ΜΠρΑθ 394/2011

 

Καθαρισμός σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης - Σχέση εργασίας και αμοιβή καθαριστριών - Διάκριση εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου - Χρόνος παραγραφής αξιώσεων δημοσίων υπαλλήλων έναντι του Δημοσίου - Διακοπή παραγραφής - Παραγραφή σε επιδικία - Παραίτηση από την αγωγή - Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων -.

 

 

Για τον καθαρισμό των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προσλαμβάνονται καθαρίστριες με συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως μίσθωσης έργου, καλύπτουσες ένα διδακτικό έτος, και με εργοδότη εκ του νόμου το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων). Αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου, με τους οποίους εργάζονται υπό τις ίδιες συνθήκες και παρέχουν ίσης αξίας εργασία για την οποία δικαιούνται ίση αμοιβή. Αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο η μη λήψη υπόψη του χρόνου απασχόλησης του εργαζομένου με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για τη μισθολογική του εξέλιξη. Οι κατατασσόμενες βάσει του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 σε θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καθαρίστριες, οι οποίες στο παρελθόν προσλαμβάνονταν κατά το άρθρο 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990, όφειλαν να καταταγούν στο μισθολογικό κλιμάκιο σύμφωνα με την προϋπηρεσία τους με συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως μίσθωσης έργου, λαμβάνοντας τις αντίστοιχες αποδοχές ως βασικό μισθό, επί του οποίου υπολογίζονται και τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας (πέραν των επιπλέον αποδοχών, ήτοι κίνητρο απόδοσης, οικογενειακό επίδομα, ειδική παροχή 176 ευρώ). Η θέσπιση ειδικής βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής για τις αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου έναντι αυτού δεν δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του Δημοσίου. Η ένσταση διετούς παραγραφής που προβάλλει το εναγόμενο είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση ισχύει η πενταετής παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 του ν. 2362/1995 και, με δεδομένο ότι οι ενάγουσες είχαν ασκήσει προγενέστερες αγωγές κατά του εναγομένου εντός της πενταετίας από τη γέννηση των αξιώσεων τους που αρχικά επέφεραν διακοπή της παραγραφής, ενώ μετά την παραίτηση του από το δικόγραφο αυτών άσκησαν νέες αγωγές εντός της εξάμηνης προθεσμίας του 263 ΑΚ, οπότε αναβίωσε το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα.

Απόρριψη ένστασης έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, καθώς οι απαιτήσεις των εναγουσών πηγάζουν από συμβάσεις που κατά τον χρόνο σύναψής τους ήταν ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Κρίθηκε ότι ενώ οι συμβάσεις των εναγουσών χαρακτηρίστηκαν ως «μίσθωσης έργου», στην πραγματικότητα οι σχέσεις τους με το εναγόμενο είχαν όλα χαρακτηριστικά εξαρτημένης εργασίας.

 

 

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 394/28.2.2011

 

......

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά τη διάταξη των άρθρου 294 εδ. α και 295 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ , ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε.Στη1 προκειμένη περίπτωση, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο (β. τα πρακτικά)οι υπ' αριθ. 1, 2, 4, 6, 8, 10, 11, 12, 15, 16, 17, 22, 25, 26, 27, 28, 29, 37, 38, 39, 41, 44, 45, 46, 47, 48, 51, 52, 54, 55, 56, 60, 61, 64, 67, 68, 71, 72, 73, 74, 76, 78, 80, 84, 85, 86, 89, 90, 91,93, 94, 95, 97, 98 , 99, 100, 103 και 104 των εναγουσών παραιτούνται από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής. Κατά συνέπεια, η αγωγή ως προς αυτές θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.

 

 

Με το άρθρο 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 35 παρ. 4 Ν. 3577/2007 (ΦΕΚ Α1 130) και το όρθρο 36 Ν. 3699/2008 (ΦΕΚ Α' 199/2.10.2008), προβλεπόταν ότι: «Ο καθαρισμός των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιος εκπαίδευσης γίνεται οπό καθαρίστριες που εκτελούν το έργο αυτό με σύμβαση μίσθωσης έργου, ι οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας και θρησκευμάτων και κάθε μίας από αυτές και καλύπτει ένα διδακτικό έτος. Οι συμβάσεις αυτές υπογράφονται οπό τον αντίστοιχο νομάρχη και από την κάθε καθαρίστρια και προβλέπουν αμοιβή για αίθουσα,, το ετήσιο ύψος της οποίας προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 15 του Ν. 1894/1990 (Α-110): «Οι συμβάσεις των καθαριστριών του σχολείου υπογράφονται από τους προϊστάμενους των αντίστοιχων γραφείων εκπαίδευσης και όπου δεν υπάρχουν γραφεία εκπαίδευσης από τους προϊσταμένους των αντίστοιχων διευθύνσεων εκπαίδευσης». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τον καθαρισμό των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προσλαμβάνονται καθαρίστριες με συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως μίσθωσης έργου, καλύπτουσες ένα διδακτικό έτος, και με εργοδότη εκ του νόμου το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων), ανεξαρτήτως του ότι, βάσει του άρθρου 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990, οι συμβάσεις υπογράφονταν από τον αντίστοιχο Νομάρχη και, εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 5 παρ. 15 του Ν. 1894/1990, από τους προϊστάμενους των αντίστοιχων γραφείων εκπαίδευσης και όπου δεν υπάρχουν γραφεία εκπαίδευσης από τους προϊσταμένους των αντίστοιχων διευθύνσεων εκπαίδευσης οι οποίοι εκ του νόμου είχαν εξουσιοδότηση για την πρόσληψη των καθαριστριών εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου (Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων) και ενεργώντας εκ του νόμου οι ως άνω (Νομάρχης, Προϊστάμενος Γραφείου Εκπαίδευσης κ.λπ.) ως εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου (Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων), έχοντας εκ του νόμου σχετική εξουσιοδότηση υπογραφής της σύμβασης.

 

 

 

1. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 113 παρ. 6 εδ. β Ν. 1892/1990, «Από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης διατίθεται το 12% των 2/3 της επιχορήγησης της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 προς αυτούς για αμοιβή καθαριστριών» λειτουργικές δαπάνες των σχολείων και επισκευή ή συντήρηση σχολικών κτιρίων. [...]». Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 Ν. 1946/1991 (ΦΕΚ Α' 69) ως εξής: «Από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης διατίθεται το 12% των 2/3 της επιχορήγησης της περίπτωσης α * της παραγράφου 3 του όρθρου 25 του ν. 1828/1989 προς αυτούς για αμοιβή καθαριστριών, λειτουργικές δαπάνες των σχολείων και επισκευή ή συντήρηση σχολικών κτιρίων». Εν συνεχεία, με το άρθρο 35 παρ. 3 Ν. 3577/2007 (ΦΕΚ Α' 130/08.06.2007) αντικαταστάθηκε ως εξής: «Από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης διατίθεται το 9% των 2/3 της επιχορήγησης της περίπτωσης α * της παραγράφου: του όρθρου 25 του ν. 1828/1989 προς αυτούς για λειτουργικές δαπάνες των σχολείων κοι επισκευή ή συντήρηση σχολικών κτιρίων». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι μέχρι το έτος 2007 οι δαπάνες για την αμοιβή των καθαριστριών αντλούνταν κατά ένα μικρό ποσοστό από την επιχορήγηση προς τους4 Ο.Τ.Α., χωρίς βεβαίως τούτο να μεταβάλει το γεγονός ότι, κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, οι συμβάσεις συνάπτονταν «μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και καθεμίας από αυτές [καθαρίστριες]».

 

 

2. Επομένως, εργοδότης εκ του νόμου των προσλαμβανομένων με συμβάσεις «μίσθωση έργου» καθαριστριών κατά το άρθρο 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990 ήταν το Ελληνικό Δημόσιο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων (έτσι και 129/2005 Γνωμ. Ολομέλειας Νομικού Συμβουλίου του Κράτους), τη δε υπογραφή των συμβάσεων ενεργούσε ο αντίστοιχος Νομάρχη και, εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 5 παρ. 15 του Ν. 1894/1990, οι προϊστάμενοι των αντίστοιχων γραφείων εκπαίδευσης και όπου δεν υπάρχουν γραφεία εκπαίδευσης από τους προϊσταμένους των αντίστοιχων διευθύνσεων εκπαίδευσης (οι οποίοι εκ του νόμου είχαν εξουσιοδότηση για την πρόσληψη των καθαριστριών εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου - Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων), και οι δαπάνες για την αμοιβή των προσλαμβανόμενων κατά τα προεκτεθέντα καθαριστριών αντλούνταν κατά ένα μικρό ποσοστό από την επιχορήγηση προς τους Ο.Τ.Α.

 

 

3. Με την ρήτρα 1β της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, ενσωματωθείσα στο παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ «σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP» (ΕΕ Ι. 175/43 της 10.7.1999), κατ7 άρθρο 118 ΕΚ, ορίζεται ως σκοπός της «[...] η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου». Συναφώς, η συμφωνία πλαίσιο προβλέπει στη ρήτρα 5: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να πρόκοψα από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους [...] ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: (α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου, (β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων και (γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων. 2. Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται διαδοχικές*, β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.». Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 2 της ίδιας συμφωνίας πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της καταλαμβάνει "[...] όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος".

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρήτρα 3 της ίδιας Οδηγίας, ως «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου» νοείται κάθε πρόσωπο που έχει «σύμβαση ή   σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται οπό αντικειμενικούς όρους όπως παρέλευση συγκεκριμένης, ημερομηνίας η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή η πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος». Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ υποχρέωνα τα κράτη μέλη να έχουν θέσει «σε ισχύ τις νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάζεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα [...] το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 [...]» (όρθρο 2 παρ. 1), ενώ επίσης προβλέπει ότι «[...] τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ' ανώτατο όριο» (άρθρο 2 παρ. 2).

 

 

4. Προς μεταφορά της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ εκδόθηκε αρχικώς το Π.Δ. 81/2003 «ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (Φ.Ε.Κ. Α' 77), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 02.04.2003 και είχε αρχικά εφαρμογή τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα. Περαιτέρω, η μεταφορά της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ συνεχίστηκε, ειδικό όσον αφορά τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με την έκδοση του Π.Δ. 164/2004 «ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (Φ.Ε.Κ. Α' 134), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 19.07.2004. Στο άρθρο 2 παρ. 1 Π.Δ. 164/2004, σε συμφωνία με την ως άνω συμφωνία πλαίσιο, ορίζεται: «[ο]/ διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάζεις του όρθρου 3 του παρόντος, καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή αλλ σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας». Στο άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004 ορίζεται: «1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του όρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικό οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχική σύμβασης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, (β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε. Τ.Α.Α), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του. (γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, (δ) Ο κατά τις προηγούμενε περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αστών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ι σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. 3. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. 4. Στις διατάξεις αυτού του όρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ. του παρόντος διατάγματος καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας διοριζόμενα διευθυντικό στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις καθώς και το προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως. 5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος όρθρου πρέπει να σύντρεχε κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. 6. Κατ εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ" εφαρμογή της παρ. 6 του όρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος όρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες ανεξαρτήτως ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω».

 

 

5. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 («Σύσταση θέσεων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου») Ν. 3320/2005 ορίζεται: «1. Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν. Π.Ν. Ν και των Ο. Τ. Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π. δ. 164/2004, κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προ την ειδικότητα της σύμβασης του. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες κατ’ εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004. [...] 4.Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της θέσης του από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξης τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων, λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου». Συνεπώς από τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας που ετέθησαν σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ επιβάλλεται η ίση μεταχείριση των εργαζομένων που απασχολήθηκαν με σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (χαρακτηριζόμενες ψευδεπίγραφα ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, όπως κρίνεται αρμοδίως, κατ7όρθρο 11 Π.Δ. 164/2004) και δη των εργαζομένων που υπήχθησαν στις διατάξεις του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004, προβλέποντας, μάλιστα, ρητά στο άρθρο 1 παρ. 4 εδ. β' Ν. 3320/2005 ότι «[ο] χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων, λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου».

 

 

6. Επιπλέον, στο όρθρο 15 παρ. 1 Ν. 3205/2003, «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α'297/23.12.2003), που σύμφωνα με το όρθρο 21 αυτού και την ΚΥΑ αριθ. οικ. 2/7093/0022   («Επέκταση των διατάξεων του Ν. 3205/2003 στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ.   και Ο.Τ.Α.» - ΦΕΚ Β*   215/5.2.2004) επεκτάθηκε το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που απασχολείται στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., ορίζεται: «Ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικό κλιμάκια του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη: [...] α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, σι Ν.Π.Δ.Δ. και Ο. ΤΑ. με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. [...] Ι. Ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου ή με ανάθεση κατ αποκοπήν εργασίας εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιο, (εξαρτημένης) ή εφόσον σύμφωνα με τα υπηρεσιακό έγγραφα συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: i. απασχόληση κατά το σύνηθες δημοσιοϋπαλληλικό ωράριο,» ii. παροχή εργασίας στο χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και με την άμεση εποπτεία της υπηρεσίας και iii. αμοιβή ανάλογη με των προσλαμβανομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικοί δικαίου». Όσον αφορά, επομένως, στους κατατασσόμενους σε θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου κατ εφαρμογήν του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004, ρητά προβλέπεται ότι ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου λαμβάνεται υπόψη ως υπηρεσία για τη μισθολογική εξέλιξη, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, έχει χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου (άρθρο 1 παρ. 4 εδ. β' Ν. 3320/2005) ότι διανύθηκε με σχέση εξαρτημένης εργασίας.

 

 

7. Εξάλλου, με την ρήτρα 1 α της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ_ορίζεται, μεταξύ άλλων, ως βασικός σκοπός της Οδηγίας αυτής, πέραν της αντιμετώπισης της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, «[...] η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογή της μη διάκρισης». Με την ρήτρα 4 της ως άνω συμφωνίας πλαισίου ορίζονται συναφώς τα εξής: «1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. 2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis'. [...] 4. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης θα είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκτός από τη^ περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας» (εκτενώς για τη ρήτρα αυτή βλ. Φ. Δερμιτζάκη, Η απαγόρευση διάκρισης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου, ΕΕργΔ 2008, σ. 81 επ., της ιδίας, Ιση μεταχείριση εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου και καταβολή «αποζημίωσης» κατά τη λύση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ΝοΒ 2008, σ. 556 επ., της ιδίας, Εργασία ορισμένου χρόνου, ΕΕργΔ 2008, σ. 804 επ., επίσης απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση C307/05, Del Cerro Alonso Συλλ. 2007, σ. 1-7109, και απόφαση ΔΕΚ της 15πς Απριλίου 2008 στην υπόθεση 0268/06, Impact, Συλλ., σ. Ι - 2483). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρήτρα 3 της ίδιας Οδηγίας, ως «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» νοείται «[...] ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία / απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές».

 

 

 

8. Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: Η ρήτρα 4 της συμφωνίας πλαισίου, η οποία παράγει άμεσο αποτέλεσμα (απόφαση ΔΕΚ της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση 0-268/06, Ιιτιρ3(±, Συλλ., σ. Ι - 2483, επίσης ήδη Φ. Δερμιτζάκη, ΕΕργΔ 2008, σ. 95), απαγορεύει την (άμεση ή έμμεση) διάκριση   των   «εργαζομένων   ορισμένου   χρόνου»   σε   σχέση   με τους «αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου» όσον αφορά στις «συνθήκες απασχόλησης», εκτός αν αυτό δικαιολογείται από «αντικειμενικό λόγο». Η Αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου αφορά, βέβαια, όπως, εξάλλου, διευκρινίζεται και ρητά, και σε παροχές - δικαιώματα που τελούν σε συνάρτηση με ορισμένη χρονική περίοδο ή με τη συνολική προϋπηρεσία του εργαζομένου ορισμένου χρόνου. Ως «εργαζόμενος ορισμένου χρόνου» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου (ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτηρισμού της ως «εργασίας» ή «έργου» κ.λπ.), δηλαδή σύμβαση ή σχέση, η λήξη-της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, συναφθείσα στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα. Περαιτέρω, στην έννοια του «αντίστοιχου - συγκρίσιμου εργαζομένου αορίστου χρόνου» συγκαταλέγεται κάθε πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων και των συνδεόμενων με σχέση δημοσίου δικαίου (απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση 0-307/05,Del Cerro Alonso Συλλ. 2007, σ. 1-7109, σκ. 29), στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία - απασχόληση, με ανάλογα προσόντα - δεξιότητες. Διευκρινίζεται δε συναφώς ότι, αν στο συγκεκριμένο εργοδότη - επιχείρηση δεν απασχολείται «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», το σημείο αναφοράς αποτελεί η οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, αν δεν υπάρχει τέτοια, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή η σχετική νομοθεσία. Επιπλέον, η έννοια των «συνθηκών - όρων απασχόλησης», όπου απαγορεύεται η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει κάθε 17ορισμένου χρόνου» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου (ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτηρισμού της ως «εργασίας» ή «έργου» κ.λπ.), δηλαδή σύμβαση ή σχέση, η λήξη-της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, συναφθείσα στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα. Περαιτέρω, στην έννοια του «αντίστοιχου - συγκρίσιμου εργαζομένου αορίστου χρόνου» συγκαταλέγεται κάθε πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, συμπεριλαμβανομένων και των συνδεόμενων με σχέση δημοσίου δικαίου (απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση 0-307/05,  Συλλ. 2007, σ. 1-7109, σκ. 29), στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία - απασχόληση, με ανάλογα προσόντα - δεξιότητες. Διευκρινίζεται δε συναφώς ότι, αν στο συγκεκριμένο εργοδότη - επιχείρηση δεν απασχολείται «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», το σημείο αναφοράς αποτελεί η οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, αν δεν υπάρχει τέτοια, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή η σχετική νομοθεσία. Επιπλέον, η έννοια των «συνθηκών - όρων απασχόλησης», όπου απαγορεύεται η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει κάθε δικαίωμα ή παροχή που συνδέεται με την εργασία (σε επίπεδο ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων). Επίσης, η έννοια των συνθηκών απασχόλησης καλύπτει και τις καταβαλλόμενες στον εργαζόμενο αμοιβές (απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση C-307/05, Del Cerro Alonso Συλλ. 2007, σ. 1-7109, ΕΕργΔ 2008, σ. 115επ., σκ. 31 επ., απόφαση ΔΕΚ της 15πς Απριλίου 2008 στην υπόθεση 0-268/06, , Συλλ., σ. Ι - 2483, σκ. 109 επ., επίσης σχετικά Φ. Δερμιτζάκη, ΕΕργΔ 2008, σ. 101 επ., της ιδίας ΝοΒ 2008, σ. 556 επ., της ιδίας ΕΕργΔ 2008, σ. 807 επ.). Τέλος στην έννοια των «αντικειμενικών λόγων», που μπορούν κατ εξαίρεση να δικαιολογήσουν την κατ' αρχήν απαγορευμένη διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, συγκαταλέγονται λόγοι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση συνδεόμενη καθ' οιονδήποτε τρόπο με το γεγονός ότι πρόκειται για σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου. Καθίσταται, επομένως σαφές από όσα εκτέθηκαν, ότι οποιαδήποτε διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου, συνδεόμενη με το γεγονός ότι απασχολούνται με σχέσεις ορισμένου χρόνου (π.χ. εκ του νόμου χαρακτηρισμός της σχέσης ως «έργου» - «ορισμένου χρόνου») ή με στοιχεία που βρίσκονται σε συνάρτηση, δηλαδή που είναι σύμφυτα προς το γεγονός αυτό (π.χ. διαφορετική διαδικασία πρόσληψης διαφορετικές συνθήκες μονιμότητας λύσης της σχέσεως υπηρεσιακής εξέλιξης κ.λπ.), αντίκειται ευθέως στην κοινοτική νομοθεσία (απόφαση ΔΕΚ της 13ι)ς Σεπτεμβρίου 2007 στην ως άνω υπόθεση). Ιδίως δε όσον αφορά στις αμοιβές που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από αυτόν εργασίας και οι οποίες δεν τελούν σε συνάρτηση με τα ανωτέρω στοιχεία (π.χ. διαδικασία πρόσληψης), δεν νοείται διακριτική μεταχείριση κατ7 επίκληση τους. Τούτο ενισχύεται από το γεγονός ότι η αμοιβή αυτή καταβάλλεται στον εργαζόμενο και σε περιπτώσεις απλής σχέσης εργασίας,   για την οποία δεν τηρήθηκε   η προβλεπόμενη διαδικασία πρόσληψης, δεν υφίστανται συνθήκες μονιμότητας, υπηρεσιακής εξέλιξης κ.λπ. Εκτενώς βλ. Φ. Δερμιτζάκη, ΕΕργΔ 2008, σ. 81 επ., επίσης ως άνω απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007. 9. Με το άρθρο 4 παρ. 1 Π.Δ. 164/2004 ορίστηκε ότι «όσον αφορά στους όρους απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους «συγκρίσιμους εργαζόμενους αορίστου χρόνου». Κατ εξαίρεση επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση,   οσάκις συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν». Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 του ως -άνω Π.Δ. 81/2003, «[...] νοείται ως: α) "εργαζόμενος ορισμένου χρόνου', κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος, β) "συγκρίσιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου", κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρόμοια εργασία, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων > των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει "συγκρίσιμος εργαζόμενος αορίστου χρόνου' στην ίδια εκμετάλλευση ή επιχείρηση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». 10. Περαιτέρω, με το άρθρο 4 παρ. 1 Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι «όσον αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου». Περαιτέρω, με το άρθρο 3 αστού ορίζεται ότι «[...] νοείται ως: α) Εργαζόμενος ορισμένου χρόνου', κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση ή σχέση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου και η λήξη της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους όπως ιδίως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου αποτελέσματος, β) Αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου", κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει "αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου' στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, εάν δεν υπάρχει, στην κείμενη νομοθεσία, γ) "Δημόσιος τομέας*, ο οριοθετούμενος από τις διατάξεις του όρθρου 51 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚΑ1101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις όπως εκάστοτε ισχύουν, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση από αυτόν των ανωνύμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οι οποίες υπάγονται στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 81/2003. δ) «Σύμβαση», η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας, ε) Όπου αναφέρεται ο όρος «επιχείρηση» ή "εκμετάλλευση ή εργοδότης" νοείται και η δημόσια υπηρεσία, το Ν. Π.Δ.Δ. ή ο φορέας με τον οποίο έχει συναφθεί η αντίστοιχη σύμβαση». 11. Οι ως άνω ρυθμίσεις που τέθηκαν εκπρόθεσμα σε ισχύ σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ (όρθρο 4 Π.Δ. 81/2003 και όρθρο 4 Π.Δ. 164/2004) ουσιαστικά απλώς επαναλαμβάνουν τις διατάξεις της ρήτρας 4 συμφωνίας πλαισίου, χωρίς να προβαίνουν σε καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Με τις ρυθμίσεις αυτές επιβεβαιώνεται και από το νομοθέτη ότι οι διατάξεις της ρήτρας 4 (σημεία 1, 2 και 4) συμφωνίας πλαισίου είναι, σε κάθε περίπτωση, επαρκώς ακριβείς και ανεπιφύλακτες και παράγουν άμεσο αποτέλεσμα από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας συμμόρφωσης προς αυτήν (για το άμεσο αποτέλεσμα της ρήτρας 4 βλ. ήδη απόφαση ΔΕΚ της 15ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση 0-268/06, Ιίτ»ρ3 (*, Συλλ., σ, Ι - 2483, οχ. 59 επ.). Επομένως, ανεξαρτήτως της καθυστερημένης μεταφοράς της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και, κατ επέκταση της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η ρήτρα αυτή, όπως προεκτέθηκε, παράγει άμεσο αποτέλεσμα και συνεπώς οι ιδιώτες εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου μπορούν να την επικαλούνται και πριν τη μεταφορά τις στις έννομες τάξεις των κρατών μελών (απόφαση ΔΕΚ της 15°** Απριλίου 2008 στην υπόθεση 0-268/06, ως άνω).

 

 

12.Από τις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος κοινοτικού δικαίου διατάξεις προκύπτουν τα εξής: Αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο η διάκριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου, με τους οποίους εργάζονται υπό τις ίδιες συνθήκες και παρέχουν ίσης αξίας εργασία για την οποία δικαιούνται ίση αμοιβή. Αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο η μη λήψη υπόψη του χρόνου απασχόλησης του εργαζομένου με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για τη μισθολογική του εξέλιξη /απόφαση ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση Ο-307/05,), πράγμα το οποίο κατά τα προεκτεθέντα υιοθετήθηκε, ειδικά όσον αφορά στους κατατασσόμενους βάσει του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004, με το άρθρο 1 Ν. 3320/2005. Βεβαίως, ακόμα και αν τέτοια ρητή πρόβλεψη δεν υπήρχε στην ελληνική νομοθεσία και πάλι θα επιβαλλόταν από τις ως άνω - αμέσου αποτελέσματος - διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, περιεχόμενες στη ρήτρα 4 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένοι χρόνου. 13. Στο άρθρο 2 Ν. 3205/2003, που, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εφαρμόζεται και στους εργαζομένους ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., ορίζεται: «1. Το προσωπικό της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου εξελίσσεται, ανεξάρτητα από το βαθμό που κάθε φορά έχει, σε μισθολογικά κλιμάκια, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 3 του νόμου αυτού. 2. Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και έχουν το ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο δικαιούνται το βασικό μισθό που αντίστοιχα σε αυτό, ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκει η θέση τους». Στο άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου Νόμου ορίζεται: «Χ Τα μισθολογικό κλιμάκια (Μ.Κ.) των υπαλλήλων των κατηγοριών: Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Π Ε) με πτυχίο ή δίπλωμα Πανεπιστημίου ημεδαπής ή   ισότιμο Σχολών  αλλοδαπής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) με πτυχίο ή δίπλωμα Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΚΕΙ.) της ημεδαπής ή ισότιμο Σχολών ημεδαπής ή αλλοδαπής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) ορίζονται σε δεκαοκτώ (18) για κάθε κατηγορία και οι υπάλληλοι εκάστης κατηγορίας εξελίσσονται σε αυτά με εισαγωγικό το 18° Μ.Κ. και καταληκτικό το 1° Μ.Κ.». Στο άρθρο 5 ορίζεται: «1. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών, από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ υπηρεσία ως εξής: α. Για την απονομή του αμέσως επόμενου μετά το εισαγωγικό Μ. Κ, υπηρεσία ενός (1) έτους στο εισαγωγικό Μ. Κ β. Για την απονομή όλων των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων, υπηρεσία δύο (2) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο. 2. Για την, κατά την προηγούμενη παράγραφο, μισθολογική εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού». Σύμφωνα, επομένως, με τα προεκτεθέντα, λαμβάνεται υπόψη και η προϋπηρεσία με συμβάσεις επιγραφόμενες ως μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων σε θέσεις αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 (άρθρο 15 παρ. 1 περ. ι Ν. 3205/2003 και άρθρο 1 παρ 4 εδ. β' Ν. 3320/2005). Στο άρθρο 6 παρ. 1 ορίζεται: «1. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο». Περαιτέρω στο άρθρο 7 ορίζεται: «1. Οι μηνιαίες αποδοχές του κάθε υπαλλήλου αποτελούνται από το βασικό μισθό του Μ. Κ. της κατηγορίας του και τα επιδόματα και τις παροχές των άρθρων 8, 11, 12, 13 και 24 του παρόντος νόμου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους. 2. Ο μηνιαίος βασικός μισθός του Μ.Κ. 18 της ΥΕ κατηγορίας ορίζεται σε πεντακόσια ενενήντα ευρώ (590 ευρώ). Ο μηνιαίος βασικός μισθός των λοιπών Μ.Κ. της κατηγορίας αυτής διαμορφώνεται με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο Μ.Κ. του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ανωτέρω εισαγωγικού βασικού μισθού με το συντελεστή 0,0424. Το προστιθέμενο ποσό στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ». Με το άρθρο 1 παρ. ιη του Ν. 3554/2007 (ΦΕΚ Α 80/2007) ο μηνιαίος βασικός μισθός του 18ου μισθολογικού κλιμακίου της ΥΕ κατηγορίας του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3205/2003, ορίζεται από 01.01.2007 σε εξακόσια πενήντα ένα ευρώ (651 ευρώ) και με το άρθρο 6 παρ.1 Ν. 3670/2008, ΦΕΚ Α 117/20.6.2008, ορίζεται ότι: «1. Από 1.1.2008, στους βασικούς μισθούς, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί σης 31.12.2007, των μισθολογικών κλιμακίων όλων των κατηγοριών του προσωπικού της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3205/2003, ενσωματώνεται ποσό ίσο με το ένα τρίτο του κινήτρου απόδοσης της αντίστοιχης κατηγορίας της παρ. 1 του όρθρου 12 του ν. 3205/2003. Οι νέοι βασικοί μισθοί, που προκύπτουν από την ανωτέρω ενσωμάτωση, αυξάνονται κατά 2,5% από 1.1.2008 και κατά 2% από 1.10.2008. Τα ποσά που προκύπτουν στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ». Σύμφωνα με αυτά ο βασικός μισθός του 18ου κλιμακίου κατηγορίας ΥΕ έτους 2008 ανέρχεται σε 697 ευρώ έως 30.09.2008 και σε 711 ευρώ έως 31.12.2008. Ακόμη, στο άρθρο 9 Ν. 3205/2003 ορίζεται: «1. Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Απριλίου μέχρι 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους και καταβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου κάθε έτους. 2. Το επίδομα εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο προς το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 16 Δεκεμβρίου μέχρι και 15 Απριλίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται δέκα ημέρες πριν από το Πάσχα. 3. Το επίδομα αδείας ορίζεται ίσο προς το ήμισυ του μηνιαίου βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος. Το επίδομα αυτό χορηγείται στο ακέραιο, εφόσον ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε ολόκληρο το χρονικό διάστημα από 1 ης Ιουλίου μέχρι και 30 Ιουνίου του επόμενου έτους και καταβάλλεται την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 4. Τα παραπάνω επιδόματα υπολογίζονται στο βασικό μισθό που έχει ο υπάλληλος, κατά τις οριζόμενες στις προηγούμενες παράγραφοι ημερομηνίες. 5. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο υπάλληλος μισθοδοτήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο από τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 και 3 του όρθρου αυτού, καταβάλλεται τμήμα επιδόματος ανάλογο προς αυτό που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα της μισθοδοσίας του. [...]». Στο άρθρο 11 ορίζεται: «1. Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων, ως εξής: Για έγγαμο υπάλληλο, χωρίς ή με ενήλικα τέκνα, τριάντα πέντε ευρώ (35 ευρώ). [...]». Στο άρθρο 12 ορίζεται: «1. Για την αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων, την προσαρμογή των υπηρεσιών και του προσωπικού στις απαιτήσεις των νέων τεχνολογιών και τη βελτίωση της εξυπηρέτησης του πολίτη, χορηγείται μηνιαίως χρηματικό ποσό, ως κίνητρο απόδοσης οριζόμενο κατά κατηγορία υπαλλήλων ως εξής- α. Κατηγορία ΥΕ ογδόντα έξι ευρώ (86 Ε). [...]». Με το άρθρο 6 παρ.1 Ν. 3670/2008, ΦΕΚ Α 117/20.6.2008, ορίζεται ότι: «1. Από 1.1.2008, στους βασικούς μισθούς όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί στις 31.12.2007, των μισθολογικών κλιμακίων όλων των κατηγοριών του προσωπικού της παρ. 1 του όρθρου 1 του ν. 3205/2003, ενσωματώνεται ποσό ίσο με το ένα τρίτο του κινήτρου απόδοσης της αντίστοιχης κατηγορίας της παρ. 1 του όρθρου 12 του ν. 3205/2003. Οι νέοι βασικοί μισθοί, που προκύπτουν από την ανωτέρω ενσωμάτωση, αυξάνονται κατά 2,5% από 1.1.2008 και κατά 2% από 1.10.200£ Τα ποσό που προκύπτουν στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ». Κατά το άρθρο 6 παρ.3 Ν. 3670/2008,ΦΕΚ Α 117/20.6.2008: «Τα ποσά των περιπτώσεων α* έως ε* της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 3205/2003 διαμορφώνονται, από 1.1.2008, ως εξής: α. Κατηγορία ΥΕ πενήντα επτά ευρώ (57 ευρώ). [...]». Περαιτέρω, με το άρθρο 14 Ν. 3016/2002 «Για τι εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α* 110) προβλέφθηκε ότι «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων το άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α*) και αφορούν   θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις ο ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των εκατόν εβδομήντα i (176) ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες οπό τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπόψη νια τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί γι τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση τους. 5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας   και Κοινωνικών Ασφαλίσεων το επίδομα του εδαφίου β' της παραγράφου 1 του άρθρου 49 του Ν. 2956/2001 (ΦΕΚ 258 Α') χορηγείται και στους υπαλλήλους του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), κλιμακούμενο με βάση. τα έτη υπηρεσίας τους. 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002.» Με βάση την ως άνω διάταξη εκδόθηκε αρχικά η ΚΥΑ 2/32172/0022/4.7.2002 και εν συνεχεία η ΚΥΑ υπ’ αριθ. 2/45797/0022 («Τροποποίηση και συμπλήρωση της 2/32172/0022/4.7.2002 κοινής υπουργικής απόφασης σχετικά με τη χορήγηση ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 στους διοικητικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, των Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι., της Ακαδημίας Αθηνών, της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος και των λοιπών Δημοσίων Βιβλιοθηκών», ΦΕΚ Β' 1240/23-9-2002), με τις οποίες χορηγήθηκε στους υπαλλήλους ΥΠΕΠΘ ειδική παροχή ύψους 88 ευρώ από 01.01.2002 έως 30.06.2002 και ακολούθως (από 01.07.2002) ύψους 176 ευρώ. Με την παρ. 2 άρθρου 24 Ν. 3205/2003 για το ενιαίο μισθολόγιο του δημοσίου (ΦΕΚ Α' 297), ορίζεται ότι: «Ειδικότερα,, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα μ. κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ1 εξουσιοδότηση του όρθρου 14 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α) ως ειδική παροχή και του όρθρου 49 του Ν. 2956/2001 (ΦΕΚ258 Α), όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 η όρθρου 14 του Ν. 3016/2002 και της παραγράφου 4του όρθρου 12 του Ν. 3050/2002 (ΦΕΚ214 Α), διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή οπό αύξηση του κινήτρου απόδοσης του όρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μετά την 31.12.2003, δεν καταβάλλεται σωρευτικοί ως άνω προσωπική διαφορά μαζί με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του όρθρου 14 του Ν. 3016/2002 και τις κατ εξουσιοδότησης αυτού εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις. Στο προσωπικό που υπηρετεί την 31.12.2003 στα νοσοκομεία αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής ʼμυνας και που μετακινείται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου σε άλλες υπηρεσίες του ίδιου Υπουργείου, στο οποίο δεν καταβάλλεται το επίδομα της παραγράφου 5 του όρθρου 8 του παρόντος χορηγείται εξισωτική διαφορά εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ (176 ε), το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των ποσών που χορηγούνται μέσω του ειδικού λογαριασμού εσόδων οπό θαλάσσια μεταφορικά μέσα σύμφωνα με την περίπτωση Α' του όρθρου 5 του Ν. 2390/1996 (ΦΕΚ54 Α). Η προαναφερόμενη διάταξη και ο προβλεπόμενος από αυτή ειδικός λογαριασμός καταργούνται Οι πόροι και τα τυχόν υπόλοιπα ποσό   αυτού   του   ειδικού  λογαριασμού   περιέρχονται  στον  Κρατικό Προϋπολογισμό από την έναρξη ισχύος του παρόντος». Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 3336/2005, ορίζεται ότι: «Οι υπάλληλοι του Δημοσίου, Ν.ΠΑ.Δ. και Ο.Τ.Α., οι οποίοι διορίσθηκαν ή μετατάχθηκαν μετά την 1.1.2004 σε Υπηρεσίες στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνται τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά με τη διάταξη της παραγράφου 2 του όρθρου 24 του Ν. 3205/2003, δικαιούνται την καταβολή της προσωπικής διαφοράς με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που τη λαμβάνουν και οι υπόλοιποι υπάλληλοι των Υπηρεσιών αυτών. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή από 1.1.2005».

 

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι κατατασσόμενες βάσει του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 σε θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου καθαρίστριες, οι οποίες στο παρελθόν προσλαμβάνονταν κατά το άρθρο 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990, όφειλαν να καταταγούν στο μισθολογικό κλιμάκιο σύμφωνα με την προϋπηρεσία τους με συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως μίσθωσης έργου, λαμβάνοντας τις αντίστοιχες αποδοχές ως βασικό μισθό, επί του οποίου υπολογίζονται και τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας (πέραν των επιπλέον αποδοχών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ήτοι κίνητρο απόδοσης, οικογενειακό επίδομα, ειδική παροχή 176 ευρώ).

 

 

Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγουσες εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν από τα αρμόδια όργανα του εναγομένου τις ημεροχρονολογίες που αναφέρονται στην αγωγή, με συμβάσεις μίσθωσης έργου για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως καθαρίστριες αιθουσών σχολικών κτιρίων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε διάφορες περιοχές της χώρας. Οτι παρείχαν τις ως άνω υπηρεσίες τους με συνεχώς ανανεούμενες συμβάσεις μισθώσεως έργου, ενώ στην πραγματικότητα συνδέονταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αφού τόσο οι ενάγουσες όσο κα το εναγόμενο Δημόσιο στην πραγματικότητα απέβλεψαν στην παροχή εργασίας από αυτές υπό τι οδηγίες και τον έλεγχο των εκπροσωπούντων του οργάνων. Ζητούν δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα ποσά που αντιστοιχούν σε διαφορές αποδοχών μετά την κατάταξη τους σε θέση αορίστου χρόνου συγκριτικά με τις εκ του νόμου προβλεπόμενες αποδοχές για αντίστοιχους εργαζόμενους της ειδικότητας τους με προϋπηρεσία ίδια με τη δική τους, για τα έτη από 2001 έως και 2008, μέχρι το ποσό των 12.000 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι τους οφείλει τα προαναφερόμενα ποσά κατά το μέρος που υπερβαίνουν τα 12.000 ευρώ, όπως παραδεκτά περιορίζουν μέρος του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιο δικηγόρου του στο ακροατήριο , εντόκως αφότου κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της παρούσας και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή εισάγεται παραδεκτώς για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 14 παρ. 1°, 33, 663 επ. ΚΠολΔ), είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ., 341,345, 346 ΑΚ, 907,908, 176 ΚΠολΔ πλην του αιτήματος καταβολής τόκων από τότε, που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, καθόσον ο νόμιμος και της υπερημερίας τόκος πάσης οφειλής τοι Δημοσίου, Δήμων και Ν.Π.Δ.Δ αρχίζει από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 21 Κωδ. Νόμων περί δικών του Δημοσίου,. 7 παρ. 2 του νδ 496/1974, 287 εδ. α' Κωδ. περί Δήμων και κοινοτήτων, ΕΑ 1481/2001 Επισκ.Εμπορ.Δ. 2001.1087) και του αιτήματος περί   κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής το οποίο είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο κατ1 άρθρο 909 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, η αγωγή κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, μετά τον περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό κατά το ποσό που υπερβαίνει το όριο της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου(άρθρο 71 ΕισνΚΠολΔ). Επειδή, με το άρθρο 90 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α' 247/1995) «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2. ... 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ1 αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απόλαυες αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία αυτό της γενέσεως της». Στη συνέχεια, με το άρθρο 91 αυτού ορίζεται ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. ...». Λόγω της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ήτοι της υπ', αριθ. 3654/2008 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και των υπ1, αριθ. 31/2007, 1491/2007, 1560/2007 και 1561/2007 αποφάσεων του Αρείου Πάγου, αναφορικός με το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικ Δικαστήριο το οποίο με την υπ', αριθ. 9/2009 απόφαση του ήρε την αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 και ως προς την έννοια των διατάξεων του άρθρου 49 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 περ. β του τελευταίου αυτού νομοθετήματος, υπέρ της απόψεως του Αρείου Πάγου, με την αιτιολογία ότι η εφαρμογή της διετούς παραγραφής στις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων από αποδοχές και λοιπές αποδοχές, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της εν αντιθέσει προς την άποψη του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία η θέσπιση με το προαναφερθέν άρθρο 9 παρ. 3 του ν. 2362/1995 εις βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδικής βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαύων ή αποζημιώσεων λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως τη Διοικήσεως ή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι είναι μικρότερος από εκείνον που ισχύει (πενταετής) για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 του Αστικού Κώδικα, αλλά και από το χρόνο παραγραφής (ομοίως πενταετής) που προβλέπεται αφενός μεν από την παράγραφο 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 90 του ν. 2362/1995 για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αφετέρου δε από το άρθρο 86 παρ. 2 του εν λόγω νόμου για τις χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων. Η θέσπιση δε της ανωτέρω βραχυπρόθεσμης παραγραφής δεν δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας του Δημοσίου, εφόσον αφορά μόνον στις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, ενώ για όλες τις άλλες αξιώσεις κατά του Δημοσίου ο χρόνος παραγραφής είναι πενταετής. Εξάλλου, το ΕΔΔΑ με την υπ1, αριθ. 25-6/2009 απόφαση του (Δίκη 2009.816) έκρινε ότι η εφαρμογή της διετούς παραγραφής στις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων από αποδοχές και λοιπές αποδοχές, που παρέχει προνόμια στο Δημόσιο βλάπτει το δικαίωμα του σεβασμού της περιουσίας των εν λόγω υπαλλήλων και διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ της προστασίας της περιουσίας και τις απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος με αποτέλεσμα να συνιστά παραβίαση του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διεκόπη, κατά το άρθρο 261 του ΑΚ και 221 του Κ.Πολ.Δ, με την επίδοση της αγωγής, αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, όταν δε απρακτούν οι διάδικοι μπορεί να συμπληρωθεί εν επιδικία, εάν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρήλθε ολόκληρος ο απαιτούμενος για την παραγραφή χρόνος, χωρίς να μεσολαβήσει νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης ( ΑΠ 1908/2008, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ως τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου θεωρείται κάθε ενέργεια χρησιμεύουσα προς κίνηση, διεξαγωγή ή περάτωση της περί αξιώσεως δίκης (ΕφΠειρ 1366/1990, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

 

 

Ειδικά δε για την περίπτωση παραιτήσεως από την αγωγή ή απόρριψης τελεσίδικα της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, στο άρθρο 263 ΑΚ προβλέπεται ότι η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε. Μόνο αν εγείρει ο δικαιούχος και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη για μη ουσιαστικούς Κατά το άρθρο 261 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διεκόπη, κατά το άρθρο 261 του ΑΚ και 221 του Κ.Πολ.Δ, με την επίδοση της αγωγής, αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, όταν δε απρακτούν οι διάδικοι μπορεί να συμπληρωθεί εν επιδικία, εάν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρήλθε ολόκληρος ο απαιτούμενος για την παραγραφή χρόνος, χωρίς να μεσολαβήσει νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης (ΑΠ 1908/2008, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ως τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου θεωρείται κάθε ενέργεια χρησιμεύουσα προς κίνηση, διεξαγωγή ή περάτωση της περί αξιώσεως δίκης (ΕφΠειρ 1366/1990, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ειδικά δε για την περίπτωση παραιτήσεως από την αγωγή ή απόρριψης τελεσίδικα της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς, στο άρθρο 263 ΑΚ προβλέπεται ότι η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε. Μόνο αν εγείρει ο δικαιούχος και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη για μη ουσιαστικούς λόγους, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Με την έκφραση «εγείρει και πάλι την αγωγή» νοείται έγερση αγωγής από τον ίδιο τον ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική βάση με την προηγούμενη αγωγή. Με την εντός εξαμήνου επανέγερση αυτή της αγωγής αναβιώνει εκ του νόμου το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής, που είχε επέλθει με την πρώτη αγωγή (το οποίο απωλέσθηκε με την παραίτηση η με την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής νια λόγους μη ουσιαστικούς). Έτσι, επιτυγχάνεται η προστασία του δικαιούχου από τον κίνδυνο παραγραφής της αξίωσης του, που οφείλεται σε δικονομικά σφάλματα, παρά το γεγονός ότι αυτός επέδειξε επιμέλεια σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του και διέκοψε έγκαιρα - εντός εξάμηνου κατ' ανώτατο όριο - την αδράνεια του αυτή (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος 1, άρθρο 263, ολ.ΑΠ 110/1967 No 15.796, ΑΠ 20/1985 ΕλλΔνη 23.1321).

 

 

Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων και με βάση το σκοπό τους προκύπτουν τα εξής: Η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση αγωγής. Το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα που επήλθε με την αγωγή αυτή μπορεί να συνεχιστεί με την άσκηση (πριν την εν επιδικία παραγραφή) νέας αγωγής με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και μεταξύ των ίδιων διαδίκων για την ίδια αξίωση. Τότε, σε περίπτωση παραίτησης από την δεύτερη ως άνω αγωγή ή τελεσιδίκου απόρριψης της (και για μη ουσιαστικούς λόγους), χάνεται το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα που επήλθε με αυτήν. Έχει δε προβλεφθεί ότι αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή (την ίδια ιστορική και νομική αιτία και μεταξύ των ίδιων διαδίκων) έστω εντός 6 μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη (για λόγους μη ουσιαστικούς). ανα3ιώνει το - απωλεσθέν με την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη της άγων για μη ουσιαστικούς λόγους - διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα που επήλθε με την πρώτη αγωγή. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ προϋποθέτει κενό αδράνεια του δικαιούχου σχετικά με τη δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του (και μάλιστα μεγαλύτερη του εξαμήνου, κατά την παρ. 2 αυτού). Τέτοια, όμως, αδρανεί ασφαλώς δεν υπάρχει στην περίπτωση που ήδη προ της παραιτήσεως του από π αγωγή ή προ της τελεσιδίκου απορρίψεως της αγωγής του ο ενάγων έχει ασκήσει νέου την αγωγή (με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και εναντίον του ίδιου εναγομένου). στην οποία απλώς ενσωματώνεται και συνεχίζεται το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα της προηγούμενης αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση ταυτόχρονης ή πριν από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη νια λόγους μη ουσιαστικούς άσκησης της ίδιας αγωγής (με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και μεταξύ των ίδιων διαδίκων), δεν ανακύπτει ζήτημα παραγραφής (για τις αγωγικές αξιώσεις βέβαια σχετικά με τις οποίες διακόπηκε η παραγραφή με την έγερση της πρώτης αγωγής(Εφ Πειρ 5208005. δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσ 220/2000, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2003. σ. 1253, με τις οποίες, σχετικά με το ζήτημα της απόρριψης της αγωγής για τυπικούς λόγους και την κατάθεση νέας αγωγής εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία, κρίθηκε ότι ασφαλώς δεν είναι η απαραίτητη για τη διακοπή της παραγραφής η άσκηση εκ νέου της αγωγής μετά την τελεσιδικία (οπό χάνεται και εν συνεχεία αναβιώνει το διακόπηκα της παραγραφής αποτέλεσμα που επήλθε με την πρώτη αγωγή) αλλά είναι, βέβαια, δυνατή και η πριν την τελεσιδικία άσκησης της (οπότε κατ1 ακριβολογία δεν αναβιώνει - καθόσον δεν χάνεται - αλλά συνεχίζεται το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα που επήλθε με την πρωί αγωγή).

 

 

Το εναγόμενο αρνείται την αγωγή και προτείνει την ένσταση της παραγραφής, ισχυριζόμενο ότι οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2001 μέχρι 15-11- 2007 έχουν υποπέσει σε παραγραφή δεδομένου ότι από το χρόνο γέννησης τους (1η εκάστου μηνός) μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο συντασσόμενο προς την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και του ΕΔΔΑ, η ένσταση διετούς παραγραφής που προβάλλει το εναγόμενο είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση ισχύει η πενταετής παραγραφή του άρθρου 90 παρ.1 του ν. 2362/1995 και, με δεδομένο ότι οι ενάγουσες είχαν ασκήσει προγενέστερες αγωγές κατά του εναγομένου εντός της πενταετίας από τη γέννηση των αξιώσεων τους που αρχικά επέφεραν διακοπή της παραγραφής, ενώ μετά την παραίτηση του από το δικόγραφο αυτών άσκησαν νέες αγωγές εντός της εξάμηνης προθεσμίας του 263 ΑΚ, οπότε αναβίωσε το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η ένσταση έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου , γιατί όπως ρητά αναφέρεται στην αγωγή και συνομολογείται από το εναγόμενο, οι απαιτήσεις των εναγουσών πηγάζουν από συμβάσεις που κατά το χρόνο που συνήφθησαν ήταν ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, έστω και αν κατά την ουσιαστική εξέταση της αγωγής αποδειχθεί ότι αυτές δεν ήταν συμβάσεις έργου, όπως επιγράφονται, αλλά συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που στη συνέχεια μετετράπησαν σε αορίστου χρόνου, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Εξάλλου, το εναγόμενο ισχυρίζονται ότι οι ενάγουσες ασκούν αντίθετα στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη το δικαίωμα λήψης αποδοχών αναλόγων με τις μόνιμες υπαλλήλους του κατά το διάστημα που συνδέονταν με συμβάσεις έργου, γιατί γνώριζαν ότι δεν ήταν δυνατή η μετατροπή τους σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και ότι δεν θα είχαν τα δικαιώματα που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, πλην όμως κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί, όπως συνομολογείται, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής οι ενάγουσες είχε ήδη αναγνωριστεί ότι  συνδέονταν με το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ 164/2004 και στις εν λόγω πράξεις μονιμοποίησης τους αναγνωρίζεται ότι οι συμβάσεις τους ήταν εξ υπαρχής συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που συνεπάγεται ότι αυτές έχουν τα ίδια δικαιώματα με το μόνιμο προσωπικό του εναγομένου. Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και την εν γένει διαδικασία, αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Με βάση συμβάσεις που συνήφθησαν κατ' επίκληση των προαναφερθεισών διατάξεων (άρθρου 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990), οι ενάγουσες προσλήφθηκαν και απασχολήθηκαν επί σειρά ετών, όπως αναλυτικώς εκθέτουν στην αγωγή τους, μέχρι την κατάταξη τους σε θέση εργασίας ιδιωτικό δικαίου αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογήν του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 και του άρθρου 1 Ν. 3320/2005 για τον καθαρισμό των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήτοι για την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών, αφού, όπως προαναφέρθηκε και όπως έχει ήδη κριθεί από τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, ο καθαρισμός των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την διεξαγωγή της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας» (σχετικά υπ' αριθμ. 12/19-4-2005 Πράξη Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού / ΚΥΣΔΙΠ - Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) και από το ΑΣΕΠ. Απασχολήθηκαν έκτοτε για συνεχή έτη με αλληλοδιαδοχικές συμβάσεις που χαρακτηρίζονταν ως «μίσθωσης έργου» και είχαν τυπική χρονική διάρκεια περίπου δεκάμηνη (από 1η Σεπτεμβρίου ως 30 Ιουνίου), ήτοι ίση περίπου με τη σχολική περίοδο, ωστόσο στην πράξη απασχολούνταν και μετά το πέρας της σχολικής περιόδου και μέχρι την έναρξη της επομένης. Επισημαίνεται σχετικά ότι, όπως έχει κριθεί από τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, «οι ανάγκες καθαρισμού των σχολικών εγκαταστάσεων είναι διαρκείς δηλαδή καλύπτουν όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους και η υποχώρηση τους κατά τους δύο μήνες των θερινών διακοπών και των δεκαπενθήμερων διακοπών κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και Πάσχα εξισορροπείται με τον εκτεταμένο καθαρισμό που πραγματοποιείται κατά την έναρξη και λήξη του σχολικού έτους και κατά την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα (σχετικό υπ' αριθμ. 13/22-4-2005 Πράξη Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού / ΚΥΣΔΙΠ - Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Οι δε εργασίες πι εκτελούσαν υποχρεωτικά καθ' όλη τη διάρκεια της εργασίας τους ήταν ο καθημερινός καθάριο όλων των χώρων των σχολείων. Περαιτέρω, εργάζονταν, όχι σε χρόνο που επέλεγαν οι ίδιες, αλλά σε καθορισμένο από τον εργοδότη τους ωράριο (πριν την έναρξη των μαθημάτων και με τη λήξη τους), στον τόπο που επίσης καθόριζε ο εργοδότης και τελούσαν, όπως έχει κριθεί απ αρμόδια όργανα του εναγομένου, υπό την «εκ του σύνεγγυς καθοδήγηση και εποπτεία στην εκτέλεση του έργου καθαρισμού των σχολικών χώρων από τους Δ/ντές των σχολείων (εργοδότες)» οι οποίοι γνωρίζουν άριστα τις ανάγκες καθαριότητας της σχολικής μονάδας που διευθύνουν» (σχετικά υπ' αριθμ. 12/19-4-2005 Πράξη Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού / ΚΥΣΔΙΠ Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων). Πρόκειται δηλαδή για εργασία που δεν ανταποκρίνεται στην έννοια του «έργου» αλλά της «εξαρτημένης εργασίας» και που, επιπλέον, καλύπτει σταθερές ανάγκες του εναγομένου, οι οποίες αποτελούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, όπως κρίθηκε και από τα αρμόδια όργανα ι εναγομένου και το ΑΣΕΠ. Ενώ, όμως, εργάζονταν (και εξακολουθούν να εργάζονται) υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και, μάλιστα, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες το εναγομένου, η αμοιβή τους δεν ήταν ούτε είναι αντίστοιχη με αυτήν που προβλέπεται στ διατάξεις που προαναφέρθηκαν και αυτήν που λαμβάνουν οι συνάδελφοι τους που ανήκουν στο τακτικό προσωπικό του εναγομένου, παρόλο που διαθέτουν τα ίδια προσόντα και εργάζονται υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες.

 

 

 Ενώ, λοιπόν, οι συμβάσεις τους, για το χρόνο που εκθέτουν κατωτέρω, χαρακτηρίστηκαν ως «μίσθωσης έργου», στην πραγματικότητα η σχέσεις τους με το εναγόμενο είχαν όλα χαρακτηριστικά εξαρτημένης εργασίας. Τούτο δε, διότι είχαν αφενός σταθερό και αδιάλειπτο χαρακτήρα και αφετέρου το εναγόμενο, δια των εκπροσώπων του, καθόριζε ι εξακολουθεί να καθορίζει και να ελέγχει τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας τους, ασκούσε και ασκεί στην ίδια εποπτεία και έλεγχο και γενικότερα έχει κάθε εργοδοτική εξουσία. Ειδικότερα, σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης, με βάση μάλιστα και σχετικό συμβατικό όρο, τελούσε υπό την εποπτεία, την καθοδήγηση και το διευθυντικό δικαίωμα των Διευθυντών των σχολείων, στα οποία απασχολούνταν, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, και των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου (Προϊσταμένους των Γραφείων Εκπαίδευσης κ.λπ.), εργαζόμενες σύμφωνα με τις οδηγίες τους και σε άμεση εξάρτηση από αυτούς.        Ο χώρος εργασίας τους ήταν κατ1 αρχήν καθορισμένος από την σύμβαση εργασίας τους (ανά τετραγωνικά μέτρα σχολικών αιθουσών), ενώ δε στην πράξη κάλυπταν όλες τις ανάγκες καθαριότητας των σχολείων (τουαλέτες, γραφεία καθηγητών, διαδρόμους κ.λπ.)/ απασχολούταν δε σε συγκεκριμένο ωράριο, όπως αυτό κάθε φορά οριζόταν από τους αρμόδιους που τις επόπτευαν (διευθυντές σχολείων κ.λπ.), τα υλικά δε και σύνεργα εργασίας τους τα προμήθευαν τα αρμόδια όργανα του εναγομένου. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι δεν μπορούσαν να απουσιάζουν αυθαίρετα από τον τόπο εργασίας τους παρά μόνο μετά από ειδική άδεια των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου, επιβαλλόταν δε σε κάθε περίπτωση η τήρηση του καθοριζόμενου ωραρίου απασχόλησης τους. Σύμφυτο, εξάλλου, με την έννοια του έργου είναι ότι αυτό έχει μια αρχή μια εξέλιξη και ένα τέλος, ενώ ασφαλώς, όπως προκύπτει και από τις συνθήκες που προεκτέθησαν και την κάλυψη από την ίδια των σταθερών - παγίων και διαρκών αναγκών του καθαρισμού των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στην περίπτωση τους δεν μπορεί να γίνει δεκτό σε καμία περίπτωση ότι προσλαμβάνονταν για συγκεκριμένο «έργο», αλλά ενδιέφερε (όπως και ενδιαφέρει) βασικά η παροχή της εργασίας τους και -βεβαίως- η ποιότητα της, η οποία πάντως είναι δεδομένη και ουδέποτε αμφισβητήθηκε, πράγμα που το αναγνώρισε και επιβεβαίωνε συνεχώς το εναγόμενο με τη διαρκή ανανέωση των συμβάσεων τους (σημειωτέον ότι προσλαμβανόταν «με μοναδικό κριτήριο τη δυνατότητα καλής εκτέλεσης της  συγκεκριμένης εργασίας χωρίς τη διεξαγωγή μειοδοτικού ή άλλου διαγωνισμού ή την κατάθεση προσφορών και την επιλογή της χαμηλότερης ή προσφορότερης περίπτωσης» - σχετικά υπ αριθμ. 13/22-4-2005. Πράξη Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού / ΚΥΣΔΙΠ - Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων). Περαιτέρω, παρά το χαρακτηρισμό τους ως δήθεν «εργολάβων» ασφαλιστικός τους φορέας ήταν το Ι.Κ.Α. (όπως και εξακολουθεί να είναι). Είναι λοιπόν αναμφίβολο ότι η σχέση που τις συνέδεε με το εναγόμενο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της σχέσης εξαρτημένης εργασίας.

 

Μάλιστα, με την επί σειρά ετών παροχή της εργασίας στο εναγόμενο, κάλυπταν πάγιε» και διαρκείς ανάγκες αυτού. Τούτο, εξάλλου, αποδεικνύεται και από την αδιάκοπη σχεδόν και πολυετή απασχόληση τους και, ιδίως, από το γεγονός ότι, ο καθαρισμός των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την διεξαγωγή της όλης εκπαιδευτικής διαδικασίας» (σχετικά υπ1 αριθμ. 12/19-4-2005 Πράξη Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού / ΚΥΣΔΙΠ -Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων).

 

 

Επομένως καθ όλη τη διάρκεια της απασχόλησης τους στο αντικείμενο της ειδικότητας της στο εναγόμενο η σχέση τους είχε τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας (και επιπλέον κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του -στοιχείο το οποίο πάντως στερείται σημασίας σχετικά με το επίμαχο ζήτημα). Τούτο δε το έχει πλέον ομολογήσει και το ίδιο τι εναγόμενο δια του αρμοδίου οργάνου του (σχετικές, ιδίως οι προσκομιζόμενες Πράξεις -Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού / ΚΥΣΔΙΠ - Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Ενόψει αυτών, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του όρθρου 11 Π.Δ. 164/2004, υπέβαλαν αιτήσεις για τη θεώρηση των συμβάσεων τους ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Επί των αιτήσεων τους απεφάνθη θετικά το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο και το ΑΣΕΠ, κατά τα προεκτεθέντα, οπότε και με τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες αποφάσεις ΥΠΕΠΘ κατετάγησαν σε θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, λαμβάνοντας έκτοτε βασικό μισθό, κίνητρο απόδοσης, οικογενειακό επίδομα και ειδική παροχή 176 ευρώ. Πλην όμως, ενώ κατετάγησαν κατ εφαρμογή του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 και του άρθρου 1 Ν. 3320/2005, η κατάταξη τους έλαβε χώρα χωρίς να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία τους με συμβάσεις επιγραφόμενες ως μίσθωσης έργου, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 εδ. β' Ν. 3320/2005, όπου ορίζεται ότι «[ο] χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου των κατατασσόμενων, λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου», και του άρθρου 15 παρ. 1 περ. ι Ν. 3205/2003, όπου ορίζεται ότι «[ω] ς- υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικό κλιμάκια του όρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη: [...] α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο. ΤΑ. με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. [.,.] ι. Ο χρόνος παροχής υπηρεσίας με σύμβαση μίσθωσης έργου , εφόσον οι υπηρεσίες αυτές έχουν χαρακτηριστεί με διάταξη νόμου [...] ότι διανύθηκαν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (εξαρτημένης) [...]», και ακόμη κατά παράβαση της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, του άρθρου 4 Π.Δ. 81/2003 και του άρθρου 4 Π.Δ. 164/2004. Έτσι, κατετάγησαν σε διαφορετικό μισθολογικό κλιμάκιο, ενώ, με βάση την προϋπηρεσία τους έπρεπε να είχε καταταγεί στο ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και δεν λάμβαναν βασικό μισθό αναλόγως της προϋπηρεσίας τους, καθώς η προϋπηρεσία τους διανύθηκε υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, κατά τα προεκτεθέντα. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι πριν την κατάταξη τους σε θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δεν ήταν αυτός εργοδότης της αλλά η οικεία Σχολική Επιτροπή (Ν.Π.Δ.Δ.) πρέπει ν απορριφθεί ως αβάσιμος για τους εξής λόγους: Όπως εκτέθηκε, εκ του νόμου εργοδότης της, κατ' άρθρο 113 παρ. 5 Ν. 1892/1990 («[...] σύμβαση [...], η οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων και κάθε μίας από αυτές [...]»), όπως και όλων των προσλαμβανομένων για τον καθαρισμό των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμια εκπαίδευσης, και κατά τη διάρκεια απασχόλησης της με συμβάσεις επιγραφόμενες ως μίσθωσης έργου ήταν το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων-ΥΠΕΠΘ-Ελληνικό Δημόσιο (έτσι και υπ' αριθμ. 129/2005 Γνωμ. Ολομέλειας Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Τούτο, ασφαλώς, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι και μετά τη θεώρηση των σχετικών συμβάσεων ως αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 εργοδότης της παραμένει το ΥΠΕΠΘ-Ελληνικό Δημόσιο. Είναι προφανές ότι με την εφαρμογή του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 δεν μεταβάλλεται ο εργοδότης (δεν μπορεί δηλαδή, όπως ρητά ορίζεται στις σχετικές διατάξεις, μ άλλον εργοδότη να συνδέεται ο εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, άλλος εργοδότης να κρίνει τη συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων και με άλλον εργοδότη να θεωρείται ότι συνδέεται ο εργαζόμενος ως αορίστου χρόνου). Έτσι και στην περίπτωση της ενάγουσας εκ του Νόμου εργοδότης της και ως εργαζομένης ορισμένου ήταν το ΥΠΕΠΘ, τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 έκριναν σε πρώτο στάδιο τα αρμόδια όργανα του ΥΠΕΠΘ και το ΑΣΕΠ και εν συνεχεία κατετάγην σε θέση αορίστου χρόνου στο ΥΠΕΠΘ. Σε κάθε όμως περίπτωση ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι εργοδότης τους ήταν η οικεία Σχολική Επιτροπή (Ν.Π.Δ.Δ.) τούτο δεν επηρεάζει την υποχρέωση του εναγομένου να τις κατατάξει στο μισθολογικό κλιμάκιο και να τους καταβάλλει βασικό μισθό αναλόγως της προϋπηρεσίας τους (σε Ν.Π.Δ.Δ.). Τούτο διότι, όπως εκτέθηκε, στο άρθρο 5 παρ. 2 Ν. 3205/200 ορίζεται ότι   κατά την προηγούμενη παράγραφο, μισθολογική εξέλιξη λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας που ορίζεται στο άρθρο 15 του νόμου αυτού». Στο δε όρθρο 15 παρ. 1 περ. ι Ν. 3205/2003 ορίζεται ότι «ως υπηρεσία για την εξέλιξη των υπαλλήλων στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, λαμβάνεται υπόψη: [...] α. Η υπηρεσία που προσφέρεται στο Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. [...]». Επομένως, όφειλε το εναγόμενο σε κάθε περίπτωση να λάβει υπόψη για την κατάταξη και τη μισθολογική μεταχείριση τους την προϋπηρεσία τους, ακόμα και αν αυτή, όπως το εναγόμενο ισχυρίζεται, διανύθηκε σε Ν.Π.Δ.Δ. (την οικεία Σχολική Επιτροπή). Προκύπτει, επομένως, ότι οι μισθολογικές διαφορές για τα ως άνω έτη, λαμβανομένων υπόψη και των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας και με βάση τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου, οι ειδικότεροι υπολογισμοί επί του οποίου δεν αμφισβητούνται από το εναγόμενο, ανέρχονται για καθεμία από τις ενάγουσες στα εξής ποσά:

 

 

(Παραλείπονται πίνακες σχετικά με χρονικά διαστήματα απασχόλησης και ετήσιες διαφορές αποδοχών των υπ' αριθ. 3ης, 5ης, 7ης, 13ης, 14ης, 18ης, 19ης, 20ης, 21ης, 23ης, 24ης, 30ης, 31ης, 32ης, 33ης, 34ης, 35ης, 36ης, 40ης,  42ης, 43ης, 49ης, 50ης, 53ης, 57ης, 58ης, 59ης, 62ης, 63ης, 65ου, 66ης, 69ης, 70ης, 75ης, 77ης, 79ης, 81ης, 82ης, 83ης, 87ης, 88ης, 92ης, 96ου, 101ης, 102ης και 105ης εναγόντων/εναγουσών).

 

…………………………

 

Κατά συνέπεια η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των 12.000 ευρώ, να αναγνωριστεί ότι τους οφείλει τα αναλυτικά αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά κατά το μέρος που υπερβαίνει τα 12.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η δικαστική δαπάνη πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

Θεωρεί την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τους: υπ' αριθ. 1ης, 2ης, 4ης, 6ης, 8ης, 10ης, 11ης, 12ης, 15ης, 16ης, 17ης, 22ης, 25ης, 26ης, 27ης, 28ης, 29ης, 37ης, 38ης, 39ης, 41ης, 44ης, 45ης, 46ης, 47ης, 48ης, 51ης, 52ης, 54ης, 55ης, 56ης, 60ης, 61ης, 64ης, 67ης, 68ης, 71ης, 72ης, 73ης, 74ης, 76ης, 78ης, 80ης, 84ης, 85ης, 86ης, 89ης, 90ης, 91ης, 93ης, 94ης, 95ης, 97ης, 98ης, 99ης, 100ης, 103ης και 104ης των εναγουσών.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τους λοιπούς των εναγόντων.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 12.000 ευρώ.

 

Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο οφείλει σε καθένα από τους ενάγοντες τα εξής ποσά (σε ευρώ):

 

Στην 3η         58.177

Στην 5η         53.581

Στην 7η         50.628

Στην 9η         61.639

Στην 13η       45.946

Στην 14η       53.126

Στην 18η       32.942

Στην 19η       37.719

Στην 20η       44.250

Στην 21η       38.927

Στην 23η       45.754

Στην 24η       43.199

Στην 30η       43.821

Στην 31η       36.724

Στην 32η       41.540

Στην 33η       44.232

Στην 34η       39.080

Στην 35η       45.103

Στην 36η       39.598

Στην 40η       54.491

Στην 42η       44.196

Στην 43η       31.780

Στην 49η       48.410

Στην 50η       34.559

Στην 53η       50.237

Στην 57η       43.884

Στην 58η       56.271

Στην 62η       50.647

Στην 63η       30.261

Στην 65η       27.365

Στην 66η       54.814

Στην 69η       30.338

Στην 70η       53.104

Στην 75η       36.603

Στην 77η       37.893

Στην 79η       40.454

Στην 81η       36.554

Στην 82η       33.107

Στην 83η       40.968

Στην 87η       37.137

Στην 88η       38.457

Στην 92η       42.632

Στην 96η       47.085

Στην101η      60.140

Στην 102       45.111

Στην105η      40.394

 

με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

 

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών, το ύψος των οποίων ορίζει σε εβδομήντα χιλιάδες (70.000) ευρώ.