ΜΠρΣερρών 104/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
'Εκτακτο προσωπικό ΚΤΕΛ
- Οδηγοί ΚΤΕΛ - 'Ακυρη
απόλυση - Μισθοί υπερημερίας - Υποχρέωση απασχόλησης ακύρως απολυθέντος -.
Σε αγωγή απολυθέντων ορισμένου
χρόνου συμβασιούχων οδηγών κατά ΚΤΕΛ, αναγνωρίστηκε
ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας οδηγών ΚΤΕΛ
υπάρχει μία σύμβαση αορίστου χρόνου, διότι αν και αυτοί προσλήφθηκαν ως
έκτακτοι υπάλληλοι, για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών του ΚΤΕΛ, απασχολήθηκαν με πλήρες και, υπερωριακό πολλές φορές,
ωράριο, όπως και οι τακτικοί οδηγοί του, πραγματοποιώντας τακτικά δρομολόγια
των λεωφορείων του, αλλά και δρομολόγια του τουριστικού γραφείου του και
επομένως, αποδεικνύεται ότι κάλυπταν πάγιες κααι
διαρκείς ανάγκες του και όχι έκτακτες και απρόβλεπτες. Επιδικάζονται μισθοί
υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας και υποχρεώνεται το ΚΤΕΛ
σε απασχόλησή τους.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός απόφασης 104/2006
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Ρόκκου, Πρωτοδίκη,
που ορίστηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Χατζηβασιλείου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 5 Ιουνίου 2006, για να
δικάσει την αγωγή με αριθμό καταθέσεως 2352ΕΡΓ24/8-8-2005, μεταξύ:
ΤΩΝ
ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Π. Μ. του Ν., κατοίκου Επταμύλων
Σερρών, 2) Κ. Ζ. του Η., κατοίκου Ανθής Σερρών, που παραστάθηκαν, δια του
πληρεξουσίου τους δικηγόρου Φωτίου Βαγενά, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ
ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΝΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΚΤΕΛ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ"
και διακριτικό τίτλο "ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ ΚΤΕΛ Ν. ΣΕΡΡΩΝ ΑΕ", που εδρεύει στις Σέρρες και εκπροσωπείται νόμιμα,
που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Τσερκέζη,
ο οποίος κατάθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ
τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν
δεκτά, όσα αναφέρονται στα
πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κοινοτική οδηγία 1999/7Ο/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της
Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999,
οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP (κωδ. ΕΕΔ 59.186 επ.), που
καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με
διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται
σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή
δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με
τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων
από τα κράτη μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων
που καθορίζουν αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων
διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκεια τους, τον αριθμό των
ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό,
όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας
ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται ως
συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Αλλά ειδικότερα στην ελληνική έννομη τάξη
ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ.
81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την
προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση
της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την
καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της
συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8
παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του
Συντάγματος, ως "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο", που εφαρμόζεται σε όλες
τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον
ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή "οι διατάξεις του
νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική
διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως
της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής
καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Κατά
την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία
της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη
μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο
ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων
εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα
προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή
της αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών
συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο
ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το
χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το
χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από
τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου. Έτσι,
και κατ
εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε
μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της
συνεργασίας των κρατών μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της διασφάλισης του
πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της Συνθ./Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να
εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου,
συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί
στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα
σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Τέλος, και κατά τις αναθεωρημένες
διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από
17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου
σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από τοΔημόσιο, τα
Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο
τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες,
πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων
αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως
παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι,
ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι γι αυτές προσλήψεις
συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με βάση τις διατάξεις1
αυτές εκδοθέντων ειδικών νομών γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για
κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη
πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι
διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι
διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου
χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση "μετατροπής" από το νόμο των
συμβάσεων ορισμένου σε ^αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την
αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι "μετατροπή"
αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη
διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Οι
διατάξεις νομών που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν
ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ.
άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997 ) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα
και την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ. (ΟλΑΠ 18/2006 ΤΝΠ Νόμος)
Περαιτέρω ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού Κοινών Ταμείων Εισπράξεων
Λεωφορείων (ΚΤΕΛ), που εγκρίθηκε με το υπ' αριθ.
229/1994 ΠΔ, και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, και
αφορά το πάσης φύσεως προσωπικό των ΚΤΕΛ, προβλέπει,
στις διατάξεις των παρ. 1 και 5 άρθρου 2, της παρ. 1 άρθρου 4 και της παρ. 1
και 2 του άρθρου 5, μεταξύ άλλων, ότι το έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ, σε αντίθεση προς το τακτικό, προσλαμβάνεται για
ορισμένο χρόνο, που δεν μπορεί να ξεπερνά τους έξι μήνες, ότι αυτή η πρόσληψη
του, έκτακτου προσωπικού μπορεί να επαναλαμβάνεται εφόσον υπάρχουν έκτακτες και
απρόβλεπτες ανάγκες και ότι δεν επιτρέπεται η πρόσληψη του έκτακτου προσωπικού
για αόριστο χρόνο. Πλην όμως η ορθή ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, υπό το
πρίσμα της διατάξεως του άρθρου 8 ν. 2112/1920, σύμφωνα με τα παραπάνω, έχει
την έννοια ότι δεν μπορεί να προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου, χωρίς την
τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, εργαζόμενος, που δεν καλύπτει πάγιες και
διαρκείς ανάγκες αλλά απρόβλεπτες και έκτακτες, αλλά και ότι, αντιστρόφως, ο
εργαζόμενος που, παρά το γεγονός ότι ανήκει στο έκτακτο προσωπικό, καλύπτει
πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μπορεί να κριθεί, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό,
από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα, ότι συνδέεται με
τον εργοδότη με σύμβαση αόριστης διάρκειας, ακόμη και αν έχει καταρτίσει μ'
αυτόν, μία μόνο σύμβαση και όχι περισσότερες διαδοχικές. Τέλος για την
περίπτωση των ΚΤΕΛ, που έχουν πλέον τη νομική μορφή
της ανώνυμης εταιρίας και δεν ανήκουν στο δημόσιο τομέα, δεν έχει εφαρμογή η
μεταβατική διάταξη του άρθρου 8α του ΠΔ 81/2003, αλλά
οι γενικές αρχές και διατάξεις που αναφέρονται παραπάνω.
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες
εκθέτουν ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη τον Αύγουστο του 2000, ο πρώτος εξ
αυτών, και τον Αύγουστο του 2001, ο δεύτερος, και απασχολήθηκαν απ' αυτό, με
διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις, οι οποίες ήταν κατ'
ουσίαν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγοί των λεωφορείων της
εναγομένης, μέχρι την 15-6-2005, ο πρώτος και 20-6-2005 ο δεύτερος, καλύπτοντας
πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγομένης. Ότι κατά τις παραπάνω ημερομηνίες,
λήξεως των συμβάσεων τους η εναγομένη αρνήθηκε να τους επαναπροσλάβει και να
καταρτίσει νέα σύμβαση εργασίας μαζί τους. Ότι στις 22-10-2004 υπέβαλαν την
προβλεπόμενη από το Π.Δ. 180/2004 αίτηση, επικαλούμενοι ότι πληρούν τις
προϋποθέσεις του παραπάνω προεδρικού διατάγματος, για την αναγνώριση της
σύμβασης εργασίας τους ως αορίστου χρόνου, πλην όμως η εναγομένη δεν διαβίβασε
την αίτηση τους στο ΑΣΕΠ, ούτε και τους
επαναπροσέλαβε. Ότι παρά το γεγονός ότι κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας τους,
δεν τους κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση ούτε και έλαβε υπόψη τις προϋποθέσεις
που θέτει ο Κανονισμός των ΚΤΕΛ για την απόλυση των
εργαζομένων. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους έγινε κατά κατάχρηση
δικαιώματος από την εναγομένη και είναι άκυρη. Ότι, ως προς τον πρώτο των
αιτούντων η απόλυση είναι άκυρη γιατί αυτός είναι συνδικαλιστικό στέλεχος και
υπάγεται στην προστασία του Ν 1264/1982. Με βάση τα παραπάνω ζητούν α) ν'
αναγνωρισθεί ότι συνδέονταν με: την εναγομένη με σύμβαση εργασίας αορίστου
χρόνου, β) ότι οι απολύσεις τους είναι άκυρες, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να
αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες τους, με απειλή καταβολής στον καθένα των
εναγόντων, ποινής 100 ευρώ, δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον
πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1239,97 (συνολικές μικτές αποδοχές του) ή,
επικουρικά 842 ευρώ (καθαρές αποδοχές του), για κάθε μήνα, ως μισθούς
υπερημερίας, και στο δεύτερο ενάγοντα, αντιστοίχως 984,25 ή 833 ευρώ, για κάθε
μήνα υπερημερίας, μέχρι την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, όπως παραδεκτά
περιόρισαν το αίτημα τους, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους
που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ε) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον
καθένα τους το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
και στ) ν' απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του προέδρου της εναγομένης,
ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και τέλος ζ) να κηρυχθεί η απόφαση
προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος της
εναγομένης.
Η αγωγή αυτή αρμοδίως, καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση
ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (16 αρ. 2, 22 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία
που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 664 - 676 ΚΠολΔ, καθώς εμπίπτει στις
διαφορές που εκδικάζονται με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Εξάλλου
είναι επαρκώς ορισμένη, πλην των κονδυλίων αυτής που αφορούν μικτούς μισθούς
υπερημερίας ποσών 1.239,97 ευρώ και 984,25 ευρώ, τα οποία είναι αόριστα και
πρέπει ν' απορριφθούν, αφού δεν αναφέρεται στο δικόγραφο από ποια επιμέρους
κονδύλια αποτελούνται τα ποσά αυτά. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην
παραπάνω μείζονα σκέψη, η αγωγή, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που
προαναφέρονται, και σ' αυτές των άρθρων 56 - 60, 174, 349, 656, 648, 651, 652,
655, 281 ΑΚ, 7.0, 176, 907, 908, 946 ΚΠολΔ, 2 παρ. 1β παρ. 1 ν 2121/20, 5 παρ.
1, 3 ν. 3198/55, άρθρο 14 ν. 1264/1982. Όσον αφορά το αίτημα περί απαγγελίας
προσωπικής κράτησης, αυτό πρέπει ν' απορριφθεί ως μη νόμιμο, όσον αφορά το
νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, διότι η αγωγή δεν στρέφεται προσωπικά εναντίον
του. Το δε αίτημα περί τοκογονίας των, ποσών που
αφορούν μισθούς υπερημερίας είναι νόμιμο από την επομένη που κάθε μηνιαίος
μισθός καθίσταται απαιτητός, δηλαδή από, την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, απ'
αυτόν που αφορά ο μισθός. Περαιτέρω πρέπει η αγωγή να εξεταστεί ως προς την
ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι έχει
καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες προσαυξήσεις
υπέρ τρίτων (βλ. υπ' αριθ. 6712, 6713/14-6-2006 διπλότυπα είσπραξης ΔΟΥ Α' Σερρών).
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων, που εξετάσθηκαν ενόρκως
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση
πρακτικά, τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, ανεξάρτητα απ' το αν αυτά
πληρούν τους όρους του νόμου, των με αριθμούς 423/2005 και 448/2005 ενόρκων
βεβαιώσεων, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Σερρών, οι οποίες λήφθησαν
νόμιμα, δεδομένου ότι κλήθηκε εμπρόθεσμα (προ 24 ωρών - άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ)
η εναγομένη να παραστεί κατά την λήψη τους, αποδείχθηκαν τα εξής: Ο πρώτος των
εναγόντων προσλήφθηκε από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία, τον Αύγουστο 2000, ως
οδηγός λεωφορείου ΚΤΕΛ με σύμβαση εργασίας ορισμένου
χρόνου, διάρκειας ως το Νοέμβριο 2000. Μετά τη λήξη της συμβάσεως αυτής
κατήρτισε νέα σύμβαση, ως το Μάιο 2001. Στις 24-5-2001 κατήρτισε νέα σύμβαση ως
24-10-2001. Ή σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εξακολούθησε, χωρίς να σταματήσει
καθόλου να εργάζεται ο πρώτος ενάγων μέχρι 15-6-2005. Κατά την ημερομηνία αυτή
η διοίκηση της εναγομένης αρνήθηκε να αποδέχεται πλέον τις υπηρεσίες του. Στις 16-6-2005,
του κοινοποίησε την απόλυση του χωρίς όμως να του καταβάλει αποζημίωση. Ο
δεύτερος των εναγόντων προσλήφθηκε από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία, στις
10-8-2001, ως οδηγός λεωφορείου ΚΤΕΛ, με σύμβαση
εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας ως 9-2-2002. Μετά τη λήξη της συμβάσεως
αυτής κατήρτισε νέα σύμβαση, 3 από 1-3-2002 ως 31-8-2002. Στις 10-9-2002
κατήρτισε νέα σύμβαση ως 10-3-2003. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εξακολούθησε,
χωρίς να σταματήσει καθόλου να εργάζεται ο δεύτερος ενάγων μέχρι 20-6-2005.
Κατά την ημερομηνία αυτή η διοίκηση της εναγομένης αρνήθηκε να αποδέχεται πλέον
τις υπηρεσίες του. Στις 20-6-2005 του κοινοποίησε την απόλυση του χωρίς όμως να
του καταβάλει αποζημίωση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες αν και
προσλήφθηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι, για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων
αναγκών της εναγομένης, απασχολήθηκαν με πλήρες και, υπερωριακό πολλές φορές,
ωράριο, όπως και οι τακτικοί οδηγοί της, πραγματοποιώντας τακτικά δρομολόγια
των λεωφορείων της, αλλά και δρομολόγια του τουριστικού γραφείου της.
Αποδεικνύεται επομένως ότι οι ενάγοντες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες
της 2006 εναγομένης και όχι έκτακτες και απρόβλεπτες. Συνεπώς η σύμβαση
εργασίας που συνέδεε τους ενάγοντες με την εναγομένη, παρά το χαρακτηρισμό της
ως ορισμένου χρόνου απ' την ίδια, πρέπει, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό να
αναγνωριστεί ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Η ύπαρξη δε πιστοποιητικού
υγείας των εναγόντων δεν επιδρά στο κύρος των παραπάνω συμβάσεων, αφού η
συνεχής αποδοχή της εργασίας των εναγόντων από την εναγομένη, συνιστά σιωπηρή
επικύρωση της ενδεχομένως άκυρης αρχικά σύμβασης (βλ. σχετ. ΑΠ 1606/2001 ΕλΔνη 43.404). Εξάλλου απ' τα προσκομισθέντα πιστοποιητικά
καταλληλότητας με ημερομηνίες 15-6-2004 και 20-5-2004, αποδεικνύεται ότι οι
ενάγοντες ελέγχθηκαν ως προς την κατάσταση της υγείας τους από ιατρό, ο οποίος
τους έκρινε κατάλληλους για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε
ότι η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας των εναγόντων, η οποία κρίθηκε
κατά τα παραπάνω, ως σύμβαση αορίστου χρόνου, χωρίς να καταβάλει σ' αυτούς τη
νόμιμη αποζημίωση και χωρίς να λάβει υπόψη ή να επικαλεστεί τις προϋποθέσεις
που θέτει το άρθρο 2 παρ. 6 ΠΔ 229/1994 (Κανονισμός
προσωπικού των ΚΤΕΛ), για την απόλυση των
εργαζομένων. Κατά συνέπεια η καταγγελία των συμβάσεων τους είναι άκυρη. Εξάλλου
αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες επανειλημμένως προσφέρθηκαν να συνεχίσουν την
εργασία τους, μετά την άκυρη απόλυση τους, πλην όμως η διοίκηση της εναγομένης
αρνήθηκε να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους. Κατά το χρόνο της καταγγελίας των
συμβάσεων τους οι ενάγοντες λάμβαναν το συμφωνημένο μισθό ποσού 842 ευρώ ο
πρώτος και 833 ευρώ ο δεύτερος. Λόγω δε της υπερημερίας της εναγομένης για
αποδοχή της εργασίας τους οφείλει το ποσό του μηνιαίου μισθού τους, ως μισθό
υπερημερίας, μέχρι την 5-6-2006, χρονικό σημείο στο οποίο περιόρισαν το αίτημα
τους. Τέλος επειδή δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία των συμβάσεων των εναγόντων
από την ενάγουσα, ήταν καταχρηστική αλλά άκυρη, δεν δικαιούνται οι ενάγοντες ν'
αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω" ηθικής βλάβης από προσβολή της
προσωπικότητας τους, και τα σχετικά κονδύλια πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμα
κατ' ουσίαν. Πρέπει επομένως να γίνει μερικά δεκτή η αγωγή α) ν' αναγνωρισθεί
ότι οι ενάγοντες συνδέονταν με την εναγομένη με σύμβαση εργασίας αορίστου
χρόνου, β) ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρη, γ) να
υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες τους, με απειλή
καταβολής στον καθένα των εναγόντων, χρηματικής ποινής 100 ευρώ, για κάθε
εργάσιμη ημέρα μη αποδοχής των υπηρεσιών τους, δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να
καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 842 ευρώ για κάθε μήνα, από τον Ιούλιο
του 2005 μέχρι τον Ιούνιο του 2006, δηλαδή για έντεκα μήνες, ως μισθούς
υπερημερίας, και συνολικά ποσό 9.262 ευρώ, και στο δεύτερο ενάγοντα, 833 ευρώ,
για κάθε μήνα υπερημερίας, από Ιούλιο 2005 ως Ιούνιο 2006 (11 μήνες), και
συνολικά ποσό 9163 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πρώτη του επόμενου μήνα, που
ο κάθε μισθός αφορά. Περαιτέρω, όσον αφορά το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης
προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης
είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική ζημία στους ενάγοντες. Για το λόγο αυτό
πρέπει να γίνει δεκτό εν μέρει το σχετικό αίτημα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο
διατακτικό, όσον αφορά την επιδίκαση των ποσών που αφορούν μισθούς υπερημερίας.
Ως προς τη χρηματική ποινή για τη μη αποδοχή από την εναγομένη των υπηρεσιών
των εναγόντων, το Δικαστήριο κρίνει, επίσης ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης
μπορεί να προκαλέσει ζημία στους ενάγοντες, γι' αυτό πρέπει και η διάταξη αυτή
να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Πρέπει, τέλος, να συμψηφισθούν εν μέρει τα
δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας ερμηνείας του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι ενάγοντες συνδέονταν με την εναγομένη με σύμβαση
εργασίας αορίστου χρόνου.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων
είναι άκυρη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες των
εναγόντων, με απειλή καταβολής, στον καθένα των εναγόντων, ποινής 100 ευρώ, για
κάθε εργάσιμη ημέρα άρνησης της.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξη προσωρινά εκτελεστή"
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των
εννέα χιλιάδων διακοσίων εξήντα δύο (9.262) ευρώ, και στο δεύτερο ενάγοντα το
ποσό των εννέα χιλιάδων εκατόν εξήντα τριών (9.163) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από
την πρώτη του επόμενου μήνα, που ο κάθε επιμέρους μισθός αφορά.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινά εκτελεστή την απόφαση, ως προς την παραπάνω διάταξη
της, μέχρι του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, για κάθε ενάγοντα.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση,
στο ακροατήριο του, στις Σέρρες στις 7-9-2006.