ΜΠρΛιβ 21/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσωπικό Κ.Ε.Π. - Διαδοχικές συμβάσεις
ορισμένου χρόνου - Παραπομπή στο ΔΕΚ -.
Εν όψει της δημιουργούμενης στο
Δικαστήριο αμφιβολίας για την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 3 Ν.
2112/1920 και 11 π.δ. 164/2004 υπό το φως των ρητρών 5
και 8 παρ. 1 και 3 της συμφωνίας πλαισίου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, είναι
απαραίτητο να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η ρήτρα 5 σε
συνάρτηση με τη ρήτρα 8 παρ. 1 και 3 της συμφωνίας πλαισίου. Το Δικαστήριο
αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης
και διατάσει την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τα προδικαστικά ερωτήματα που αναφέρονται ειδικότερα
στο διατακτικό.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 21/2007
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Ιωάννα Κατσουλίδη, που
ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου,
και την Γραμματέα Παναγιώτα Ποντίκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο) ακροατήριο του την 8/2/2007, για να δικάσει την
από 18/10/2006 αγωγή με αριθμό καταθέσεως 42/2006 με αντικείμενο εργατική
διαφορά μεταξύ των:
ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ: 1) Κ.Π. και 2) Π.Α.,
απάντων κατοίκων Κυριακίου - Βοιωτίας, ο 1ος από τους
οποίους παραστάθηκε μετά και ο 2ος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Λουκά Λιάκου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Κοινότητα Κυριακίου», που εδρεύει στο Κυριάκι
- Βοιωτίας και εκπροσωπείται νόμιμα και δεν εκπροσωπήθηκε από κανένα
πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εναγόντων
ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις
του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ' αριθμ. 7924Β/5-1-2007 έκθεση επίδοσης της δικαστικής
επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς Π Μ. Ζ που προσκομίζουν και
επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι αντίγραφο της αγωγής με πράξη ορισμού
δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της
απόφασης επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ.. Το
τελευταίο, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η υπόθεση
εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, μολονότι έχει κληθεί νόμιμα και
εμπρόθεσμα και συνεπώς πρέπει η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι
διάδικοι παρόντες (άρθρο 672 Κ.Πολ.Δ.).
Με την υπό κρίση από 18/10/2006 και με αριθμό καταθέσεως 42/2006 αγωγή
τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι από τις εκεί αναφερόμενες ημεροχρονολογίες
κατήρτισαν με το εναγόμενο συμβάσεις μίσθωσης έργου (ορισμένου χρόνου) με τις
οποίες εργάσθηκαν σε αυτό ως διοικητικοί υπάλληλοι για την υποστήριξη και
παραγωγική λειτουργία του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.)
Κυριακίου. Συγκεκριμένα, εκθέτουν ότι απασχολήθηκαν
από το εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τα εξής χρονοδιαστήματα: από 2/9/2002 έως 29/2/2004, από 10/2/2004
έως 1/9/2004, από 2/9/2004 έως 2/3/2005, από 3/3/2005 έως 2/9/2005, από
3/9/2005 έως 1/5/2006 και από 2/5/2006 έως 2/8/2007. Περαιτέρω εκθέτουν οι
ενάγοντες ότι το εναγόμενο τους προσέλαβε και τους απασχόλησε προς κάλυψη
παγίων και διαρκών αναγκών του στον τομέα της ειδικότητας τους και ότι,
επομένως, κατά τους ισχυρισμούς τους, οι συμβάσεις εργασίας καθενός από αυτούς
με το εναγόμενο συνιστούν, κατ' εφαρμογή του εθνικού δικαίου ερμηνευόμενου σύμφωνα με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, σύμβαση
εργασίας αορίστου χρόνου. Ζητούν δε με βάση το ιστορικό αυτό να γίνει δεκτή η
αγωγή τους, να αναγνωρισθεί ότι καθένας από αυτούς συνδέεται με το εναγόμενο
από την αρχική του πρόσληψη (2/9/2002) με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη συνολική
δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτά
εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1,12 παρ. 1, 13, 16 αρ. 2 και
25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) κατά την ειδική διαδικασία των
εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ. Πολ. Δ.) και
πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της.
Από την εκτίμηση της ένορκης
κατάθεσης της μάρτυρος που περιέχεται στα ταυτάριθμα
με την παρούσα απόφαση πρακτικά και τα έγγραφα που προσκομίζουν και
επικαλούνται οι ενάγοντες, τα οποία χρησιμεύουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε
για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά : Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο ως διοικητικοί
υπάλληλοι για την υποστήριξη και παραγωγική λειτουργία του Κέντρου Εξυπηρέτησης
Πολιτών (Κ.Ε.Π.) Κυριακίου.
Η πρόσληψη και απασχόληση τους από το εναγόμενο είχε ως νομική βάση το άρθρο 6
Ν. 2527/1997, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της επίδικης διαφοράς. Σύμφωνα με το
άρθρο 6 Ν. 2527/1997, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της επίδικης διαφοράς, «1. Για
τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου
τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 κ.ε. του Αστικού Κώδικα ή με άλλες ειδικές διατάξεις,
απαιτείται η προηγούμενη έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού,
με την οποία καθορίζεται ο αριθμός των προσώπων που θα απασχοληθούν, το
συγκεκριμένο έργο που θα εκτελέσουν, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την
ολική ή τμηματική παράδοση του έργου, το συνολικό ποσό της αμοιβής του
αναδόχου, ο τόπος εκτέλεσης του έργου, καθώς και ότι το έργο δεν ανάγεται στον
κύκλο των συνήθων καθηκόντων των υπαλλήλων του οικείου φορέα και αιτιολογία για
τους λόγους που δεν μπορεί να εκτελεστεί από υπαλλήλους του. Με τη σύμβαση
μίσθωσης έργου καθορίζονται οι τυχόν αναγκαίοι όροι και κάθε λεπτομέρεια,
σχετικώς με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αναδόχου. Σύμβαση μίσθωσης
έργου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες είναι αυτοδικαίως και καθ'
ολοκληρίαν άκυρη. 2. Για την έκδοση της κατά την προηγούμενη παράγραφο
απόφασης, καθώς και για την προηγούμενη έγκριση, όπου αυτή προβλέπεται, κατά
τις ισχύουσες διατάξεις, για τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης έργου, απαιτείται
βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου της οικείας υπηρεσίας ή
νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, ότι πρόκειται για γνήσια σύμβαση έργου που
δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ 8 του
Συντάγματος, που τέθηκε σε ισχύ με την Αναθεώρηση έτους 2001, συγκεκριμένα την
07.04.2001, «Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων
εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως
αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των
προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε
απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2.
Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του
προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που
υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου.
Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους
με σύμβαση έργου». Σύμφωνα δε με το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος, «Κανένας
δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη.
Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες
και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική
περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου». Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η πρόσληψη
και απασχόληση τους, παρότι έγινε με βάση διατάξεις που αφορούν στην πρόσληψη
προσωπικού με σύμβαση μίσθωσης έργου στο δημόσιο τομέα για την ολοκλήρωση
συγκεκριμένου έργου (άρθρο 6 Ν. 2527/1997), στην πραγματικότητα με την εργασία
τους κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και ότι, συνεπώς,
εφαρμοστέο είναι το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 2112/1920, ερμηνευόμενο
υπό το φως της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου
(στο εξής «η συμφωνία πλαίσιο») που βρίσκεται στο παράρτημα της Οδηγίας
1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο
για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L
175 της 10/07/1999 σ. 0043 -0048), ως «ισοδύναμο [κατά την έννοια της ρήτρας 5
συμφωνίας πλαισίου] νομοθετικό μέτρο». Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι πρέπει να
προκριθεί σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 103 παρ. 8 Σ, κατά
την οποία απαγορευμένη είναι η «μετατροπή» σε αορίστου χρόνου μόνο των
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ή μίσθωσης έργου) που πράγματι καλύπτουν
πρόσκαιρες, απρόβλεπτες ή επείγουσες ανάγκες του εργοδότη που ανήκει στο
δημόσιο τομέα. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν
μπορεί να θεωρηθεί απαγορευμένη η «αναγνώριση» ότι οι συμβάσεις που συνήφθησαν ως μίσθωσης έργου - ορισμένου χρόνου συνιστούν
συμβάσεις αορίστου χρόνου, εφόσον στην πραγματικότητα καλύφθηκαν πάγιες και
διαρκείς ανάγκες του εργοδότη. Αντίθετη ερμηνεία, κατά τους ενάγοντες, θα τους
στερούσε την αποτελεσματική προστασία έναντι της κατάχρησης, όπως αυτή
επιβάλλεται από την Οδηγία 1999/70 και παρέχεται, στην ελληνική έννομη τάξη,
από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, όπως παγίως ερμηνεύεται στην
ελληνική νομολογία.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, «Αι διατάξεις του νόμου
τούτου [για την εργασία αορίστου χρόνου] εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων
εργασίας με ωρισμένην χρονικήν
διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη
σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής
καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Το πεδίο
εφαρμογής του Ν. 2112/1920 καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις ιδιωτικού δικαίου
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον
δημόσιο τομέα. Σκοπός της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, που είναι προϋφιστάμενη της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και
που δεν έχει παύσει να ισχύει, είναι η αποτροπή της κατάχρησης και η προστασία
έναντι της κατάχρησης που προκύπτει από την αδικαιολόγητη (άνευ αντικειμενικού
λόγου) χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Σύμφωνα με την ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση
που μπορεί να προκύψα από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από
διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία,
συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί
εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των
καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών
τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:
α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή
σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή
σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους
κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν,
όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου
χρόνου: α) θεωρούνται "διαδοχικές" β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή
σχέσεις αορίστου χρόνου». Περαιτέρω, σύμφωνα με την ρήτρα 8 σημείο 1 της
συμφωνίας πλαισίου, «1. Τα κράτη μέλη ή/και οι
κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες
διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας».
Επίσης, σύμφωνα με την ρήτρα 8 σημείο 3 της συμφωνίας πλαισίου, «Η εφαρμογή της
παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την
υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που
καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία». Προς μεταφορά της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ στην
ελληνική έννομη τάξη θεσπίσθηκε αρχικώς το π.δ.
81/2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου», το
οποίο τέθηκε σε ισχύ την 02.04.2003. Το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω π.δ. ορίζει ότι το διάταγμα αυτό «εφαρμόζεται στους
εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου». 'Οπως είχε αρχικώς, το άρθρο 5 του π.δ.
81/2003, που τιτλοφορείται «Κανόνες προστασίας εργαζομένων και αποφυγής
καταστρατηγήσεων σε βάρος τους», προέβλεπε τα εξής: «1. Η χωρίς περιορισμό
ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται
από έναν αντικειμενικό λόγο. α) Αντικειμενικός λόγος υφίσταται ιδίως: [...] Αν
η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή
κανονιστική πράξη [...]. β) Αντικειμενικός λόγος τεκμαίρεται, επιτρεπομένης της
ανταπόδειξης από τον εργαζόμενο, ότι υφίσταται σε τομείς δραστηριοτήτων που δικαιολογείται
λόγω της φύσης τους και της απασχόλησης σε αυτούς [...]. 3. Σε περίπτωση που η
χρονική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού,
υπερβαίνει συνολικά τα δύο (2) έτη, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η
κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια
τη μετατροπή αυτών σε συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Αν στο
χρονικό διάστημα των δύο ετών ο αριθμός των ανανεώσεων των σύμφωνα με την
παράγραφο 4 του παρόντος διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας υπερβαίνει τις
τρεις (3), χωρίς να συντρέχει ένας από τους λόγους της παραγράφου 1 του άρθρου
αυτού, τεκμαίρεται ότι με αυτές επιδιώκεται η κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών
της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης με συνέπεια τη μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε
συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Το βάρος της ανταπόδειξης σε κάθε
περίπτωση φέρει ο εργοδότης. 4. "Διαδοχικές" θεωρούνται οι συμβάσεις
ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη
και του ίδιου εργαζόμενου, με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, και δεν
μεσολαβεί μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) εργάσιμων
ημερών. 5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή
ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ
του παρόντος διατάγματος.» Το π.δ. 81/2003
τροποποιήθηκε όσον αφορά την εργασία ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα με το π.δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις
ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα», το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 19.07.2004.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του εν λόγω π.δ.: «Οι διατάξεις
αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα [...] καθώς
και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται
με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή
άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας». Τα άρθρα 5, 6
και 7 (πάγιες διατάξεις) του π.δ. 164/2004
περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ρυθμίσεις:
Αρθρο 5 - Διαδοχικές συμβάσεις
1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές
συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του
ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή
παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό
διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.
2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών
επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως
συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως
και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.
3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων
γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη
σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ' εξαίρεση, ο έγγραφος
τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού
χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός
αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης
παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της
απασχόλησης του.
4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός
των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την
επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.
Αρθρο 6 - Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων
1. Συμβάσεις που καταρτίζονται
διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου
με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους
εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε
συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας.
2. Συνολικός χρόνος διάρκειας
απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις
ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που
προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη,
εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε
επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται
για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που
απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.
Αρθρο 7 - Συνέπειες παραβάσεων
1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται
κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι
αυτοδικαίως άκυρη.
2. Σε περίπτωση που η άκυρη
σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται
στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα
δεν αναζητούνται Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η
άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο
αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως
του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό
της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες
συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο
καταλογίζονται στον υπαίτιο.
3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις
των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν.
1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το
αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός
έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό
παράπτωμα».
Περαιτέρω, το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 περιέχει τις
ακόλουθες (μεταβατικές) διατάξεις: «1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο
1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την
έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού,
συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά
οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων
τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος,
ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν
της αρχικής σύμβασης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος
διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δεκαοκτώ (18) μηνών, μέσα
σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση,
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο
φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς
όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί
συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και
Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α), στο πλαίσιο εφαρμογής
συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α
στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του. (γ) Το
αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται
ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως
αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός,
(δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να
έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή
παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις
μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου
αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την
αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά
την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός
αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος,
αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία
προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει
αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης
παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται
με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του
οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη
νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε
περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α,
ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της
επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις
συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης
εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται
το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος
διατάγματος. 3. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή
αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από
τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. 4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου
υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3
περ. γ. του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές
επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες
εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο
Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας
διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των
καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε
φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του
Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο
εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως. 5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου
συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό
διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος
διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος
του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του
παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. 6. Κατ'
εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική
ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ' εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του
Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον,
συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης
του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1
του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως
ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι
λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω». Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920
και την επ' αυτού νομολογία των ελληνικών
Δικαστηρίων, αρκεί η απουσία αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί την
ορισμένη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, προκειμένου αυτή να αναγνωρισθεί ως
αορίστου χρόνου. Εάν δηλαδή αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου με
την εργασία του κάλυπτε «πάγιες και διαρκείς» (κατά τη σχετική παγιωθείσα ορολογία) ανάγκες του εργοδότη, η μία ή
περισσότερες (διαδοχικές) συμβάσεις ορισμένου χρόνου του αναγνωρίζονται από τον
Δικαστή ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς, το προϋφιστάμενο
της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ελληνικό εργατικό δίκαιο προβλέπει αυτόν τον μηχανισμό
για την αποτροπή της κατάχρησης που προκύπτει από την άνευ αντικειμενικού λόγου
χρήση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ο μηχανισμός αυτός, κατά τα
εκτεθέντα, έχει ως μόνο κριτήριο και προϋπόθεση για την παροχή προστασίας την
απουσία «αντικειμενικού λόγου» που να δικαιολογεί την ορισμένη διάρκεια της
μίας ή των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω,
με την από 04.07.2006 απόφαση του στην υπόθεση C-212/04, Αδενέλερ
κ.λπ. κατά ΕΛ.Ο.Γ., το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι «[...] η έννοια [...] των 'αντικειμενικών
λόγων' δεν ορίζεται στη συμφωνία-πλαίσιο, το νόημα και το περιεχόμενο της
πρέπει να καθοριστούν σε συνάρτηση με τον σκοπό που επιδιώκει η συμφωνία αυτή,
καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο
α'» (σκ. 60 όπου και παραπομπές σε νομολογία). Ότι
«συναφώς, η συμφωνία-πλαίσιο στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας
αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας, αναγνωρίζοντας
ωστόσο ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της
απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες
(βλ. σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου.» (σκ. 61), ότι «κατά συνέπεια, το ευεργέτημα της σταθερότητας
της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων [...],
ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου
να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (βλ.
δεύτερο εδάφιο του προοιμίου και σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεων της
συμφωνίας-πλαισίου)» (σκ. 62) και ότι «υπό την οπτική
αυτή, η συμφωνία-πλαίσιο αποσκοπεί στο να πλαισιώσει τη διαδοχική χρησιμοποίηση
της τελευταίας αυτής κατηγορίας σχέσεων εργασίας, η οποία θεωρείται δυνητικά
πηγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας ορισμένες διατάξεις
ελάχιστης προστασίας προς αποφυγή της προσωρινότητας της καταστάσεως των
εργαζομένων» (σκ. 63). Με αυτές τις σκέψεις, το
Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε περαιτέρω ότι «έτσι, η ρήτρα 5, σημείο
1, της συμφωνίας-πλαισίου αποσκοπεί ειδικώς στο 'να αποτραπεί η κατάχρηση που
μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου» (σκ. 64) και ότι «προς τούτο, η εν
λόγω ρήτρα επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εισαγάγουν στην έννομη
τάξη τους ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο της 1,
στοιχεία α' έως γ', όταν δεν υφίστανται ήδη στο οικείο κράτος μέλος ισοδύναμα
νομοθετικά μέτρα για την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής
χρησιμοποιήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (σκ. 65). Επανέλαβε, συνεπώς, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων την προϋπόθεση μη ύπαρξης ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου στο πλαίσιο
της εθνικής έννομης τάξης, ερμηνεύοντας την ρήτρα 5 παρ.1 της συμφωνίας
πλαισίου. Περαιτέρω, με την από 22.11.2005 απόφαση του στην υπόθεση C-144/04, Mangold (Συλλ. 1-9981), το ΔΕΚ,
μεταξύ άλλων, έκρινε ότι «[...] από το ίδιο το γράμμα της ρήτρας 8, σημείο 3,
της συμφωνίας-πλαίσιο προκύπτει ότι η θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας αυτής δεν
μπορεί να αποτελεί για τα κράτη μέλη έγκυρη αιτιολογία για την υποβάθμιση του
γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων που παρεχόταν προηγουμένως στην
εσωτερική έννομη τάξη στον τομέα που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία» (σκ. 50). Ότι, «η λέξη 'εφαρμογή', που χρησιμοποιείται χωρίς
άλλη διευκρίνιση στη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνΐας-πλαΐσιο, δεν μπορεί να αφορά μόνο την αρχική μεταφορά στο
εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70 και, ιδίως, του παραρτήματος της που
περιέχει τη συμφωνία-πλαίσιο, αλλά πρέπει να καλύπτει κάθε εθνικό μέτρο που
αποσκοπεί στο να εγγυηθεί τη δυνατότητα επιτεύξεως του επιδιωκομένου από την
οδηγία σκοπού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων τα οποία, μετά την κυρίως ειπείν
μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, συμπληρώνουν ή τροποποιούν τους ήδη θεσπισθέντες
εθνικούς κανόνες» (σκ. 51) και ότι, αντιθέτως, «[...]
μια υποβάθμιση της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους στον τομέα των
συμβάσεων ορισμένου χρόνου δεν απαγορεύεται, αυτή καθ' εαυτήν,
από τη συμφωνία-πλαίσιο όταν ουδόλως συνδέεται με την εφαρμογή της συμφωνίας
αυτής» (σκ. 52). Έτσι ερμηνεύοντας το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων τη ρήτρα 8 σημείο 3 της συμφωνίας πλαισίου έκρινε ότι η υποβάθμιση
της παρεχόμενης προστασίας δεν απαγορεύεται, αυτή καθ' εαυτή, όταν ουδόλως
συνδέεται με την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής. Προκαλείται, όμως, αμφιβολία στο
Δικαστήριο που δικάζει την υπό κρίση διαφορά εάν η υποβάθμιση της παρεχόμενης
προστασίας δεν απαγορεύεται και όταν συνδέεται με την εφαρμογή της συμφωνίας
πλαισίου, και δη με την θέσπιση νέων μέτρων προσαρμογής στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ,
πιο περιοριστικών και παρεχόντων στην πράξη μειωμένη προστασία έναντι του προϋφιστάμενου ισοδύναμου εθνικού νομοθετικού μέτρου.
Σύμφωνα με την από 22.06.2006 υπ' αριθ. 18/2006 απόφαση της πλήρους Ολομελείας
του Αρείου Πάγου, «[...] στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο
ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το
δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2
παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα
ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων
τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου
χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό
με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του
Συντάγματος, ως 'ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο', που εφαρμόζεται σε όλες τις
περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον
ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι διατάξεις του νόμου
αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική
διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως
της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής
καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου'. Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω
διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση,
από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν.
2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των
συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη
μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την
εφαρμογή της αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων
διαδοχικών συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία». Έκρινε, συνεπώς, το
ανώτατο Δικαστήριο ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 συνιστά
ισοδύναμο με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου εθνικό νομοθετικό μέτρο με πεδίο
εφαρμογής τις ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις εργασίας στον ιδιωτικό και τον
δημόσιο τομέα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια απόφαση «[...] και κατά τις
αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που
τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με
ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα
Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο
τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες,
πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων
αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως
παραπάνω [απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες], οπότε αν δεν είναι τέτοιες
οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι
γι' αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με
βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού
για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη
πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι
διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι
διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου.
Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου
σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του
πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός
χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική
διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Οι διατάξεις
νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη
προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα
20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997... ) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα
και την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ.» (contra υπ
αριθμλ 19 και
20/2007 αποφάσεις της Ολ. Του Α.Π.) Όπως προκύπτει
από όλα τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, οι ενάγοντες συνήψαν τις
αρχικές συμβάσεις εργασίας τους με το εναγόμενο αφού παρήλθε και η προθεσμία
μεταφοράς της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Επίσης, οι μετά την αρχική συμβάσεις εργασίας
των εναγόντων με το εναγόμενο δεν είχαν καμία διακοπή, κατά τα προεκτεθέντα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι ενάγοντες
απασχολήθηκαν από το εναγόμενο με διαδοχικές συμβάσεις που χαρακτηρίσθηκαν ως
«μίσθωσης έργου» υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και προς κάλυψη παγίων και
διαρκών αναγκών του στον τομέα της ειδικότητας τους. Συνεπώς, κατά την κρίση
του Δικαστηρίου, η πρόσληψη και απασχόληση των εναγόντων με διαδοχικές σχέσεις
εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με νομική
βάση το άρθρο 6 Ν. 2527/1997 είναι καταχρηστική, καθώς με την εργασία τους
καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Επομένως, οι ενάγοντες
έχουν δικαίωμα σε προστασία από την κατάχρηση, όπως αυτό απορρέει από το
κοινοτικό και το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι ενάγοντες δεν
εμπίπτουν στις σωρευτικά τασσόμενες χρονικές, ιδίως, προϋποθέσεις του άρθρου 11
π.δ. 164/2004, ακόμη και καλύπτοντες πάγιες και
διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Συνεπώς, δεν δύναται δυνάμει της διάταξης
αυτής να μετατραπούν οι συμβάσεις εργασίας τους σε αορίστου χρόνου. Εάν οι
προαναφερθείσες διατάξεις του π.δ. 164/2004 θεωρηθούν
συμβατές με την συμφωνία πλαίσιο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, τότε οι ενάγοντες που
δεν πληρούν τις προϋποθέσεις παροχής προστασίας από τη μεταβατική διάταξη του
άρθρου 11 π.δ. 164/2004, εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής των «παγίων» διατάξεων του εν λόγω π.δ..
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5, 6 και 7 του ιδίου π.δ. προκύπτει ότι στους ενάγοντες, που υπέστησαν
κατάχρηση, αλλά οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 π.δ. 164/2004, δεν παρέχεται άλλη μορφή προστασίας παρά
εκείνη του άρθρου 7 του ιδίου π.δ. Δηλαδή, εφόσον δεν
εμπίπτουν στις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 11) του π.δ.
164/2004, ως μόνη τους αξίωση προβλέπεται από τις πάγιες διατάξεις (άρθρα 5 -7)
του ιδίου π.δ. η καταβολή από τον εργοδότη του μισθού
τους και αποζημίωσης απόλυσης, για το διάστημα που απασχολήθηκαν με τις
(άκυρες) διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Πλην όμως, η αξίωση
του εργαζομένου για καταβολή του μισθού του και αποζημίωσης απόλυσης, είτε
εργάσθηκε με έγκυρη σύμβαση εργασίας είτε όχι, προβλέπεται παγίως και σε κάθε
περίπτωση από το κοινό εργατικό δίκαιο της ελληνικής έννομης τάξης, ανεξαρτήτως
της ύπαρξης κατάχρησης κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου. Επομένως, η
πρόβλεψη καταβολής μισθού και αποζημίωσης απόλυσης στην ελληνική έννομη τάξη
δεν μπορεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να θεωρηθεί ως μέτρο που αποσκοπεί
ειδικά στην αποτροπή της κατάχρησης και στην προστασία των εργαζομένων
ορισμένου χρόνου. Όπως εκτέθηκε, η διάταξη του άρθρου 11 π.δ.
164/2004 έχει πιο περιορισμένο πεδίο και προϋποθέσεις εφαρμογής από ό,τι η
διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, καθώς έχει χρονικά περιορισμένο πεδίο
εφαρμογής και αυστηρές, αθροιστικά απαιτούμενες προϋποθέσεις για να μετατραπούν
οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Επίσης, η διάταξη
του άρθρου 11 π.δ. 164/2004 παρέχει πιο περιορισμένη
προστασία έναντι της παρεχόμενης από το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920,
τουλάχιστον κατά το ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μετατρέπονται σε
αορίστου χρόνου «εφεξής» (ex nunc)
και όχι από τον χρόνο κατάρτισης της πρώτης εξ αυτών (ex
tunc), όπως συμβαίνει όταν εφαρμόζεται η τελευταία
διάταξη. Επίσης, η διάταξη του άρθρου 7 π.δ.
164/2004, που προβλέπει ως μέτρο αποτροπής της κατάχρησης την καταβολή μισθού
και αποζημίωσης απόλυσης, κατά τα προεκτεθέντα, δεν
παρέχει προστασία ειδικά για την αποτροπή της κατάχρησης κατά την έννοια της
συμφωνίας πλαισίου. Αντιθέτως, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν.
2112/1920 επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, που καταχρηστικώς συνήφθησαν ως ορισμένου χρόνου, έχει ως έννομη συνέπεια την
αναγνώριση τους ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Τούτο σημαίνει ότι,
εφόσον δεν τηρήθηκε από τον εργοδότη η νομοθεσία περί καταγγελίας σύμβασης
εργασίας αορίστου χρόνου, ο εργοδότης είναι υπερήμερος περί την αποδοχή της
εργασίας του εργαζομένου και ο τελευταίος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το
Δικαστήριο τη συνέχιση της απασχόλησης του με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
(καθώς και την καταβολή μισθών υπερημερίας). Κατ' αυτήν την έννοια και σε αυτό
το πλαίσιο, ανακύπτει ζήτημα ως προς το κατά πόσον η διάταξη του άρθρου 11 π.δ. 164/2004 συνιστά υποβάθμιση του γενικού επιπέδου
προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου που διασφαλίζεται στην ελληνική
έννομη τάξη με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920. Κατά πόσον,
συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 11 π.δ. 164/2004
αντίκειται στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ και πρέπει να παραμερισθεί από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, ανακύπτει το ζήτημα ως προς το κατά πόσον επιτρέπεται από το
κοινοτικό δίκαιο η μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920
και η εφαρμογή, αντ' αυτής, της διάταξης του άρθρου 7
π.δ. 164/2004, όταν το προβλεπόμενο από το τελευταίο
μέτρο αποτροπής της κατάχρησης και προστασίας του εργαζομένου έναντι της
κατάχρησης δεν αφορά ειδικά στην περίπτωση της κατάχρησης κατά την έννοια της
συμφωνίας πλαισίου. Τα εν λόγω ερμηνευτικά ζητήματα είναι καθοριστικά για την
επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Τούτο διότι, εφαρμοζόμενης της διάταξης του
άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 στην υπό κρίση διαφορά, ως ισοδύναμου προς τη
ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου εθνικού νομοθετικού μέτρου, και με μόνο κριτήριο
την κάλυψη από τις ενάγουσες «παγίων και διαρκών» αναγκών του εναγομένου στον
τομέα της εργασίας τους, επέρχεται η έννομη συνέπεια της αναγνώρισης των
συμβάσεων εργασίας τους ως αορίστου χρόνου. Αντιθέτως, εφαρμοζομένων των άρθρων
7 και 11 π.δ. 164/2004 στην υπό κρίση διαφορά, ως
εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού μέτρου προσαρμογής προς την Οδηγίας, δεν
επέρχεται η έννομη συνέπεια της αναγνώρισης των συμβάσεων εργασίας των
εναγόντων ως αορίστου χρόνου ούτε άλλη αποτελεσματική έννομη συνέπεια για την
προστασία των εναγόντων έναντι της κατάχρησης. Περαιτέρω, ακόμη και εάν κριθεί
εφαρμοστέα μόνο η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, παραμένει το ζήτημα
του αν το Δικαστήριο υποχρεούται, εφαρμόζοντας το άρθρο 6 Ν. 2527/1997, να
χαρακτηρίσει τις συμβάσεις που συνήφθησαν βάσει αυτού
ως μίσθωσης έργου - ορισμένου χρόνου σε κάθε περίπτωση. Δηλαδή, εάν αποτελεί
αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου, για τη σύναψη
διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, το ότι η σύναψη
τους γίνεται με βάση νομοθετική διάταξη για την απασχόληση στον δημόσιο τομέα
με ορισμένου χρόνου σχέσεις εργασίας προς κάλυψη έκτακτων ή προσωρινών εν γένει
αναγκών, ακόμη και όταν στην πραγματικότητα οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι
πάγιες και διαρκείς. Επίσης, ακόμη και εάν κριθεί εφαρμοστέα μόνο η διάταξη του
άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, παραμένει το ερώτημα του κατά πόσον δεσμεύουν
ερμηνευτικά το Δικαστήριο οι κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος της εθνικής
έννομης τάξης (103 παρ. 8 Συντ.), υπό την έννοια ότι
απαγορεύουν απολύτως τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμα
και όταν προκύπτει ότι στην πραγματικότητα οι συμβάσεις αυτές καταχρηστικώς συνήφθησαν με νομική βάση διατάξεις για την κάλυψη έκτακτων
και προσωρινών εν γένει αναγκών, καθότι με αυτές καλύφθηκαν πάγιες και διαρκείς
ανάγκες του εργοδότη που ανήκει στο δημόσιο τομέα, ενώ είναι δυνατή και
ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να περιορίζεται μόνο
στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που πράγματι συνήφθησαν
προς κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων, επειγουσών ή έκτακτων αναγκών και όχι και
στην περίπτωση που στην πραγματικότητα συνήφθησαν
προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (έτσι Ολ ΑΠ
18/2006). Λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ που έχει δοθεί
από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τις αποφάσεις C-212/04 στην υπόθεση Αδενέλερ (ό.π.), C-144/04 στην
υπόθεση Mangold (ό.π.),
καθώς επίσης με την από 07.09.2006 απόφαση του στην υπόθεση C-53/04, Marrosu (ακόμη αδημοσ. στη Συλλ.) και με την ιδίας ημερομηνίας απόφαση του στην
υπόθεση C-180/04, Vassalo (ακόμη αδημοσ.
στη Συλλ.) και εν όψει της ως άνω δημιουργούμενης στο
Δικαστήριο αμφιβολίας για την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 8 παρ. 3 Ν.
2112/1920 και 11 π.δ. 164/2004 υπό το φως των ρητρών
5 και 8 παρ. 1 και 3 της συμφωνίας πλαισίου της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, είναι
απαραίτητο να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η ρήτρα 5 σε
συνάρτηση με τη ρήτρα 8 παρ. 1 και 3 της συμφωνίας πλαισίου (βλ. λ.χ. απόφαση
ΔΕΚ της 21.03.2002 στην υπόθεση C-451/99, Cura Anlagen, Συλλ. 1-3193, σκ. 22, και της στην υπόθεση C-144/04, Mangold,
ό.π., σκ. 33). Το
Δικαστήριο πρέπει συνεπώς να αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης
(άρθρο 249 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) και να διατάξει την παραπομπή της
υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 234 ΣυνθΕΚ) με τα προδικαστικά ερωτήματα που αναφέρονται
ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εναγομένου. Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του
απόφασης.
Παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με
τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
1) Η ρήτρα 5 και η ρήτρα 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου για
την εργασία ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε από την CES,
την UNICE και το CEEP και
συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 175/42 της 10.07.1999),
έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται από το κοινοτικό δίκαιο (με αιτιολογία την
εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας πλαισίου) η θέσπιση από το κράτος μέλος μέτρων,
(α) όταν στην εθνική έννομη τάξη ήδη υπάρχει, πριν τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας,
ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της
συμφωνίας πλαισίου, και (β) όταν με τα θεσπιζόμενα, προς εφαρμογή της συμφωνίας
πλαισίου μέτρα, υποβαθμίζεται το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων
ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη;
2) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εφόσον στην εθνική
' έννομη τάξη προϋπάρχει της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ισοδύναμο
νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας
πλαισίου, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρο 8, παράγραφος 3,
Ν. 2112/1920, τότε συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του γενικού επιπέδου των
εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, κατά την έννοια της
ρήτρας 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου, η θέσπιση νομοθετικού μέτρου,
με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, όπως του επίμαχου στο πλαίσιο
της κυρίας δίκης άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004: (α) όταν το εν
λόγω νομοθετικό μέτρο, για την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, θεσπίζεται μετά
την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, αλλά στο χρονικό
πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν μόνο συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου
χρόνου, οι οποίες ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του ή έληξαν σε ορισμένο
χρονικό διάστημα προ της θέσης του σε ισχύ, αλλά μετά την παρέλευση της
προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας, ενώ το προϋπάρχον ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο
δεν έχει χρονικά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και καταλαμβάνει όλες τις
συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν καταρτισθεί, ήταν ενεργές ή
έληξαν κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και κατά την παρέλευση
της προθεσμίας μεταφοράς της; (β) όταν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω
νομοθετικού μέτρου, για την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, εμπίπτουν μόνο
συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες, προκειμένου να
θεωρηθούν ως διαδοχικές κατά την έννοια του εν λόγω μέτρου, απαιτείται σωρευτικώς: (i) να έχουν μέγιστο
μεσοδιάστημα μεταξύ τους το τρίμηνο και, επιπλέον, (ii)
να έχουν συνολική διάρκεια τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων μηνών έως την έναρξη
ισχύος του εν λόγω μέτρου ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή να έχει
υπάρξει βάσει αυτών συνολικός ελάχιστος χρόνος απασχόλησης δέκα οκτώ μηνών μέσα
σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων μηνών από την αρχική σύμβαση
εφόσον υπάρχουν τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, ενώ το
προϋπάρχον ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο δεν θέτει τέτοιες προϋποθέσεις αλλά
καταλαμβάνει όλες τις [διαδοχικές] συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου,
ανεξαρτήτως ελαχίστου συνολικού χρόνου απασχόλησης και ελαχίστου αριθμού
ανανεώσεων συμβάσεων; (γ) όταν το εν λόγω νομοθετικό μέτρο, για την εφαρμογή
της συμφωνίας πλαισίου, προβλέπει ως έννομη συνέπεια για την προστασία των
εργαζομένων ορισμένου χρόνου και την αποτροπή της κατάχρησης, κατά την έννοια
της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, τον χαρακτηρισμό των
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως αορίστου χρόνου εφεξής (ex nunc), ενώ το προϋπάρχον
ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο πρόβλεπα τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου ως αορίστου χρόνου από τον χρόνο της αρχικής τους κατάρτισης (ex tunc);
3) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, εφόσον στην εθνική
έννομη τάξη προϋπάρχει της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ ισοδύναμο
νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας
πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα της εν
λόγω Οδηγίας, όπως το επίμαχο στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρο 8, παράγραφος
3, Ν. 2112/1920, τότε συνιστά ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του γενικού επιπέδου
προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην εθνική έννομη τάξη, κατά την
έννοια της ρήτρας 8, σημεία 1 και 3, της συμφωνίας πλαισίου, η θέσπιση
νομοθετικού μέτρου, με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, όπως του
επίμαχου στο πλαίσιο της κυρίας δίκης άρθρου 7 προεδρικού διατάγματος 164/2004,
όταν αυτό προβλέπει ως μόνο μέσο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου
από την κατάχρηση την υποχρέωση του εργοδότη σε καταβολή μισθού και αποζημίωσης
απόλυσης σε περίπτωση καταχρηστικής απασχόλησης με διαδοχικές συμβάσεις
εργασίας ορισμένου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη (α) ότι η υποχρέωση καταβολής
μισθού και αποζημίωσης απόλυσης προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο σε κάθε
περίπτωση σχέσης εργασίας και δεν αποσκοπεί ειδικά στην αποτροπή της
κατάχρησης, κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου, και (β) ότι η εφαρμογή του
προϋπάρχοντος ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου έχει ως έννομη συνέπεια την
αναγνώριση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως αορίστου
χρόνου;
(4) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στα άνω ερωτήματα, πρέπει ο εθνικός
δικαστής, ερμηνεύοντας το εθνικό του δίκαιο σύμφωνα με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ,
να παραμερίσει τις μη συμβατές προς αυτή διατάξεις του νομοθετικού μέτρου που
θεσπίστηκε με αιτιολογία την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου, αλλά άγει σε
υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου
στην εθνική έννομη τάξη, όπως εκείνες των άρθρων 7 και 11 προεδρικού
διατάγματος 164/2004, και στη θέση τους να εφαρμόσει τις διατάξεις του
προϋπάρχοντος της θέσης σε ισχύ της Οδηγίας ισοδύναμου εθνικού νομοθετικού
μέτρου, όπως εκείνης του άρθρου 8, παράγραφος 3, Ν. 2112/1920;
(5) Σε περίπτωση που κριθεί από τον εθνικό δικαστή ως [καταρχήν]
εφαρμοστέα, σε διαφορά που αφορά την εργασία ορισμένου χρόνου, διάταξη που
συνιστά ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της
συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνιστά αναπόσπαστο
τμήμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, και με βάση την οποία διάταξη η διάγνωση σύναψης
διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ως ορισμένου χρόνου άνευ αντικειμενικού λόγου
συνδεόμενου με τη φύση, το είδος και τα χαρακτηριστικά της παρεχόμενης
εργασίας, συνεπάγεται την αναγνώριση των συμβάσεων αυτών ως σύμβασης εργασίας
αορίστου χρόνου, τότε: (α) Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία και
εφαρμογή του εθνικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή, σύμφωνα με την οποία
συνιστά σε κάθε περίπτωση αντικειμενικό λόγο για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου, το γεγονός ότι ως νομική βάση για την κατάρτιση τους
χρησιμοποιήθηκε νομοθετική διάταξη για την απασχόληση με ορισμένου χρόνου
συμβάσεις εργασίας προς κάλυψη εποχιακών, περιοδικών, πρόσκαιρων ή έκτακτων
αναγκών, ακόμη και όταν στην πραγματικότητα οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι
πάγιες και διαρκείς; (β) Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία και
εφαρμογή του εθνικού δικαίου από τον εθνικό δικαστή, σύμφωνα με την οποία,
διάταξη που απαγορεύει τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο
δημόσιο τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, πρέπει να ερμηνεύεται υπό
την έννοια ότι στο δημόσιο τομέα απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση η μετατροπή
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ακόμη και εάν αυτές
καταχρηστικώς συνήφθησαν ως ορισμένου χρόνου, ενώ
είναι δυνατή και ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω απαγόρευση πρέπει να
περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που πράγματι συνήφθησαν προς κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων, επειγουσών
ή έκτακτων αναγκών και όχι και στην περίπτωση που στην πραγματικότητα συνήφθησαν προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών;
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και, δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στην Λιβαδειά στις 27/6/2007 με την παρουσία και της Γραμματέως
Παναγιώτας Παπαπέτρου.