότι η υπόθεση αυτή
συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 15ης Φεβρουαρίου του έτους 2007 και στις 11
Ιουνίου του ιδίου έτους δημοσιεύθηκε η με αριθμό 19/2007 απόφαση της Ολομέλειας
του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την παραπάνω απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Ηρακλείου. Ότι, όπως προκύπτει από το κείμενο της προαναφερόμενης
απόφασης, η διάσκεψη των δικαστών της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
πραγματοποιήθηκε στις 19.4.2007 από την οποία (διάσκεψη) όμως απουσίαζαν, για
διαφορετικούς λόγους ο καθένας λόγους,-τρεις (3)
δικαστές της σύνθεσης, ο Πολύκαρπος
Βούλγαρης, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, η Ελισάβετ Μουγάκου-
Μπρίλλη, και η Αιμιλία Λίτινα,
Αρεοπαγίτες. Ότι οι προαναφερόμενοι δικαστικοί λειτουργοί, μολονότι δεν έλαβαν
υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, δεν άκουσαν τις απόψεις των υπόλοιπων δικαστών
και δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν δική τους άποψη, ωστόσο ψήφισαν
τηλεφωνικά μέσω του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Ότι στο πρακτικό διάσκεψης της
19.4.2007 και στην με αριθμό 19/2007 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
διατυπώθηκε ψευδώς ότι μετείχαν όλοι οι δικαστές και όχι μέρος από αυτούς,
γεγονός που ομολόγησε δημοσίως και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ρωμύλος Κεδίκογλου. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να
αναγνωρισθεί ότι η με αριθμό 19/2007 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου
είναι ανυπόστατη και, κατ' επέκταση ότι η με αριθμό 4251/2391/2006 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου δεν απέβαλε την ισχύ της. Επίσης, ζητεί να
καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο, η
κρινόμενη αγωγή αρμόδια καθ' ύλη και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί
ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [άρθρα 313 και 22 ΚΠολΔ
(βλ. και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ'
άρθρο, Βασίλη Βαθρακοκοίλη, έκδοση 1994, Τόμος Β',
σελ.426)]. κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, είναι επαρκώς ορισμένη
καθόσον αναφέρει όλα τα εκ του νόμου απαιτούμενα στοιχεία (άρθρο 216 ΚΠολΔ), καθώς και νόμιμη,, διότι στηρίζεται στις διατάξεις
των άρθρων 68, 70,113, 300, 301, 302, 313 και 176 ΚΠολΔ,
του άρθρου 8 του Συντάγματος, του άρθρου 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και του άρθρου 23 του Ν. 1756/1988. Επομένως, πρέπει
η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί εάν είναι βάσιμη και από
ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν απαιτείται η
απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 214Α' του ΚΠολΔ, διότι η κρινόμενη διαφορά δεν είναι δεκτική
δικαστικού συμβιβασμού κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου [871 επ. ΑΚ (βλ. ΑΠ 1768/2006 καταχωρημένη στην Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος)].
Από
την εκτίμηση των δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων που προσκομίζουν και
επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις
15.2.2007 συζητήθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η από 5.10.2006 αίτηση
αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 42512391/2006
απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείο Ηρακλείου, με την
οποία το εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου υποχρεώθηκε να αποδεχθεί
προσωρινά την προσφερόμενη εργασία του ενάγοντος ο οποίος είχε προσληφθεί από
το εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες ανανεώνονταν
διαδοχικά, εκτός από την τελευταία, μετά τη λήξη της οποίας δεν έλαβε χώρα άλλη
ανανέωση. Στη σύνθεση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κατά την ημερομηνία
συζήτησης της ως άνω αίτησης αναίρεσης συμμετείχαν και παρίσταντο
πενήντα (50) δικαστές, ενώ παράλληλα ο εισηγητής Αρεοπαγίτης ανέγνωσε την
εισηγητική του έκθεση με την οποία εισηγήθηκε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη
απόφαση. Μετά το τέλος της συζήτησης (και αφού δόθηκε ο λόγος στους
πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων) το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει
και ορίσθηκε ως ημέρα διάσκεψης η 19.4.2007. Κατά την ημέρα αυτή παρευρέθηκαν
στη διάσκεψη σαράντα επτά (47) δικαστικοί λειτουργοί από τους αποτελούντες τη
σύνθεση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ενώπιον της οποίας συζητήθηκε η ως άνω
αίτηση αναίρεσης ενώ απουσίαζαν ο τότε Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου,
Πολύκαρπος Βούλγαρης για λόγους που άπτονταν της υγείας του, η Αρεοπαγίτης
Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη.
η οποία βρισκόταν στην Κρήτη για τη διενέργεια της επιθεώρησης των εκεί
δικαστικών υπηρεσιών, και η Αρεοπαγίτης Αιμιλία Λίτινα
για λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο της μητέρας της η οποία νοσηλευόταν σε
κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» όπου και κατέληξε. Ακολούθως,
πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη με τους παρόντες σαράντα επτά (47) δικαστές, από
τους οποίους οι είκοσι έξι (26) ψήφισαν υπέρ της παραδοχής της αίτησης
αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενώ οι λοιποί είκοσι ένας (21)
ψήφισαν υπέρ της απόρριψης της. Στη συνέχεια, και εφόσον από την ψηφοφορία των
παρόντων σχηματίσθηκε ήδη η πλειοψηφία, ζητήθηκε από τον εισηγητή-Αρεοπαγίτη
τηλεφωνικά η ψήφος των απόντων δικαστικών λειτουργών και οι μεν Πολύκαρπος
Βούλγαρης και Αιμιλία Λίτινα ψήφισαν υπέρ της
παραδοχής της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η δε Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ψήφισε υπέρ της
απόρριψης της. Κατόπιν τούτων, οι συνολικώς ψηφίσαντες δικαστές υπέρ της
παραδοχής της αίτησης αναίρεσης ήσαν είκοσι οκτώ (28), ενώ οι συνολικώς
ψηφίσαντες δικαστές υπέρ της απόρριψης της ήσαν είκοσι δύο (22). Ο ενάγων με
την κρινόμενη αγωγή του ισχυρίζεται ότι οι απόντες δικαστικοί λειτουργοί και,
δη. ο Πολύκαρπος Βούλγαρης και η Αιμιλία Λίτινα οι οποίοι
ψήφισαν υπέρ της παραδοχής της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου
Πάγου, θα κατέληγαν ενδεχομένως σε αντίθετη κρίση, εάν ήταν παρόντες στη
διάσκεψη και προέβαιναν σε ανταλλαγή απόψεων με τους έτερους δικαστικούς
λειτουργούς. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον όπως από
το υπάρχον αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας οι προαναφερόμενοι δικαστικοί
λειτουργοί, προτού διατυπώσουν τη γνώμη τους, είχαν μελετήσει εμβριθέστατα και
με σχολαστικότητα τη δικογραφία και είχαν αποδυθεί σε έρευνα και μελέτη
προκειμένου να αντλήσουν τις απαραίτητες για το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα από
τη νομολογία και τη βιβλιογραφία
πληροφορίες. ʼξιο μνείας είναι ότι οι συγκεκριμένοι δικαστές, οι
οποίοι απουσίαζαν από την ως άνω διάσκεψη, συμμετείχαν ως μέλη της Ολομέλειας
του Αρείου Πάγου, η οποία συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στις 13 Απριλίου του
έτους 2006 και επιλήφθηκε του ιδίου ζητήματος (περί της μετατροπής ή μη των διαδοχικών εργασιακών
συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου) με
την με αριθμό 18/2006 απόφαση της,
γεγονός που καταδεικνύει ότι οι προλεχθέντες
δικαστικοί λειτουργοί γνώριζαν τις νομικές διατάξεις επί των οποίων ερείδεται η
κρινόμενη διαφορά, δεδομένου ότι ο ʼρειος
Πάγος δεν αποτελεί δικαστήριο ουσίας. Κατόπιν τούτων, καθίσταται σαφές ότι οι
συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί, όταν ζητήθηκε η γνώμη τους και η ψήφος
τους, μελέτησαν την εισηγητική έκθεση και τα στοιχεία της δικογραφίας και αφού
σχημάτισαν και αποκρυστάλλωσαν νομική κρίση, ψήφισαν κατά τα προαναφερθέντα.
Από τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει ότι άπαντες οι δικαστικοί λειτουργοί
συμμετείχαν στη διάσκεψη της 19.4.2007 η οποία πραγματοποιήθηκε με νόμιμο
τρόπο, όσα δε αναφέρει ο ενάγων σχετικά με τη μη φυσική παρουσία των απόντων
δικαστών η οποία συνεπάγεται την αδυναμία ανταλλαγής απόψεων που θεμελιώνουν ή
αποκρούουν κάποια ερμηνευτική λύση, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα
διότι οι ως άνω δικαστικοί λειτουργοί είχαν μορφώσει συγκεκριμένη νομική θέση
και ως εκ τούτου, η συνεισφορά επιχειρημάτων υπέρ της αντίθετης άποψης δεν θα
είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τα
αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε κάποια παραβίαση της
θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της δίκαιης δίκης που
πανηγυρικά κατοχυρώνει το άρθρο 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα
του Ανθρώπου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να
απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ακολουθεί η γνώμη της μειοψηφίας στο όπισθεν
συνημμένο έγγραφο. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των
παραπάνω διαδίκων επειδή η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν
ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 περ. γ'ΚΠολΔ).
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει
αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει
την αγωγή.
Συμψηφίζει
στο σύνολο της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Κρίθηκε,
αποφασίστηκε στην Αθήνα την 24. 11.2008.
Δημοσιεύτηκε
σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την 26.11.2008.
Μειοψήφησε
η Πρόεδρος του Δικαστηρίου τούτου Αικατερίνη Χρυσικοπούλου
η οποία έχει την εξής γνώμη : Η αγωγή είναι απορριπτέα ως νομικώς αβάσιμη.
Ειδικότερων, στο άρθρο 313 Κ.Πολ.Δ προβλέπονται περιοριστικώς οι περιπτώσεις στις οποίες συγχωρείται να
επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση μίας δικαστικής αποφάσεως ως
ανύπαρκτης. Επέκταση υπό την έννοια της αναλογικής εφαρμογής και της προσθήκης
και άλλων περιπτώσεων δεν συγχωρείται. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για επέκταση
υπό την έννοια της εντάξεως σε κάποια από τις προβλεπόμενες στον νόμο
κατηγορίες και άλλων περιπτώσεων οι οποίες όμως συνδέονται στενώς
και εμπίπτουν στο εύρος της εννοίας της απαριθμουμένης
στον νόμο περιπτώσεως. Τέτοιας όμως μορφής επέκταση και ,συνακολούθως, εφαρμογή
κάποιας από τις προβλεπόμενες στον νόμο περιπτώσεις δεν συντρέχει υπό το προεκτεθέν ιστορικό της αγωγής. Συγκεκριμένως , σύμφωνος
προς την υποστηριζόμενη από την μειοψηφία άποψη , δεν μπορεί να ενταχθεί σε
καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες του άρθρου 313 Κ.Πολ,Δ
η περίπτωση πλημμελείας κατά την διάσκεψη και την συλλογή των ψήφων για την
έκδοση δικαστικής αποφάσεως .
Η
μειοψηφούσα Πρόεδρος