ΠΠρΑθ 2231/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Χρηματιστήριο - Πώληση μετοχών - Απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών στις συναλλαγές κινητών αξιών της κεφαλαιαγοράς - Αποζημίωση σε ζημιωθέντες για παράβαση των απαγορευτικών διατάξεων του π.δ. 53/1992 -.

 

Επιδίκαση αποζημίωσης σε μετόχους-επενδυτές που ζημιώθηκαν λόγω καταχρηστικής εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών κατά παράβαση των απαγορευτικών διατάξεων του π.δ. 53/1992. Πραγματικά περιστατικά.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   (Απόσπασμα)... Στην υπό κρίση από 7.4.2003 και με αριθμό 4122/ 2003 αγωγή, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι οι εναγόμενοι, εκ των οποίων ο δεύτερος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης τούτων, κατείχαν μέχρι τις αρχές Αυγούστου 2001, μετοχές της εταιρίας με την επωνυμία "Α. ΑΒΕΕ" και μάλιστα η πρώτη τούτων σε ποσοστό 12,79% του εταιρικού της κεφαλαίου. Ότι, ενώ οι εναγόμενοι έπεισαν τους ενάγοντες να μην πωλήσουν τις μετοχές της ενλόγω εταιρίας που έκαστος διέθετε, τόσον με προσωπικές διαβεβαιώσεις προς ένα έκαστον εξ αυτών, όσον και με την από 13.3. 2001 ανακοίνωσή τους προς το ΧΑΑ, ότι προτίθενται να αγοράσουν επιπλέον ποσοστό 7% του μετοχικoύ κεφαλαίου της τελευταίας και να ελέγξουν τη διοίκησή της, στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενοι εμπιστευτικές πληροφορίες, τις οποίες είχαν ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω εταιρίας και ως συγγενείς μεταξύ τους, σχετικώς με την αποτυχία του εγχειρήματος ελέγχου της διοικήσεώς της, αντί να προβούν και μάλιστα εντός τριμήνου, στην εξαγγελθείσα  αγορά του 7% του μετοχικού κεφαλαίου, προέβησαν, δολίως και κατά τρόπον αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2001 έως 13.8.2001, σε αθρόες και μαζικές πωλήσεις των μετοχών της ενλόγω εταιρίας, που είχαν στην κυριότητά τους, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 4,06 ευρώ, η αξία της κάθε μετοχής, αφού η αγοραία τιμή της, την μεν 1.8.2001 ανήρχετο σε 12,78 ευρώ και την 13.8.2001 μόλις σε 8,72 ευρώ και να ζημιώσουν έτσι, κατά την αντίστοιχη διαφορά τον κάθε ενάγοντα, για κάθε μετοχή του. Με βάση αυτό το ιστορικό διώκεται, όπως το αγωγικό αίτημα μετατρέπεται παραδεκτός (άρθρο 223 Κ ΠολΔ), με καταχωρηθείσα στα πρακτικά δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των εναγόντων στο ακροατήριο, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 199.508,40 ευρώ, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις της αγωγής, για κάθε ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την 14.8.2001, άλλως και επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη.

   Η αγωγή αυτή, για το παραδεκτό της συζητήσεως της οποίας προσκομίζεται η απαιτούμενη κατ' άρθρο 214Α Κ ΠολΔ δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων περί αποτυχίας της συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς, αρμοδίως και παραδεκτώς (άρθρα 7, 9, 18, 22 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 914, 919, 926, 297, 298 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 5 του π.δ. 53/1992 "για τις πράξεις προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών" και 70, 176 ΚΠολΔ. Το παρεπόμενο αίτημα περί αναγνωρίσεως της οφειλής νομίμων τόκων είναι νόμιμο, κατ' άρθρο 346 ΑΚ από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, που μετετράπη σε αναγνωριστική, που δια- τηρεί τον χαρακτήρα της οχλήσεως (ΟλΑΠ 13/1994 Δνη 34.1259, ΑΠ 787/98 Δνη 40.998) και απορριπτέο, ως μη νόμιμο, για το προγενέστερο χρονικό διάστημα, για το οποίο οι ενάγοντες δεν επικαλούνται όχληση προς καταβολή της αιτουμένης αποζημιώσεως. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

   Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι ενάγοντες επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες τουλάχιστον από αρχές Μαρτίου 2001 έως τέλος Αυγούστου 2001, είχαν στην κυριότητά τους ανώνυμες μετοχές της εταιρίας με την επωνυμία "Α. ΑΒΕΕ-Βιομηχανία Υποδημάτων". Ειδικότερα, έκαστος των εναγόντων είχε στην κυριότητά του τον εξής αριθμό κοινών ανωνύμων μετοχών της πιο πάνω εταιρίας... Η πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία "D. ΚΧ ΑΕ", κατείχε ανώνυμες κοινές μετοχές της πιο πάνω εταιρίας με την επωνυμία "Α. ΑΒΕΕ" που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 12,79% του συνολικού μετοχικού της κεφαλαίου και ο δεύτερος εναγόμενος, Δ.Τ., νόμιμος εκπρόσωπός της, κατείχε επίσης 39.480 ανώνυ-μες κοινές μετοχές της ως άνω εταιρίας, ενώ κάτοχος σημαντικού πακέτου μετοχών ήταν και ο τελευταίος εναγόμενος, αδελφός του, Γ.Τ. Στο διοικητικό συμβούλιο της ενλόγω εταιρίας συμμετείχε ως μέλος ο δεύτερος εναγόμενος Δ.Τ. και ο αδελφός του, Β.Τ., οι οποίοι μαζί με το επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου Γ.Ν., αποτελούσαν τη μειοψηφία, που διαφωνούσε με τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη του επταμελούς διοικητικού της συμβουλίου, τα οποία ανήκαν στην οικογένεια και εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά της, με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία και τη μείωση των κερδών της εταιρίας. Τον Μάρτιο του 2001, ο δεύτερος εναγόμενος, μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, αλλά συγχρόνως και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης εταιρίας, ζήτησε από έκαστον των εναγόντων, με τον οποίο ήλθε σε προσωπική επαφή, μέσω του μάρτυρος, Π.Κ., που τους είχε όλους πελάτες,  ως ιδιοκτήτης εταιρίας ΕΛΔΕ, τη ματαίωση της πωλήσεως των μετοχών τους, την οποία είχαν αποφασίσει και τη στήριξή του στην προσπάθεια αναλήψεως της διοικήσεως της εταιρίας από τον ίδιο, με επιδίωξη την αλλαγή του αντικειμένου εμπορίας της και τη μετατροπή της από εταιρία υποδημάτων σε κερδοφόρα επιχείρηση πληροφορικής, όπως ήδη ήταν και η πρώτη εναγόμενη εταιρία "D. PX", με την οποία είχε σκοπό να την συνενώσει. Προς τούτο ζήτησε από έκαστον των εναγόντων τη συνδρομή του στην άσκηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, προκειμένου να συγκληθεί έκτακτη Γενική Συνέλευση με θέμα την αντικατάσταση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Παραλλήλως, την 13.3.2001, ανακοίνωσε προς το ΧΑΑ την πρόθεση της πρώτης εναγομένης να αγοράσει εντός των τριών προσεχών μηνών, πακέτο μετοχών της ως άνω εταιρίας που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 7% του μετοχικού της κεφαλαίου, ενισχύοντας έτσι την πεποίθηση των εναγόντων περί της σοβαρότητας των προθέσεων της πρώτης εναγομένης, τις οποίες τους διαβίβασε, μέσω του ως άνω μάρτυρος, ο εκπρόσωπός της δεύτερος εναγόμενος. 'Ετσι δε περαιτέρω ενισχύθηκε η ενλόγω πεποίθησή τους, από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης αίτηση, με την οποία ζήτησαν την άδεια για τη σύγκληση εκτάκτου Γενικής Συνελεύσεως, με σκοπό την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου, κατά τη συζήτηση της οποίας, την 16.5.2001 ορισμένοι από τους ενάγοντες παρενέβησαν προσθέτως υπέρ των αιτούντων, ως και από το γεγονός ότι πριν από τη λήξη του τριμήνου της προαναγγελθείσης αγοράς, ήτοι την 11.6.2001, ο δεύτερος των εναγομένων, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης τούτων, ανακοίνωσε προς το ΧΑΑ τη διατήρηση του ενδιαφέροντός της για την αγορά πακέτου μετοχών ποσοστού 7% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας "Α ΒΕΕ", με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι ανέμεναν την εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου. Πράγματι, δυνάμει της εκδοθείσης επί της ως άνω αιτήσεως υπ' αριθμ. 15649/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι εναγόμενοι, συγκάλεσαν ως μειοψηφία έκτακτη Γενική Συνέλευση προς εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου. Πλην όμως την ίδια ημέρα (6.7.2001) και στον ίδιο χώρο, έλαβε χώρα και δεύτερη έκτακτη Γενική Συνέλευση που είχε συγκληθεί από το μέχρι τότε Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας. Εντός του μηνός Ιουλίου, ο δεύτερος  εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας με την επωνυμία " ΑΒΕΕ", πληροφορήθηκε από τη Διεύθυνση Εταιριών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Θεσσαλονίκης ότι αναγνωρίσθηκε ως έγκυρη η από το Διοικητικό Συμβούλιο συγκληθείσα έκτακτη Γενική Συνέλευση της 6.7.2001. Την πληροφορία αυτή, διά του ενλόγω εκπροσώπου της, είχε και η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, ενώ μετεδόθη από τον δεύτερο των εναγομένων και στον τελευταίο τούτων, αδελφό του. Ακολούθως, άπαντες οι  εναγόμενοι, γνωρίζοντες την εμπιστευτική πληροφορία, στην οποία δεν είχε πρόσβαση το ευρύ κοινό και συνεπώς οι ενάγοντες, αφού γνωστοποιείται από τη Δ/νση Εταιριών μόνον στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αθρόες και μαζικές πωλήσεις των μετοχών τους, προκειμένου να αποκομίσουν κέρδος, γνωρίζοντες ότι τέτοιες πωλήσεις θα είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών και τη ζημία των λοιπών μικρών μετόχων, όπως οι ενάγοντες. Έτσι, ο δεύτερος εναγόμενος κατά τη συνεδρίαση της 1.8.2001 του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, πώλησε από το σύνολο των 39.480 μετοχών που κατείχε τις 37.140 κοινές μετοχές, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 1,426% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, γεγονός το οποίο γνωστοποίησε προς το ΧΑΑ την μεθεπομένη, ήτοι 3.8. 2001. Κατά δε τη συνεδρίαση της ημέρας αυτής (3.8. 2001) η πρώτη εναγομένη πώλησε 12.650 τεμάχια μετοχών και κατά τη συνεδρίαση της 6.8.2001 πώλησε 13.000 τεμάχια, ενώ μετά τις ενλόγω πωλήσεις και μόλις την 8.8.2001 ανήγγειλε προς το ΧΑΑ την απόφασή της να πωλήσει μετοχές που αντιστοιχούν στο 8% του όλου μετοχικού κεφαλαίου, κατά το χρονικό διάστημα από 3.8.2001 έως 4.12.2001. Κατά το προαναφερόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1.8.2001 έως και 13.8.2001, πώλησε επίσης τις μετοχές που κατείχε και ο τελευταίος εναγόμενος, με αποτέλεσμα τη ραγδαία πτώση της αγοραίας τιμής εκάστης μετοχής από 12,78 ευρώ, που ήταν η τιμή κλεισίματος την 1.8.2001, σε 8,72 ευρώ την 13.8.2001 και την απώλεια 4,06 ευρώ εξ εκάστης μετοχής. Με τις παραπάνω όμως πράξεις τους οι εναγόμενοι ζημίωσαν δολίως και κατά τρόπον αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έκαστον ενάγοντα, κατά το προαναφερόμενο ποσό απώλειας της αξίας εκάστης μετοχής του, απώλεια η οποία δεν θα επήρχετο αν δεν μεσολαβούσε η προεκτεθείσα συμπεριφορά των εναγομένων. Έτσι, έκαστος ενάγων, ανάλογα με τον αριθμό των μετοχών του, απώλεσε αντίστοιχη χρηματιστηριακή αξία αυτών και συνεπώς υπέστη ισόποση ζημία, ήτοι ο πρώτος ενάγων...

   Περί των ανωτέρω, σαφής και κατηγορηματική είναι η κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως, ως στηριζομένη επί ιδίας αντιλήψεως, που κατέθεσε, εκτός άλλων και ότι οι ενάγοντες ήταν πελάτες της εταιρίας ΑΕΛΔΕ που διατηρεί ο ίδιος και είχαν πρόθεση να πωλήσουν τις μετοχές τους στην εταιρία "Α. ΑΒΕΕ", ότι ο ίδιος μεσολάβησε κατόπιν παρακλήσεως του Δ.Τ. προς έκαστον των εναγόντων να μην τις πωλήσουν και να τον υποστηρίξουν να αναλάβει την προεδρία και να την μετατρέψει από εταιρία υποδημάτων σε κερδοφόρα εταιρία πληροφορικής, ότι πράγματι τον βοήθησαν και μετά τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου κατέθεσαν τις μετοχές τους σε συμβολαιογράφο για να συγκληθεί έκτακτη γενική συνέλευση από τη μειοψηφία, ότι οι ενάγοντες επηρεάστηκαν στην απόφασή τους αυτή και από την αναγγελία του εναγομένου Δ.Τ. στο χρηματιστήριο ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν εναγόμενη εταιρία "D. " προτίθεται εντός τριμήνου να αγοράσει πακέτο μετοχών ύψους 7% της "Α. ΑΒΕΕ", ότι το καλοκαίρι του 2001 γίνανε δύο συνελεύσεις σε χωριστές αίθουσες του ίδιου ξενοδοχείου "Η.", ότι τέλος  Ιουλίου έμαθε ο Δ.Τ. ότι η γενική συνέλευση της μειοψηφίας που αυτός είχε συγκαλέσει, θεωρείτο άκυρη από τη νομαρχία και ότι δεν επρόκειτο να αναλάβει τη διοίκηση της εταιρίας και άρχισε να πωλεί τις μετοχές του, όπως και της πρώτης εναγομένης εταιρίας την οποία εκπροσωπούσε, με αποτέλεσμα μέσα σε 10 μέρες να πάει η τιμή της μετοχής από τα 13 ευρώ στα 9, ενώ το ίδιο διάστημα και για 3 μήνες το χρηματιστήριο παρουσίαζε γενική άνοδο...Ενόψει τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμος και κατ'  ουσίαν και πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν σε κάθε ενάγοντα τα εξής ποσά, ήτοι: ... Τέλος, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων, λόγω της ερημοδικίας και της ήττας τους (άρθρα 184 και 176 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ λόγω της ερημοδικίας των εναγομένων πρέπει να ορισθεί και το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσης (άρθρα 501 παρ. 2, παρ. 1 ΚΠολΔ).