Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΜΠρΑθ 246/2018
Ανακοπή κατά αναγκαστικής εκτέλεσης - Επιταγή προς
εκτέλεση - Καταγγελία χρηματοδοτικής μίσθωσης - Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών -
Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) - Καταχρηστική καταγγελία -.
Ανακοπή
κατά επιταγής προς εκτέλεση βάσει απογράφου εκτελεστού σύμβασης χρηματοδοτικής
μίσθωσης και τροποποιητικών πράξεων αυτής. Επιταγή προς απόδοση ακινήτων και
αποβολή από τη χρήση τους. Κρίθηκε ότι η καθʼ
ης ανώνυμη
εταιρία
χρηματοδοτικών
μισθώσεων
προέβη
καταχρηστικά
σε καταγγελία
της
μεταξύ
τους
σύμβασης
χρηματοδοτικής
μίσθωσης
ακινήτων,
διότι
δεν
τήρησε
τη διαδικασία
επίλυσης καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών αλλά και γιατί δεν
προέβη σε, πρώτη φάση, σε πρόταση κατάλληλης λύσης ρύθμισης, αντιθέτως την
εξανάγκασε σε δυσβάσταχτους διακανονισμούς που είχαν ως αποτέλεσμα την
περαιτέρω διόγκωση της οφειλής της και σε δεύτερη φάση σε πρόταση οριστικής
ρύθμισης, χωρίς να εκτιμήσει τις πραγματικές οικονομικές της δυνατότητες, τη
γενικότερη κρίση του τομέα κατασκευών, την ανατροπή της συναλλαγματικής
ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου που είχε ως συνέπεια την περαιτέρω
διόγκωση των υποχρεώσεών της από τη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης. Αποδοχή
ανακοπής και αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 246/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη
Δικαστή Στεφανία Χανιώτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα, Έλλη
ΒΑΡΕΤΑΙΟΥ.
Συνεδρίασε δημόσια στο
ακροατήριό του στην Αθήνα την 28.11.2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας: της
ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «
ΤΕΧΝΙΚΗ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» που εδρεύει στην Αθήνα
(
), ΑΦΜ
και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου της, Αριάδνης ΝΟΥΚΑ.
Της καθʼ
ης η ανακοπή: της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΏΣΕΙΣ Α.Ε» (ΑΦΜ
), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής,
επί της οδού
αριθ.
, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας δικηγόρου της, Αγγελικής ΘΛΙΒΙΤΟΥ.
Η ανακόπτουσα ζητά να
γίνει δεκτή η ανακοπή της κατά της καθʼ
ης, με γενικό και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη
Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου 528983/826/2017 που προσδιορίστηκε για να
συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς
τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες
προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του
άρθρου 940 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., αν εξαφανιστεί
ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέσθηκε
(παρ. 1) ή αν εξαφανιστεί ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου τελεσίδικη απόφαση
που εκτελέστηκε (παρ. 2), εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει
δικαίωμα να ζητήσει εκτός από αποζημίωση και την επαναφορά των πραγμάτων στην
προηγούμενη κατάσταση δηλαδή στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η
απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Κατά δε τη διάταξη της παρ.3 του
ίδιου άρθρου 940 του Κ.Πολ.Δ. αν ακυρωθεί αμετάκλητα
η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση είχε δικαίωμα
να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν
από την εκτέλεση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ.
Έτσι στην τελευταία αυτή διάταξη δεν έχει οριστεί ρητώς και δικαίωμα του καθʼ ου η εκτέλεση να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, όχι όμως γιατί ο νομοθέτης θέλησε να το αποκλείσει αλλά γιατί το θεώρησε
αυτονόητο. Επομένως και στην περίπτωση αυτή παρέχεται το δικαίωμα τούτο. (βλ.
Ιωάννη Τέντε, Αναγκαστική Εκτέλεση, εκδ. Νομική Βιβιοθήκη 2017, σελ.
492 με τις εκεί παραπομπές σε Μπρίνια I, αρ. 940 σελ.
564, υποσημ. 5 και Γεσίου Φαλτσή
σελ. 967Πρ.Αν.Επ.σελ.432).
Με την κρινόμενη ανακοπή,
η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η καθʼ ης της επέδωσε την 23.03.2017 την από 22.02.2017 επιταγή προς εκτέλεση, κάτωθι του επικυρωμένου αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της α) υπʼ αριθ.
/07.03.20017 της υπʼ
αριθ.
/13.04.2007 σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, β) υπʼ αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ αριθ.
/01.06.2011 πράξεως τροποποίησης της υπʼ αριθ.
/13.04.2007 σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και γ) υπʼ αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ αριθ.
/09.01.2014 πράξεως
τροποποίησης της υπʼ αριθ.
/13.04.2007, άπασες οι ανωτέρω πράξεις τροποποίησης, συμβάσεις και απόγραφα της συμβολαιογράφου Αθηνών
, με την οποία επιτάσσονται να αποδώσουν στην καθʼ ης τα αναφερόμενα σε αυτήν ακίνητα. Ότι στη συνέχεια και δη την 29.03.2017 η καθʼ ης τους απέβαλε από τη χρήση των ως άνω ακινήτων προς τούτο δε συντάχθηκε η υπʼ αριθ. 676/2017 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή
. Για τους λόγους που εκθέτει στο δικόγραφο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ζητά να ακυρωθούν οι ως
άνω πράξεις εκτέλεσης (επιταγή και αποβολή) και να γίνει επαναφορά των
πραγμάτων στην προ της εκτέλεσης κατάσταση. Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η καθʼ ης στη δικαστική τους δαπάνη.
Με υπό κρίση δικόγραφο,
παραδεκτά εισάγεται ανακοπή κατά της εκτέλεσης του αρ. 933 ΚΠολΔ,
ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθʼ
ύλη και κατά τόπο (αρ. 584, 933 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, όπως το αρ.
933 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των
περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 ΚΠολΔ), όπως
προβλέπεται από τη διάταξη του αρ. 937 παρ. 3, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση
και αντικατάστασή τους με τα άρθρα τέταρτο και όγδοο ν. 4335/2015, αντίστοιχα),
εφαρμοζομένων των διατάξεων του ΚΠολΔ, όπως αυτές
τροποποιήθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με το ν. 4335/2015, διότι η επιταγή επιδόθηκε
στην ανακόπτουσα μετά την 01.01.2016 (βλ. άρθρο ένατο παρ.2 ως άνω νόμου-μεταβατικές
διατάξεις). Περαιτέρω η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, κατά τη διάταξη του
άρθρου 934 παρ.1 τελευταίο εδάφιο ΚΠολΔ,. όπως αυτή
αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ.2 ν. 4335/2015, ήτοι εντός τριάντα (30)
ημερών από την επίδοση της επιταγής (βλ. τη σημείωση επί της επιταγής του
δικαστικού επιμελητή
από την οποία προκύπτει η επίδοση της επιταγής στην
ανακόπτουσα την 23.03.2017 και την υπʼ αριθ. 20521/24.04.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών
από την οποία προκύπτει η επίδοση της υπό κρίση ανακοπής την 24.04.2017). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή του
άρθρου 933 ΚΠολΔ, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως
προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της. Ομοίως παραδεκτά
εισάγεται και αίτηση του αρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά
τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, σύμφωνα με τα
οποία είναι νόμιμη και θα πρέπει και αυτή να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς την
ουσιαστική της βασιμότητα, σε περίπτωση, ευδοκιμήσεως της ανακοπής.
Κατʼ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν 4224/2013 θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και
επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος «ΤτΕ» με την
απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β 2289/27.8.2014)
(«ΕΠΑΘ 116/25.8.2014» ή «Κώδικας») ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε
ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί τρεις φορές με αντίστοιχες
αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων με αρ.
129/2/16.2.2015 (ΦΕΚ Β' 486/31.3.2015), 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β'
2219/15.10.2015) και 195/1/21.07.2016). Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η
εφαρμογή του Κώδικα αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν
καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικάς πρέπει να τηρείται από
κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από
την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με
καθυστέρηση άνω των 60 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει
τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να
θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ),
στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες,
συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον
χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη» όπως ορίζεται με αποφάσεις του
Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους του Ν 4389/2016. Κατά το
πρώτο στάδιο της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) το ίδρυμα έχει
διάφορες υποχρεώσεις επικοινωνίας με τον πρωτοφειλέτη
και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, από τις οποίες θα εξαρτηθεί ο χαρακτηρισμός του
δανειολήπτη ως συνεργάσιμου ή ως μη συνεργάσιμου. Αν ο δανειολήπτης
χαρακτηρισθεί μη συνεργάσιμος η διαδικασία σταματά και το ίδρυμα μπορεί
καταρχήν να προχωρήσει στην καταγγελία της συμβάσεως. Αν ο δανειολήπτης
χαρακτηριστεί συνεργάσιμος η διαδικασία προχωρά στο δεύτερο στάδιο. Κατά το
δεύτερο' στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του
δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων
οικονομικών στοιχείων. Το ίδρυμα αξιοποιεί την πληροφόρηση που του παρέχεται,
ώστε να εκτιμήσει την περιουσιακή κατάσταση του δανειολήπτη, την τρέχουσα
ικανότητα αποπληρωμής, λαμβάνοντας υπʼ όψιν το ύψος και τη φύση των χρεών του αλλά και τα χρέη του προς άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικούς φορείς ή, φορολογικές αρχές, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και τη
μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή
ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη
νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο
ή σχέδιο. Το ίδρυμα, καθʼ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη, προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν
σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση
της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα
μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση).
Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση
ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η
καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως «κατάλληλη
λύση» Θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις
εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας
κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του
ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη
διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από
αυτή ιδρύματα για το σχεδίασμά και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Η
αξιολόγηση βασίζεται επίσης σε καθορισμένα και διαφανή κριτήρια και διαδικασίες
που το ίδρυμα διαθέτει με βάση τις εν λόγω διατάξεις προληπτικής εποπτείας,
λαμβάνοντας υπʼ όψιν το ελάχιστο επίπεδο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης που προσήκει στην περίπτωση του δανειολήπτη. Κάθε ίδρυμα παρέχει στο συνεργάσιμο δανειολήπτη την
προτεινόμενη ή τις εναλλακτικά προτεινόμενες σε αυτόν λύσεις ρύθμισης και αν καμία
εξ αυτών δεν συμφωνηθεί, τις λύσεις οριστικής διευθέτησης. Σε περίπτωση
αντιπρότασης από το δανειολήπτη το ίδρυμα υποχρεούται να προβεί σε αξιολόγηση
της εν λόγω αντιπρότασης και είτε να. συναινέσει με αυτήν είτε να την απορρίψει
γραπτώς και με βασική σχετική τεκμηρίωση είτε να υποβάλλει νέα πρόταση. Το
πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, το οποίο
μπορεί να ενεργοποιείται μετά την κατηγοριοποίηση ενός δανειολήπτη ως μη
συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που
δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του
Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει
νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται
ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα
καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως
αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Κατʼ
αρχάς, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρουμένων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το
περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι
η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο
αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα. ιδρύματα υπόψη η υποχρέωση
τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις
κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος («ΤτΕ»).
Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδι¬κα
ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής
του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα
υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την
κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη
συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και
αδυναμιών των συστημάτων δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται
εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το
γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα
συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ
ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη
λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει
ότι ο Ν 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις
περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και
στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ
(ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της
Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ,
οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες
υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση
των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να
έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης
του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Ενόψει των
ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του. Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση
των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσεως κυρώσεις
και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά
την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο,
όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση
των 5 Σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία
υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά
το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως
το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο
των πιστωτικών συναλλαγών υπό. τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην
αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενών οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση
καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή
πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του
δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω
ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί
κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική (Βλ. Διονυσίου Φλάμπουρα «Η καταγγελία των
πιστώσεων ενόψει του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος» σε ΧρΙΔτευχ. Απριλ. 2016).
Ειδικότερα τα πιστωτικά ιδρύματα, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν
αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων
από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του
χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των
επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως
διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων,
επιβάλλει την υποχρέωση πίστης, και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των
συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γιʼ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται
αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του
πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική
σύμβαση, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια
της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει
σε αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της
παροχής του οφειλέτη, ιδίως, όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής
του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό
κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση
πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη
καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις
της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της
βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους,
αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ
1352/2011 ΕΕμπΔ2012, 417, ΠΠρΛαρ 38/2017).
Με τον δεύτερο λόγο της
ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθʼ
ης ανώνυμη εταιρία χρηματοδοτικών μισθώσεων αφενός μεν παράνομα και αφετέρου καταχρηστικά προέβη σε καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως χρηματοδοτικής
μισθώσεως ακινήτων, διότι δεν τήρησε τη διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων του
Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών αλλά και γιατί δεν προέβη σε, πρώτη φάση, σε
πρόταση κατάλληλης λύσης ρύθμισης, αντιθέτως την εξανάγκασε σε δυσβάσταχτους
διακανονισμούς που είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διόγκωση της οφειλής της
και σε δεύτερη φάση σε πρόταση οριστικής ρύθμισης, χωρίς να εκτιμήσει τις
πραγματικές οικονομικές της δυνατότητες, τη γενικότερη κρίση του τομέα
κατασκευών, την ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού
φράγκου που είχε ως συνέπεια την περαιτέρω διόγκωση των εκ της συμβάσεως
χρηματοδοτικής μίσθωσης υποχρεώσεών της. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος ως προς το
δεύτερο σκέλος του (αρ. 178, 200, 288, 281 Α.Κ), καθόσον η μη τήρηση της
Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά
την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας (βλ. ΠΠρΛαρ 38/2017)ως αναλύεται εξαντλητικά ανωτέρω στη μείζονα
πρόταση της παρούσας και ως προς το νόμιμο μέρος του θα πρέπει να διερευνηθεί
ως προς την ουσιαστική του νομιμότητα.
Από την εκτίμηση της
εξέτασης του νομίμου εκπροσώπου της ανακόπτουσας στο ακροατήριο (βλ. πρακτικά
συνεδριάσεως) και των εγγράφων που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι
αποδεικνύονται τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Την 13.4.2017 η καθʼ ης ανώνυμη εταιρία, καθʼ υπόδειξη της ανακόπτουσας, απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα λόγω αγοραπωλησίας δύο διαμερίσματα - γραφεία τετάρτου ορόφου, επιφανείας 199,10 τ.μ και 110,60 τ.μ
αντίστοιχα, με δύο αποθήκες υπογείου επιφανείας 2,70 τ.μ
εκάστη, επί πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Αθήνα, επί των οδών
και,
αντί τιμήματος 960.000, ευρώ. Αυθημερόν η ανακόπτουσα συνήψε με την καθʼ ης ανώνυμη εταιρία χρηματοδοτικών μισθώσεων, σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης με
αντικείμενο τα παραπάνω ακίνητα, η οποία περιεβλήθη τον τύπο του
συμβολαιογραφικού εγγράφου, του με αριθμό 6116/13.04.2007 συμβολαίου της
συμβολαιογράφου Αθηνών
, που μεταγράφτηκε στα βιβλία μεταγραφών του
Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο
με α/α
. Με τη σύμβαση αυτή η καθʼ ης εκμίσθωσε στην ανακόπτουσα τα ως άνω ακίνητα για είκοσι χρόνια (από 13.04.2007 μέχρι 13.04.2027), προκειμένου η ανακόπτουσα κατασκευαστική εταιρία να τα χρησιμοποιήσει ως διοικητική της έδρα. Το μίσθωμα συμφωνήθηκε να υπολογίζεται μηνιαίως,
για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης (240 μηνιαία μισθώματα) με βάση την αξία του
μισθίου, όπως συμφωνήθηκε από τα μέρη σε ελβετικά φράγκα (1.787.681,99 ελβετικά
φράγκα κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης) αφαιρουμένου του ποσού
δυνητικής εξαγοράς του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης (329.300 ελβετικών
φράγκων) και με επιτόκιο κυμαινόμενο, με βάση το επιτόκιο δανεισμού του
ελβετικού φράγκου (LIBORCHF). Το ποσό μισθώματος κατά την υπογραφή της σύμβασης
ανερχόταν σε 9.710,75 ελβετικά φράγκα (ή 5.821,79 ευρώ). Περί το 2011, η
ανακόπτουσα ζήτησε από την καθʼ ης διευκόλυνση και τροποποίηση του αρχικώς συμφωνηθέντος προγράμματος αποπληρωμής των οφειλόμενων μισθωμάτων, καθόσον είχε ήδη επέλθει τόσο η γενικότερη οικονομική κρίση που έπληξε τη
χώρα και ειδικότερα τον κλάδο των κατασκευών στον οποίο δραστηριοποιείται η
ανακόπτουσα όσο και η ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού
φράγκου από την οποία εξαρτιόταν άμεσα στην επίδικη σύμβαση χρηματοδοτικής
μίσθωσης, τόσο το ύψος του οφειλόμενου μισθώματος (είχε πλέον ανέλθει στο ποσό
των 7.830 ευρώ), όσο και όλα τα άλλα μεγέθη αυτής (αύξηση των οφειλόμενων
δόσεων μισθωμάτων μέχρι τη λήξη της σύμβασης, αύξηση της συμβατικώς
ορισθείσας αξίας του μισθίου σε ελβετικά φράγκα, επί της οποία υπολογιζόταν το
οφειλόμενο μίσθωμα). Την 1η Ιουνίου 2011 υπεγράφη μεταξύ της ανακόπτουσας και
της καθʼ ης η με αριθμό
7989/2011 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών
με την οποία έγινε η εξής διευκόλυνση στην ανακόπτουσα: διαγράφτηκαν οι οφειλές
τριών μισθωμάτων, ήτοι Φεβρουάριου, Μαρτίου και Απριλίου 2011, καθορίστηκαν τα
μισθώματα της περιόδου από Μάιο 2011 έως και Οκτώβριο 2012 (18 μισθώματα) στο
ποσό των 5.100 φράγκων (ήτοι 4.054 ευρώ τον Μάιο 2011, 4.217 ευρώ τον Οκτώβριο
2012) και από τον Νοέμβριο 2012 και εντεύθεν το μίσθωμα θα υπολογιζόταν με βάση
την ανεξόφλητη αξία του μισθίου με επιτόκιο LIBORCHF πλέον 2,5% και ενδεικτικά
(με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν κατά την κατάρτιση της τροποποιητικής σύμβασης)
θα ανερχόταν στο ποσό των 9.250,83 ελβετικά φράγκα (7.672,58 ευρώ). Τον
Ιανουάριο 2014 η ανακόπτουσα είχε ήδη δημιουργήσει ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους
100.214 ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο κατά τους
όρους της σύμβασης διαμορφούμενο μίσθωμα, μετά την περίοδο χάριτος των τριών,
μηνών και την περίοδο μειωμένης δόσης των 18 μηνών. Υπογράφτηκε εκ νέου
τροποποιητική σύμβαση (με αριθ. 8909/09.01.2014 συμβολαιογραφική πράξη της
ιδίας ως άνω. συμβολαιογράφου), με την οποία έγινε στην ανακόπτουσα παρόμοια με
την προηγούμενη διευκόλυνση αποπληρωμής, ήτοι διαγράφτηκαν δύο οφειλόμενα
μισθώματα, συμφωνήθηκε περίοδος καταβολής μειωμένου μισθώματος ποσού 3.850
ελβετικών φράγκων για 22 μήνες, ήτοι από 12.01.2014 έως 12.10.2015 (3.130 ευρώ
τον Ιανουάριο 2014 και 3.523 ευρώ τον Οκτώβριο 2015), περίοδος καταβολής
μειωμένου μισθώματος ποσού 5.000 ελβετικών φράγκων για 12 μήνες από 12.11.2015
έως 12.10.2016 (4.642 ευρώ τον Νοέμβριο 2015 και έκτοτε ελαφρώς μειούμενο, λόγω
αλλαγής της ισοτιμίας). Παράλληλα έγινε ρύθμιση των ως άνω ληξιπρόθεσμων χρεών
των 100.214 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε 160 συνολικά μηνιαίες
δόσεις αρχικά των 255 ευρώ μηνιαίως μέχρι τον 12/2015 και στη συνέχεια των 827
ευρώ. Οι τελευταίες αυτές δόσεις θα έπρεπε να καταβάλλονται παράλληλα με το
τροποποιημένο πρόγραμμα αποπληρωμής. Η ανακόπτουσα δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει
στο ως άνω τροποποιημένο πρόγραμμα αποπληρωμής (εξόφλησε μέχρι και το 91°
μίσθωμα και έκτοτε πραγματοποιούσε έναντι καταβολές) αλλά ούτε και στον
διακανονισμό των ληξιπρόθεσμων χρεών της του προηγούμενου διαστήματος (εξόφλησε
μόνο το ποσό των 2.552 ευρώ), ενώ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί πλέον ούτε στις
λοιπές υποχρεώσεις της εκ της χρηματοδοτικής μίσθωσης (πληρωμή κοινοχρήστων
δαπανών του ακινήτου, συνολικού ποσού 9.224,61 ευρώ, ΕΝΦΙΑ ετών 2014, 2015 και
2016 ποσού 13.026,02 ευρώ, ασφάλεια ακινήτου ποσό 1.790 ευρώ κ.α). Την 23.05.2016 η καθʼ
ης υπέβαλε στην ανακόπτουσα πρόταση οριστικής ρύθμισης της οφειλής, η οποία κατά τον ως άνω χρόνο ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 207.718 ευρώ, ενώ το
υπολειπόμενο προς εξόφληση κεφάλαιο της σύμβασης χρηματοδοτικής μισθώσεως
ανερχόταν στο ποσό των 1.352.522,40 ευρώ έναντι 1.085.746,73 ευρώ, κατά το
χρόνο της υπογραφής της αρχικής μίσθωσης το έτος 2007.Πρότεινε επομένως η καθʼ ης στην ανακόπτουσα να της αποδώσει η τελευταία
τα μίσθια ακίνητα των οποίων την αξία καθόρισε μονομερώς και χωρίς αναφορά σε
κάποια εκτιμητική έκθεση στο ποσό των 252.720 ευρώ και η αξία αυτή να αφαιρεθεί
από τη συνολική οφειλή της ανακόπτουσας, το δε εναπομείναν υπόλοιπο, ύψους
1.307.520 ευρώ να της καταβληθεί σε 120 τοκοχρεολυτικές μηνιαίες δόσεις,
(ενδεικτικώς ποσού 12.625,52 ευρώ) με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor
+ 3%. Η ανακόπτουσα απέρριψε την παραπάνω πρόταση της καθʼ
ης στην οποία, βάσει των οικονομικών της δυνατοτήτων κατά
το κρίσιμο χρονικό διάστημα,, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί με συνέπεια.
Αντιπρότεινε στην καθʼ ης ένα διαφορετικό πρόγραμμα οριστικής διευθέτησης, σύμφωνα με το οποίο η τελική οφειλή (ληξιπρόθεσμα, άληκτο κεφάλαιο απαίτησης) θα έπρεπε να επανυπολογιστεί
με την ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ, κατά τον χρόνο υπογραφής της αρχικής
μισθώσεως, το επιτόκιο, να έχει επιβάρυνση 1,5%, να της δοθεί περίοδος χάριτος
12 μηνών ή μέχρι την υπεκμίσθωση των μίσθιων ακινήτων, οπότε σε κάθε περίπτωση
θα εκχωρούσε τα μισθώματα στην καθʼ ης και περίοδος μειωμένης δόσης 24 μηνών (με δόση
2.700 ευρώ). Η καθʼ ης απέρριψε την αντιπρόταση της ανακόπτουσας, άνευ ουδεμίας τεκμηριώσεως και επέμεινε στην αρχική της πρόταση. Την 18.11.2016 η ανακόπτουσα γνωστοποίησε στην καθʼ ης ότι υπάρχει προσφορά υπομίσθωσης των μίσθιων ακινήτων από τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) με μηνιαίο μίσθωμα 2.850 ευρώ. Η καθʼ ης απάντησε ότι θα συναινέσει στην υπομίσθωση μόνο εάν εξοφληθούν άμεσα και ολοσχερώς τα μέχρι τότε ληξιπρόθεσμα ποσού
250.844,42 ευρώ. Δέκα μέρες αργότερα κοινοποίησε στην ανακόπτουσα καταγγελία
της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης. Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής: Λόγω
της ανατροπής της συναλλαγματικής, ισοτιμίας ελβετικού φράγκου κατά το χρονικό
διάστημα τουλάχιστον από Ιούνιο 2011 μέχρι και την ημερομηνία της ως άνω
πρότασης οριστικής διευθέτησης της οφειλής που υπέβαλε η καθʼ
ης και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που έπληξε τον κλάδο των κατασκευών, στον οποίο δραστηριοποιείται η ανακόπτουσα,
οι συμβατικές υποχρεώσεις της τελευταίας από την επίδικη χρηματοδοτική μίσθωση,
κατέστησαν ιδιαιτέρως επαχθείς και το συμφωνηθέν αντάλλαγμα καταχρηστικά
υπέρμετρο σε σχέση με την αντιπαροχή ενώ από την άλλη πλευρά η καθʼ ης κεφαλαιοποίησε. κέρδη εκ της
συμβάσεως που προέρχονταν ακριβώς από την ως άνω ανατροπή της συναλλαγματικής
ισοτιμίας. Παρόλα αυτά η καθʼ ης, αν και είχε υποχρέωση ως πιστωτικό ίδρυμα με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική σημασία που αυτό συνεπάγεται και υπαγόμενο σε υποχρεωτικούς
κανόνες δεοντολογίας, ειδικά όσον αφορά την διευθέτηση καθυστέρησης οφειλών στο
προ της καταγγελίας στάδιο, αλλά και στους κανόνες της καλής πίστης και των
χρηστών ηθών, το περιεχόμενο των οποίων εν προκειμένω προσδιορίζεται σε άμεση
συνάρτηση με τα παραπάνω (δηλαδή τη σημασία και. τον σκοπό των πιστωτικών
ιδρυμάτων και τους κανόνες δεοντολογίας), δεν προέβη έναντι της ανακόπτουσας
ούτε σε κατάλληλη πρόταση λύσης ρύθμισης ούτε σε κατάλληλη πρόταση οριστικής
διευθέτησης. Αντίθετα, οι δύο τροποποιητικές συμβάσεις της αρχικής
χρηματοδοτικής μίσθωσης που αναφέρονται ανωτέρω, αν και σε απόλυτα νούμερα
φαίνονται εκ πρώτης όψεως ότι παρείχαν διευκόλυνση στην ανακόπτουσα, στην
πραγματικότητα και κυρίως λόγω της σύναψης της συμβάσεως χρηματοδοτικής
μίσθωσης σε ελβετικό φράγκο και της ραγδαίας και συνεχιζόμενης ανατροπής της
ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, η ανακόπτουσα δεν επωφελήθηκε καμίας πραγματικής
διευκόλυνσης, δεδομένου ότι η οικονομική της δραστηριότητα δεν περιελάμβανε
συναλλαγές σε ελβετικά φράγκα αλλά οι οικονομικοί της πόροι ήταν σε ευρώ. Ενώ
λοιπόν στην πραγματικότητα δεν χορηγήθηκε από την καθʼ
ης επαρκές χρονικό διάστημα καταβολής αξιόλογα μειωμένης δόσης, καθώς όπως αναλύθηκε ανωτέρω, η μείωση της δόσης υπολογιζόταν σε ελβετικά φράγκα και όχι σε ευρώ, με συνέπεια να είναι κατά ένα μεγάλο
μέρος, πλασματική, παράλληλα αυξήθηκε το επιτόκιο επιβάρυνσης του οφειλόμενου
κεφαλαίου λαμβανομένου υπʼ όψιν ότι το τελευταίο δεν παρέμενε σταθερό αλλά διογκωνόταν, λόγω της ανατροπής της ισοτιμίας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα
την επίταση της ανισορροπίας παροχής και αντιπαροχής κατά το διάστημα κατά το
οποίο οι δόσεις καθορίζονταν ως αρχικά είχε συμφωνηθεί και μάλιστα πλέον με
μεγαλύτερο επιτόκιο (+2,5% και + 3%) και την υποτροπή της ανακόπτουσας σε
χειρότερη υπερημερία από την προηγούμενη. Η δε πρόταση της καθʼ
ης περί οριστικής διευθέτησης της οφειλής, χωρίς καμία τεκμηρίωση και καταφανώς χωρίς να λαμβάνει επʼ ουδενί υπόψιν τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της ανακόπτουσας, έγινε προσχηματικά, προκειμένου δηλαδή να τηρηθούν στοιχειωδώς τα στάδια της
Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Η
αντιπρόταση της ανακόπτουσας απερρίφθη από την καθʼ
ης, επίσης άνευ τεκμηριώσεως και χωρίς η καθʼ ης να επανέλθει με νέα πρόταση ή να απαντήσει έστω στις λογικές αιτιάσεις της ανακόπτουσας
σχετικά με την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της οφειλής σε ισοτιμία ευνοϊκότερη
από την ισχύουσα κατά το χρόνο εκείνο και σχετικά με τον προσδιορισμό της
πραγματικής αξίας των μισθίων που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μερική απομείωση της συνολικής οφειλής και που είχε μονομερώς
καθοριστεί από την καθʼ ης σε ποσό υποπολλαπλάσιο της συμβατικά καθορισμένης αξίας με την αρχική σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης. Πρωτίστως όμως η καθʼ ης ενήργησε κατά σαφή παράβαση των Κανόνων Δεοντολογίας των Τραπεζών, όταν
η ανακόπτουσα της γνωστοποίησε ως επικείμενο και άμεσο γεγονός την προσφορά
υπομίσθωσης των μίσθιων ακινήτων από τον ΣΕΒ με υψηλό για την εποχή μίσθωμα και
για χρονική διάρκεια τριών ετών κάνοντας παράλληλα πρόταση εκχώρησης σε αυτήν
των μισθωμάτων και θέτοντας τη βάση για εκ νέου διευθέτηση της οφειλής υπό νέα
δεδομένα, ήτοι την εκμετάλλευση και οικονομική αξιοποίηση των μίσθιων ακινήτων
και με σαφώς ευνοϊκότερες οικονομικές δυνατότητες από μέρους της, η καθʼ ης δεν επανήλθε με νέα
κατάλληλη πρόταση, αντιθέτως έθεσε ως προϋπόθεση συναίνεσής της για την
υπομίσθωση την προηγούμενη άμεση εξόφληση του συνόλου των οφειλομένων
ληξιπρόθεσμων οφειλών και έξι μέρες αργότερα προέβη στην καταγγελία της
σύμβασης. Όλα τα παραπάνω συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από μέρους
της καθʼ ης, η οποία προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως χωρίς να προτείνει προηγουμένως στην ανακόπτουσα κατάλληλη λύση ρύθμισης ούτε κατάλληλη λύση οριστικής διευθέτησης της οφειλής της και χωρίς να ολοκληρώσει, κατά την καλή πίστη, τη
διαδικασία διευθέτησης της καθυστέρησης της οφειλής της ανακόπτουσας. Μετά
ταύτα θα πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ανακοπής ως ουσιαστικά
αβάσιμος καθώς και η αίτηση προς επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση, να ακυρωθούν οι ανακοπτόμενες πράξεις
εκτέλεσης ήτοι 1) η από 22.02.2017 επιταγή προς απόδοση των ακινήτων που
αναφέρονται σε αυτήν, κάτωθι του επικυρωμένου αντιγράφου πρώτου απογράφου
εκτελεστού της α) υπʼ αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ αριθ.
/13.04.2007 σύμβασης χρηματοδοτικής
μίσθωσης, β) υπʼ αριθ.
/07.03.20017 της υπʼ αριθ.
/01.06.2011 πράξεως τροποποίησης της υπʼ αριθ.
/13.04.2007 σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και γ) υπʼ αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ αριθ.
/09.01.2014 πράξεως τροποποίησης της υπʼ αριθ.
/13.04.2007, άπασες οι ανωτέρω πράξεις τροποποίησης, συμβάσεις και απόγραφα
της συμβολαιογράφου Αθηνών
και 2) η αποβολή της ανακόπτουσας από τα ακίνητα
τα διαλαμβανόμενα στην υπʼ αριθ. 676/2017 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης του Δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών,
και
να υποχρεωθεί η καθʼ ης, κατά το χρόνο που η παρούσα καταστεί αμετάκλητη, να αποδώσει στην ανακόπτουσα τη χρήση των διαλαμβανομένων στο διατακτικό της παρούσας ακινήτων. Η δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας θα πρέπει, τέλος, να επιβληθεί σε βάρος της καθʼ ης λόγω της ήττας της, κατʼ άρθρ. 176 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των
διαδίκων.
Δέχεται την ανακοπή και
την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Ακυρώνει 1) την από 22.02.2017
επιταγή προς απόδοση των ακινήτων που αναφέρονται σε αυτήν, κάτωθι του
επικυρωμένου αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της α) υπʼ
αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ αριθ.
/13.04.2007 σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, β) υπʼ αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ
αριθ.
/01.06.2011 πράξεως τροποποίησης της υπʼ
αριθ.
/13.04.2007 σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και γ) υπʼ αριθ.
/07.03.2017 της υπʼ αριθ.
/09.01.2014 πράξεως τροποποίησης της υπʼ αριθ.
/13.04.2007, άπασες οι ανωτέρω πράξεις τροποποίησης, συμβάσεις και απόγραφα της
συμβολαιογράφου Αθηνών
και 2) την αποβολή της ανακόπτουσας από τα ακίνητα
τα διαλαμβανόμενα στην υπʼ αριθ. 676/2017 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης του Δικαστικού Επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών,
.
Υποχρεώνει την καθʼ ης, κατά το χρόνο που η παρούσα απόφαση καταστεί αμετάκλητη, να αποδώσει στην ανακόπτουσα τη χρήση των επί πολυκατοικίας κείμενης στην Αθήνα (επί των οδών
και
) οριζοντίων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα του υπό στοιχείο Δ- 1 διαμερίσματος γραφείου του 4ου ορόφου εμβαδού 199,10 τ.μ με αποθήκη υπογείου επιφάνειας 2,70 τ.μ. και του υπό
στοιχείο Δ2 διαμέρισμα - γραφείο του 4ου ορόφου εμβαδού 110,60 τ.μ. με αποθήκη
στο υπόγειο επιφανείας 2,70 τ.μ.
Καταδικάζει την καθʼ ης στη δικαστική δαπάνη της
ανακόπτουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και
δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 5 Μαρτίου 2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ