ΜΠρΝαυπλίου 961/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Τράπεζες - Ρύθμιση οφειλής - Υποχρεωτικός επανακαθορισμός απαίτησης -.

 

Το πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 και 2 του ν. 2912/2001, περιορίστηκε με το άρθρο 39 παρ. 1 του Ν. 3259/2004 μόνο ως προς τα ανώτατα όρια, ήτοι του τετραπλάσιου της απαιτήσεως που οριζόταν με τον παραπάνω νόμο και δεν καταργήθηκαν οι διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού. Με τη διαδικασία επανακαθορισμού των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και αναπροσαρμογής αυτών σε ορισμένα ποιοτικά και ποσοτικά όρια, οι απαιτήσεις αυτές κατέστησαν ex lege απαιτήσεις υπό όρο, εξαρτώμενες από τη διαδικασία επανακαθορισμού. Η ρύθμιση αυτή καθιέρωσε έναν οιονεί όρο του ενεργού των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων, με την έννοια ότι εξάρτησε την ενέργεια τους ως δικαιοπραξιών από την πραγματοποίηση γεγονότος - τη διαδικασία επανακαθορισμού - που επιβάλλεται να συντρέξει μετά την έναρξη της ισχύος τους. Αποτέλεσμα της εξαρτήσεως των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων από τον όρο του επανακαθορισμού τους είναι ότι οι απαιτήσεις που από αυτές απορρέουν κατέστησαν ήδη απαιτήσεις μη βέβαιες, ως απαιτήσεις εξαρτώμενες από την πραγματοποίηση όρου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 961/2008

   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

 

   Συγκροτούμενο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Θεοφανώ Κουτσουμπέλα και χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως,

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26-3-2008, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Του αιτούντος: Π. Γ. του Σ., κατοίκου Αργους (Κ. **), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Τσιράκη.

   Της καθ' ης η αίτηση: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σαλαπάτα,

   Επί της από 12-2-2008 αιτήσεως, που έχει εγγραφεί με αύξ. αριθμό καταθ. ΑΣΦ/240/13-2-2008,

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Κατά τη διάταξη του άρθρου 450 παρ,. 2 κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη. Η επίδειξη αυτή εφ' όσον ο κάτοχος είναι τρίτος μπορεί να ζητηθεί με παρεμπίπτουσα αγωγή (άρθρ. 451 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ η εκτέλεση της αποφάσεως που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεως που συνίστανται στη απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξεως (άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠολΔ). Προϋποθέσεις για την επίδειξη εγγράφου, είναι, εκτός βέβαια της υποβολής σχετικού αιτήματος, ο προσδιορισμός του εγγράφου και του περιεχομένου του, η κατοχή του εγγράφου από τον καθ' ου, η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως αυτού ως αποδεικτικού μέσου και το έννομο συμφέρον του αιτούντος (Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρ. 450.10 με περαιτέρω παραπομπές). Γίνεται δεκτό ότι ενόψει της επιβράδυνσης η οποία επέρχεται, για την επίδειξη εγγράφου, με την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης, σε επείγουσες περιπτώσεις είναι δυνατή η επίδειξη και με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, βάσει των διατάξεων S82 παρ. 1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, εφόσον γίνεται σχετική επίκληση ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος. Στηρίζεται δε η άποψη αυτή στο άρθρο 731 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμού πράξεως από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση. (ΠΠΑΘ 4129/96 ΕλΔ 37.714, Π.Π.Πειρ. 1154/86 ΕΝΔ 15.17, Μον. Πρ.Θεσ. 23434/2001 Αρμ. 2002,1186, Μον.Πρ, Θεσ. 7106/1994 Αρμ. ΜΗ', 668, Μον.Π.Αθ. 10575/1985 ΕΜ,Δνη 28, 1418, Μον.Πρ.Αθ. 17453/1983 ΕλλΔνη 25,1227, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Ειδ.Ενοχ., άρθρο 902, παρ. 2, σελ. 628, Τζίφρα, Ασφ.Μέτρα, εκδ. 3η, σελ. 321, Κρουσταλάκη Δ21, 651) Μ.Π.Κατ. 859/99 ΕτρΑξ Χ. 2000.123, ΜΠΑθ 1516/84 ΝοΒ 32.1575, Τζίφρας, Ασφ. Μέτρα 19876, σ. 354,355, Κρουσταλλάκης, Δ, 1.647, Βαίίρακοκοίλης, όπου παρατ., άρθρ. 451,13,25).

   Ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της 2/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής, που ο αιτών έχει ασκήσει κατά της διαταγής αυτής σύμφωνα με το άρθρο 632 ΚΠολΔ νομότυπα και εμπρόθεσμα. Περαιτέρω σ αιτών, με την κρινόμενη αίτηση, ζητεί σωρευτικά να υποχρεωθεί η καθ' ης η αίτηση να του χορηγήσει προσωρινά ακριβές αντίγραφο του αναλυτικού λογαριασμού που τηρεί από την χορήγηση της επίδικης πίστωσης που χορήγησε, οι τόκοι υπερημερίας και τα ποσά που πληρώθηκαν μέχρι σήμερα και αντίγραφα του συνόλου των εξοφλητικών αποδείξεων των επί μέρους δαπανών της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται στη κατοχή της. Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 και επ. ΚΠολΔ). Το αίτημα περί χορήγησης αντιγράφων του αναλυτικού λογαριασμού και επίδειξης εγγράφων πρέπει ν' απορριφθεί, καθόσον ο αιτών κανένα λόγο κατεπείγοντος ή κίνδυνο απώλειας ή καταστροφής των ανωτέρω εγγράφων επικαλείται στην ένδικη αίτηση για να δικαιολογηθεί η αιτουμένη επίδειξη εγγράφων και για αυτό πρέπει να απορριφθεί λόγω ελλείψεως νομίμου λόγου χορηγήσεως του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου. Κατά τα λοιπά είναι νόμιμη. Στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί ως προς το νόμιμο και κατ' ουσία βάσιμο των λόγων της ανακοπής.

   Με την παράγραφο 1 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 «προσαρμογή του Ελληνικού Δικαίου προς την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κλπ», όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, ορίστηκαν τα ακόλουθα: «Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων ή, προκείμενου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών τούτων με συμβατικούς τόκους μέχρι του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση α) το τετραπλάσιο, καν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι 31-12-1988 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως του δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα ανωτέρω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι την 31-12-1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση οίο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού». Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή λήξει μέχρι τις 31-12-2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων, πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο νόμος για την αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τις επιχειρήσεις διογκώσεως των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους (Βλ. ΑΠ 1127/2005 Ελ. Δ/νη 48.859, ΑΠ 1175005 Ελ Δ/νη 46.1711, ΕΑ 423/2005 ΑΕΕ 2005, 828 και τις προσκομιζόμενες ΕΑ 7129/2006, 5139/2005 και 4110/2004). Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «καταβολές που έχουν γίνει υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, μετά την ημερομηνία της προηγούμενης παραγράφου, αφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή, όπως αυτή θα προσδιοριστεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, προαφαιρουμένων από αυτές των εξόδων που έχουν πράγματι εκταμιευτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα...». Η παραπάνω νομοθετική ρύθμιση, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, αναφέρεται στον προσδιορισμό, κατά την έννοια αυτών, της συνολικής από τόκους οφειλής των προαναφερομένων δανειακών συμβάσεων (ΕΑ 7129/2006, Ε Α 5139/2005). Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 42 αντικαταστάθηκε η παρ, 2 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, η οποία για τον προσδιορισμό των τόκων επέβαλε την προαφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές των δανειοληπτών και ορίζεται πλέον ότι όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε, εξαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορίστε! σύμφωνα με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δηλαδή στο πολλαπλάσιο του κεφαλαίου προσαυξημένου, μέχρι ποσοστού 50% για συμβατικούς τόκους, επί του ληφθέντος κεφαλαίου. Με τη νέα ρύθμιση η μη επανάληψη των σχετικών με προαφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές, για τον προσδιορισμό της συνολικής οφειλής, δεν συνιστά εξ αβλεψίας νομοθετικό κενό. Αντίθετα, από την αντιπαραβολή των άνω διατάξεων σαφέστατα προκύπτει ότι με τη ρύθμιση του άρθρου 42 ρητώς σκοπήθηκε η κατά τον κρίσιμο χρόνο προσδιορισμού της οφειλής αποστέρηση των τραπεζών του δικαιώματος να καταλογίσουν σε βάρος των δανειοληπτών τα μέχρι του χρόνου εκείνου έξοδα, στην επιδίωξη περιορισμού της συνολικής εκ πάσης αιτίας οφειλής τους, σκοπός ο οποίος εναρμονίζεται και με το ποσοτικό περιορισμό μόνο των συμβατικών τόκων σε ποσοστό 50% του κεφαλαίου. Το ότι αυτή υπήρξε η νομοθετική βούληση προκύπτει και από το γεγονός ότι, ενώ στο σχέδιο της διατάξεως του άρθρου 42 επαναλαμβανόταν η προηγούμενη ρύθμιση σχετικώς με την προαφαίρεση των εξόδων από τις καταβολές, κατά τη συζήτηση σχετικής τροπολογίας στο Κοινοβούλιο (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως της Βουλής 4.4.2001), η ρύθμιση αυτή δεν περιλήφθηκε τελικώς στη ψηφισθείσα διάταξη, με τη σκέψη ότι η αφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές και μη καταλογισμός στην οφειλή, είναι μέτρο υπέρ των δανειοληπτών και περιορίζει την έκταση της οφειλής (βλ. τις προσκομιζόμενες ΕφΑΘ 7129/2006, 5139/ 2005 αδημ., ΕφΑΘ 423/2005 ΛΕΕ 2005,828, ΕφΑΘ 1431 και 4110/ 2004 αδημ.). Εξάλλου, με το άρθρο 39 § 1 του ν. 3259/2004 ορίζονται τα ακόλουθα: 1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου έκαστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. 2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος, Μέχρι την 31 Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση, Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. 3. Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα {90} ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης...". Από τη διατύπωση της παραγράφου 1 της πιο πάνω διάταξης, σε συνδυασμό με αυτήν της παραγράφου 12 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία "κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει", συνάγεται ότι το πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 και 2 του ν. 2912/2001, περιορίστηκε με το άρθρο 39 παρ. 1 του Ν. 3259/2004 μόνο ως προς τα ανώτατα όρια, ήτοι του τετραπλάσιου της απαιτήσεως που οριζόταν με τον παραπάνω νόμο και δεν καταργήθηκαν οι διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού. Αντίθετη ερμηνεία θα ήταν πέρα από τη βούληση του νομοθέτη, που ήταν η διαμόρφωση ευνοϊκότερων υπολοίπων οφειλών και η διευκόλυνση των οφειλετών στην αποπληρωμή των προκυπτόντων υπολοίπων. Περαιτέρω, από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, προκύπτει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπερβαίνει το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου, επιπλέον να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη τους, ούτε σε συνέχιση των διαδικασιών που ήδη έχουν αρχίσει μέχρι 31-12-2004, ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Δεν γίνεται δηλαδή ειδική μνεία στο νόμο περί αποκλεισμού εκείνων των οφειλών, οι οποίες στο σύνολο τους δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου, ούτε και σκοπός του νομοθέτη ήταν να αποκλειστούν εκείνες από τις περιπτώσεις που δεν υπερβαίνουν στο σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου και με τον τρόπο αυτό να αποκλειστούν των ευεργετικών διατάξεων του νόμου για την αναστολή των διαδικασιών της εκτέλεσης. Εξάλλου με τη διαδικασία επανακαθορισμού των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και αναπροσαρμογής αυτών σε ορισμένα ποιοτικά και ποσοτικά όρια, οι απαιτήσεις αυτές κατέστησαν ex lege απαιτήσεις υπό όρο, εξαρτώμενες από τη διαδικασία επανακαθορισμού. Κατά νομική ακριβολογία, η ρύθμιση αυτή καθιέρωσε έναν οιονεί όρο του ενεργού των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων, με την έννοια ότι εξάρτησε την ενέργεια τους ως δικαιοπραξιών από την πραγματοποίηση γεγονότος - τη διαδικασία επανακαθορισμού - που επιβάλλεται να συντρέξει μετά την έναρξη της ισχύος τους. Η εξάρτηση από αυτού του είδους τα γεγονότα, όπως γίνεται θεωρητικά δεκτό, κατά το χρόνο που εκκρεμεί η πλήρωση του όρου, θεωρείται ότι καθιστούν την ισχύ της δικαιοπραξίας μετέωρη, ενώ οι όροι του ενεργού που προβλέπονται από το νόμο, από την άποψη της λειτουργίας τους αντιμετωπίζονται ως αιρέσεις, το βάρος της αποδείξεως της πληρώσεως των οποίων φέρει εκείνος που επικαλείται την ενέργεια της δικαιοπραξίας. Αποτέλεσμα επομένως της εξαρτήσεως των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων από τον όρο του επανακαθορισμού τους είναι ότι οι απαιτήσεις που από αυτές απορρέουν κατέστησαν ήδη απαιτήσεις μη βέβαιες, ως απαιτήσεις εξαρτώμενες από την πραγματοποίηση όρου (βλ. ΜΠΑ 2789/2006 Αρμ 2006.1408, ΜΠΘεσ 21628/2006 καταχωρημένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΒερ 560/2005- Αρμ 2006, 1238, ΜΠΑ 7101/2005 καταχωρημένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, επίσης σχετικά με τα όσα υποστηρίχθηκαν και υπό το οινολόγο καθεστώς του άρθρου 30 ν, 2789/2000, σε Π. Γέσιου-Φαλτσή, Ζητήματα από την εφαρμογή του άρθρου 30 ν. 278S/2000 για τον επανακαθορισμό των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών και προϋποθέσεις αναγκαστικής εκτελέσεως με βάση το ν.δ. του 1923, ΕλλΔνη 44,102 επ. και ιδίως σελ. 109, Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού" Δικαίου, έκδ, 1997, πορ, 28, αριθμ. 22, σελ, 275, Καράση, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών Αστικού Δικαίου, έκδ. 1996, σελ. 13 επ.).

   Ο αιτών, με το τρίτο λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι η ένδικη απαίτηση της καθ' ης η αίτηση τράπεζας, προερχόμενη από σύμβαση πίστωσης ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού δεν είναι βεβαία και υπόκειται από το νόμο σε υποχρεωτικό επανακαθορισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2789/2000 , δεν αποδεικνύεται δε από την ένδικη σύμβαση και το κατάλοιπο που μονομερώς εμφανίζουν τα βιβλία της αντιδίκου τράπεζας, Ο παραπάνω λόγος της ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις; των άρθρων 623 επ. 624 παρ.1 ΚΠολΔ, 30 του ν. 2789/2000 και 42 του ν. 2912/2001 και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν.

   Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογείται η ευδοκίμηση του άνω ειδικότερα εκτιθέμενου στο δικόγραφο της ανακοπής τρίτου λόγου, ο οποίος ανάγεται στο μη βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης της καθ' ης που εκτελείται και ειδικότερα; Με την 2422-541/14-8-2003 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και την από 14-8-2003 πρόσθετη πράξη αυτής, η καθ' ης η αίτηση "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. " χορήγησε στον αιτούντα πίστωση μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ. Ο πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης και για το σκοπό αυτό ανοίχθηκε ο υπ' αριθμ. 541-00-2045-002687 λογαριασμός, οι οποίος έκλεισε οριστικά με καταγγελία της καθ' ης στις 5-12-2007, με συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο 21.985,40 ευρώ και μεταφέρθηκε στον 541-00-2045-003305 λογαριασμό καθυστέρησης. Για την πιο πάνω απαίτηση της η καθ' ης ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 2/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου για οφειλόμενο υπόλοιπο 21.985,40 ευρώ, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτούντα με την από 14-1-2008 επιταγή προς πληρωμή με την οποία ο τελευταίος επιτασσόταν να καταβάλει στην καθ' ης τα εξής ποσά: 1- Για κεφαλαίο που επιδικάσθηκε ποσό 21.985,40 ευρώ, 2.- Για νόμιμους τόκους 288,85 ευρώ συνολικά από της 6.12.2007 έως 14.1.2008, 3.- Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 300,00 €, 4.- Για απόγραφο Ο ευρώ, έξοδα αντιγράφου 10,00 6, σύνταξη παρούσας επιταγής παραγγελία προς επίδοση 250,00 ευρώ, αμοιβή δικαστικοί επιμελητή και δαπάνη επιδόσεως 60,00 ευρώ, και συνολικά το πόσον των 22.894,25 ευρώ εντόκως πλην του κονδυλίου των τόκων, νομίμως από την επίδοση της παρούσας μέχρι την εξόφληση. Η καθ' ης η αίτηση Τράπεζα στις 5-12-2007 προέβη στον προσήκοντα υπολογισμό της ληξιπρόθεσμης οφειλής και επέδωσε στον αιτούντα την 18-12-2007 και προ της καταθέσεως της αιτήσεως για έκδοση διαταγής πληρωμής, δήλωση για προσδιορισμό της οφειλής του και ρύθμιση αυτής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 και του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, με την οποία (δήλωση) ισχυρίστηκε ότι η συνολική οφειλή του στις 5-12-2007 αναμορφώνεται στο ποσό των 21.985,40 ευρώ, το οποίο είναι μικρότερο από το ανώτατο όριο και δεν μπορεί να υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, γιατί δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου (πίστωσης) των 54.254,44 ευρώ, αφαιρουμένων των καταβολών εκ 5.745,56 ευρώ. Η δήλωση όμως της καθ' ης να προχωρήσει μονομερώς στη ρύθμιση αυτής, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 30 § 1 του ν. 2789/2000 και 42 παρ. 1 του ν. 2912/2001, ήταν μη νόμιμη, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 39 §§ 1 και 2 του ν. 3259/2004, ότι αποκλείονται από την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις αυτές οι οφειλές από συμβάσεις δανείου ή πιστώσεων από ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, οι οποίες στο σύνολο τους δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου ή της πίστωσης, ούτε σκοπός του νομοθέτη ήταν να αποκλειστούν εκείνες από τις περιπτώσεις που δεν υπερβαίνουν στο σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών το τριπλάσιο του ληφθέντος ποσού και με τον τρόπο αυτό να μην εφαρμοστούν και γι' αυτές οι ευεργετικές διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση τους και για την αναστολή των διαδικασιών της αναγκαστικής εκτελέσεως. Περαιτέρω, η Τράπεζα όφειλε, μετά τη διαπίστωση της υπαγωγής, να προχωρήσει σε ρύθμιση της οφειλής του, έτσι ώστε η αποπληρωμή της προκύπτουσας οφειλής, να γίνει σε ισόποσες περιοδικές δόσεις μέσα σε διάστημα 5 έως 7 ετών, εκ των οποίων 2 έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος, ενέργειες στις οποίες δεν προέβη η καθ' ης. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι ο αιτών θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν εκτελεστεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

   Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως και ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ' αριθ. 2/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου που επισπεύδει η καθ' ης έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας ανακοπής. Τα δικαστικά έξοδα της καθ' ης βαρύνουν τον αιτούντα (άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων).

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

   Απορρίπτει ότι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.

   Δέχεται, κατά τα λοιπά, την αίτηση.

   Αναστέλλει την εκτέλεση της 2/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρί να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 29-1-2008 ανακοπής και υπό τον όρο να συζητηθεί η ανακοπή κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί.

   Επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος  τη δικαστική δαπάνη της καθ1 ης η αίτηση, την οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο Ναύπλιο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του σης 9-6-2008.