ΠΠρΑθ 6105/2011
Προστασία φαρμακευτικών εφευρέσεων - Φαρμακευτικά προϊόντα ή ιδιοσκευάσματα - Συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας φαρμάκου - Ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας - Εφεύρεση μεθόδου - Ανάλογο και ισοδύναμο μέσο - Ένσταση ακυρότητας διπλώματος ευρεσιτεχνίας .
Δεκτή η ένσταση ακυρότητας διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αναφορικά με την αξίωση για την επίδικη φαρμακευτική ουσία. Κρίθηκε ότι σε κάθε περίπτωση η χορήγηση του επίδικου διπλώματος, ως διπλώματος φαρμακευτικού προϊόντος απαγορευόταν και υπό το καθεστώς του ν. 1733/1987 μέχρι την 07.10.1992 οπότε και έληγε η προθεσμία της επιφύλαξης του άρθρου 167 παρ. 2 της Σύμβασης του Μονάχου. Η αναδρομικότητα της διάταξης του άρθρου 33 της Διεθνούς Συμφωνίας TRIPS, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 2359/1995 σε επίπεδο εθνικού εσωτερικού δικαίου, δεν αφορά στο συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγήθηκε στην πρώτη ενάγουσα εταιρία (αντίθετη ΠΠρΑθ 728/2009).
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Αριθμός απόφασης 6105/2011
ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ:
69221/2009
ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ:
4678/2009
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαρούδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σωκράτη Γαβαλά, Πρωτοδίκη- Εισηγητή και Δήμητρα Κάββουρα, Πρωτοδίκη, τους οποίους όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα Ιωάννη Δήμου.
Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 4-5-2011 για να δικάσει
την υπόθεση μεταξύ:
Των Εναγουσών Εταιρειών: (I) Της Αλλοδαπής Εταιρείας, με την επωνυμία: «Daiichi Sankyo Company.Limited», που εδρεύει στο Τόκυο της Ιαπωνίας (3-5-1, Nihonbashi Honcho, Chuo-Fzu 103-8426), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Κωνσταντίνου Κιλιμίρη και Εμμανουήλ Μεταξάκη
(II) Της Αλλοδαπής Εταιρείας, με - την επωνυμία: «Sanofi- Aventis Deutschland GmbH», που εδρεύει στη Φρανκφούρτη (Frankfurt am Main) Γερμανίας, (Industriepark Ηοchst 65926), και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Νικολάου Δοντά.
Της Εναγομένης: Της Ανώνυμης Εταιρείας, με την επωνυμία: «Medicus Α.Ε.-Ανώνυμη Βιομηχανικής Εμπορική Εταιρεία ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, στην οδό Βαλαωρίτη αρ. 10, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων Δικηγόρων της Αικατερίνης Μιχαλοπούλου και Γεωργίας Κοτρώνη.
Οι ενάγουσες Εταιρείες άσκησαν την από 23-04-2009 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) 69221/4678/2009 γράφτηκε στο πινάκιο και ορίστηκε για τη δικάσιμο στις 07-10-2009. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της ματαιώθηκε λόγω των βουλευτικών εκλογών της 4-10-2009. Με την από 4-9-2009 κλήση τους, οι ενάγουσες εταιρείες προσδιόρισαν την αγωγή τους για την 10-2-2010, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε, λόγω απεργίας της ΑΔΕΔΥ και των δικαστικών υπαλλήλων. Έπειτα, οι ενάγουσες Εταιρείες άσκησαν την από 11-02-2010 κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) 517/2010, γράφτηκε στο πινάκιο και ορίστηκε για τη δικάσιμο της 09-06-2010, οπότε αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο στη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στην αγωγή τους, στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δίκης αυτής, καθώς και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι) Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 2527/1920 «Περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας», παραχωρούνται δικαιώματα αποκλειστικά και κατά χρόνο περιορισμένο, με το όνομα «Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας» σε νέες εφευρέσεις, που είναι δεκτικές βιομηχανικής εφαρμογής. Κατά το άρθρο 5 εδ. 2 του παραπάνω Νόμου, αν το δίπλωμα παραχωρήθηκε για ορισμένη μέθοδο παραγωγής προστατεύονται και εκείνα τα προϊόντα, που παράγονται απευθείας με τη μέθοδο αυτή, ενώ, κατά το άρθρο 34 εδ. 2 του ίδιου και πάλι Νόμου, στην περίπτωση, εκείνη, κατά την οποία πρόκειται για εφεύρεση, που αφορά μέθοδο για την κατασκευή προϊόντος, κάθε προϊόν της ίδιας φύσης θεωρείται ότι κατασκευάσθηκε, σύμφωνα με τη μέθοδο, για την οποία χορηγήθηκε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, επιτρεπόμενης ανταπόδειξης. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων αλλά και με τις υπόλοιπες διατάξεις του ιδίου ως άνω Νόμου, προκύπτει με σαφήνεια αφενός μεν ότι η χορήγηση από την Αρχή διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορεί να αναφέρεται είτε σε εφεύρεση νέας, μεθόδου, δεκτικής, επίσης, βιομηχανικής εφαρμογής κάποιου νέου προϊόντος, οπότε η προστασία του διπλώματος αφορά μόνο τό προϊόν, είτε σε
εφεύρεση νέας μεθόδου δεκτικής επίσης βιομηχανικής εφαρμογής για παραγωγή νέου ή μη προϊόντος, οπότε η προστασία εκτείνεται τόσο στην εφευρεθείσα νέα μέθοδο παραγωγής, όσο και στο παραγόμενο με αυτή μέθοδο προϊόν και αφετέρου ότι η προστασία από το Νόμο αυτό αφορά σε κάθε φύσης προϊόντα, αφού δεν επιχειρείται οποιαδήποτε διάκριση από τον εν λόγω Νόμο. Συνεπώς, καλύπτονται και οι φαρμακευτικές εφευρέσεις, για τις οποίες η εισηγητική έκθεση προς τη Βουλή του αρμόδιου Υπουργού,για το Νόμο αυτό, ρητά, διαλαμβάνει ότι αυτές δεν αποκλείονται από την εφαρμογή του συγκεκριμένου Νόμου. Ο Ν. 2527/1920 δεν προέβλεπε περιορισμούς στην προστασία φαρμακευτικών προϊόντων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 5 εδ. β και 34 του Ν. 2527/1920, η χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορούσε να αναφέρεται είτε σε
εφεύρεση επιδεκτική βιομηχανικής εφαρμογής νέου προϊόντος, οπότε η προστασία του διπλώματος αφορούσε μόνο το προϊόν (δίπλωμα προϊόντος), είτε σε εφεύρεση νέας μεθόδου, επίσης, δεκτικής βιομηχανικής εφαρμογής προς παραγωγή νέου ή μη προϊόντος, οπότε η προστασία εκτεινόταν τόσο στην εφευρεθείσα νέα μέθοδο παραγωγής, όσο και στο παραγόμενο μέσω αυτής προϊόν (Α. Αργυριάδης: Ευρεσιτεχνία, 4η έκδοση, 1984, σελ. 49). Από τις ίδιες, άλλωστε, παραπάνω διατάξεις προέκυπτε ότι η παρεχόμενη προστασία αφορούσε σε κάθε φύσης προϊόντα χωρίς καμία διάκριση στο Νόμο, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει στο σύνολο τους και τις φαρμακευτικές εφευρέσεις, μεταξύ των οποίων και εφευρέσεις φαρμακευτικών προϊόντων. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Εισηγητική Έκθεση (Κώδιξ Θέμιδος 11, 1060 επ., 1071) του Ν. 2527/1920, ο Νομοθέτης θεωρούσε τη μη γνωστοποίηση της φαρμακευτικής εφεύρεσης μεγαλύτερο κίνδυνο από την κατοχύρωση της (βλ. Τσιρώνη: Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα στο ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο (Ε.Εμπ.Δ 1990.365). Στη συνέχεια, το πεδίο προστασίας στις φαρμακευτικές εφευρέσεις έγινε πολύ πιο περίπλοκο με μία σειρά Νομοθετημάτων, που ψηφίστηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1926 μέχρι το έτος 1932. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. Δ/τος 8/17.06.1926 «Περί τροποποιήσεως των περί ευρεσιτεχνίας και αθέμιτου ανταγωνισμού διατάξεων», όπως με τη σειρά του τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 12/12.11.1927, που κυρώθηκε, στη συνέχεια, με το Ν. 3462/1928 σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του Ν. 5607/1932 και το άρθρο 20 του Α. Ν. της 27/27.6.1935, ορίσθηκε ότι διπλώματα ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικές συσκευασίες δεν προστατεύονται εφεξής, με εξαίρεση τις φαρμακευτικές συσκευασίες, για τις οποίες είχε παραχωρηθεί άδεια κυκλοφορίας και πώλησης από το τότε αρμόδιο Υπουργείο Υγιεινής (Ολ. Σ.τ.Ε 1849/1954, Ε.Εμπ.Δ. 1955.105). Ακολούθως, με το άρθρο 45 του Ν. 5607/1932 θεσπίσθηκε γενικά πλέον ότι τα εκδοθέντα από το (τότε) Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας διπλώματα ευρεσιτεχνίας «φαρμακευτικών ειδικοτήτων», δηλαδή, φαρμακευτικών1 προϊόντων, δεν αναγνωρίζονται. Από το σύνολο, λοιπόν, των παραπάνω διατάξεων σε συνδυασμό και με το άρθρο 20 του Α. Ν. της 27/27.6.1935 απαγορευόταν, κατά τρόπο απόλυτο, η χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα ή ιδιοσκευάσματα (Α.Π. 185/1968, Νο.Β 1986,636, Α.Π.518/1968,Ε.Ε.Ν. 1969.47, Α.Π. 607/1969, ΝοΒ 1970.418, Α.Π. 1263/1974, ΝοΒ 23.732, Α.Π. 499/1975, ΝοΒ 1975.1249, Α.Π. 1102/1976, ΝοΒ 25.523, Εφ.Αθ. 2561/1977, Αρμ. 1977.755, Εφ.Αθ. 2559/1977, Αρμ 1979.714). Η έννοια, δε, του φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος προέκυπτε από τη διάταξη του άρθρου 1 Β.Δ. της 7/31.03.1950 «περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των περί ιδιοσκευασμάτων διατάξεων» και, ήδη, του άρθρου 2 του Ν. 1316/1983 (Α. Λιακόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία, II, γ έκδοση, 1993, σελ. 16). Αντίθετα, από το συνδυασμό των ίδιων ως άνω διατάξεων, προκύπτει ότι επιτρεπόταν η χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας μόνο για μέθοδο παραγωγής φαρμακευτικού προϊόντος, η οποία συνιστά διακεκριμένη κατά Νόμο περίπτωση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, μη ταυτιζόμενη με εκείνη, που αφορά εφεύρεση νέου προϊόντος (Β. Αντωνόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία, β έκδοση, 2005 σελ. 688, Α. Αργυριάδης: ό. π., σελ. 65-66, Α, Λιακόπουλος: ό.π., σελ. 15-16, Τσιρώνης: ό. π., Ε.Εμπ.Δ 1990.366, Εφ.ΑΘ. 9505/1999, Δ.Ε.Ε 2000.271). Εξάλλου, η εφεύρεση νέας μεθόδου μπορεί να αναφέρεται σε, ήδη γνωστά και όχι νέα προϊόντα. Και τούτο, διότι ενισχύεται η έρευνα και, συνακόλουθα, η πρόοδος σε αυτόν τον τομέα προς χάρη του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (Α. Αργυριάδης: Βιβλιοκρισίες, Αρμ. 1977,324, του ιδίου: -Ευρεσιτεχνία, 4η έκδοση, 1984,σελ. 49). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.1 του Ν. 2527/1920, κατά τη χορήγηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν εξεταζόταν η συνδρομή των ουσιαστικών, θετικών και αρνητικών, όπως λ.χ. η απαγόρευση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα καθαυτά, προϋποθέσεων, όπως, εξάλλου, και των ουσιωδών στοιχείων της εφεύρεσης, ελλείποντος του στοιχείου του προελέγχου της δηλωθείσας εφεύρεσης (Α. Αργυριάδης: Ευρεσιτεχνία, ό. π. ,σελ. 63,67). Ενόψει της έλλειψης αυτής, σε περίπτωση μη πλήρωσης των απαιτούμενων από το Νόμο ουσιαστικών προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) ιδρυόταν αντίστοιχος λόγος ακυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α και γ του Ν. 2527/1920.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.2 του Ν. 1733/1987, με τον τίτλο «καταργούμενες - μεταβατικές διατάξεις-εξουσιοδοτήσεις», από την έναρξη ισχύος αυτού και, συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 29 του ίδιου Νόμου, από 01.01.1988, καταργήθηκε, μεταξύ άλλων, και ο προγενέστερος Νόμος 2527/1920 «περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας», ως προς το σύνολο των διατάξεων του. Ήδη, άλλωστε, από 30.06.1986 (Φ.Ε.Κ. 85 Α) ίσχυε στην Ελλάδα ο Ν. 1607/1986, με τον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία κύρωσε τη Σύμβαση για τη χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο την 5η Οκτωβρίου 1973 και τέθηκε σε ισχύ, την 7η Οκτωβρίου 1977, (Ρούνης: Το ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς ευρεσιτεχνίας φαρμάκων, Ε.Ε.Ν. 1981.829).
Ειδικότερα, δε, το άρθρο 167 παρ. 1,2 εδ. α , 3 και 5 της εν λόγω σύμβασης, όπως ίσχυε αυτό, πριν από την κατάργηση του με το άρθρο 1 της Πράξης Αναθεώρησης της 29.11.2000, η οποία, επίσης, κυρώθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με το Ν. 3396/2005 (Φ.Ε.Κ. Α 246/6.10.2005), όριζε τα ακόλουθα: « (1) Τα συμβαλλόμενα Κράτη μπορούν, κατά την υπογραφή ή κατά την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης ή προσχώρησης, να διατυπώσουν μόνο τις επιφυλάξεις, που προβλέπονται από την παράγραφο. (2) Τα συμβαλλόμενα Κράτη μπορούν να επιφυλάξουν γι' αυτό το δικαίωμα να προβλέψουν: (α) ότι τά ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, στο μέτρο, που παρέχουν προστασία σε αυτά καθαυτά τα χημικά, φαρμακευτικά προϊόντα ή προϊόντα είναι ανίσχυρα ή μπορούν να ακυρωθούν, συμφώνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για τα εθνικά 'διπλώμάτά ευρεσιτεχνίας. Ή επιφύλαξη αύτη δεν επηρεάζει την προστασία, που παρέχεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, εφόσον τό δίπλωμα αυτό αφορά είτε μέθοδο παρασκευής ή χρήσης κάποιου χημικού προϊόντος, είτε σε μέθοδο παρασκευής φαρμακευτικού προϊόντος ή προϊόντος διατροφής, (3) Κάθε επιφύλαξη, που διατυπώνεται από ένα συμβαλλόμενο Κράτος ισχύει για περίοδο μέχρι δέκα (10) ετών από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της Σύμβασης αυτής. Παρόλα αυτά, εάν ένα συμβαλλόμενο Κράτος έχει διατυπώσει επιφυλάξεις, που προβλέπονται από την παράγραφο 2 (α) και (β), το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να παρατείνει, όσον αφορά αυτό το Κράτος,
την περίοδο αυτή για πέντε (5) ακόμη χρόνια, για το σύνολο ή μέρος μόνο των επιφυλάξεων, που έχουν διατυπωθεί, με την προϋπόθεση, όμως, ότι το Κράτος αυτό, το αργότερο ένα (1) έτος πριν από την εκπνοή της δεκαετίας αυτής, θα υποβάλλει αιτιολογημένη αίτηση, η οποία θα επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο να αποφασίσει ότι το Κράτος αυτό δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει την επιφύλαξη, κατά την εκπνοή της δεκαετίας (..) (5) Κάθε επιφύλαξη, που έγινε σύμφωνα με την παράγραφο 2 (α), 2 (β) ή 2 (γ) εφαρμόζεται στα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που χορηγήθηκαν με βάση αιτήσεις ευρωπαϊκών διπλωμάτων, οι οποίες κατατέθηκαν, κατά τη διάρκεια της περιόδου, μέσα στην οποία η επιφύλαξη παράγει τα αποτελέσματα της. Τα αποτελέσματα της επιφύλαξης αυτής ισχύουν καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος των διπλωμάτων αυτών. (6) Με την επιφύλαξη των 9 διατάξεων των παραγράφων 4 και 5, κάθε επιφύλαξη παύει να παράγει τα αποτελέσματα της μετά από την εκπνοή της περιόδου, που προβλέπεται στην παράγραφο 3, πρώτη φράση ή στην περίπτωση, που η περίοδος αυτή παρατάθηκε, μετά από την εκπνοή της περιόδου παράτασης. Ακολούθως, η Ελληνική Δημοκρατία μαζί με την Ισπανία και την Αυστρία ήταν από τα Κράτη, που υπέβαλαν την επιφύλαξη του άρθρου 167 παρ.2 (α) της Σύμβασης του Μονάχου και μάλιστα η μεν Ελλάδα μόνο για τα φαρμακευτικά προϊόντα, η Ισπανία για τα χημικά και τα φαρμακευτικά προϊόντα και Αυστρία και για τις τρεις κατηγορίες των προϊόντων, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 167 παρ.2 περ. α της Σύμβασης του Μονάχου. Στη συνέχεια, η Ελλάδα και η Ισπανία πέτυχαν την παράταση της αρχικής προθεσμίας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 167, για την πενταετία από 7.10.1987 έως 7.10.1992. Σκοπός της επιφύλαξης ήταν η προσαρμογή των οικονομιών των αντίστοιχων Κρατών στις νέες συνθήκες. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 167 της Σύμβασης του Μονάχου, η επιφύλαξη καταλαμβάνει όλα τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που χορηγήθηκαν με βάση αιτήσεις, οι οποίες κατατέθηκαν, κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της επιφύλαξης, ενώ τα αποτελέσματα της ισχύουν για όλη τη διάρκεια ισχύος των διπλωμάτων. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, η κατά τα ανωτέρω επιφύλαξη καταλαμβάνει το σύνολο των διπλωμάτων, των οποίων οι αιτήσεις κατατέθηκαν έως και την 7.10.1992. Η ακυρότητα των σχετικών διπλωμάτων δεν θεραπεύτηκε, ούτε τα ακυρωθέντα διπλώματα ή επιμέρους αξιώσεις, που αφορούσαν στα προϊόντα αναβίωσαν με την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας και την άρση της σχετικής επιφύλαξης. Εξάλλου, κρίσιμος χρόνος για τα αποτελέσματα της επιφύλαξης θεωρείται ο χρόνος κατάθεσης της αίτησης για τη χορήγηση ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και όχι τυχόν μεταγενέστερα χρονικά σημεία, σύμφωνα με την κρατούσα αρχή, κατά την οποία ο χρόνος προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης της εκάστοτε αίτησης για τη χορήγηση τους (Β. Αντωνόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία, β έκδοση, 2005, σελ.' 755). Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται, άλλωστε, και οι διαχρονικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 και 2 του Η. 1733/1987, σύμφωνα με τις οποίες, σε εκκρεμείς κατά τό χρόνο έναρξης ισχύος του Νόμου αυτού αιτήσεις, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη έγκυρου διπλώματος ευρεσιτεχνίας κρίνονται, με βάση το δίκαιο, πού ίσχυε, κατά το χρόνο κατάθεσης των αιτήσεων αυτών, δηλαδή, με βάση τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2527/1920 (Α. Λιακόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία II, έκδοση γ, σελ. 82-83). Η κατά τα παραπάνω επιφύλαξη του άρθρου 167 παρ.2 (ά) της Σύμβασης του Μονάχου δεν εθίγη ούτε από την αντικατάσταση της αρχικής Σύμβασης του 1973 με τη νέα Σύμβαση του 2000. Συγκεκριμένα, μάλιστα, το άρθρο 7 της Πράξης της 29.11.2000 για την Αναθεώρηση της Σύμβασης για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της 5ης Οκτωβρίου 1973 ορίζει ότι το αναθεωρημένο κείμενο της Σύμβασης δεν βρίσκει εφαρμογή σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που έχουν ήδη χορηγηθεί, και σε αιτήσεις, που είναι ήδη εκκρεμείς, κατά το χρόνο, που η νέα σύμβαση τίθεται σε ισχύ, εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας δεν ορίσει διαφορετικά. Το τελευταίο δεν όρισε διαφορετικά, αφού στη σχετική απόφαση του της 28,6.2001 για τις μεταβατικές διατάξεις, κατά το άρθρο 7 της πράξης Αναθεώρησης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ευρεσιτεχνίας της 29 Νοεμβρίου 2000 δεν αναφέρεται καθόλου στο άρθρο 167. Ακολούθως, σε αντιστοιχία με την ήδη διατυπωθείσα επιφύλαξη του άρθρου 167 παρ.2 εδ. α της Σύμβασης Μονάχου, ο Νόμος 1733/1987 πρόβλεψε στο άρθρο 23 παρ.7 ότι: « για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται σε ισχύ η επιφύλαξη, που διατύπωσε η Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 167 σε φαρμακευτικά προϊόντα, δεν ισχύουν στην Ελλάδα», στο, δε, άρθρο 25 παρ. 3 ότι «Για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται σε ισχύ η επιφύλαξη, που διατύπωσε η Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2 εδ. της Σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεν χορηγούνται από τον Οργανισμό Βιομηχανική Ιδιοκτησίας διπλώματα ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 1316/1983». Οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν το σύνολο των διπλωμάτων, των οποίων οι αιτήσεις χορήγησης υποβλήθηκαν πριν την 7.10.1992, αφού, σύμφωνα και με τις αυξημένης κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος τυπικής ισχύος -διατάξεις των παρ. 5 και 6 του άρθρου 167 της Σύμβασης Μονάχου, η επιφύλαξη συνεχίζει να ισχύει όσον αφορά στα διπλώματα αυτά, παράγοντας τα αποτελέσματα της σε όλη τη διάρκεια ισχύος των εν λόγω διπλωμάτων και ανεξάρτητα από την παρέλευση της προθεσμίας της και τη συνακόλουθη άρση
της (Β. Αντωνόπουλος: Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα και μεθόδους παρασκευής αυτών Ε.Εμπ.Δ. 2009,700 επ.). Τέλος, σύμφωνα με τη μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 1733/1987, όπως ίσχυε στην αρχική της μορφή, πριν, δηλαδή, την τροποποίηση της από το άρθρο 9 παρ. 1, 2 και 3 Ν. 2359/1995: «Για τις αιτήσεις για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, που είχαν κατατεθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις για τη διαδικασία χορήγησης διπλώματος οι διατάξεις, που ίσχυαν, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Τα διπλώματα χορηγούνται από τον Ο.Β.Ι. Διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που χορηγούνται με βάση αυτές τις αιτήσεις και διπλώματα, που έχουν ήδη χορηγηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, διέπονται από τις διατάξεις του Νόμου αυτού με εξαίρεση την παράγραφο 1 του άρθρου 11 και διατηρούνται τυχόν κεκτημένα δικαιώματα. Η διάρκεια ισχύος των παραπάνω διπλωμάτων παραμένει δεκαπέντε (15) έτη από την επόμενη της ημέρας κανονικής κατάθεσης της αίτησης για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας». Συνεπώς, συνάγεται ότι για τις αιτήσεις, που είχαν κατατεθεί και, αντίστοιχα, για τα διπλώματα, που είχαν χορηγηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 1733/1987 και πιο συγκεκριμένα, πριν την 01.01.1988, όπως ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 29 του συγκεκριμένου άρθρου, ως προς τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων τους, καθώς και ως προς τη διάρκεια της προστασίας τους, ίσχυε το καθεστώς του Ν. 2527/1920. Κατά τα λοιπά και ειδικότερα, ως προς τα ζητήματα οικονομικής εκμετάλλευσης (μεταβίβαση, χρήση, παραχώρηση αδειών κλπ), προσβολής αλλά και απόσβεσης τους, τα εν λόγω διπλώματα, που χορηγήθηκαν υπό το προισχύσαν προπεριγραφόμενο καθεστώς, διέπονται πλέον από τό νέο Ν. 1733/1987 (Β. Αντωνόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία, β έκδοση, 2005, σελ. 689).
Παράλληλα, η ίδια μεταβατική ρύθμιση (πριν την τροποποίησή της από το
άρθρο 9 του Ν. 2359/1995), όρισε ότι η διάρκεια ισχύος των διπλωμάτων
αυτών παρέμενε δεκαπέντε (15) έτη από την επόμενη της ημέρας κανονικής κατάθεσης της σχετικής αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2527/1920.
Περαιτέρω, η Συμφωνία TRIPS (Σ.Δ.Π.Ι.Ε), δηλαδή, η Συμφωνία για τα Δικαιώματα Διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα Εμπορίου (Agreement on Trade-Related Aspects of Intellectual Property Rightsl Including Trade in Counterfeit Goods) υπογράφηκε στη Γενεύη, στις 15.12.1993, και περιλήφθηκε στην Τελική Πράξη των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης, που υπογράφηκε στις 15.04.1994, και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2290/1995 (Φ.Ε.Κ. Α 28), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 09.02.1995, προκειμένου να άγει τη διανοητική ιδιοκτησία, με έμφαση στις τεχνολογικές καινοτομίες, να φαλίσει την ελάχιστη προστασία δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας ανάμεσα στα συμβληθέντα Κράτη, να συμβάλλει στη συλλογή και διάδοση σχετικών με το αντικείμενο πληροφοριών, καθώς και να διασφαλίσει τα μέτρα και εκείνες τις διαδικασίες, που απαιτούνται για την επιβολή των δικαιωμάτων αυτών (Καλλινίκου: Τελευταίες εξελίξεις στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων σε διεθνές, κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, Δ.Ε.Ε. 1998,6). Με βάση τη διάταξη του άρθρου 27 παρ.1 της εν λόγω Συμφωνίας με τίτλο «Αντικείμενο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» ορίζεται ότι με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, διπλώματα ευρεσιτεχνίας είναι δυνατόν να απονέμονται για οποιαδήποτε εφεύρεση, είτε αυτή αφορά κάποιο προϊόν είτε αφορά κάποια μέθοδο σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας, με την προϋπόθεση ότι η εφεύρεση είναι νέα, ότι στηρίζεται σε κάποια επινόηση και ότι είναι ικανή να αποτελέσει αντικείμενο βιομηχανικής εφαρμογής. Με την επιφύλαξη του άρθρου 65, παρ. 4, του άρθρου 70, παράγραφος 8 και παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η απονομή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και η αναγνώριση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πραγματοποιούνται χωρίς διακρίσεις όσον αφορά τον τόπο εφεύρεσης, τον τεχνολογικό τομέα ή το κατά πόσο τα οικεία προϊόντα είναι εισαγόμενα ή εγχώρια παραγόμενα». Ακολούθως, με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του ίδιου ως άνω τελευταίου άρθρου προβλέφθηκαν τα ακόλουθα: «2. Τα μέλη δύνανται να αρνούνται την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας αναφορικά με την εφεύρεση, όταν η παρεμπόδιση της εμπορικής εκμετάλλευσης της εφεύρεσης αυτής στο έδαφος τους επιβάλλεται για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης ή ηθικής, συμπεριλαμβανόμενης της ανάγκης προστασίας της ζωής ή της υγείας των ανθρώπων, των ζώων και των φυτών ή της αποτροπής πρόκλησης σοβαρής ζημίας στο περιβάλλον, με την προϋπόθεση ότι η άρνηση αυτή δεν στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι η εκμετάλλευση της εφεύρεσης απαγορεύεται με βάση τη νομοθεσία του οικείου μέλους 3. Τά μέλη δύνανται, επίσης, να αρνούνται την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας αναφορικά με: (α) διαγνωστικές, θεραπευτικές και χειρουργικές μεθόδους, οι οποίες προορίζονται για ανθρώπους ή ζώα, (β) φυτά και ζώα, πλην των μικροοργανισμών, καθώς και βιολογικών κατά βάση μεθόδων για την παραγωγή φυτών και ζώων με εξαίρεση τις μη βιολογικές και μικροβιολογικές μεθόδους. Εντούτοις, τά μέλη παρέχουν προστασία οι φυτικές ποικιλίες, είτε με την απονομή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είτε με την εφαρμογή κάποιου αποτελεσματικού συστήματος, που καθιερώνουν ειδικά για τον σκοπό αυτό ή ακόμη σε συνδυασμό των ανωτέρω. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου επανεξετάζονται τέσσερα (4) έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ». Περαιτέρω, στο άρθρο 28 της Συμφωνίας αυτής προβλέπονται τα αποκλειστικά δικαιώματα, που παρέχει στον κύριο του το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ στο άρθρο 29 της ίδιας Συμφωνίας ορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την απονομή του διπλώματος αυτού, στο, δε, άρθρο 33 αυτής προβλέπεται ότι η παρεχόμενη προστασία διαρκεί τουλάχιστον μέχρι την πάροδο εικοσαετίας από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης, Ενόψει των παραπάνω ρυθμίσεων, η εν λόγω Συμφωνία παρέχει αυξημένη προστασία στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, κυρίως: (α) σε σχέση με το αντικείμενο τους, εφόσον υπαγορεύει την κατοχύρωση οποιασδήποτε εφεύρεσης, είτε αυτή αφορά κάποιο προϊόν είτε αφορά κάποια μέθοδο, σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας με τη συνδρομή των προϋποθέσεων, που προεκτέθηκαν), (β) σε σχέση με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, ήτοι, με τη δυνατότητα άρνησης
απονομής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, που περιορίστηκε με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 27 της Συμφωνίας, και (γ) σε σχέση με τη χρονική διάρκεια της προστασίας τους, που ορίσθηκε σε είκοσι (20) έτη από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης. Ειδικά, ως προς την Ελλάδα, γίνεται δεκτό ότι η αντίστοιχη Νομοθεσία για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας είχε ήδη επηρεαστεί από τη Σύμβαση του Μονάχου του έτους 1973 για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που κυρώθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία με το Ν. 1607/1980 (Β. Αντωνόπουλος: Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα και μεθόδους παρασκευής αυτών Ε.Εμπ.Δ. 2009.700 επ.). Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 της Συμφωνίας TRIPS, η οποία ορίζει ότι «η παρεχόμενη προστασία διαρκεί τουλάχιστον μέχρι την πάροδο εικοσαετίας από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης», κατά το χρόνο θέσης της σε ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο με την κύρωση του Ν. 2290/1995 (στις 09.02.1995) δεν επήλθε μεταβολή στη διάρκεια προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι ήδη από τη θέσπιση του Ν. 1733/1987 ίσχυε το χρονικό διάστημα των είκοσι (20) ετών για την προστασία. Δηλαδή, η αυξημένη χρονική προστασία των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είχε εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο πολύ πριν την κύρωση της Συμφωνίας TRIPS σε ακολουθία με τη αντίστοιχη προστασία της Σύμβασης του Μονάχου. Η μόνη διαφοροποίηση και κατ' επέκταση, η «πρόσθετη», όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί, προστασία του άρθρου 33 της Συμφωνίας TRIPS συνίσταται στην αναδρομική εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης σε προϋφιστάμενα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, με βάση την αρχή pipeline protection. Σε συμμόρφωση με τη ρύθμιση αυτή, θεσπίστηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 2359/1995, κατά την οποία «παρατείνεται η ισχύς» των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που χορηγήθηκαν με βάση το Ν. 2527/1920 «περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» και είναι σε ισχύ την 1.1.1996, μέχρι τη συμπλήρωση της εικοσαετίας από την ημέρα κανονικής κατάθεσης της αίτησης για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την πληρωμή τελών εφαρμόζονται και για τα διπλώματα αυτά». Σύμφωνα με τη μεταβατική αυτή διάταξη, τα διπλώματα ευρεσιτεχ1νίας, που είχαν απονεμηθεί κάτω από το καθεστώς του Ν. 2527/1920 και, ως εκ τούτου, είχαν δεκαπενταετή διάρκεια προστασίας, η οποία, μάλιστα, δεν παρατάθηκε μετά τή θέσπιση του Ν. 1733/1920 και, ως τούτου, είχαν δεκαπενταετή διάρκεια προστασίας και, συγκεκριμένα, μετά την εισαγωγή της ρύθμισης του άρθρου 11 παρ. 1, όπως είχε καταρχήν προβλεφθεί με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 4 του Ν. 1733/1987, καταλαμβάνονται πλέον από την ελάχιστη προστασία της εικοσαετίας, με την προϋπόθεση, όμως, ότι βρίσκονται σε ισχύ την 01.01.1996 (Εφ. Αθ. 9505/1999, Δ.Ε.Ε. 2000.271). Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 2359/1995 καθίσταται σαφές ότι η αναδρομικότητα του άρθρου 33 της Συμφωνίας TRIPS αφορά αποκλειστικά και μόνον έγκυρα και ισχυρά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, κατά το χρόνο έναρξης της ουσιαστικής της ισχύος, δηλαδή, κατά την 1.1.1996. Συνεπώς, η αυξημένη προστασία του χρονικού διαστήματος των είκοσι (20) ετών δεν παρέχει τη δυνατότητα ή το μέσο θεραπείας ή αναβίωσης άκυρων και ανίσχυρων διπλωμάτων. Για το λόγο αυτό, η διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 του Ν. 2359/1995, που θεσπίστηκε σε συμμόρφωση με την αρχή της pipeline protection, με βάση την οποία προσδόθηκε αναδρομική ισχύς στο άρθρο 33 της Συμφωνίας TRIPS, δεν αναφέρει τίποτε σχετικό για την «αναβίωση» άκυρων διπλωμάτων, κάτι, που ισχύει και στην περίπτωση των άκυρων ή ανίσχυρων διπλωμάτων για φαρμακευτικά προϊόντα, κατά την έννοια του Ν. 2527/1920, καθώς και της επιφύλαξης του άρθρου 167 παρ.2 (α) της Σύμβασης του Μονάχου σε συνδυασμό με τις παρ. 5 και 6 του ίδιου άρθρου. Σύμφωνα με το άρθρο 70 της Συμφωνίας TRIPS, με τίτλο «προστασία υφιστάμενων αγαθών» περιλήφθηκαν διατάξεις διαχρονικού δικαίου. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού περιλήφθηκε η γενική μεταβατική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία: «η παρούσα συμφωνία δεν δημιουργεί υποχρεώσεις σε σχέση με πράξεις, που επιχειρήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της συμφωνίας ως προς το οικείο μέλος». Με τη διάταξη του άρθρου 70 παρ.3 προβλέφθηκε ότι «τα μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να επεκτείνουν εκ νέου την παρεχόμενη προστασία σε ύλη, η οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας ως προς το εκάστοτε μέλος έχει περιέλθει στην αρμοδιότητα του κράτους», ενώ η παράγραφος 7 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι: «στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εξαρτάται από προηγούμενη πράξη καταχώρησης, οι αιτήσεις για την παροχή προστασίας, οι οποίες ενδεχομένως εκκρεμούν, κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας συμφωνίας ως προς το εκάστοτε μέλος, είναι δυνατό να τροποποιούνται, έτσι ώστε με αυτές να ζητείται πλέον η αυξημένη προστασία, που προβλέπεται, με βάση τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας. Οι τροποποιήσεις αυτές δεν επιτρέπεται να διευρύνουν το αντικείμενο της προστασίας». Ακολούθως, στην παράγραφο 8 του άρθρου 70 ορίσθηκαν τα εξής: «Αν, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, ένα μέλος δεν παρέχει στις ευρεσιτεχνίες, που αφορούν χημικά προϊόντα του φαρμακευτικού ή του γεωργικού τομέα ανάλογο βαθμό προστασίας με αυτόν, που απορρέει από τις υποχρεώσεις, που ισχύουν γι' αυτό με βάση το άρθρο 27, τότε το εν λόγω μέλος: (α) καθιερώνει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ και κατά παρέκκλιση των διατάξεων του μέρους VI κάποιον μηχανισμό, ώστε να είναι δυνατή η υποβολή αιτήσεων με αντικείμενο ευρεσιτεχνίες, πού αφορούν τέτοιου είδους εφευρέσεις, (β) εφαρμόζει για τις εν λόγω αιτήσεις, από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας συμφωνίας, τις προϋποθέσεις απονομής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που προβλέπονται από την παρούσα συμφωνία, ενεργώντας, όπως θά ενεργούσε αν οι εν λόγω προϋποθέσεις εφαρμόζονταν, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στο συγκεκριμένο μέλος ή αν προβλέπεται και διεκδικείται προτεραιότητα, κατά την ημερομηνία προτεραιότητας, που αναφέρεται στην αίτηση και (γ) παρέχει προστασία στις ευρεσιτεχνίες, κατά τα προβλεπόμενα από την παρούσα συμφωνία, από την απονομή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο εκτείνεται η κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας, με χρονικό σημείο εκκίνησης την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, με βάση το άρθρο 33 της παρούσας συμφωνίας, προκειμένου περί εκείνων από τις εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις παροχής προστασίας, που προβλέπει το στοιχείο (β)». Κατά τα λοιπά, με εξαίρεση, δηλαδή, τις διατάξεις εκείνες, στις οποίες προσδόθηκε ρητά αναδρομική ισχύς, με αντίστοιχη μεταβατική ρύθμιση, η Συμφωνία TRIPS στερείται αναδρομικότητας, όπως ευθέως προκύπτει και από το άρθρο 70 παρ.1 και 3.
Περαιτέρω, το συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας φαρμάκου (ΣΠΠΦ) καθιερώθηκε και ρυθμίσθηκε με τον Κανονισμό (ΕΚ) με αριθμό 1768/1992 της 18ης Ιουνίου 1992. Η θέσπιση του Κανονισμού αυτού κρίθηκε αναγκαία, μεταξύ άλλων, επιπλέον και για το λόγο ότι τα φάρμακα και ιδίως εκείνα, που προκύπτουν από μακροχρόνια και δαπανηρή έρευνα, θα εξακολουθούν να αναπτύσσονται στην Ευρώπη μόνον αν καλυφθούν με ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις, που να προβλέπουν επαρκή προστασία, ώστε να ενθαρρυνθεί η έρευνα του είδους αυτού, καθώς επίσης και λαμβανομένου υπόψη ότι το χρονικό διάστημα, που μεσολαβεί μεταξύ της κατάθεσης της αίτησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας για ένα νέο φάρμακο και της άδειας κυκλοφορίας του στην αγορά μειώνει την πραγματική προστασία, που προσφέρει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε διάρκεια ανεπαρκή για την απόσβεση των επενδύσεων, που γίνονται στην έρευνα. Σε εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού 1768/1992 εκδόθηκε η υπ' αριθμόν Κοινή Υπουργική Απόφαση 14905/ΕΦΑ 3058/97 με τον τίτλο «κατάθεση αίτησης στον Ο.Β.Ι. για χορήγηση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα» (Φ.Ε.Κ. Β 1162/30.12.1997), που περιέχει ειδικότερες ρυθμίσεις για τη διαδικασία χορήγησης του ΣΠΠΦ στην Ελλάδα. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του Κανονισμού ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του και, συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι αντικείμενο του ΣΠΠΦ μπορεί να αποτελέσει κάθε φαρμακευτικό προϊόν, που προστατεύεται με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην επικράτεια ενός Κράτους-Μέλους και υποβάλλεται, ως φάρμακο, πριν από την κυκλοφορία του στην αγορά, σε διοικητική άδεια χορήγησης άδειας, δυνάμει της οδηγίας 65/65/ΕΟΚ (4) ή της οδηγίας 81/851/ΕΟΚ (5). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 του ίδιου, ως άνω Κανονισμού περιλαμβάνονται οι προϋποθέσεις, διαφορετικά, οι όροι χορήγησης του Πιστοποιητικού αυτού, μεταξύ των οποίων: (α) κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το προϊόν να προστατεύεται με κύριο (εθνικό ή ευρωπαϊκό) δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που βρίσκεται σε ισχύ (περ. α άρθρου 3) και (β) να έχει χορηγηθεί ισχύουσα, κατά τον χρόνο αυτό διοικητική άδεια κυκλοφορίας (περ. β άρθρ. 3). Ακολούθως, ως προς το αντικείμενο προστασίας του ΣΠΠΦ, στο άρθρο 4 του Κανονισμού προβλέπεται: (Α) ότι η προστασία του ΣΠΠΦ εκτείνεται εντός των ορίων προστασίας, που παρέχεται από το κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και (β) ότι η προστασία αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο το προϊόν, που καλύπτει η διοικητική άδεια κυκλοφορίας του αντίστοιχου φαρμάκου στην αγορά για κάθε χρήση του προϊόντος, ως φαρμάκου, η οποία επιτράπηκε πριν από τη λήξη του πιστοποιητικού. Τα δε αποτελέσματα του πιστοποιητικού είναι ίδια με αυτά του κύριου διπλώματος ευρεσιτεχνίας με την επιφύλαξη του ως άνω άρθρου 4 και υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και υποχρεώσεις. Επιπρόσθετα, η αίτηση για τη χορήγηση ΣΠΠΦ υποβάλλεται εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία, που χορηγήθηκε η άδεια κυκλοφορίας για το προϊόν, ως φάρμακο, ενώ το χορηγηθέν ΣΠΠΦ παράγει αποτελέσματα από τη νόμιμη λήξη του κύριου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για χρονικό διάστημα ίσο με την περίοδο, που έχει μεσολαβήσει μεταξύ της ημερομηνίας κατάθεσης του κύριου διπλώματος και της ημερομηνίας έκδοσης της πρώτης άδειας κυκλοφορίας στην αγορά της Κοινότητας, μειωμένη, κατά πέντε (5) έτη (άρθρο 13 περ. 1). Η διάρκεια του ΣΠΠΦ δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) έτη από την ημερομηνία, από την οποία παράγει τα αποτελέσματα της (άρθρο 13 περ.2). Εξάλλου, το ΣΠΠΦ είναι άκυρο εάν, μεταξύ άλλων, έχει χορηγηθεί, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3 ή έχει καταστεί ανίσχυρο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας πριν από τη λήξη της νόμιμης διάρκειας του ή αν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ακυρωθεί ή περιορισθεί, κατά τρόπο, ώστε το προϊόν, για το οποίο έχει χορηγηθεί το ΣΠΠΦ να μην καλύπτεται πλέον από τις διεκδικήσεις του κύριου διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ακόμη, άν υπάρχουν λόγοι ακυρότητας, που να δικαιολογούν την ακύρωση ή τον περιορισμό (άρθρο 15 του Κανονισμού). Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 21 του Κανονισμού στα Κράτη-Μέλη, των οποίων η ισχύουσα Νομοθεσία, την 1η Ιανουαρίου 1990, δεν προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τα φαρμακευτικά προϊόντα, ο εν λόγω Κανονισμός τίθεται σε εφαρμογή πέντε (5) έτη μετά την έναρξη ισχύος, η οποία με τη σειρά της τοποθετείται σε έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 23). Τέλος, στο άρθρο 1 του Κανονισμού αυτού, όπως εξάλλου και στο άρθρο 2 της παραπάνω κοινής Υπουργικής Απόφασης, περιλαμβάνονται οι ορισμοί των κρισίμων για την εφαρμογή τους εννοιών.
Ειδικότερα, ως φάρμακο ορίζεται κάθε ουσία ή σύνθεση, που παρασκευάζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες για ασθένειες των ανθρώπων ή των ζώων, καθώς και κάθε ουσία ή σύνθεση, που μπορεί να χορηγηθεί στον άνθρωπο ή στα ζώα με σκοπό την ιατρική διάγνωση ή την αποκατάσταση, διόρθωση ή τροποποίηση των οργανικών λειτουργιών του ανθρώπου ή των ζώων, ενώ ως προϊόν νοείται η δραστική ουσία ή σύνθεση δραστικών ουσιών ενός φαρμάκου.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας απονομής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, υπό τις ρυθμίσεις του Ν. 1733/1987, τα αρμόδια όργανα του Ο.Β.Ι. συντάσσουν έκθεση έρευνας, που περιλαμβάνει, κατά τη ρητή πρόβλεψη του Νόμου, «όλα τα στοιχεία της στάθμης της τεχνικής, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη, για να εκτιμηθεί, σύμφωνα με το Νόμο, η δυνατότητα κατοχύρωσης της εφεύρεσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» (άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 1733/1987). Η έκθεση έρευνας, που συντάσσεται από τον Ο.Β.Ι., αναφέρεται αποκλειστικά στη στάθμη της τεχνικής και δεν περιλαμβάνει αναλυτική αποτίμηση ούτε του νέου ούτε της εφευρετικής δραστηριότητας ούτε της δυνατότητας βιομηχανικής εφαρμογής σε σχέση με το συγκεκριμένο προϊόν ή τη συγκεκριμένη μέθοδο, που περιγράφονται στην αντίστοιχη αίτηση. Όπως ρητά ορίζεται στον Νόμο (αρθρ. 8 παρ. 8 Ν. 1733/1987), «Η έκθεση έρευνας ή η τελική έκθεση έρευνας έχουν πληροφοριακό χαρακτήρα» (Μον. Πρωτ. Θεσ 9592/1993 αδημοσίευτη). Αποτελεί, δηλαδή, η έκθεση αυτή (έρευνας) μια συνοπτική αναφορά σχετικά με την στάθμη της τεχνικής, η οποία έχει μόνον πληροφοριακό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα και το οποιοδήποτε περιεχόμενο της δεν ασκεί καμιά απολύτως επίδραση στην τυπική διαδικασία χορήγησης του ελληνικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Συμπερασματικά, η διαδικασία για την απονομή ελληνικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, όπως αποτυπώνεται στο αρθρ. 8 του Ν. 1733/1987, περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια: (α) Έλεγχος του «πλήρους και κανονικού» των κατατεθειμένων δικαιολογητικών (άρθρα 7 παρ. 1, 2 και 8, 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του Ν. 1733/1987). (β) Έλεγχος αρνητικών προϋποθέσεων (δημόσια τάξη, χρηστά ήθη, θεραπευτικές μέθοδοι κ.λ.π.) (άρθρο 8 παρ. 2 σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 2, 6 και 8 του Ν. 1733/1987-(γ) Σύνταξη έκθεσης έρευνας (άρθρο 8 παρ. 3-8 του Ν. 1733/1987-(δ) Χορήγηση διπλώματος (άρθρο 8 παρ. του ίδιου Νόμου). Εφ' όσον έχουν ολοκληρωθεί τα δύο πρώτα στάδια, ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (Α. Λιακόπουλος οπ. παρ. σελ. 212) ανεξάρτητα από το αν πληρούνται ή όχι για την κάθε συγκεκριμένη «εφεύρεση», πού του υποβάλλεται, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του αρθρ. 5 Ν. 1733/1987 (νέο, εφευρετική δραστηριότητα, βιομηχανική εφαρμογή). Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας συνιστά διοικητική πράξη, με την οποία απονέμεται δικαίωμα ιδιωτικού δικαίου (δικαίωμα ευρεσιτεχνίας) (Β. Αντωνόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία, εκδ. 2005. σελ. 719-720. Α. Λιακόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία, έκδοση 2000, σελ. 213, Σημίτης: Το δικαίωμα επί της εφευρέσεως, ανατύπωση 1967, 17). Πρόκειται, ουσιαστικά, για διοικητική πράξη, που διαπλάθει έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση: 2004, παρ, 544 και 563), αφού το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας αποτελεί έννομη σχέση του ιδιωτικού (εμπορικού) δικαίου. Η εκδούσα το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας Αρχή (Ο. Β. I.), ενεργούσα ως διοικητικό όργανο, προβαίνει, στον έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων (κανονική και πλήρης αίτηση, κατ' άρθρο 7 παρ. 1 και 2-5 του Ν. 1733/1987) και σε ένα περιορισμένο κατ' ουσία έλεγχο (αρθρ. 5 παρ. 6 και 8 και αρθρ. 5 παρ. 2 του Ν. 1733/1987). Από όλα τα παραπάνω τόσο υπό το καθεστώς του Ν. 2527/1920 όσο και αυτό του Ν. 1733/1987, που αφορούν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, προκύπτει ότι δεν θεσπίστηκε το εξεταστικό σύστημα, δηλαδή, το σύστημα του προελέγχου των ουσιαστικών προϋποθέσεων (νέο, εφευρετική δραστηριότητα, βιομηχανική εφαρμογή) των αιτήσεων για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που χορηγείται για εφεύρεση, η οποία δε συγκεντρώνει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 5 Ν. 1733/1987 (νέο, εφευρετική δραστηριότητα, βιομηχανική εφαρμογή), είναι απολύτως άκυρο και όχι απλά ακυρώσιμο. Η δικαστική κρίση για το ζήτημα αυτό ενέχει χαρακτήρα διαγνωστικό του νομικού ελαττώματος και της ανυπαρξίας της έννομης σχέσης. Έτσι, δεν προκαλείται με την απόφαση η κατάργηση μιας νομικά έγκυρης πράξης, ex nunc, ήτοι, για το μέλλον. Το ελάττωμα βάρυνε το δίπλωμα από τη χορήγηση του (Α. Λιακόπουλος οπ. παρ. σελ. 253), ex tunc. Η αγωγή του άρθρου 15 του Νόμου 1733/1987 είναι αναγνωριστική και όχι διαπλαστική (Α. Λιακόπουλος οπ. παρ. σε. 253, 255, Αντωνόπουλος οπ. παρ. 876-877). Εξαιτίας της νομικής φύσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ως διοικητικής πράξης, μπορεί να ελεγχθεί από το Συμβούλιο της Επικράτειας με αίτηση ακύρωσης (ακυρωτική διαφορά). Οι λόγοι ακύρωσης περιορίζονται στις προϋποθέσεις, που αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου του αρμοδίου διοικητικού οργάνου (Ο.Β.Ι.), κατά την εξέταση της αίτησης χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, και τούτο διότι το τεκμήριο της νομιμότητας αφορά τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων, ως όρων έκδοσης διοικητικής πράξης, και μέχρι την ακύρωση της παράγει έννομα αποτελέσματα. Ο έλεγχος, επομένως, της διοικητικής αυτής πράξεως μόνο από τυπικής απόψεως ανήκει στο Συμβούλιο της Επικράτειας και μόνο για τις τυπικές προϋποθέσεις δημιουργείται αντίστοιχο τεκμήριο νομιμότητας. Κατά τα λοιπά, δεν παράγεται οποιοδήποτε τεκμήριο νομιμότητας (βλ. Σ.τ.Ε. 1241/2002, ΝΟΜΟΣ (331675) και Σ.τ.Ε. 1017/2002 ΝΟΜΟΣ (333703), που έκριναν για τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων έκπτωσης από τα δικαιώματα σε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, λόγω μη καταβολής των νομίμων ετήσιων τελών).... Η ύπαρξη, όμως, των στοιχείων της εφεύρεσης και η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων προστασίας αυτής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ελέγχονται σε περιορισμένη έκταση πριν από την παραχώρηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα αρ. 7 και 8 του ανωτέρω Νόμου, ελέγχονται μόνον οι τυπικές προϋποθέσεις της αίτησης και οι αρνητικές ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δηλαδή, η αντίθεση στα χρηστά ήθη, τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια, με συνέπεια τη δυνατότητα χορήγησης του σχετικού διπλώματος χωρίς να συντρέχουν οι κατά τό νόμο όροι έκδοσης αυτού και τη δημιουργία περαιτέρω νομίμου μαχητού τεκμηρίου συνδρομής των στοιχείων της εφεύρεσης του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως διοικητικής πράξης συστατικής ιδιωτικού δικαιώματος. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1733/1987, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί με δικαστική απόφαση του αρμόδιου Πολιτικού Δικαστηρίου να κηρυχθεί άκυρο και μάλιστα αναδρομικά (κατασταλτικός έλεγχος), ενώ δεν αποκλείεται και η κατ' ένσταση προβολή της ακυρότητας ακόμη και σε δίκη με αντικείμενο τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να εισάγεται οποιαδήποτε προθεσμία προς τούτο. Με την τελεσίδικη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας ανατρέπεται το τεκμήριο της νομιμότητας, που συνόδευε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ως διοικητική πράξη έναντι πάντων (erga omnes) και υπό την έννοια αυτή, η δικαστική απόφαση ισχύει έμμεσα, αν και δεν δημιουργείται δεδικασμένο έναντι όλων, ενώ, μετά την τελεσίδικη αναγνώριση της ακυρότητας, δίκες σχετικές με εκκρεμείς αγωγές για παράλειψη ή αποζημίωση δε συνεχίζονται (κατά άλλη δε άποψη η σχετική απόφαση είναι διαπλαστική και το δεδικασμένο, που απορρέει από αυτήν ισχύει έναντι όλων). Σε περίπτωση, δε, προσβολής του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, ο κάτοχος του δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, χωρίς να αποκλείεται και προληπτική αγωγή παράλειψης, δηλαδή, για επαπειλούμενη προσβολή, ενώ, σε περίπτωση υπαίτιας προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο ζημιωθείς κάτοχος του δικαιούται να απαιτήσει την αποκατάσταση της ζημίας ή την απόδοση της ωφέλειας από την αθέμιτη εκμετάλλευση της ευρεσιτεχνίας ή την πληρωμή ποσού αναλόγου με το τίμημα της άδειας εκμεταλλεύσεως ...».
Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, απαγορεύεται κάθε πράξη, η οποία γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο, δε, παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη της συγκεκριμένης (ανταγωνιστικής) ενέργειας και ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας. Για τη στοιχειοθέτηση του ειδικού αυτού αδικήματος, που καθιερώνεται με την εν λόγω διάταξη, αποσκοπούσα στην προστασία των ανταγωνιστών του δρώντος εναντίον των χρηστών ηθών στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές (Εφ.ΑΘ. 2692/2002 Δ.Ε.Ε.8-9/2009 (Έτος 15°) 929* Εφ.ΑΘ. 4.530/2002 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ* Α. Λιακόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία: Τόμος I, 1995, κεφ. 5°, παρ. Π-2, σελ. 105* Λ. Γεωργακόπουλος: Η Νομική Φύση του Αθέμιτου Ανταγωνισμού στην Ε.Εμπ.Δ 1954,128* Α. Αργυριάδης στην Ε.Εμπ.Δ.1964,155), μολονότι έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι πρόκειται για σύνολο εξειδικευμένων κανόνων δικαίου, που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας του ανταγωνισμού (Ν. Ρόκας: Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδοση 1981, παρ.4 III Β2, σελ.23), απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) απαιτείται να υπάρχει σχέση ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο (2) πρόσωπα, που δρουν στο ίδιο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, πρέπει, δηλαδή, να συντρέχει το στοιχείο της ταυτότητας αγοράς σε συνδυασμό με το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα, που, ομοίως, πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές, (β) η πράξη αυτή πρέπει να γίνεται με πρόθεση ανταγωνισμού, δηλαδή, με υποκειμενική πρόθεση ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων σε βάρος άλλων ανταγωνιστών, χωρίς, αναγκαία, να υφίσταται σκοπός πρόκλησης ζημίας στους τελευταίους (γ) η πράξη αυτή πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται η έννοια αυτών, αλλά επαφίεται στην κρίση του Δικαστή νά μορφώσει την πεποίθηση του μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε περίπτωσης με τα δικά της γνωρίσματα (in concrete) ανάλογα με το αίσθημα και τις ιδέες κάθε ορθά, λογικά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στο συναλλακτικό κύκλο, στον οποίο επιχειρείται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων αντίθετων με την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, ακόμη και αν η πράξη από μόνη της, αντιμετωπιζόμενη επιφανειακά ή μεμονωμένα, φαίνεται θεμιτή ή και νομικά ανεπίληπτη (Ολ. Α.Π. 398/1975* Α.Π.79/2001 Ελλ. Δνη 42,904* Α.Π. 1780/1999 Ελλ. Δνη 2000,980*(βλ. Α.Π. 241/1991 Ελλ. Δνη 34,560, Εφ. Αθ 5489/1991 Ελλ. Δνη 34,610, Ν. Ρόκα, Ο Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 1996, σελ. 25 επ). Εφ.ΑΘ. 5489/1991 Ε.Εμπ.Δ 1999.120* Εφ. Αθ. 3.545/2005 Δ.Ε.Ε, 2006, σελ. 57* Εφ. Αθ. 6.012/2005 Δ.Ε.Ε. 2006, σελ. 278* Εφ. Λαρ. 134/2008 Επισκ. Ε. Δ. Β/2008). Ενόψει περαιτέρω της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων, κατά τις οποίες πλήττεται η παραπάνω γενική ρήτρα (των χρηστών ηθών) στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού προς το σκοπό να επιτευχθεί ομοιόμορφη επίλυση των κατ' ιδίαν περιπτώσεων και, ως εκ τούτου, ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η συστηματική ταξινόμηση των ιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού, που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα με τις ακόλουθες μορφές και συγκεκριμένα: (1) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, (2) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, που συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικό ανταγωνισμό και στην περίπτωση απομίμησης χορηγηθέντος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, (3) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης και (4) πράξεις διακινδύνευσης της αγοράς (Λ. Κοτσίρης: Δίκαιο Αθέμιτου 1986, Μέρος 1° κεφ. 20, παρ. II Α, σελ. 68 επ., Ν. Ρόκας, ανωτ. Παρ.6 III, σελ. 34, παρ10 II, σελ. 67* Α. Λιακόπουλος: Βιομηχανική Ιδιοκτησία-Μέρος 1°, κεφ. 5°, παρ. ε Ε.Ν., σελ. 123, τ. II, σελ.267 -268 * Σουφλερός στο συλλογικό έργο Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδοση Νομικής Βιβλιοθήκης, 1996 υπ' άρθρο 1, αριθ. 204). Εξειδίκευση της παραπάνω γενικής ρήτρας συνιστά και η παράνομη αντιγραφή ξένου προϊόντος, που κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όταν γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού του δικαιούχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, προφανώς, συνιστά πράξη, η οποία αντίκειται κατάφωρα στα χρηστά ήθη και, ως τέτοια, συνιστά κατάφωρη παραβίαση του απαγορευτικού κανόνα του αρθρ. 1 του Ν. 146/1914 «Περί Αθεμίτου Ανταγωνισμού (ΑΠ 1192/2003 αδημ., Α.Π. 15/1972 Ε.Ε.Ν. 39.298, Πολ. Πρωτ. Σερρών 71/2003, Εφ. Αθ. 447/1981 Αρμ. 36.33, Εφ. Αθ. 1137/1978 Αρμ. 32.594 Πολ. Πρωτ. Κιλκ. 2/2002 ΝΟΜΟΣ 326061 Π. Πρ. Αθ. 2/1985 Ε.Εμπ.Δ 1985 σελ. 177. Μ. Πρ. θεσ 1349/1984 Ε.Εμπ.Δ 1985. 667. Εφ,ΑΘ 633/1979 Ε.Εμπ.Δ 1980.329, Σουφλερός σε Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός σελ. 140 επ., Λ. Κοτσίρης: Δίκαιο Ανταγωνισμού 2001 παρ. 84 με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία), ιδιαίτερα μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες πρόκειται για προϊόντα, που διαθέτουν ανταγωνιστική πρωτοτυπία και των οποίων η επινόηση κατέστη δυνατή μετά από μακρόχρονη και δαπανηρή ερευνητική προσπάθεια. Έτσι, για το χαρακτηρισμό της προσβολής του δικαιώματος σε ευρεσιτεχνία ως πράξης αθέμιτου ανταγωνισμού απαιτείται η ηθική απαξία της πράξης, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, όπως είναι η απομίμηση επιχειρηματικής παροχής ή προϊόντος (Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός 2002 παρ. 213 επ ). Η απομίμηση προϊόντος είναι παράνομη, όταν βασίζεται σε αντιγραφή ξένης επιχειρηματικής δραστηριότητας (π.χ. εφευρετική δραστηριότητα, επενδύσεις, διαφημίσεις) και όταν ο προσβολέας εκμεταλλεύεται ανέξοδα τις επίπονες και πολυδάπανες προσπάθειες του ανταγωνιστή του, στον οποίο έχει απονεμηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, (Εφ.ΑΘ. 618/2002 Δ.Ε.Ε 2002 σελ: 396, Εφ.ΑΘ. 7369/1996 ΔΕΕ 1996 σελ. 1154, Α.Π. 1409/1980 Ε.Εμπ.Δ. 1981 σελ. 451) με κύριο κριτήριο τη γενική εντύπωση, που αποκομίζει ο μέσος καταναλωτής (Εφ. ΑΘ. 618/2002 Δ.Ε.Ε. 2002 σελ. 395, Εφ. Αθ. 7396/1996 Δ.Ε.Ε. 1996 σελ. 1155). Έτσι, αν η εφεύρεση αφορά μέθοδο κατασκευής προϊόντος, κάθε προϊόν της ίδιας φύσης τεκμαίρεται ότι κατασκευάστηκε με βάση την προστατευόμενη μέθοδο (Εφ. Αθ. 6711/1988 Αρχ. Ν 1988 σελ. 732 με παραπομπές σε νομολογία, Εφ. Θεσ 146/1995 Δ.Ε.Ε. 1995 σελ. 153, Α. Αργυριάδης, ό.π. σελ. 82 με παραπομπές σε νομολογία. Β. Αντωνόπουλος, ό. π. σελ. 890). Στα πλαίσια αυτά, έχει διατυπωθεί η θεωρία των ισοδυνάμων μέσων ή της ισοτιμίας των μέσων (Α. Αργυριάδης: «Ευρεσιτεχνία» σελ. 115. Κ. Σημίτης, «Το δικαίωμα επί της εφευρέσεως» (1967) σελ. 214 επ., και συγκεκριμένα, η άποψη ότι τα ισοδύναμα (τεχνικά) μέσα δεν μπορούν να θεμελιώσουν θεμιτή διαφορά μεταξύ ευρεσιτεχνίας και απομίμησης, καθώς τα τεχνικώς ισότιμα μέσα ή διαδικασίες δεν είναι ικανές να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους και να αποτελέσουν διαφορετικές εφευρετικές ιδέες, δεδομένου ότι τα τεχνικά μέσα, που εμφανίζονται στην αντίληψη του μέσου τεχνικού ως ομοειδή και ισάξια, δε στοιχειοθετούν παραλλαγή, ικανή και πρόσφορη να βρίσκεται εκτός των πλαισίων της περιγραφόμενης εφεύρεσης και τούτο διότι η προσβολή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στην απολύτως ταυτόσημη αναπαραγωγή της εφευρέσεως, αφού σε τέτοια περίπτωση κάθε ειδικός θα μπορούσε να παρακάμψει την κατοχύρωση του εφευρέτη και με μικρές παραλλαγές να διαφεύγει με καταχρηστικό τρόπο της απαγόρευσης προσβολής (Σημίτης ο π. παρ. σελ. 214). Ανάλογο και ισοδύναμο μέσο θεωρείται ακόμα και αυτό, που εξασφαλίζει ευνοϊκότερες συνθήκες παραγωγής, μείωση χρόνου και κόστους διαδικασίας, αλλά παράγει το ίδιο αποτέλεσμα (Σημίτης, ό. π. σελ. 216)). Εφόσον το μέσο αποτελεί μικρή παραλλαγή της βασικής διαδικασίας (π.χ. μικρή παραλλαγή θερμοκρασίας), αυτό στερείται προστασίας ακόμα και αν το μέσο αυτό δεν είναι ισότιμο της εφευρετικής ιδέας (Λ. Κοτσίρης, ό.π. σελ. 321). Η μικρή παραλλαγή, που στερείται προστασίας, μπορεί να αφορά σε πρόσθεση ενός ακόμα στοιχείου στην διαδικασία της εφεύρεσης ή στην τροποποίηση ενός στοιχείου της διαδικασίας. Κριτήριο αποτελεί το γεγονός ότι ο μέσος τεχνικός με αφετηρία την περιγραφή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και σε συνδυασμό με τις γνώσεις του μπορεί να φανταστεί παραλλαγές του εφευρετικού πυρήνα και χωρίς να καταβάλλει εφευρετική προσπάθεια να επιτυγχάνει το ίδιο αποτέλεσμα με την παραλλαγή της εφευρετικής διαδικασίας (Εφ.ΑΘ. 6339/1983 Ε.Εμπ.Δ 1984.677, κατά την οποία ο αντιγραφέας, ισχυριζόμενος ότι χρησιμοποιεί διαφορετική μέθοδο, έχει και αυτός λάβει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, Εφ.ΑΘ. 1181/1990 Ελλ.Δνη 1991.200, Εφ.ΑΘ 2561/1977 Αρμ 1977.755, Εφ.ΑΘ. 2896/1975 Αρμ. 1975.864). Αντίθετα, στην εφεύρεση μεθόδου, η επίλυση του προβλήματος πρέπει να πραγματώνεται με την επινόηση μίας νέας μεθόδου ή με την ουσιαστική βελτίωση ήδη γνωστής μεθόδου, να συνιστά ένα «άλμα προόδου», επίτευγμα πέραν από το προβλεπτέο μέτρο για τον μέσο ειδικό (Αντωνόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, σελ. 877, Α. Λιακόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία 2000, σελ. 198). Σε περίπτωση, δε, που το επίμαχο προϊόν δεν διαφέρει από τα ομοειδή του προϊόντα, η δε μέθοδος, πού χρησιμοποιείται είναι απλή προσαρμογή γνωστών ήδη στοιχείων και μέσων, τότε, το σχετικό με αυτό χορηγηθέν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να ακυρωθεί και αναδρομικά με δικαστική απόφαση (ΠΠρΑΘ 5249/2005, ΕΕμπΔ 2006, σελ. 154). Έτσι, όταν κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παράγει και θέτει σε κυκλοφορία στην αγορά, διαθέτοντας στο καταναλωτικό κοινό προϊόν παραχθέν μέσω συγκεκριμένης μεθόδου, μολονότι τελεί σε γνώση του ότι η συγκεκριμένη μέθοδος συνιστά επινόηση άλλης ανταγωνίστριας εταιρείας, καθώς και του ότι τα προϊόντα αυτά έχουν καθιερωθεί στους συναφείς συναλλακτικούς κύκλους, με σκοπό να εκμεταλλευθεί τη φήμη της μεθόδου παρασκευής τους και να προωθήσει σε βάρος ανταγωνιστή του το δικό του προϊόν, τότε η ενέργεια του αυτή προσβάλλει το δικαίωμα του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, που απορρέει από το αντιγραφέν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που του χορηγήθηκε για την επινόηση του η, δε, πράξη του αυτή είναι ικανή και πρόσφορη να προκαλέσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, αναφορικά με τον κατασκευαστή του προϊόντος, αντίκειται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, με συνέπεια να προσλαμβάνει χαρακτήρα παράνομο και υπαίτιο. Σε μία τέτοια περίπτωση (προσβολής), ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, ενώ, σε περίπτωση υπαίτιας προσβολής του διπλώματος του, ο κάτοχος του, που έχει υποστεί ζημία, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την αποκατάσταση της ζημίας ή την απόδοση της ωφέλειας από την αθέμιτη εκμετάλλευση της ευρεσιτεχνίας ή την πληρωμή ποσού αναλόγου προς το τίμημα της άδειας εκμεταλλεύσεως (Εφ., Θεσ. 2100/2003, Αρμ 2005, σελ. 57, ΑΠ 1102/1976 Νο.Β 25,523, Εφ.Αθ. 3556/1983 Ελλ. Δνη 25,163) αιτούμενος, επιπλέον, την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησής του, καθώς και την επιβολή υποχρέωσης να αποσύρει κάθε τέτοιο προϊόν, που έχει κατασκευάσει ή διαθέσει, καθώς και να διαταχθεί η δημοσίευση περίληψης της απόφασης στον τύπο. Πέραν τούτων, εφόσον ο δικαιούχος της ευρεσιτεχνίας αποτελεί νομικό πρόσωπο, τότε έχει το δικαίωμα να ζητήσει και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της φήμης και της υπόστασης του νομικού προσώπου, ως μορφή αποκατάστασης της προσβολής της επωνυμίας και της οντότητας της από το πλήγμα, που δέχθηκε στην εμπορική της φήμη και την αξιοπιστία της στους κύκλους των συναλλασσομένων με αυτήν προσώπων, καθώς και από τη θέση σε κίνδυνο του εμπορικού της μέλλοντος (Εφ. Θεσ. 2545/2005, Επισκ. ΕμπΔ 2006, σελ. 156). Όλα τα παραπάνω, όμως, τελούν υπό την προϋπόθεση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που χορηγήθηκε, είναι έγκυρο, ήτοι, δεν αφορά παραδείγματος χάρη, φαρμακευτική ουσία ή σκεύασμα, σε χρόνο προγενέστερο του Ν. 1733/1987, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.
(II). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενάγουσες Εταιρείες, με την κρινόμενη αγωγή τους, εκθέτουν ότι στην πρώτη από αυτές, που δραστηριοποιείται στον τομέα της έρευνας, ανάπτυξης, παρασκευής και εμπορίας φαρμακευτικών προϊόντων, στην Ιαπωνία, έχουσα θυγατρικές εταιρείες στις Η.Π.Α και στη Γερμανία, χορηγήθηκε, στις 21-10-1986, το υπ' αριθμόν 861625/20.06.1986 (εθνικό) δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που καλύπτει οπτικώς δραστικά παράγωγα πυριδοβενζοξαζινών και ενδιάμεσες ενώσεις αυτών και μεθόδους παρασκευής αυτών, περιγραφόμενες διεξοδικά στην κρινόμενη αγωγή, όπως το δίπλωμα αυτό επεκτάθηκε από το Συμπληρωματικό Πιστοποιητικό Προστασίας Φαρμάκου 8000049, καθώς και το υπ' αριθμόν ER0444678/28.02.1991 ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ η δεύτερη από αυτές, που εδρεύει στη Γερμανία, έχει αποκτήσει την αποκλειστική άδεια χρήσης του υπ' αριθμόν 8000049 Σ.Π.Π.Φ αναφορικά με τη νέα φαρμακευτική ουσία LEVOFLOXACIN HEMIHYDRATE (ημιυδρίτης λεβοφλοξασίν - οπτικό ισομερές της οφλοξασίνης), την οποία (ως άνω ένωση) έχει ανακαλύψει η πρώτη (1η) από τις ενάγουσες Εταιρείες, αποτελεί, δε, αυτή δραστικό συστατικό ενός πρωτοπόρου νέου φαρμάκου με την ονομασία TAVANIC, χαρακτηριζόμενο και ως φάρμακο αναφοράς, που είναι αντιβακτηριακός παράγοντας φθοριοκιλόνης, χρησιμοποιούμενο για την αγωγή μεγάλου εύρους λοιμώξεων, χορηγηθείσας της υπ' αριθμόν 6161 άδειας κυκλοφορίας του εν λόγω φαρμάκου στην Ελλάδα, την 17-02-1999, το οποίο τέθηκε στην αγορά, από τη δεύτερη (2η) ενάγουσα Εταιρεία, την 18-02-2002. Ότι η εναγόμενη Εταιρεία θέτει σε κυκλοφορία φαρμακευτικά σκευάσματα, βασιζόμενα στη δραστική ουσία LEVOFLOXACIN HEMIHYDRATE (ημιυδρίτης λεβοφλοξασίν), που εμπορεύεται με το σήμα LEVOLACIN, έχουσα λάβει προς τούτο την υπ' αριθμόν 15132/07.07.2008 άδεια κυκλοφορίας γενόσημων φαρμακευτικών προϊόντων, ισχυριζόμενη ότι αυτά είναι όμοια με το προϊόν TAVANIC στή δραστική ουσία του οποίου (LEVGFLOXACIN ΗΕΜIHYDRATE) στηρίζεται αυτό αποκλειστικά. Ότι η πράξη της αυτή συνιστά, πέραν του χαρακτήρα αυτής ως πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού και ενέργειας προσβλητικής των αποκλειστικών δικαιωμάτων τους στα παραπάνω διπλώματα ευρεσιτεχνίας, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε σημαντική βλάβη στη φήμη τους, διότι προκαλείται η πεποίθηση στο καταναλωτικό κοινό ότι η εφεύρεση τους δεν είναι άξια έννομης προστασίας, με συνέπεια η αντιγραφή από οποιονδήποτε τρίτο να επιτρέπεται ελεύθερα, πέραν της σημαντικής οικονομικής ζημίας, την οποίας έχουν αυτές υποστεί για την έρευνα, παρασκευή και προώθηση του συγκεκριμένου προϊόντος τους, και αδικοπραξία δικαιούμενες να επιδιώξουν η μεν πρώτη (1η) από αυτές το χρηματικό ποσό των 200.000,00 Ευρώ (Ε), η δε δεύτερη (2η) το χρηματικό ποσό των 100.000,00 Ευρώ(Ε) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της προσγενόμενης σε αυτές ηθικής βλάβης. Ζητούν: (α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη Εταιρεία να παύσει στο παρόν και να απέχει στο μέλλον και δη μέχρι την 21η Ιουνίου 2011, άμεσα ή έμμεσα, από τη διενέργεια οποιασδήποτε δραστηριότητας παρασκευής, προσφοράς προς πώληση ή και διάθεσης στην αγορά, χρησιμοποίησης, φύλαξης ή και εισαγωγής ή και εξαγωγής οποιουδήποτε φαρμακευτικού προϊόντος, που περιέχει τη δραστική ουσία LEVOFLOXACIN ΗΕMΙHYDRATE, και προστατεύεται στα παραπάνω διπλώματα ευρεσιτεχνίας, (β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη Εταιρεία, όπως σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης σε αυτήν, να αποσύρει από την αγορά οποιοδήποτε προϊόν, που περιέχει την παραπάνω φαρμακευτική ουσία και αναφέρεται στην άδεια της κυκλοφορίας του, διαφορετικά, να επιτραπεί σε αυτές η περιγραφή, απογραφή, κατάσχεση, και καταστροφή οποιουδήποτε τέτοιου προϊόντος, που θα βρεθεί στην κατοχή της ή στην κατοχή τρίτου προσώπου για λογαριασμό της ή έλκει δικαιώματα από αυτήν με το εμπορικό σήμα LEVOLACIN ή με οποιοδήποτε άλλο εμπορικό σήμα, (γ) να απειληθεί σε βάρος της εναγόμενης Εταιρείας ποινή 10.000,00 Ευρώ (Ε) υπέρ καθεμίας από αυτές για κάθε ημέρα παραβίασης των όρων της. παρούσας απόφασης, (δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη Εταιρεία να καταβάλλει στην πρώτη (1η) ενάγουσα Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 200.000,00 Ευρώ (Ε) και στη δεύτερη (2η) ενάγουσα Εταιρεία το χρηματικό ποσό των 100.000,00 Ευρώ (Ε), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της προσγενόμενης σε αυτές ηθικής βλάβης, νομιμότοκα, από την επίδοση της απόφασης μέχρι την εξόφληση αυτής, (ε) να παρασχεθεί σε αυτές η άδεια να προβούν σε δημοσίευση της παρούσας απόφασης σε δύο (2) εφημερίδες των Αθηνών, με επιμέλεια τους και με δαπάνη της εναγόμενης Εταιρείας, προς αποφυγή παραπλάνησης του καταναλωτικού κοινού, (στ) να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική δαπάνη και αμοιβή των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, όπως, παραδεκτά, εμφιλοχώρησε παραίτηση από το δικόγραφο για ένδικη προστασία σχετικά με τις αξιώσεις μεθόδου του με αριθμό 861625 διπλώματος ευρεσιτεχνίας, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε μέχρι την 21-06-2011 με το υπ' αριθμόν 8000049 Σ.Π.Π.Φ, δηλαδή, από τις αξιώσεις, που περιγράφονται στις σελίδες 56 έως 58 της κρινόμενης αγωγής, καθώς και συλλήβδην από τις αξιώσεις μεθόδου του υπ' αριθμόν ER0444678/28.02.1991 ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, το οποίο ισχύει στην Ελλάδα, με βάση το υπ' αριθμόν 3025276 πιστοποιητικό κατάθεσης μετάφρασης ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Ο.Β.I.), δηλαδή, από τις αξιώσεις, που περιγράφονται στις σελίδες 59 έως 79 της κρινόμενης αγωγής, με συνακόλουθο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος υπ' αριθ. 2 της κρινόμενης αγωγής με τη διαγραφή της φράσης «και το ΕΔΕ 0444678 και ΠΚΜ-ΕΔΕ 3025276» στη σελίδα 80, απομένοντος προς διάγνωση του αιτήματος για προσβολή των αξιώσεων προϊόντος, που περιέχονται στο υπ' αριθμόν 861625
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τόσο με δήλωση των πληρεξουσίων Δικηγόρων των εναγουσών, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης όσο και με τις προτάσεις τους, τις οποίες κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 223 εδ. β , 237 παρ.1 και 2 και 295 παρ.1 εδ. β του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η κρινόμενη αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας προσκομίζεται το από 31-08-2009 πρακτικό απόπειρας εξώδικης επίλυσης διαφοράς, η οποία απέβη άκαρπη, καθώς η εναγόμενη Εταιρεία δεν προσήλθε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, μολονότι προσκλήθηκε από αυτές προς τούτο, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, όπως προκύπτει από την υπ αριθ. 10643/23-07-2009 έκθεση επίδοσης του
Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... και, ως εκ τούτου, τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία του αρθρ. 214Α Κ.Πολ.Δ., παραδεκτά, εισάγεται, προκειμένου να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ. (Τακτική Διαδικασία), εφόσον αφορά σε υπόθεση προστασίας αξιώσεων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, καθώς και αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο καθίσταται αρμόδιο καθ' ύλη αλλά και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 13 και 18 περ. α, 22 Κ.Πολ.Δ. και 26 παρ.3 του Ν. 2239/1994, εξειδικευομένων και συγκεκριμενοποιούμενων με την υπ' αριθμόν ΥΑ 7336/2005/Β-290 και ΥΑ 507/2006/Φ.Ε.Κ./Β-739 σχετικά με την κατά τόπο αρμοδιότητα του εν λόγω Δικαστηρίου. Είναι, δε, πλήρως ορισμένη, καθώς περιέχει το σύνολο των αξιούμενων περιστατικών, ως στοιχείων -δικαιοπαραγωγικών όρων του πραγματικού των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού
δικαίου θεωρία της λειτουργίας του κανόνα δικαίου του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος, σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, (Γενικό Μέρος), (1986), σελ. 206 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία).
(2) Κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, η εναγόμενη Εταιρεία, τόσο με δήλωση των πληρεξούσιων Δικηγόρων της, που καταχωρήθηκε, νομότυπα, στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου όσο και με τις προτάσεις, που αυτή κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρνούμενη την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, κατά τρόπο ειδικό και αιτιολογημένο, ισχυρίζεται ότι οι αξιώσεις φαρμακευτικού προϊόντος, που περιέχει και ειδικότερα οι υπό στοιχ. 1-3 αξιώσεις δεν ισχύουν, διαφορετικά είναι άκυρες στην Ελλάδα λόγω του ειδικού καθεστώτος σχετικά με την προστασία των φαρμακευτικών προϊόντων, που ίσχυε υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, με συνέπεια η λεβοφλοξασίνη αυτή καθ' εαυτή να μην προστατεύεται από το επίδικο ΣΠΠ, δεδομένης της ανυπαρξίας οποιουδήποτε ελέγχου του περιεχόμενου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, που χορηγούνταν το έτος 1986 από το Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας, και Τεχνολογίας, ενώ το επίδικο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν καταλαμβάνεται από τη Διεθνή Συμφωνία TRIPS, που έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το Νόμο 2290/1995, αφού αυτή δεν είναι άμεσης εφαρμογής, καθώς η πρώτη (1η) ενάγουσα Εταιρεία έχει την έδρα της στην Ιαπωνία, που δεν αποδέχεται την άμεση έναντι τρίτων χωρών ισχύ των κανόνων της εν λόγω Συμφωνίας, δεδομένης μάλιστα της ρύθμισης του άρθρου 70 παρ.1 της εν λόγω Συμφωνίας, κατά την οποία δεν δημιουργούνται υποχρεώσεις σε σχέση με τις πράξεις, που ήδη επιχειρήθηκαν πριν την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της, αφού, σε κάθε περίπτωση, υπό το τότε ισχύον νομικό καθεστώς για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, απαγορευόταν, κατά τρόπο απόλυτο, η χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικά προϊόντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν. Δ/τος 8/17.06.1926, όπως τροποποιούμενο αυτό, στη συνέχεια, ίσχυε. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η ένσταση αυτή πρέπει να ερευνηθεί πριν από οποιοδήποτε άλλο ισχυρισμό, καθώς συνέχεται αναγκαία με τη νομική βασιμότητα της κρινόμενης αγωγής σχετικά με την αξίωση προϊόντος του με αριθμό 861625 διπλώματος ευρεσιτεχνίας, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε μέχρι την 21-06-2011 με το υπ' αριθμόν 8000049 Σ.Π.Π.Φ, δεδομένου ότι η διάγνωση της εγκυρότητας του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας συνιστά προαπαιτούμενο και προδικαστικό ζήτημα της διάγνωσης για ενδεχόμενη προσβλητική (ή μη) του προστατευόμενου από αυτό προϊόντος (φαρμάκου αναφοράς), συνακόλουθα, και του αθέμιτου ή μη χαρακτήρα της πράξης, προκειμένου να επέλθουν οι σκοπούμενες έννομες "συνέπειες.
(III) Από την κατάθεση του μάρτυρος ..., που εξετάστηκε, ενόρκως, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με επιμέλεια των εναγουσών Εταιρειών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., εκτιμώμενη ανάλογα με τις γνώσεις του και το βαθμό αξιοπιστίας του, την ανωμοτί εξέταση του ..., Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγόμενης Εταιρείας, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων εγγράφων (δημοσίων και ιδιωτικών), όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, άλλα από τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη (άρθρο 339 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ.) και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, επιτρεπομένων τούτων, εφόσον στην προκείμενη δίκη, επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη, προέκυψαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία: «Daiichi Sankyo Company Limited», (πρώτη ενάγουσα) που έχει συσταθεί και λειτουργεί, κατά τους Νόμους της Ιαπωνίας, εδρεύουσα στο Τόκυο της Ιαπωνίας (3-5-1, Nihonbashi Honcho, Chuo-Fzu 103-8426), και εκπροσωπούμενη νόμιμα, δραστηριοποιείται στην έρευνα, ανάπτυξη, παρασκευή και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτή ελέγχει με την σχέση μητρικής προς θυγατρική εταιρεία διάφορες εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.) και τη Γερμανία, ενώ, συγχρόνως, έχει θέσει σε λειτουργία ερευνητικά κέντρα στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.), επενδύοντας σημαντικά χρηματικά ποσά για έρευνα και ανάπτυξη. Επιπλέον, η δεύτερη ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, με την επωνυμία: «Sanofi- Aventis Deutschland GmbH», που έχει συσταθεί και λειτουργεί, κατά τους Νόμους της Γερμανίας, εδρεύουσα στη Φρανκφούρτη (Frankfurt am Main) Γερμανίας, (Industriepark Hochst 65926), και εκπροσωπούμενη νόμιμα, αποτελεί φαρμακευτική εταιρεία, δραστηριοποιούμενη στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης νέων και πρωτότυπων φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία θέτει σε κυκλοφορία στην Ελλάδα μέσω της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία: «Sanofi- Aventis Α.Ε.Β.Ε». Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της η πρώτη (1η) ενάγουσα Εταιρεία προέβη στην εφεύρεση με τον τίτλο: «Οπτικώς δραστικά παράγωγα πυριδοβενζοξαζίνες και ενδιάμεσες ενώσεις αυτών». Ακολούθως, στις 20 Ιουνίου 1986, αυτή προέβη στην κατάθεση αίτησης στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, καθώς και σε δήλωση, για την οποία συντάχθηκε έκθεση, πού έλαβε αριθμό 861625, με σκοπό να της χορηγηθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όπως και τελικά έγινε, υπό το καθεστώς του Ν. 2527/1920, δηλαδή, σε χρόνο προγενέστερο της 08.10.1992, ήτοι, σε χρόνο, κατά τον οποίο δεν είχε παρέλθει ακόμη η παράταση της προθεσμίας της επιφύλαξης του άρθρου 167 παρ.2 (α)της Σύμβασης του Μονάχου και, κατ' επέκταση, της απαγόρευσης, που διατυπώθηκε μέσα από αυτήν. Το πεδίο της εφεύρεσης αναφέρεται σε οπτικά ενεργά παράγωγα πυριδοβενζοξαζίνης και μέθοδο για παρασκευή τέτοιων παραγώγων και σε νέες ενδιάμεσες ενώσεις χρήσιμες για την παρασκευή τέτοιων παραγώγων. Πλέον συγκεκριμένα, η εφεύρεση αυτή αναφέρεται σε οπτικά; ενεργές ενώσεις OFLOXACIN (οφλοξασίνης) και τα ανάλογα της σε μέθοδο για την παρασκευή τους και σε ενδιάμεσες ενώσεις χρήσιμες για την παρασκευή τους. Η OFLOXACIN (οφλοξασίνη) αποτελεί εξαίρετο συνθετικόι αντιμικροβιακό παράγοντα, όπως αποκαλύφθηκε στην υπ' αριθμόν 46986/82 ιαπωνική δήλωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας (ΟΡΙ), με την έννοια «ανεξέταστος δημοσιευθείσα δήλωση διπλώματος ευρεσιτεχνίας». Πρόκειται για ασύμμετρο άτομο άνθρακα στην 3- θέση αυτής, που αποκτάται (παρασκευάζεται) με τις γνωστές μεθόδους ως ρακεμική ένωση. Οι εφευρέτες πέτυχαν (έλαβαν) οπτικά ενεργές ενώσεις της ρακεμικής ένωσης OFLOXACIN και διαπίστωσαν ότι η S(-)-ένωση έχει αποκτήσει αντιμικροβιακή δράση περίπου 2 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της (+)- ένωσης και οξεία τοξικότητα (LD50) μικρότερη από εκείνη της (+)- ένωσης, όπως προσδιορίζεται σε μύες με ενδοφλέβια χορήγηση. Αφετέρου οι εφευρέτες βρήκαν ότι η R(+)- ένωση επιδεικνύει αντιμικροβιακή δράση μόνο περίπου το 1/10 έως το 1/100 εκείνης της (+) -ένωσης, ενώ απέκτησε οξεία τοξικότητα ουσιωδώς ίση με εκείνη της (+)- ένωσης. Δηλαδή, η S (-)- μορφή της OFLOXACIN βρέθηκε να έχει αρκετές επιθυμητές ιδιότητες, δηλαδή, αυξημένη αντιμικροβιακή δράση και μειωμένη τοξικότητα, αναμένεται, δε, να είναι αρκετά χρήσιμος φαρμακευτικός παράγοντας, όπως παραβάλλεται προς την ένωση. Περαιτέρω, και οι δύο ενώσεις οι R (+)- και S(-)- ενώσεις της OFLOXACIN στην ελεύθερη μορφή, έχουν καταφανώς μεγάλη υδατοδιαλυτότητα, όπως παραβάλλονται προς την (+) ένωση και όπως παραβάλλονται στις ελεύθερες ενώσεις αυτού του τύπου και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέσιμα παρασκευάσματα. Ως αποτέλεσμα ερευνών για το σκοπό της παρασκευής ειδικά της S(-)- μορφής, που έχει μεγαλύτερη δράση, μεταξύ των δύο ισομερών της OFLOXACIN βρέθηκε τώρα ότι οι ενώσεις, που έχουν τον επόμενο τύπο (χ) είναι χρήσιμες ως ενδιάμεσες για σύνθεση ισομερούς της OFLOXACIN, καθώς επίσης και άλλων ισομερών παραγώγων πυριδοβενζοξαζίνης, που έχουν εξαίρετη αντιμικροβιακή δράση. Ο σκοπός της εφεύρεσης αυτής είναι να προμηθεύσει οπτικά ενεργή OFLOXACIN και ανάλογα της, ενώ άλλος σκοπός της εν λόγω εφεύρεσης είναι να προμηθεύσει νέα ενδιάμεση ένωση παριστάμενη με τον παραπάνω περιγραφόμενο τύπο (x), η οποία είναι χρήσιμη για συνθετική παρασκευή οπτικά ενεργής OFLOXACIN και άλλων παραγώγων πυριδοβενζοξαζίνης. Ακόμη άλλος σκοπός της συγκεκριμένης εφεύρεσης είναι να προσφέρει νέα μέθοδο για παρασκευή οπτικά ενεργής OFLOXACIN και αναλόγων της, με χρησιμοποίηση της παραπάνω περιγραφόμενης ενδιάμεσης ένωσης. Στις 21.10.1986, χορηγήθηκε στην πρώτη (1η) ενάγουσα Εταιρεία το υπ' αριθμόν 861625 εθνικό (ελληνικό) δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, με χρονική διάρκεια ισχύος για δεκαπέντε (15) έτη. Η συγκεκριμένη ουσία αποτέλεσε το δραστικό συστατικό για την παρασκευή του φαρμάκου TAVANIC, για το οποίο χορηγήθηκε στην Ελλάδα, την 17.02.1999 και η υπ' αριθμόν 6161 διοικητική άδεια κυκλοφορίας του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ), ενώ η κυκλοφορία του στη σχετική αγορά άρχισε την 18.02.2002 άπό τη θυγατρική της εταιρεία, με την επωνυμία: «Sanofi- Aventis Deutschlarid GmbH- Sanofi-Aventis Α.ΕΒ.Ε», με την ιδιότητα της αποκλειστικής αδειούχου της συγκεκριμένης εφεύρεσης. Στη συνέχεια, μετά τη χορήγηση της υπ' αριθμόν 6161/18.02.2002 διοικητικής άδειας κυκλοφορίας του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων και ενόψει της επικείμενης λήξης του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η δικαιούχος Εταιρεία της Ιαπωνίας (1η Ενάγουσα Εταιρεία) κατέθεσε στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας αίτηση για χορήγηση Συμπληρωματικού Πιστοποιητικού Προστασίας Φαρμάκου (Σ.Π.Π.Φ), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στον Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 1768/1992 σε συνδυασμό με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 14905/ΕΦΑ 3058/97, με τίτλο «κατάθεση αίτησης στον Ο.Β.Ι. για χορήγηση συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας για τα φάρμακα (ΦΕΚ Β 1162/30-12-1997). Το αιτηθέν ΣΠΠΦ χορηγήθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή Εταιρεία, την 12.05.2006 με αριθμό 8000049 για το φαρμακευτικό προϊόν «TAVANIC LEVOFLOXACIN HEMIHYDRATE», με αποκλειστική αδειούχο τη γερμανική εταιρεία «Sanofi- Aventis Deutschland GmbH», και με φερόμενο χρόνο λήξης την 21 06 2011.
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το επίδικο δίπλωμα αναφορικά με την αξίωση για τη φαρμακευτική ουσία «TAVANIC LEVOFLOXACIN HEMIHYDRATE» δεν είναι έγκυρο, ήτοι, πάσχει από ακυρότητα, καθώς αυτή δεν θεραπεύθηκε, δεδομένου ότι ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, θετικές και αρνητικές, για τη διαδικασία χορήγησης των προαναφερθέντων διπλωμάτων και κατ' επέκταση ως προς τους αντίστοιχους λόγους ακυρότητας, που θεμελίωνε η έλλειψη κάποιας από αυτές τις προϋποθέσεις, ίσχυε ο προγενέστερος Ν. 2527/1920. Σε κάθε, δε, περίπτωση, η χορήγηση του επίδικου αυτού διπλώματος, ως διπλώματος φαρμακευτικού προϊόντος απαγορευόταν και υπό το καθεστώς του Ν. 1733/1987 (άρθρο 23 παρ.7 και 25 παρ.3) μέχρι την 07.10.1992, οπότε και έληγε η προθεσμία της επιφύλαξης του άρθρου 167 παρ.2 (α) της Σύμβασης του Μονάχου. Συνακόλουθα, η αναδρομικότητα της διάταξης του άρθρου 33 της Διεθνούς Συμφωνίας TRIPS σε συνδυασμό με την αντίστοιχη μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 του Ν. 2359/1995 σε επίπεδο εθνικού-εσωτερικού δικαίου, δεν αφορά το συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που χορηγήθηκε στην πρώτη (1η) ενάγουσα Εταιρεία, αποκλειόμενης της διάταξης της ισχύος του άρθρου 70 παρ. 7 της Διεθνούς Συμφωνίας TRIPS, χωρίς δυνατότητα θεραπείας.
Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά περιορίστηκε, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού γίνει δεκτή η ένσταση ακυρότητας του υπ' αριθμόν 861625 εθνικό (ελληνικό) διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Τέλος, οι ηττηθείσες στην παρούσα δίκη ενάγουσες Εταιρείες πρέπει να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης Εταιρείας, αφού η αγωγή τους απορρίφθηκε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 176 Κ. Πολ.Δ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Η δικαστική δαπάνη της εναγομένης εταιρείας, υπολογιζόμενη, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων, ανέρχεται σε 300.000 Ευρώ Χ 2% = 6.000,00 Ευρώ (Ε).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις ενάγουσες Εταιρείες να καταβάλουν στην εναγόμενη Εταιρεία τη δικαστική δαπάνη αυτής, την οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) Ευρώ (Ε).
- ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2011.
- ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ, δε, την 6η Δεκεμβρίου 2011, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να είναι παρούσες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ