ΜΠρΡόδου (ΑσφΜ) 67/2013

 

Ατομα με αναπηρίες (ΑΜΕΑ) - Μετατροπή σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου - Δημοτικές επιχειρήσεις - Επιδοτούμενα προγράμματα ΟΑΕΔ - Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης -.

 

 

Πρόσληψη σε Δημοτική επιχείρηση του αιτούντος με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μέσω προγράμματος ΟΑΕΔ για άτομα με ειδικές ανάγκες. Κρίθηκε ότι ο αιτών δεν εμπίπτει στην απαγόρευση της μετατροπής της συμβάσεώς του σε αορίστου χρόνου, καθώς είναι νόμιμη η συνέχιση απασχόλησης ΑΜΕΑ σε επιχειρήσεις των ΟΤΑ του ευρύτερου δημοσίου τομέα μετά την ολοκλήρωση του επιχορηγούμενου από τον ΟΑΕΔ προγράμματος όταν οι επιχειρήσεις αυτές επιθυμούν την περαιτέρω συνέχιση της απασχόλησής τους. Κρίθηκε ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση προσωρινής ρύθμισης της εργασιακής κατάστασης του αιτούντος στο καθ’ ού.

 

                         Αριθμός Απόφασης 67/2013

 

 

                     TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

                    (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

 

 

Αποτελούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Ελένη Σκριβάνου, η οποία ορίστηκε νόμιμα με κλήρωση.

 

Συνεδρίασε δημόσια στα ακροατήριό του στις 14-1-2013, χωρίς την σύμπραξη γραμματέα.

 

Για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αιτούντος:..., κατοίκου Ρόδου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Μιχαήλ Ε. Κόκκινου.

 

ΚΑΙ του καθού: Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και

Αποχέτευσης Δήμου Ρόδου " και τον διακριτικό τίτλο "Δ.Ε.Υ.Α.Ρ" που εδρεύει στο Δήμο Ρόδου και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Καλλιρρόης Νικολιδάκη.

 

Ο αιτών ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 590/9-4-2012 και προσδιορίστηκε αρχική δικάσιμος η 24-9-2012 κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο, παρασταθέντων όλων των διαδίκων.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

 

Από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι τα δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης, προκύπτει με σαφήνεια ότι για τη λήψη του αιτούμενου κάθε φορά ασφαλιστικού μέτρου, πρέπει α) να υπάρχει επείγουσα γι' αυτό περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου και β) να πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος. Επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη η

οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρος του δικαιούχου, έτσι ώστε ενόψει και της βραδύτητας της οριστικής επίλυσης της διαφοράς να μη προξενηθεί ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος (βλ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα εκδ. 1980 σελ. 50, Μπέη Πολ. Δικ. υπό το άρθρο 682, Μ.Πρ.ΑΘ. 11631/1998 ΔΕΝ 54,1506, Μ.Πρ.Πειρ 232/1995 Δ 26, 595).

 

 

Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 731 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 732 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε άλλο μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή για τη ρύθμιση κατάστασης. Εξάλλου, από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 Α.Κ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις επελεύσεως μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Ο χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσεως, που συνδέει τους συμβαλλόμενους, γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, ώστε να κριθεί με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (Ν. 4558/1920, άρθρο 11 Α.Ν. 547/1937), το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ιδίου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (άρθρ. 1, 2, 3 του Ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του Β.Δ της 16/18-7-1920), ανακόπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της συμβάσεως και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως.

 

 

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου επιτρέπεται και απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχολήσεως, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής προσλήψεως προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεων θέσεων η διάρκεια της απασχολήσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με της οποίας τα εδάφια α και γ' ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ, 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και S του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994 με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαδικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση στις ανωτέρω συμβάσεις δεν είναι δυνατή υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994 η εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920.

 

 

Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο αυτής έως ης 10-7-2001 με δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας αυτής έως τις 10-7-2002. Με τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι εφαρμόζεται αυτή σε όλους τους εργαζόμενους, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία, τις σ.σ.ε. ή την πρακτική του κάθε Κράτους μέλους, ενώ με τη ρήτρα 5 του παραρτήματος της αυτής Οδηγίας ορίζεται ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους, που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μεγίστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένοι χρόνο α) θεωρούνται διαδοχικές και β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π. Δ/τος ορίζονται τα εξής "Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια η παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. (...) Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου". Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος όσο και αποζημιώσεως ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών.

 

 

Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο του 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή από 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 παρ. 1α του εν λόγω Π. Δ/τος ορίζονται τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση.

 

 

Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του, γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. Περαιτέρω» σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 11, για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου η άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου  ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. Τέλος, κατά την Τρίτη παράγραφο του άρθρου 11, οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. Η επιλογή με το ανωτέρω Π.Δ. των εν λόγω μέτρων, για την επίτευξη του στόχου της ρήτρας 5 της επίμαχης Οδηγίας, έγινε, αφού έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία αυτή, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογούν διάφορη ρύθμιση από τον ιδιωτικό τομέα,, αφού υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, ένεκα των οποίων και η θέσπιση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος, Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ 154/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. αυτού (βλ. Ολ. ΑΠ 19 και 20/2007, Α.Π. 64/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

 

Επίσης, με το άρθρο 1 παρ. 3 και 6 του ν. 2527/1997 «τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα», οι αμιγείς και μικτές επιχειρήσεις των ΟΤΑ στις οποίες ο ΟΤΑ κατέχει άμεσα ή έμμεσα το 50% τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου, υπήχθησαν στο σύστημα προσλήψεων του ν. 2190/1994 ως προς την πρόσληψη τακτικών και με σύμβαση ορισμένου χρόνου διοικητικών υπάλληλων, των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, καθώς και του τακτικού και με σύμβαση ορισμένου χρόνου προσωπικού της κατηγορίας ΥΕ. Οι επιχειρήσεις αυτές προσλαμβάνουν πλέον το μη διοικητικό προσωπικό, καθώς και το εργατοτεχνικό προσωπικό κατηγορίας ΥΕ με βάση τις διατάξεις του κανονισμού τους και αν δεν υφίσταται κανονισμός με βάση σχετική προκήρυξη, σε κάθε όμως περίπτωση, η πρόσληψη κάθε είδους προσωπικού με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση, ελέγχεται από το ΑΣΕΠ, όσον αφορά την τήρηση των διατάξεων του οικείου κανονισμού και των αρχών της δημοσιότητας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας που πρέπει να τηρούνται σε όλες τις περιπτώσεις (βλ. Εφ. Θεσ. 2046/1999 και Εφ. Θεσ. 1762/1999 ό.π.).

 

 

Επίσης με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2190/1994, όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 4 του ν. 2738/1999, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων του άνω νόμου το προσωπικό που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, Η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν. 3227/2004 που αφορά στη ρύθμιση θεμάτων του ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α): 1. Σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή φορείς που διατηρούν υποκαταστήματα ή εκμεταλλευθείς σε περισσότερες από μία νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις για τον υπολογισμό του αριθμού των προστατευόμενων του Ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α) που τοποθετούνται υποχρεωτικά, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του προσωπικού που υπηρετεί στην έδρα και τα υποκαταστήματα ή τις εκμεταλλεύσεις της επιχείρησης ή του φορέα. Στην περίπτωση αυτή, ο υπολογισμός εκείνων που τοποθετούνται γίνεται χωριστά για χα υποκαταστήματα ή τις εκμεταλλεύσεις που λειτουργούν σε κάθε νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ανάλογα με το απασχολούμενο σε αυτές προσωπικό. Η υποχρέωση της επιχείρησης εκμετάλλευσης ή του φορέα της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του Ν. 2643/1998 να προσλαμβάνει τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ίδιου νόμου σε ποσοστό οκτώ τοις εκατό έχει εκπληρωθεί, όταν, πανελλαδικά, έχει τοποθετηθεί στην επιχείρηση, εκμετάλλευση ή τον φορέα της παρ. 8 του άρθρου 2 ο αριθμός προσώπων που αναλογεί στο συνολικό ποσοστό οκτώ τοις εκατό ή έχουν προκηρυχθεί με τις διατάξεις του Ν. 2643/1998 θέσεις με τις οποίες συμπληρώνεται το συνολικό ποσοστό οκτώ τοις εκατό. Τα άτομα με Αναπηρίες που απασχολούνται κατά τη δημοσίευση του παρόντος και εφεξής σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή φορείς της παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2643/1998, κατ' εφαρμογή του προγράμματος επιχορήγησης από τον Ο.Α.Ε.Δ. Νέων θέσεων Εργασίας Ατόμων με Αναπηρίες τα οποία ο εργοδότης τους επιθυμεί να συνεχίσει να απασχολεί και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, θεωρείται, ως προς όλες τις συνέπειες ότι τοποθετήθηκαν δυνάμει του Ν. 2643/1998 (Μ.Πρ.Βόλου 17/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ.Πρ.Αθ. 4737/2011, αδημ.).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών εκθέτει στην κρινόμενη αίτησή του, ότι προσλήφθηκε από το καθού στις 3-12-2007, με σύμβαση εργασίας, μέσω προγράμματος ΟΑΕΔ για άτομα με ειδικές ανάγκες προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην επιστημονική υποστήριξη των τεχνικών υπηρεσιών της καθής Δημοτικής επιχείρησης και καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αίτηση. Οτι η σύμβαση αυτή ήταν τετραετούς διάρκειας λήξεως 2-12-2011.  Οτι η καθής, πριν τη λήξη της σύμβασης, μετέτρεψε, με την από 105/2011 απόφαση της, την ως άνω σύμβαση εργασίας του αιτούντος από σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, που ούτως η άλλως υφίστατο κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, πλην όμως σταμάτησε αδικαιολόγητα να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, χωρίς να τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητεί, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα ώστε να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση της εργασιακής του σχέσης με το καθού και να υποχρεωθεί το τελευταίο, απειλούμενης κατ' αυτού χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του, να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταβάλλοντος τις νόμιμες αποδοχές του, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθεισομένης κύριας αγωγής του, καθώς επίσης να καταδικαστεί το καθού στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τοτυ κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη καθώς και σε αυτές των άρθρων 648 επ. 653, ΑΚ 947, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

 

 

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης, ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, του μάρτυρα του αιτούντος (το καθού δεν εξέτασε μάρτυρα), … που γεννήθηκε το έτος 1957 στη Ρόδο, όπου και κατοικεί, ο οποίος είναι Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του καθού ΝΠΙΔ (Δ.Ε.Υ.Α.Ρ.) καθώς και όλων των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι και από όλη γενικά τη συζήτηση της υπόθεσης, πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Ο αιτών προσλήφθηκε από το καθού (με την υπ' αρ. 140/2007 απόφαση του Δ.Σ. του) στις 3-12-2007, με σύμβαση εργασίας μέσω προγράμματος ΟΑΕΔ για άτομα με «ιδικές ανάγκες, (καθώς πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας με αναπηρία 57%, όπως προκύπτει από την υπ' αρ. 28 γνωμάτευση και την από 9-2-10 γνωστοποίηση αυτής της Πρωτοβάθμιας Υγ/κης Επιτροπής του !ΚΑ Ρόδου), προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην επιστημονική υποστήριξη των τεχνικών υπηρεσιών (ως πολιτικός μηχανικός) του καθού ΝΠΙΔ - Δημοτικής επιχείρησης, στα πλαίσια του προγράμματος επιχορήγησης από τον ΟΑΕΔ νέων θέσεων εργασίας ατόμων με αναπηρίες. Ο αιτών εργαζόταν ευσυνείδητα καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησης του με πλήρες ωράριο πέντε ημέρες την εβδομάδα καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του καθού. Η σύμβαση αυτή ήταν τετραετούς διάρκειας (3 έτη επιχορηγούμενη με την υποχρέωση της επιχειρήσεως που θα διενεργούσε την πρόσληψη για ένα ακόμη έτος με δικούς της πόρους) λήξεως 2-12-2011. Το καθού, πριν τη λήξη της σύμβασης, μετέτρεψε με την από 105/2011 απόφαση του (η οποία εγκρίθηκε από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου με την υπ' αρ. 14946/2007 απόφασή της), την ως άνω σύμβαση εργασίας του αιτούντος από σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου σε αορίστου χρόνου, (που ούτως η άλλως υφίστατο κατ ορθό χαρακτηρισμό), τοποθετώντας τον σε κενή οργανική θέση πολιτικού μηχανικού ΠΕ, αφού κατά τα προαναφερθέντα προσέφερε καθόλο το ως άνω διάστημα συνεχώς και αδιαλείπτως τις υπηρεσίες του ως πολιτικού μηχανικού στο καθού, πλην όμως το καθού λίγες ημέρες πριν την άσκηση τής ένδικης αίτησης του ανακοίνωσε ότι σταματά να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, επειδή υπήρχε διαφωνία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς την καταβολή του μισθού του. Ήδη όμως, όπως αναφέρει ο μάρτυρας του αιτούντος, ο οποίος είναι Αναπληρωτής Γενικός Δ/ντης του καθού, και όπως το τελευταίο (καθού) συνομολογεί και με τις προτάσεις του αλλά και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, ο αιτών καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες, επιθυμεί δε την προσφορά της εργασίας του αιτούντος υπό το καθεστώς της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και μετά τη λήξη του προγράμματος απασχόλησής του.

 

 

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο αιτών δεν εμπίπτει στην απαγόρευση της μετατροπής της συμβάσεως του σε αορίστου χρόνου καθώς σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.1 Ν. 3327/2004 που παραπέμπει στις διατάξεις του Ν. 2643/1998, είναι νόμιμη η συνέχιση απασχόλησης ατόμων με ανάπηρες (ΑΜΕΑ), όπως εν προκειμένω, σε επιχειρήσεις των ΟΤΑ του ευρύτερου δημοσίου τομέα μετά την ολοκλήρωση του επιχορηγούμενου από τον ΟΑΕΔ προγράμματος, όταν οι επιχειρήσεις αυτές επιθυμούν την περαιτέρω συνέχιση της απασχόλησής τους, κατά τα προβλεπόμενα στο ως άνω άρθρο. Θετική, άλλωστε, υπέρ της ως άνω άποψης, ήταν και η υπ' αρ. 413/2010 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αλλά ήδη και η υπ αρ. 105/2012 πράξη του 1ου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 3, 6 του Συντάγματος, είναι συνταγματικά επιτρεπτή η θέσπιση της ευνοϊκής αυτής ρύθμισης υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες που απασχολήθηκαν σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημοσίου

τομέα στο πλαίσιο επιδοτούμενων προγραμμάτων του Ο.Α.Ε.Δ., εφόσον, βέβαια, δεν υπερβαίνει το καθοριζόμενο σας διατάξεις του Ν. 2643/1998, ποσοστό υποχρεωτικής κάλυψης θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις αυτές από άτομα της εν λόγω κατηγορίας.

 

 

Εφόσον, λοιπόν, πιθανολογήθηκε η μετατροπή της σύμβασης του αιτούντος από το καθού σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς επίσης (πιθανολογήθηκε) ότι ο αιτών, ο οποίος είναι έγγαμος, δεν έχει άλλα εισοδήματα εκτός από ης αποδοχές του από την παροχή της εργασίας του στο καθού, για να καλύψει τις βασικές βιοτικές ανάγκες του και τις δαπάνες που απαιτούνται για την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη (λαμβάνει υψηλού κόστους φάρμακα για την αντιμετώπιση της ασθενείας του - σκλήρυνση κατά πλάκας, για τα οποία καταβάλλει συμμετοχή), υφίσταται επείγουσα περίπτωση προσωρινής ρύθμισης της εργασιακής κατάστασης του στο καθού.

 

 

Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί το καθού να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του αιτούντος ως πολιτικού μηχανικού με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταβάλλοντας του τις νόμιμες αποδοχές του, απειλούμενης χρηματικής ποινής 100 ευρώ κατά του καθού για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης του με την απόφαση αυτή, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κύριας αγωγής του. Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του καθού, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ) ,αλλά μειωμένα, κατ' άρθρον 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Υποχρεώνει το καθού να αποδέχεται προσωρινά τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του αιτούντος ως πολιτικού μηχανικού με σχέση εργασίας  ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταβάλλοντας του τις αποδοχές του, απειλούμενης χρηματικής ποινής 100 ευρώ κατά του καθού για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του με την απόφαση αυτή, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθησομένης κύριας αγωγής του.

 

Επιβάλλει  μέρος από τα  δικαστικά έξοδα του αιτούντος εις βάρος του καθού, τα οποία ορίζει σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στη Ρόδο στις 30-2-2013, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ