ΜΠρΑθ (ΑσφΜ) 4096/2003
Αναγκαστική εκτέλεση - Εγκυρότητα πράξεων
αναγκαστικής εκτέλεσης - Τραπεζικές δανειακές συμβάσεις - Αλληλόχρεος
λογαριασμός - Επανακαθορισμός οφειλής άρθρου 30 Ν. 2789/2000 -.
Η δήλωση, στην οποία
προβαίνει η Τράπεζα σύμφωνα με το άρθρο 30 Ν. 2789/2000 σε κάθε στάδιο της
εκτελεστικής διαδικασίας καθιστά την απαίτηση της πλήρως εκκαθαρισμένη.
Συνεπώς, δεν απαιτείται, μετά την ανωτέρω δήλωση, η έκδοση δικαστικής απόφασης,
σχετικά με το ύψος της απαιτήσεως, όπως αυτή προέκυψε μετά τον επανακαθορισμό
της, σύμφωνα με το άρθρο 30 Ν. 2789/2000 και περιέχεται στην ανωτέρω δήλωση της
Τραπέζης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει της υπ' αρ.
582/18.4.2003 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή
στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αντωνίου Παναγιανούλα σε
εκτέλεση της υπ' αρ. 39713/17.4.2003 δήλωσης συνεχίσεως αναγκαστικού
πλειστηριασμού ακινήτου του συμ/φου Αθηνών Αριστείδη Δραγίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής
που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 938
του ΚΠολΔ για τους λόγους που αναφέρει στην ανακοπή
του.
Η αίτηση είναι νόμιμη (αρ. 933,938 του ΚΠολΔ). Δικάζεται κατά την διαδικασίας των ασφαλιστικών
μέτρων (άρθρα 686 επ. του ίδιου Κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του
μάρτυρα του αιτούντος Χ.Φ. που εξετάστηκε στο
ακροατήριο και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν, δεν πιθανολογείται η
ευδοκίμηση της ανακοπής. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι η καθ' ης με την
επίδοση στον αιτούντα την 14.3.2003 της από 14.3.2003 επιταγής προς πληρωμή που
έχει συνταχθεί κάτω από Α' απόγραφο, εκτελεστό της υπ' αρ. 1172/1997 διαταγής
πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, προέβη σε
επαναπροσδιορισμό της οφειλής της προς αυτήν, προερχόμενης από την αναφερόμενη
στην αίτηση σύμβαση πιστώσεως δι ανοικτού (αλληλοχρέου)
λογαριασμού, όπως υποχρεώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2789/2000,
όπως τροπ. με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, μειώνοντας την απαίτησή της και
σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις και κατά συνέπεια η απαίτηση της καθ'
ης είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη (βλ. Μ.Πρ.Αθ
2815/2003 διαδ. ασφ. μετρων, αδημ.). Εξάλλου, ο αιτών
- δεν ισχυρίζεται πλήρη και ολοσχερή απόσβεση της εκτελούμενης απαίτησης, αλλά
λανθασμένο υπολογισμό των επι μέρους κονδυλίων αυτής,
οι μεταγενέστερες δε - πράξεις της επιταγής προς πληρωμή - οι οποίες
προσβάλλονται με την από 23.5.2003 ανακοπή του αιτούντος, σε κάθε περίπτωση,
δεν πάσχουν ακυρότητα διότι το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να
ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, το ύψος δεν της απαίτησης θα εξετασθεί
στην κατάταξη (ΑΠ 675/2001 Ελλ.Δ/νη 42,1574, ΕφΑθ 2535/1998 ΕλλΔ/νη 40.385).
Επομένως, πιθανολογείται αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ο
αιτών ισχυρίζεται ότι η καθ' ης δεν μπορεί να επισπεύσει έγκυρη αναγκαστική
εκτέλεση, διότι απαιτείται αναγνωριστική δικαστική απόφαση με την οποία να αναγνωρίζεται η απαίτηση της (καθής) και η ίδια δεν έχει προβεί σε επαναπροσδιορισμό της
απαίτησης της κατά το άρθρο 42 του ν. 2912/01, ώστε αυτή να είναι βεβαία και
εκκαθαρισμένη. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 924, 933 παρ. 1, 934
παρ. 1-2 του ΚΠολΔ, με εκείνες των άρθρων 151, 159
και 160 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επιταγή προς
πληρωμή αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συγχρόνως την
προδικασία αυτής και, συνεπώς αν η επιταγή προς πληρωμή παρουσιάζει ελάττωμα,
το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα, όπως είναι και η μη ακριβής περιγραφή
και απαίτηση (αοριστία), η οποία συνεπάγεται ακυρότητα σε περίπτωση βλάβης,
πρέπει να προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ
μέσα στην προθεσμία που ορίζει η παρ. 1 περ. α' του άρθρου 934 του ίδιου Κώδικα
(ΑΠ 485/1994 Δ/νη 39.351) και δη μέσα σε δέκα πέντε
ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεση που προσδιορίζεται
από το νόμο προκειμένου περί εκτελέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων
στη σύνταξη εκθεσης κατάσχεσης (ΕφΑθ.
2576/91 Δ/νη 33.886, ΕφΑθ
10258/89 Δ/νη 33.600). Αν ο οφειλέτης ήταν παρών κατά
την κατάσχεση αφετηρία της ως άνω προθεσμίας είναι η σύνταξη της σχετικής
έκθεσης, ενώ αν ήταν απών η επίδοση σ' αυτόν της περίληψης (βλ. Κεραμέα -
Κονδύλη - Νίκα: ΕρμΚΠολΔ άρθρο 934 παρ. 6). Αν δε η
προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, όπως όλες οι αναφερόμενες στο αυτό άρθρο
προθεσμίες περί σταδιακής προσβολής των πράξεων εκτέλεσης, επέρχεται έκπτωση
από το δικαίωμα προσβολής της επιταγής προς πληρωμή ή άλλης προσβαλλόμενης
πράξης, οι οποίες καθίστανται πλέον απρόσβλητες ως πράξεις της αναγκαστικής
εκτελέσεως (ΑΠ 485/1997 ο.π., ΑΠ 1258/97 Δ/νη 39.829,
ΑΠ 309/92 Δ/νη 34.1323, ΑΠ 1257/97 Δ/νη 39.556, ΑΠ 732/94 Δ/νη
37.103). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του
ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή και η προσβαλλόμενη 39713/17.4.03
δήλωση συνεχίσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και 582/18.4.03 περίληψη
κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου σε εκτέλεση της άνω δήλωσης πάσχουν από
ακυρότητα αφού δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια και σαφήνεια και δεν γίνεται
ακριβής προσδιορισμός της απαίτησης (αοριστία) στην επιταγή εκτελέσεως η οποία
αναφέρεται στην προσβαλλόμενη περίληψη. Ο λόγος όμως αυτός με τον οποίο
προσβάλλεται το κύρος της επιταγής για αοριστία και συνακόλουθα της περίληψης
της κατασχετήριας έκθεσης και συνακόλουθα της περίληψης της κατασχετήριας
έκθεσης πιθανολογείται αβάσιμος ως απαράδεκτος λόγω εκπρόθεσμης προβολής, αφού
έπρεπε κατά τα προαναφερόμενα να προβληθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934
παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ και όχι
μετά την παρέλευση αυτής, αφού η ανακοπή ασκήθηκε στις 27.5.2003 (βλ. υπ' αρ.
7734/27.5.03 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή
Αθηνών Χρήστου Νάκου) η δε προσβαλλόμενη υπ' αρ.
582/18.4.03 περίληψη κατασχετηρίας έκθεσης ακινήτου
επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 21.4.03, δηλαδή η ανακοπή ασκήθηκε μετά την
πάροδο της προθεσμίας των δέκα πέντε ημερών από την επίδοση σ' αυτόν της
περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης. Τέλος, πιθανολογείται αβάσιμος ως απαράδεκτος
λόγω εκπρόθεσμης προσβολής του και ο πρώτος λόγος ανακοπής περί καταχρηστικής
ασκήσεως του δικαιώματος της καθής, διότι για την
ικανοποίηση της ίδιας απαίτησής της έχει κατάσχει αναγκαστικά ακίνητο του στην
Πάτρα που περιγράφεται στην αίτηση και ανακοπή του οποίου η τιμή εκτιμήσεως
ορίσθηκε σε 126.192,22 ΕΥΡΩ και της πρώτης προσφοράς
σε 63.096,11 ΕΥΡΩ και από το εκπλειστηρίασμα του
οποίου θα ικανοποιηθεί πλήρως η απαίτηση της καθής,
καθόσον ο λόγος αυτός αναφερόμενος στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης
έπρεπε να προβληθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ και δη μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοση της
προσβαλλόμενης ως άνω περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, προβληθείς δε μετά την
πάροδο αυτής και δη με την ένδικη ανακοπή που ασκήθηκε ως άνω στις 27.5.03
είναι απαράδεκτος ως εκπρόθεσμος (βλ. ΑΠ 115/94 ΕΕΝ
1995.89, ΑΠ 236/94 ΕΕΝ 1995. 207, ΕΑ
2675/93 Δ/νη 35.356, ΕφΑθ
459/93 ΝοΒ 42.206, ΕφΑθ
4919/93 ΝοΒ 4271) σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και για
τον τρίτο λόγο.
Δεν πιθανολογήθηκε επίσης ότι ο αιτών θα
υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, αν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης. Επομένως, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν
αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 176 ΚΠολΔ) της καθής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος τα
δικαστικά έξοδα της καθ'ης, τα οποία ορίζει σε
ογδόντα (80) ΕΥΡΩ.