ΜΠρΑθ 7839/2017

 

Ανακοπή διαταγής πληρωμής - Τράπεζες - Σύμβαση δανείου - Πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία οφειλέτη - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος -.

 

Σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη, από την πλευρά της Τράπεζας, συμπεριφορά, επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Κρίνεται ότι η συμπεριφορά της καθ’ ης να πετύχει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής είναι καταχρηστική. Και αυτό, διότι από τη συμπεριφορά της Τράπεζας καθ’ ης, δημιουργήθηκε στην ανακόπτουσα η εντύπωση ότι αυτή δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά της, εφόσον η τράπεζα διά μέσω των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων αρχικά κατανόησε το οικονομικό πρόβλημα της ανακόπτουσας και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων μερών προς ρύθμιση της ένδικης οφειλής, με παράλληλη καταβολή των προαναφερόμενων ποσών στην καθ’ ης από την ανακόπτουσα. Η δε μεταγενέστερη έκδοση της ανακοπτόμενης καθιστά για τους ως άνω λόγους, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας της ανακόπτουσας, μη ανεκτή την άσκησή της κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου συνετού κοινωνικού  ανθρώπου και αντιτιθέμενη στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ. Και ναι μεν η καθ’ ης ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής της και ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός της, συνυφασμένου με  τη διαχείριση της περιουσίας της, πλην όμως κρίνεται ότι ενόψει της κάλυψης μεγάλου μέρους εκ του οφειλόμενου από την ανακόπτουσα ποσού σε συνδυασμό με τις συστηματικές προσπάθειές της προς ρύθμιση της οφειλής της, εν προκειμένω υπάρχει προφανής υπέρβαση των διαγραφομένων κατά τα άνω ορίων από το νόμο. Κατά συνέπεια προκύπτει ότι η καθ’ ης καταχρηστικά προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης και πρέπει γι’ αυτό το λόγο να γίνει δεκτή η κρινομένη ανακοπή και να ακυρωθεί η εκδοθείσα διαταγής πληρωμής.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός απόφασης 7839/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παναγιώτα Σπανού, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Μπρουσοβάνα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22-3-2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της ανακόπτουσας: ... κατοίκου ... επί της οδού ..., περιοχή ..., με ΑΦΜ ..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Καλτσά του Λεωνίδα, κατοίκου Πειραιά, οδός Σωτήρος αρ.6, που κατέθεσε προτάσεις.

 

Της καθ' ης η ανακοπή: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής, αριθμός 4, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ..., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ... κατοίκου Αθηνών, επί της οδού ... αρ.... η οποία κατέθεσε προτάσεις.

 

Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ... και με γενικό αριθμό κατάθεσης ... ανακοπή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Ι. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α' 51/12.03.2012) και πριν την εκ νέου αντικατάσταση του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές, προέβλεπαν τα ακόλουθα: «1. Ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο. Η ανακοπή και η αίτηση αναστολής της παραγράφου 3 του παρόντος επιδίδεται είτε στον δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε στη διεύθυνση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται, η οποία αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, εκτός αν γνωστοποιηθεί με δικόγραφο μεταβολή που έχει επέλθει. Τα αντίγραφα των εγγράφων, τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση, παραμένουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά την παρούσα παράγραφο. 2. Η άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών ή εντός ενενήντα (90) ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 περ.α' ΚΠολΔ». Η ισχύς του ως άνω αναφερόμενου Ν. 4055/2012, ο οποίος τροποποίησε τον ΚΠολΔ σε πλείστα σημεία του, άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 αυτού, από τη 02.04.2012, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 110, στις οποίες και προβλέπεται διαφορετικός χρόνος έναρξης ισχύος. Περαιτέρω, από τις ως άνω διατάξεις του αντικατασταθέντος άρθρου 632 ΚΠολΔ, το οποίο ετέθη σε εφαρμογή από την προαναφερόμενη ημερομηνία, ήτοι την 02.04.2012, αφού η διάταξη του άρθρου 110 του Ν. 4055/2012 δεν περιέχει ειδική πρόβλεψη περί έναρξης ισχύος της τροποιητικής αυτού ρύθμισης της παρ. 1 του αρ. 14 του ίδιου εν λόγω νόμου σε διαφορετικό χρόνο, καθίσταται σαφές ότι η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ κατά διαταγή πληρωμής εκδικάζεται από το εκδόσαν τον προσβαλλόμενο εκτελεστό τίτλο ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο, με την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (βλ. τη ρητή αναφορά της παρ.2 του άρθρου 632 ΚΠολΔ περί εκδίκασης της ανακοπής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ και το άρθρο 14 του Ειδικού Μέρους της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4055/2012, στο οποίο γίνεται αναφορά στην εκδίκαση της ανακοπής κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων).

 

 

II. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.2 ΚΠολΔ, εάν η υπόθεση δεν υπάγεται στην διαδικασία στην οποία εισήχθη, το Δικαστήριο αποφαίνεται περί τούτου αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την διαδικασία κατά την οποία δικάζεται αυτή, χωρίς να απαιτείται παραπομπή της υπόθεσης στην προσήκουσα διαδικασία, εκτός εάν η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και από αντίστοιχη υπαγωγή της διαφοράς σε άλλο Δικαστήριο ή την εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως η τήρηση προδικασίας που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποίαν πρέπει να εκδικασθεί η υπόθεση (ΑΠ 1363/1974, Δίκη 6, σελ.612, ΕφΠειρ 108/1997, ΕλλΔνη 1997, σελ.1622, Εφθεσ 2295/1996, Αρμ. 1996, σελ.1095). Η έννοια της διάταξης αυτής, κατά την μάλλον κρατούσα άποψη, είναι ότι το Δικαστήριο υποχρεούται να διακρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει εφαρμόζοντας τη διαδικασία που αρμόζει, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης και εφ' όσον η διαδικασία κατά την οποία εισήχθη και δικάσθηκε η υπόθεση πληροί τις προϋποθέσεις ασφάλειας δικαίου που θα απαιτούνταν αν είχε εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και υπό την προϋπόθεση ότι τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της διαδικασίας αυτής. Τη δυνατότητα αυτή, πάντως, δεν την έχει το δικάζον Δικαστήριο, όταν η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και με παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ιεραρχικώς ανώτερο Δικαστήριο (ΕφΘεσ 2591/1995, ΕΕργΔ 55, σελ.967, ΜΠρΘεσ 3519/2011, ΕπισκΕΔ 2011, σελ.286).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή της ζητεί, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, την ακύρωση της υπ' αριθμ. ... διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή το ποσό των 34.755,46 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών δαπανημάτων, καθώς και την καταδίκη της καθ' ης η ανακοπή στα δικαστικά της έξοδα.

 

Η εν λόγω ανακοπή, κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την ... και ως εκ τούτου πρέπει για την εκδίκαση της να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 4055/2012 και πριν την εκ νέου αντικατάσταση του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή εισάγεται ενώπιον του καθ' ύλην και κατά τόπον αρμοδίου παρόντος Δικαστηρίου [άρθρα 584, 585, 632 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 632 ΚΠολΔ ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 παρ.1 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α' 51/12.03.2012), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με τη μεταβατική του διάταξη του άρθρου 113, από την 02.04.2012], απαραδέκτως για να δικασθεί κατά την τακτική διαδικασία, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 4055/2012 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, η ένδικη υπόθεση υπάγεται στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους. Εντούτοις, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 591 παρ.2 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο θα κρατήσει την υπό κρίση υπόθεση και θα δικάσει αυτήν κατά την αρμόζουσα διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, εφόσον οι μέχρι τούδε αποκλίσεις της τηρηθείσας τακτικής διαδικασίας για την προπαρασκευή των διαδίκων από την τηρητέα ως άνω ειδική διαδικασία δεν είναι ουσιώδεις, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 585 παρ. 2 έδ.β' ΚΠολΔ (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της ανακοπής, εκ της οποίας προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στις 5-92014 στην καθ' ης η ανακοπή, ήτοι την 6η εργάσιμη ημέρα από την επομένη της επίδοσης της διαταγής πληρωμής, η οποία έλαβε χώρα στις 30-7-2014 {βλ. την υπ' αριθμ. ...  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο  ...}, μη υπολογιζόμενου στην ως άνω δεκαπενθήμερη προθεσμία ενέργειας του χρονικού διαστήματος από 1η έως 31η Αυγούστου, σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως προς το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

 

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιούσιας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ' αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε    στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκηση του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ' αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ' αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού τους, ιδία όταν ο πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ' αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειες της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012,417, Μ.Πρωτ. Αλεξ. 378/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, η ανακόπτουσα εκθέτει ότι στις ... προέβη σε σύναψη σύμβασης δανείου με την καθ' ης, ποσού ... ευρώ για την αγορά αυτοκινήτου, η δε πώληση αυτού συμφωνήθηκε με τον όρο παρακράτησης κυριότητας από την καθ' ης. Ότι για την αποπληρωμή του δανείου προβλέφθηκε η καταβολή 72 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, ποσού 1.241,09 ευρώ έκαστη. Ότι ενώ στην αρχή και έως τον Ιούνιο του 2010 είχε καταβάλει ήδη το ποσό των 42.197,06 ευρώ, έναντι της ανωτέρω οφειλής της, στη συνέχεια λόγω οικονομικών προβλημάτων δεν υπήρξε συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα η καθ' ης στις 3-11-2011 να καταγγείλει την ένδικη σύμβαση, κοινοποιώντας το σχετικό έγγραφο στην ανακόπτουσα στις 14-2-2011. Ότι έκτοτε η τελευταία κατέβαλε διάφορα χρηματικά ποσά και προσπάθησε πολλάκις να ρυθμίσει την οφειλή της, ενώ στις 10-9-2011 το αυτοκίνητο εκλάπη από αγνώστους, τη δε ασφαλιστική αποζημίωση ποσού 23.000 ευρώ εισέπραξε εταιρεία συμφερόντων της καθ' ης. Ότι ενώ είχε ήδη καταβάλει σημαντικό μέρος της ένδικης οφειλής της και είχε υποβάλει διάφορες προτάσεις διακανονισμού αυτής, εντούτοις η καθ' ης καταχρηστικά και αντίθετα στην καλή πίστη, πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, προκαλώντας της σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.

 

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης, η οποία εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν με επίκληση, τα οποία, αναλόγως με τη φύση τους, εκτιμώνται είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων είτε για άμεση απόδειξη (άρθρ. 336 παρ. 3, 395 ΚΠολΔ - βλ. σχετ. ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33. 814, ΑΠ 179/1991 ΝοΒ 40. 1019) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δ/ριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ - βλ. σχετ. ΑΠ 1456/1996 ΑρχΝ 48. 311), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Την 6-7-2007 η καθ' ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία συνήψε με την ανακόπτουσα, σύμβαση δανείου, η οποία καταρτίστηκε εγγράφως και έλαβε τον αριθμό 169162, δυνάμει της οποίας χορήγησε σε αυτήν δάνειο για αγορά μεταφορικού μέσου και δη αυτοκινήτου, ποσού ... ευρώ, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται σε αυτήν. Ειδικότερα συμφωνήθηκε αφενός το δάνειο να αποπληρωθεί σε 72 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, ποσού 1.241,09 ευρώ έκαστη, αρχής γενομένης από 6-8-2007 κι αφετέρου η πώληση του εν λόγω αυτοκινήτου να γίνει με τον όρο παρακράτησης κυριότητας από την καθ' ης. Μεταξύ των συνομολογηθέντων όρων με τη σύμβαση δανείου περιλαμβάνεται και ο ακόλουθος: Ότι η τράπεζα σε περίπτωση καθυστέρησης από τον οφειλέτη εξόφλησης εν όλω ή εν μέρει τριών δόσεων κατά την οριζόμενη για την εξόφληση τους τακτή ημερομηνία δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την εξόφληση του συνόλου του ανεξόφλητου δανείου πλέον τόκων, τόκων επί τόκων και εξόδων και ότι σε αυτή την περίπτωση το σύνολο της οφειλής θα εκτοκίζεται με επιτόκιο υπερημερίας, κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο του συμβατικού. Η ανακόπτουσα από την αρχή της σύμβασης και μέχρι και τον Μάιο του έτους 2010 κατέβαλε κανονικά τις οφειλόμενες εκ του δανείου δόσεις, με αποτέλεσμα κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα να έχει καταβάλει συνολικά το ποσό των 42.197,06 ευρώ. Την 31-1-2011, όμως, λόγω της ασυνέπειας που επέδειξε η ανακόπτουσα στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της για χρονικό διάστημα 8 συνεχόμενων μηνών (Ιούνιο 2010 έως και Ιανουάριο 2011), η καθ' ης η ανακοπή, ασκώντας το δικαίωμα που της παρείχε η μεταξύ των μερών συναφθείσα ως άνω σύμβαση, προέβη στην καταγγελία αυτής, κηρύσσοντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και το άληκτο κεφάλαιο των υπόλοιπων 30 δόσεων και στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, μέσω του οποίου λειτουργούσε η σύμβαση. Την ημερομηνία αυτή ο λογαριασμός εμφάνιζε οριστικό κατάλοιπο ύψους 43.180,68 ευρώ. Την καταγγελία αυτή κοινοποίησε η τράπεζα στην ανακόπτουσα στις 14-2-2011 (όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. ... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), καλώντας τη να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό, εντόκως, με ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων ανά εξάμηνο. Η υπερημερία της ανακόπτουσας ως προς την καταβολή των οφειλομένων δόσεων οφειλόταν σε οικονομικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε, λόγω της δραστικής μείωσης του δικού της κύκλου εργασιών και των περικοπών στο μισθό του συζύγου της. Στη συνέχεια η ανακόπτουσα προσπάθησε να δείξει διάθεση συνεργασίας με την καθ' ης, προβαίνοντας στην καταβολή διαφόρων χρηματικών ποσών έναντι της ανωτέρω οφειλής της. Συγκεκριμένα στις 25-2-2011 κατέβαλε το ποσό των 650 ευρώ, στις 19-42011 το ποσό των 650 ευρώ και στις 6-5-2011 το ποσό των 932 ευρώ. Ακόμη απευθύνθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο της καθ' ης προκειμένου να ρυθμίσει το χρέος της, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη κάποιας συμφωνίας. Στις 10-9-2011 άγνωστος αφαίρεσε από την πυλωτή της πολυκατοικίας της το αυτοκίνητο της ανακόπτουσας, γεγονός, που η ίδια κατήγγειλε στις Αρχές. Εν συνεχεία η τελευταία ζήτησε από την καθ' ης να άρει την παρακράτηση της κυριότητας για να εισπράξει το ποσό των 23.000 ευρώ από την Εθνική Ασφαλιστική, στην οποία ήταν ασφαλισμένο το όχημα, για λογαριασμό της καθ' ης, πράγμα που κατόπιν δυσχερειών έγινε στις 28-06-2013, το δε ποσό εισέπραξε η εταιρεία με την επωνυμία «OLYMPIC ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΠΕΙΡΑΙΩΣ MULTIFIN ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΕΙΔΑΓΩΓΗΣ, ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΠΑ ΑΓΟΡΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ, ΣΚΑΦΩΝ, ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ», στην οποία και είχε εκχωρηθεί κατά το χρόνο εκείνο η ένδικη απαίτηση. Ακόμη αποδείχτηκε ότι η ανακόπτουσα μέσα στο έτος 2013 κατέβαλε έναντι της ένδικης οφειλής της τα εξής ποσά: στις 11-1-2013 το ποσό των 200 ευρώ, στις 6-2-2013 το ποσό των 150 ευρώ, στις 12-3-2013 το ποσό των 150 ευρώ και στις 30-12-2013 το ποσό των 150 ευρώ. Παράλληλα στις 16-7-2013 απηύθηνε έγγραφο αίτημα διακανονισμού της οφειλής της στην καθ' ης, προτείνοντας τη διαγραφή των τόκων, πλην όμως έλαβε προφορικά και μόνον αρνητική απάντηση από τον αρμόδιο υπάλληλο του καταστήματος, με το οποίο συνεργαζόταν. Μάλιστα της προτάθηκε, προφορικά και πάλι, η καταβολή 72 δόσεων ποσού 656 ευρώ έκαστη. Οταν, όμως, στη συνέχεια η ανακόπτουσα απευθύνθηκε εγγράφως στην καθ' ης στις 2-8-2013, ζητώντας να λάβει συγκεκριμένη γραπτή απάντηση επί του ως άνω αιτήματος της, η τελευταία δεν ανταποκρίθηκε. Περαιτέρω, η καθ' ης αιτήθηκε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης με αριθμό διαταγής πληρωμής του άνω Δικαστηρίου με την οποία επιτάχθηκε η ανακόπτουσα να της κάταβάλει το ποσό των 34.775,46 ευρώ για κεφάλαιο εντόκως με το ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας με εξάμηνο ανατοκισμό τόκων από 1-1-2014 μέχρι εξόφλησης. Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν κρίνεται ότι η συμπεριφορά της καθ' ης να πετύχει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής είναι καταχρηστική. Και αυτό διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται, από την συμπεριφορά της τράπεζας καθ' ης δημιουργήθηκε στην ανακόπτουσα η εντύπωση ότι αυτή δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα της, εφόσον - σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά - η τράπεζα δια μέσω των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων αρχικά κατανόησε το οικονομικό πρόβλημα της ανακόπτουσας και ξεκίνησαν κάποιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων μερών προς ρύθμιση της ένδικης οφειλής, με παράλληλη καταβολή των προαναφερόμενων ποσών στην καθ' ης από την ανακόπτουσα. Η δε μεταγενέστερη έκδοση της ανακοπτόμενης καθιστά για τους άνω λόγους ενόψει της οικονομικής αδυναμίας της ανακόπτουσας μη ανεκτή την άσκηση της κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού  ανθρώπου, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται και αντιτιθέμενη στις αρχές του άρθρου 281 ΑΚ. Και ναι μεν η καθ' ης ασκώντας συμβατικό δικαίωμα της επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης της και ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιούσιας της, πλην όμως κρίνεται ότι ενόψει της κάλυψης μεγάλου μέρους εκ του οφειλόμενου από την ανακόπτουσα ποσού σε συνδυασμό με τις συστηματικές προσπάθειες της προς ρύθμιση της οφειλής της, εν προκειμένω υπάρχει προφανής υπέρβαση των διαγραφομένων κατά τα άνω ορίων από τον νόμο. Κατά συνέπεια κατά σχετική ουσιαστική παραδοχή του πρώτου λόγου ανακοπής προκύπτει ότι καταχρηστικά η καθ' ης προέβη στην έκδοση της ανακοπτόμενης και πρέπει για τον λόνο αυτό να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η με αριθμό διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, παρελκούσης της διερεύνησης της βασιμότητας των έτερων λόγων της, αφού ικανοποιήθηκε ήδη το αίτημα αυτής για ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (Εφ. Αθ. 5824/2001 Ελλ. Δνη 43.189). Η καθ' ης που χάνει την δίκη πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας (άρθρο 176 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63, 65, 68 ν.4194/2013 Κώδικας Δικηγόρων), όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθμό ... διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ της καθ' ης στην δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας το ύψος της οποίας ορίζει σε ποσό εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 5-9-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ