ΜΠρΑθ (ΑσφΜ) 14385/2013

ΟΤΑ - Εποπτεία φιλανθρωπικών σωματείων -.

 

Αρμοδιότητα δήμων για εποπτεία φιλανθρωπικών σωματείων. Διαφορά ιδιωτική. Απορρίπτει ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας. Οι δήμοι έχουν αρμοδιότητα εποπτείας εφόσον τα μη ειδικώς αναγνωρισμένα φιλανθρωπικά σωματεία επιχορηγούνται ή έχουν κοινωνικούς πόρους και τέτοιοι κοινωνικοί πόροι είναι οι δωρεές και οι κληρονομίες (ΣτΕ 1547/1981). Διορισμός επιτρόπου από τον δήμο. Η κλήση και ενημέρωση επιτρόπου από σωματείο δεν αποτελεί ουσιώδη τύπο για λήψη αποφάσεων του Δ.Σ. Απορρίπτει την αίτηση ως αόριστη. Ελλειψη κατεπείγοντος και μη προσδιορισμός βλάβης από την μη κλήση επιτρόπου. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν σε ικανοποίηση του δικαιώματος. Συμψηφίζει δικαστικά έξοδα.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 14385/2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

     

     Αποτελούμενο από τη δικαστή Ευθυμία Νικολάου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε κατόπιν κλήρωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν 3327/2005.

 

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 6-11-2013, για να δικάσει την εξής υπόθεση:

 

       Του αιτούντος: Δήμου Αθηναίων, ΟΤΑ α βαθμού, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, ως εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Σπυρίδωνα Σούρλα και Στέλιο Μπεζαντέ.

 

       Των καθ' ων η αίτηση: 1) Φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία «..., ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ-ΠΤΩΧΟΚΟΜΕΙΟ», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, ως εκπροσωπείται νόμιμα από τον πρόεδρο του 6ο αυτού ... (Αρχιμανδρίτη ...), ο οποίος εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Στραϊτούρη, 2) ... 12) …, μελών του δσ, κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Στραϊτούρη.

 

       0 αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-7-2013 και με αριθ εκθ κατ 98692/12101/2013 αίτηση του προς το Δικαστήριο αυτό για τους λόγους που περιέχονται σε αυτή. Δικάσιμος για τη συζήτηση της ορίσθηκε με την από 19-7-2013 πράξη του αρμόδιου δικαστή η αναφερόμενη πιο πάνω δικάσιμος κατά την οποία, αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση κατά τη σειρά του εκθέματος, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως αναφέρεται πιο πάνω.

 

       Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί και κατέθεσαν σημειώματα, ενώ σημείωμα κατέθεσαν και η τέταρτη και έκτη των καθ’ ων που εμφανίσθηκαν αυτοπροσώπως.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

     

     I. Από τις προσκομιζόμενες από τον αιτούντα υπ' αριθ. 7621, 7626 και 7625/23-7-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της δικαστικής περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, …, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή αυτής της απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πέμπτη, έβδομο και όγδοη των καθ' ων. Αυτοί όμως δεν εκπροσωπήθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο, όμως, λόγω της ισχύος του ανακριτικού συστήματος στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 691 παρ 1 ΚΠολΔ) θα δικασθούν σα να ήταν παρόντες (βλ Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ 48, Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά μέτρα, σελ 45)•

 

 

       II. Κατά το άρθρο 682 § 1 ΚΠολΔ, τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, πρέπει, εκτός από την ύπαρξη δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου, για την προστασία του οποίου επιδιώκεται η λήψη τους, να υπάρχει "επείγουσα περίπτωση" ή "επικείμενος κίνδυνος", προς αποτροπή του οποίου να κατατείνει το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο (Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 4η, 1985, σελ. 9 επ., ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18.1197, ΑΠ 676/1969 ΝοΒ 18.548)• Και αυτό, γιατί η δικαστική προστασία που παρέχεται με τη μορφή των ασφαλιστικών μέτρων έχει ως σκοπό την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση κατά τη διαγνωστική δίκη, η οποία εκκρεμεί ή πρόκειται να ανοιχθεί (ΜΠρΑθ 3066/1999 Δ 1999-521, ΜΠρΑθ 5217/1999 Δ 1999-759, ΜΠρΑθ 12504/1999 ΕΕμπΔ 1999-406, ΜΠρΑθ 22493/1994 ΕλλΔνη 37-707, ΜΠρΧαλκ 686/1991 Δ 23.262, Ν. Βερβεσός, Δ 2.530 επ., Κ. Μπέης, "Οι Διαδικασίες στο Μονομελές Πρωτοδικείο", σελ. 275 επ.), καθώς και την αποφυγή βλαβών, οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επέλθουν κατά το χρόνο που απαιτείται να περάσει για τη διεξαγωγή της διαγνωστικής δίκης ή της αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί στο μέλλον ο τελικός σκοπός τους (ΠΠρΘηβ 134/2006 Δ 2007/310,  ΠΠρΡοδ 30/2005, ΤΝΠ Νόμος, Γ. Μητσόπουλος, Η πιθανολόγηση, σελ. 70 - 73- Γ. Οικονομόπουλος, Διάγραμμα εισήγησης του για τα ασφαλιστικά μέτρα, τόμος 5ος, ΣχεδΠολΔ, σελ. 234 επ.). Επομένως, ως επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη που χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση, όπως συμβαίνει, κατά τα προεκτεθέντα, κυρίως όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να επιφέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου ή όταν συντρέχει ανάγκη προσωρινής απόλαυσης του δικαιώματος, όχι όμως όταν ζητείται αποτροπή κινδύνου στο απώτερο μέλλον (ΜΠρΧαλκιδικ 993/2006 Αρμ 2007.1378, ΜΠρΠειρ 3016/1978 ΕλλΔικ 20.89), ενώ επικείμενος κίνδυνος υπάρχει όταν η απειλούμενη βλάβη από στιγμή σε στιγμή επικρέμεται επί του πράγματος  ή των διαδίκων (ΜΠρθεσ  13293/2010 ΧΡΙΔ 2010.636, ΜΠρΘεσ 41417/2008 Αρμ 2009.1389 και 1848), με την έννοια ότι αυτός είναι στο αντικείμενο της κυριότητας ή στα διάδικα μέρη, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς ενδεχόμενος, αλλά πρέπει να επίκειται βλάβη που να δημιουργεί την έννοια του κινδύνου, οπότε και πρέπει να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για αποτροπή της βλάβης (Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 1980, σελ. 11 - 12, Ν. Βερβεσός, ό.π., Μητσόπουλος, ό.π., ΑΠ 127/1973 ΝοΒ 21.884, ΑΠ 422/1970 ό.π.). Ειδικότερα δε για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, η οποία δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθόριζόμενο. περιεχόμενο, αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων, με τα οποία ορισμένη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις τον διαδίκων αντιμετωπίζεται προσωρινά, ωσότου κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει ανακύψει έρις, προϋπόθεση είναι να υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη (επείγουσα περίπτωση) να ενεργοποιηθούν ως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης (ΜονΠρΑθ 14443/1994, ΕΕργΔ Ι995•361). Μία εκ των ως άνω προϋποθέσεων, υπό την προεκτεθείσα έννοια αυτών, θα πρέπει να καθορίζεται απαραίτητα στην αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων, έστω και με συνοπτική αναφορά των περιστατικών που πιθανολογούν την ύπαρξη του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης, άλλως αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη (ΠΠρΒολ 278/1990 ΑρχΝ 1992.268, ΜΠρΛαρ 67/1999 ΑρχΝ 2000/546, ΜΠρΚω 349/1988 ΕλλΔνη 31-616, ΜΠρΑθ 12407/1985 Δ 16.725, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, τεύχος 24, σελ. 87, αριθμ. 5).

 

 

         III. Με τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. I του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων υπό τον τομέα ε' όπως αυτός προστέθηκε ως περίπτωση 11 με την παρ 3β του άρθρου 94 Ν 3852/2010 προβλέπεται ως αρμοδιότητα των Δήμων ΟΤΑ α βαθμού «...ιι. Η εποπτεία επί των φιλανθρωπικών σωματείων και ιδρυμάτων, καθώς και η έγκριση του προϋπολογισμού τους, η παρακολούθηση και ο έλεγχος των επιχορηγήσεων, που δίδονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με κοινωφελείς σκοπούς». Έως το Ν 3852/2010, η εποπτεία αυτή ασκείτο από τις Νομαρχίες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου η παρ 2 ΝΔ 1111/1972 που προβλέπει ότι «... 2. Η κατά το άρθρον 26 του ΝΔ 795/71 εποπτεία επί των Φιλανθρωπικών Σωματείων, ασκείται δια των οικείων Νομαρχιών, υπό δε του Υφυπουργού Περιφερειακού Διοικητού εάν η λειτουργία του Σωματείου εκτείνεται εις πλείονας του ενός νομού ή καθ' άπασαν την Επικράτειαν». Για την άσκηση της εποπτείας αυτής το άρθρο 14 του ΝΔ 1111/1972 προβλέπει ότι «Εις τα ειδικώς αναγνωρισμένα Φιλανθρωπικά Σωματεία, ως και εις τα μη ειδικώς ανεγνωρισμένα τοιαύτα, τα οποία επιχορηγούνται υπό του Κράτους ή έχουν κοινωνικούς πόρους, δύναται να διορίζηται παρά του οικείου Υφυπουργού Περιφερειακού Διοικητού προκειμένου περί Φιλανθρωπικών Σωματείων ων η λειτουργία εκτείνεται εις πλείονας του ενός νομού, άλλως υπό του Νομάρχου της έδρας του Σωματείου, Κυβερνητικός Επίτροπος, μόνιμος δημόσιος υπάλληλος κεκτημένος βαθμόν τουλάχιστον 6ον. Ούτος παρίσταται εις τας συνεδριάσεις της διοικήσεως αυτού και παρακολουθεί την νομιμότητα των λαμβανομένων αποφάσεων. Εν περιπτώσει διατυπώσεως υπό του Κυβερνητικού Επιτρόπου αντιθέτου γνώμης ως προς την νομιμότητα της λαμβανομένης αποφάσεως εκ μέρους της διοικήσεως του Φιλανθρωπικού Σωματείου, την διαφωνίαν επιλύει η οικεία εποπτεύουσα αρχή εντός 15 ημερών από, της υποβολής αυτή της σχετικής πράξεως  άλλως η απόφασις  εκτελείται υπ' ευθύνη της διοικήσεως του Φιλανθρωπικού Σωματείου». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στα φιλανθρωπικά σωματεία που δεν είναι ειδικώς αναγνωρισμένα, κατά το άρθρο 18 του ΝΔ 1111/1972, ασκείται εποπτεία από το Δήμο, στον οποίο είναι η έδρα τους, εφόσον η λειτουργία τους επεκτείνεται σε ένα νομό, και στην περίπτωση αυτή υπάρχει δυνατότητα (όχι υποχρέωση), εφόσον αυτά επιχορηγούνται από το Κράτος ή έχουν κοινωνικούς πόρους (και τέτοιοι κοινωνικοί πόροι είναι οι δωρεές και οι κληρονομιές (βλ. ΣΤΕ 1547/1981, προσκομιζόμενη και σε περίληψη στην ΤΝΠ Νόμος) να διορισθεί από το Δήμο επίτροπος, ο οποίος είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, με τουλάχιστον 6° βαθμό. Η αρμοδιότητα του επιτρόπου που διορίζεται από το Δήμο, δεν παραλλάσσει από την αρμοδιότητα του κυβερνητικού επιτρόπου που προβλέπει το άρθρο 14 του ΝΔ 1111/1972, ελλείψει νεότερης ρύθμισης, και συνεπώς αυτός παρίσταται στις συνεδριάσεις της διοίκησης του φιλανθρωπικού σωματείου και παρακολουθεί τη νομιμότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται, ενώ αν διατυπώσει αντίθετη γνώμη ως προς τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών τη διαφωνία θα πρέπει να επιλύσει η εποπτεύουσα αρχή (ο Δήμος) εντός 15 ημερών από την υποβολή της σχετικής πράξης, άλλως εκτελείται (ακόμη δηλαδή και η μη νόμιμη, κατά τη γνώμη του επιτρόπου, απόφαση) με ευθύνη της διοίκησης του σωματείου. Δε θέτει, επομένως, ο νόμος ως προϋπόθεση (και μάλιστα με ποινή ακυρότητας) λήψης της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του φιλανθρωπικού σωματείου    που εποπτεύεται από τον οικείο Δήμο και έχει ορισθεί επίτροπος σε αυτό (ασκηθείσης της δυνατότητας που δίνει ο νόμος στον εποπτεύοντα Δήμο) να έχει παρασταθεί ο επίτροπος  στη  συνεδρίαση  του  διοικητικού  συμβουλίου  του  φιλανθρωπικού σωματείου (πολλώ δε μάλλον να έχει κληθεί να παραστεί και να έχει ενημερωθεί για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης), αλλά την παράσταση του στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου την προκρίνει ως δικαίωμα του επιτρόπου, ο οποίος (ακόμη και αν δεν παρασταθεί) δικαιούται να διατυπώσει αντίθετη γνώμη ως προς τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτών, ενώ βέβαια ο νόμος δεν προβλέπει δικαίωμα ψήφου για τον επίτροπο που παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του φιλανθρωπικού σωματείου. Διαφορετικό φυσικά είναι το ζήτημα, αν από την παρεμπόδιση παράστασης του επιτρόπου στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του φιλανθρωπικού  σωματείου,  αυτός δεν έχει δυνατότητα να ενημερωθεί εγκαίρως και να διατυπώσει γνώμη για τις αποφάσεις που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο του φιλανθρωπικού σωματείου και εκ της στέρησης αυτής της δυνατότητας στον επίτροπο, παρεμποδίζεται συνακολούθως το δικαίωμα του Δήμου για άσκηση εποπτείας επί του φιλανθρωπικού σωματείου.

 

 

      IV. Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών εκθέτει ότι, κατ' εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας για την άσκηση εποπτείας επί του πρώτου των καθ' ων, το οποίο είναι φιλανθρωπικό σωματείο, επιχορηγούμενο από το κράτος και έχον κοινωνικούς πόρους, και δη δωρεές και κληρονομιές αλλά και εισπράξεις από τους ιερούς ναούς του, το Δημοτικό Συμβούλιο αυτού (του αιτούντος), όρισε με την υπ' αριθ. 421/2013 απόφαση του, το δημοτικό σύμβουλο ... ως επίτροπο του πρώτου των καθ' ων, και επέδωσε τη σχετική απόφαση του στο πρώτο των καθ' ων την 16-5-2013. Ότι ο επίτροπος αυτός δικαιούται να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων, πρόεδρος, αντιπρόεδρος, ταμίας και μέλη του οποίου αποτελούν οι λοιποί των καθ' ων, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση αναφερόμενα. Ότι, παρότι το διοικητικό συμβούλιο του πρώτου των καθ’ ων συνεδριάζει κατά το καταστατικό του μετά από έγγραφη πρόσκληση του προέδρου του ή, αν κωλύεται αυτός, του αντιπροέδρου του, τακτικώς μία φορά κάθε μήνα και εκτάκτως όταν υπάρχει ανάγκη κατά την κρίση του προέδρου, αντιπροέδρου ή αν το ζητήσουν με έγγραφο τα τρία τουλάχιστον τακτικά μέλη αυτού και παρότι πραγματοποίησε πέντε συνεδριάσεις την 20-5-2013, 24-5-2013, 5-6-2013, 18-6-2013 και 25-6-2013 δεν προσκάλεσε τον επίτροπο να παραστεί, με ενημέρωση του για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Με βάση τα παραπάνω και επικαλούμενος ακυρότητα των αποφάσεων λόγω έλλειψης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας τους, και επείγουσα περίπτωση συνιστάμενη στη διενέργεια διαχειριστικού ελέγχου από τις Υπηρεσίες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής για τα κληροδοτήματα που διαχειρίζεται και σε πληροφορίες για οικονομικά προβλήματα και μη τακτική διαχείριση, ζητεί να υποχρεωθούν οι καθ' ων να μη λαμβάνουν αποφάσεις αν δεν έχει τηρηθεί, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση και ενημέρωση για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης του επιτρόπου που όρισε ο αιτών, καθώς και να αποδέχονται την παρουσία του στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων, απειλούμενης σε βάρος τους χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης. Ζητεί, επίσης, να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του σε βάρος των καθ' ων.

 

 

     V. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση (για το παραδεκτό της άσκησης της οποίας, κατ' άρθρο 58 παρ 2 και 72 περ. ιγ Ν. 3852/2010, προσκομίζεται η από 6-11-2013 απόφαση της 30ης συνεδρίασης οικονομικής επιτροπής του αιτούντος και η από 18-7-2013 απόφαση της αναπληρώτριας Δημάρχου Αθηναίων) παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία προς συζήτηση της, διότι εφόσον το πρώτο των καθ' ων είναι ΝΠΙΔ, η λήψη αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου αυτού ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και κάθε διαφορά σχετικά με τη διαδικασία λήψης ή το περιεχόμενο αυτών, προκαλεί διαφορά δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, ενώ η εκ μέρους του αιτούντος άσκηση εποπτείας επί του πρώτου των καθ' ων δε μεταβάλλει τη φύση της εν λόγω διαφοράς, η οποία παραμένει στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (πβλ. ΣΤΕ 2589/2010, 2140/2007, 3882/2002, ΤΝΠ Ισοκράτης) και επίσης είναι αρμόδιο προς τούτο, τόσο κατά τόπον όσο και καθ' ύλην (άρθρα 25 παρ 2, 22 και  683 § 1,3 ΚΠολΔ). Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, όμως, η αίτηση είναι απορριπτέα ως αόριστη (άρθρο 216 ΚΠολΔ) και τούτο διότι: α) εφόσον, ως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη που προηγήθηκε, η κλήση και ενημέρωση του επιτρόπου δεν αποτελεί ουσιώδη τύπο για τη λήψη των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων (ως αβασίμως επικαλείται ο αιτών), ο αιτών δεν αναφέρει καν, έστω και επιγραμματικά, ότι λόγω της μη κλήσης του στερήθηκε του δικαιώματος να παρασταθεί ο ορισθείς επίτροπος στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων (δεν επικαλείται καν ότι δεν έλαβε γνώση με άλλο τρόπο ή ότι στερείται της δυνατότητας να λάβει τέτοια γνώση) ή του δικαιώματος ενημέρωσης (δεν επικαλείται καν ότι του απαγορεύθηκε η παρουσία κατά τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων ή ότι ζητήθηκαν από το πρώτο των καθ' ων και δεν του δόθηκαν οι αποφάσεις των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων) και διατύπωσης γνώμης, ως προς τη νομιμότητα των αποφάσεων που έλαβε το διοικητικό συμβούλιο του πρώτου των καθ' ων και συνακολούθως ότι, εκ της παρεμπόδισης του έργου του επιτρόπου, ο αιτών δε δύναται να ασκήσει το έργο της εποπτείας του πρώτου των καθ' ων, αναφέροντας το λόγο που η άσκηση εποπτείας μπορεί να γίνει μόνο μέσω της παράστασης του επιτρόπου, που σημειωτέον κατά τον ισχυρισμό του, ορίσθηκε το πρώτον το μήνα Μάιο 2013 και β) ο αιτών δεν προσδιορίζει την επείγουσα περίπτωση και τον επικείμενο κίνδυνο που αποτελεί την προϋπόθεση λήψης του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, σύμφωνα με την υπό στοιχείο II νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθώς συνδέει την ανάγκη τήρησης του ουσιώδους τύπου λήψης των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων με το ότι αυτό υποβάλλεται σε έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο από τις Υπηρεσίες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής για τα κληροδοτήματα που διαχειρίζεται (γεγονός που αναιρεί το επείγον της άσκησης εποπτείας ως προς τα ζητήματα εφόσον ήδη διενεργείται έλεγχος από την αρμόδια υπηρεσία, αλλά ακόμη και υφίστατο επείγουσα περίπτωση, αυτή, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, θα αφορούσε μόνο τη λήψη αποφάσεων για τα κληροδοτήματα και για οικονομικά θέματα και όχι όλων των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων), πολλώ δε μάλλον που ο ίδιος ο αιτών επικαλείται ότι από την 1-1-2011 (που άρχισε η εφαρμογή του Ν. 3852/2010) έως και τη λήψη της υπ' αριθ. 421/2013 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του για τον ορισμό επιτρόπου και την κοινοποίηση αυτής στο πρώτο των καθ' ων την 16-5-2013 (δηλαδή για χρονικό διάστημα δύο και πλέον ετών) δεν είχε ορίσει επίτροπο, ενώ ασκούσε εποπτεία κατά νόμο στο πρώτο των καθ' ων (δεν επικαλείται ότι το πρώτον το Μάιο του 2013 αποφάσισε και άρχισε να ασκεί την εποπτεία αυτή, και όχι από 1-1-2011), χωρίς εξάλλου ταυτόχρονα να επικαλείται ότι μόνο μέσω του επιτρόπου και της παράστασης του, που παρεμποδίζεται, στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων, δύναται να ασκήσει εποπτεία επ' αυτού.

 

Σημειωτέον δε ότι τα περιστατικά που αναφέρει με το έγγραφο σημείωμα του, για θεμελίωση της επείγουσας περίπτωσης, εφόσον δεν προτάθηκαν προφορικά κατά τη συζήτηση της αίτησης προς συμπλήρωση και διευκρίνηση της δε δύναται να ληφθούν υπ' όψιν (άρθρο 224 και 115 παρ 2 ΚΠολΔ). Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και υπό την, υποστηριζόμενη από τον αιτούντα, άποψη ότι η λήψη απόφασης εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων, χωρίς την κλήση και ενημέρωση του επιτρόπου που όρισε ο αιτών, αντίκειται στο νόμο και καθιστά αυτή άκυρη, η οποία, αν ήθελε γίνει δεκτή, θα του παρείχε το διαπλαστικό δικαίωμα, με επίκληση εννόμου συμφέροντος, για ακύρωση της σχετικής - απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του πρώτου των καθ' ων (βλ Βαθρακοκοίλη, ΕρμΝομΑΚ, άρθρο ιοί ΑΚ, αριθ 15, το δε άρθρο αυτό εφαρμόζεται αναλογικά και για ακύρωση αποφάσεων διοικητικού συμβουλίου - ΑΠ 497/1994, ΕΕΝ 1995-354, ΑΠ 1208/1988, ΕΕΔ 48.1012 - φιλανθρωπικών σωματείων - βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΝομΑΚ, άρθρο 101 ΑΚ, αριθ. 29), οι αιτούμενες με την υπό κρίση αίτηση ενέργειες (παράλειψη λήψης απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο επί οποιουδήποτε θέματος αν δεν κληθεί προηγουμένως και, σε περίπτωση προσέλευσης του, δεν παρασταθεί ο επίτροπος που όρισε ο αιτών), εφόσον διαταχθούν από το Δικαστήριο τούτο στα πλαίσια παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, θα οδηγήσουν σε πλήρη ικανοποίηση του δικαιώματος του αιτούντος, κατά παράβαση του άρθρου 692 παρ 4 ΚΠολΔ, που αποτελεί οριοθέτηση της παρεχόμενης στο Δικαστήριο, με το άρθρο 732 ΚΠολΔ διακριτικής ευχέρειας (ΜονΠρΑθ 4700/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΡοδ 2101/2005, ΤΝΠ Νόμος). Η δικαστική δαπάνη θα συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

  

                  

                 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με την απουσία της πέμπτης, έβδομου και όγδοης των καθ' ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα την 4-12-2013 σ' έκτακτη και δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων και των διαδίκων.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

                        (για τη δημοσίευση)