ΜΠρΑθ
2153/2013
Αγωγή
ακύρωσης δικαιοπραξίας - Εκπροσώπηση ΑΕ - Απάτη από τρίτο - Σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας - Οικειοθελής αποχώρηση μισθωτού - Ακυρη
απόλυση -.
Οικειοθελής αποχώρηση από την εργασία
εργαζομένης στην οποία αυτή παρασύρθηκε με απάτη που μετήλθε τρίτο σε σχέση με
την προσβαλλόμενη δήλωση βούλησης πρόσωπο (Περιφερειακός Διευθυντής αυτής).
Απόρριψη αγωγής με την οποία η εργαζομένη στρέφεται κατά της εργοδότριας ΑΕ. Η
παράσταση ψευδών γεγονότων από μέρους του Περιφερειακού Διευθυντή θα μπορούσαν
να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας μόνο αν η ενάγουσα
επικαλείτο και αποδείκνυε ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της αντιδίκου της γνώριζε ή
όφειλε να γνωρίζει την απάτη που μετήλθε ο περιφερειακός διευθυντής της.
Απόρριψη αιτήματος για αναγνώριση της ένδικης παραίτησης ως καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας της ενάγουσας στην οποία προέβη η εναγομένη. Απόρριψη
επικουρικών αιτημάτων.
Αριθμός απόφασης 2153/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Χριστόφορο
Λινό, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Κωνσταντίνα Τσιαχρή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις
15 Φεβρουαρίου 2013, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: ..., κατοίκου Πετρούπολης
Αττικής, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βάϊο Σκαμπαρδώνη.
Της εναγομένης: Ανώνυμης Εταιρίας με την
επωνυμία «MARKET IN ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ - ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ -
ΕΞΑΓΩΓΏΝ» και το διακριτικό τίτλο «ΜΑΚΚΕΤ ΙΝ», η οποία εδρεύει στην Παιανία
Αττικής, εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τις
πληρεξούσιες δικηγόρους της Μαρία Βούλγαρη και Βιργινία Μαρμάρου,
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7
Ιανουαρίου 2012 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με
γενικό αριθμό κατάθεσης 1685/2013 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 60-201.3,
προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, γράφηκε δε
στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι
πληρεξούσιοι, δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και
ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ
ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ
«δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη», ενώ κατά τη διάταξη
του άρθρου 179 του ίδιου κώδικα «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι
ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του
προσώπου ή η δικαιοπραξία με την
εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου
και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για
κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε
φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Κατά την έννοια της πρώτης ως άνω
διάταξης, η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η οποία καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενο και
όχι μεμονωμένα από τα αίτια ή τους υποκείμενους σκοπούς που ώθησαν τον δικαιοπρακτήσαντα στη δήλωση βούλησης του. Αντιθέτως, τα προκαλέσαντα τη δικαιοπρακτική βούληση αίτια μόνο κατ'
εξαίρεση επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας, ήτοι όταν συντρέχουν οι όροι των
άρθρων 140 έως 153 ΑΚ, οπότε παρέχεται το διαθλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης της
τελευταίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, σύμφωνα με τα άρθρα 154 και 155 ΑΚ.
Επομένως, τα περιστατικά που συνδέονται με τις τρεις προαναφερόμενες και
ειδικώς ρυθμιζόμενες καταστάσεις, δεν εμπίπτουν στο άρθρο 178 ΑΚ, Εξάλλου, κατά
την έννοια της δεύτερης προπαρατιθεμενης διάταξης του
άρθρου 179 ΑΚ, προκειμένου να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία αισχροκερδής και ως
τέτοια άκυρη θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να συνομολογούνται ή να λαμβάνονται, έναντι
κάποιας παροχής, περιουσιακά ωφελήματα τα οποία τελούν σε φανερή δυσαναλογία
προς την παροχή. Συνακόλουθα, εφαρμογή της εν λόγω ρύθμισης είναι νοητή μόνο
επί επαχθών και δη αμφοτεροβαρών δικαιοπραξιών περιουσιακής φύσεως,
αποκλειόμενης ως εκ τούτου από το κανονιστικό της πεδίο της καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας, η οποία δεν έχει χαρακτήρα ούτε επαχθούς ούτε αμφοτεροβαρούς
δικαιοπραξίας (ΑΠ 63/2005 ΕλλΔνη 2005, 1411, ΑΠ
1121/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος», ΑΠ 1004/1993 Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών «Νόμος». ΕφΑθ 7305/1.995 ΕλλΔνη 1997, 632). Τέλος, κατά το άρθρο 147 ΑΚ «όποιος
παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει, να ακυρωθεί η
δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η
ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνον εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η
δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να
γνωρίζει την απάτη». Από τη γραμματική διατύπωση των αμέσους ανωτέρω διατάξεων
σαφώς συνάγεται ότι για το κατ' άρθρο 216 παρ, 1 ΚΠολΔ
ορισμένο της αγωγής ακύρωσης απευθυνόμενης σε άλλον δικαιοπραξίας, στην
κατάρτιση της οποίας παρασύρθηκε ο ενάγων με απάτη που μετήλθε τρίτος, θα
πρέπει να εκτίθεται, επί ποινή απαραδέκτου αυτής» ότι ο εναγόμενος γνώριζε ή
όφειλε να γνωρίζει την απάτη (Ι. Κατρά, Αγωγές
Αστικού Κώδικα και Ενστάσεις, έκδ. 2005 σελ. 221).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα
ισχυρίζεται με την από κρίση αγωγή, τα ακόλουθα: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η οποία
εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλό της .... προκείμενου να
παράσχει την εργασία της ως πωλήτρια μερικώς απασχολούμενη, στο διατηρούμενο
από την αντίδικό της υποκατάστημα λιανικής πώλησης εμπορευμάτων (υπεραγορά)
έναντι του συμφωνημένου μισθού, όπως ο τελευταίος αναπροσαρμόστηκε δυνάμει
μεταγενέστερης όμοιας σύμβασης. Ωστόσο, αν και παρείχε προσηκόντως την εργασία
της, εξ αφορμής του περιγραφομένου στην αγωγή περιστατικού, ο Περιφερειακός
Διευθυντής της εναγομένης ... ο οποίος εμφανίστηκε σε αυτήν ως εκπρόσωπος της
εργοδότριας της, την παρέσυρε παριστώντας της τα
εκτιθέμενα στην αγωγή και αναφερόμενα στο μέλλον ψευδή γεγονότα, να προβεί σε
οικειοθελή αποχώρηση απο την εργασία της, η οποία
ισοδυναμεί ουσιαστικά με άκυρη απόλυσή της.
Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητεί με την
κύρια βάση της αγωγής: Α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ένδικης παραίτησής
της, ως δικαιοπραξίας που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και δη ως δικαιοπραξίας με
την οποία ο ανωτέρω εμφανισθείς ως εκπρόσωπος της εναγομένης, εκμεταλλεύτηκε
την ανάγκη της για εργασία, άλλως να ακυρωθεί η ίδια παραίτηση, ως λαβούσα χώρα συνεπεία απάτης, Β) να αναγνωρισθεί ότι η
ένδικη παραίτηση της συνιστά άκυρη καταγγελία, στην οποία προέβη στην
πραγματικότητα η εναγομένη, Γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις
υπηρεσίες της, με απειλή επιβολής χρηματικής ποινής ύψους 100 ευρώ για καθε ήμερα παράβασης της υποχρέωσης αυτής, καθόσον η μη
απασχόληση της την προσβάλλει παράνομα προσωπικότητα της, αλλά και θίγει τα
υλικά και ηθικά συμφέροντα τη και Δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει
νομιμοτοκως το ποσό των 4.849,20 ευρώ, ως αποδοχές
υπερημερίας, καθώς και το ποσό των 2,000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω
ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της
αντιδίκου της. Επικουρικώς, ήτοι για την περίπτωση που η καταγγελία της
εργασιακής της σύμβασης ήθελε κριθεί έγκυρη, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να
της καταβάλει νομιμοτόκως τη νόμιμη αποζημίωση
απόλυσης η οποία ανέρχεται στο ποσό των 2.160 ευρώ. Με τέτοιο περιεχόμενο και
αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως μεν καθ' ύλην (άρθρα 11
αριθ. 7, 14 παρ. 2 και 16 αριθ. 2 ΚΠολΔ) και κατά
τόπο (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και παραδεκτός εισάγεται
για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των
εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), πλην
όμως είναι απορριπτέα καθ' όλας της τις βάσεις και τα
αιτήματα. Πλέον συγκεκριμένα, σε σχέση με την κύρια αγωγική
βάση, το από στοιχείο Α' αίτημα για αναγνώριση της ακυρότητας της παραίτησης
της ενάγουσας είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο.
Τούτο διότι τα επικαλούμενα στην
αγωγή πραγματικά περιστατικά
ανάγονται αποκλειστικώς στα αίτια που οδήγησαν την ανωτέρω διάδικο να υποβάλει
την παραίτηση της, ήτοι συνδέονται με την περιγραφόμενη στο υπό κρίση δικόγραφο
κατάσταση, απάτης και δη με από μέρους του Περιφερειακού Διευθυντή της
εναγομένης παράσταση ψευδών γεγονότων, τα οποία, σύμφορα με τα αναφερόμενα στη
με αριθμό ι σκέψη της παρούσας, μπορούν να οδηγήσουν μόνο σε ακύρωση της
προσβαλλόμενης δικαιοπραξίας υπό τη συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων του άρθρου
147 ΑΚ, Περαιτέρω, κατ' ακολουθίαν των όσων
εκτίθενται στην ίδια σκέψη της παρούσας, αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης
παραίτησης δεν είναι νοητή ούτε ως αισχροκερδούς δικαιοπραξίας, δοθέντος ότι
για την εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 179 ΑΚ απαιτείται συνομολόγηση ή λήψη,
έναντι κάποιας παροχής, περιουσιακών ωφελημάτων, ήτοι πρέπει να έχει
καταρτιστεί αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία, στην έννοια της οποίας δεν εμπίπτει η
καταγγελία εργασιακής σύμβασης. Επιπροσθέτως, απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω
αοριστίας είναι το επικουρικώς υποβαλλόμενο αίτημα της κύριας βάσης της αγωγής,
όπως ακυρωθεί η ένδικη παραίτηση συνεπεία απάτης. Αυτό διότι, ενώ, κατά τα
εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, η ως άνω παραίτηση απευθυνόταν
στην εναγομένη, όπως νόμιμα εκείνη εκπροσωπείται από τον εκπρόσωπό της, ...,
την επικαλούμενη δε απάτη μετήλθε ο εμφανισθείς ως εκπρόσωπος αυτής και
Περιφερειακός Διευθυντής της, ..., δηλαδή τρίτο πρόσωπο σε σχέση με την προς ην
η προσβαλλόμενη δήλωση βούλησης εναγομένη, η ενάγουσα ουδόλως επικαλείται ότι ο
ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της αντιδίκου της γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την
απάτη που μετήλθε ο Περιφερειακή Διευθυντής της, στοιχείο το οποίο, όμως, όπως
αναλύεται στην ίδια ως άνω σκέψη της παρούσας, πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να
εκτίθεται για το ορισμένο του υπό κρίση αιτήματος. Επιπλέον, το υπό στοιχείο Β'
αίτημα για αναγνώριση της ένδικης παραίτησης, ως καταγγελίας της σύμβασης
εργασίας της. ενάγουσας, στην οποία προέβη η εναγομένη, είναι απορριπτέο ως μη
νόμιμο, αφού δεν δύναται να στηριχθεί πουθενά στο νόμο. Ομοίως, μετά την
απόρριψη του υπό στοιχείο Α Δ κύριου και επικουρικού, αιτήματος της αγωγής,
τα έχοντα ως προϋπόθεση το ορισμένο και βάσιμο εκείνου υπό στοιχεία Γ' και Δ'
αιτήματα είναι επίσης απορριπτέα ως μη νόμιμα. Εξάλλου, η επικουρική αγωγική βάση, με την οποία ζητείται, για την περίπτωση που
η καταγγελία της σύμβασης εργασίας
της ενάγουσας ήθελε θεωρηθεί έγκυρη, να
υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε αυτή την αποζημίωση απόλυσης, ποσού
2.160 ευρώ, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, αφού αφενός μεν, όπως ήδη εκτέθηκε,
η ένδικη παραίτηση δεν μπορεί, κατά νόμο, να θεωρηθεί ως καταγγελία στην οποία
προέβη η εναγομένη, αφετέρου δε επί οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου, ο
εργοδότης δεν οφείλει αποζημίωση.
Μετά ταύτα, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί
στο σύνολο της, τα δε δικαστικά έξοδα της εναγομένης να επιβληθούν, σύμφωνα με
το βάσιμο αίτημα της, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της τελευταίας
στην παρούσα δίκη (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)
όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των
δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πέντε
(205) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 12 ΑΥΓ. 2013,
απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ