ΜΠρΗρακλ 475/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναγκαστική απαλλοτρίωση - Αποζημίωση
απαλλοτρίωσης -.
Με την
καταβολή της αποζημίωσης στο δικαιούχο που αναγνωρίσθηκε δικαστικά, το Δημόσιο
απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση και ευθύνη απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο
διεκδικητή ή δικαιούχο. Ευθύνη απέναντι σ' αυτούς έχει αυτός που εισέπραξε την
αποζημίωση. Με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου με την οποία γίνεται η
αναγνώριση δικαιούχων κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν
δημιουργείται δεδικασμένο, κατ' άρθρο 331 ΚΠολΔ και
για το δικαίωμα κυριότητας, το οποίο κρίνεται παρεμπιπτόντως. Αφού συντελεστεί
η απαλλοτρίωση το δικαίωμα του αληθινού κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου
δεν προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή, αλλά το αντικείμενο της αγωγής
αυτής τρέπεται σε ενοχική αξίωση στην αποζημίωση που παρακατατέθηκε ή
εισπράχθηκε κατ' εκείνου υπέρ του οποίου εκδόθηκε το ένταλμα πληρωμής ή
εισέπραξε την αποζημίωση. Σε δίκη για την διεκδίκηση της αποζημίωσης ερευνάται
ως πραγματικό ζήτημα η κυριότητα πάνω στο απαλλοτριωμένο. Η απαίτηση του
πραγματικού κυρίου στηρίζεται στις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις
διατάξεις περί συμβάσεων (αν η είσπραξη απαίτησης έγινε με βάση σύμβαση) ή
αδικοπραξίας (αν συντρέχει). Έρεισμα επίσης και στις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο
πλουτισμό, οι οποίες όμως εφαρμόζονται μόνον επικουρικά, αν δηλ. δεν συντρέχει
περίπτωση έγερσης αγωγής από το νόμο, τη σύμβαση ή αδικοπραξία. Επιδικάζονται
τόκοι από την ημερομηνία που η εναγόμενη εισέπραξε την αποζημίωση, σύμφωνα με
τη διάταξη του άρθρου 912 ΑΚ.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός απόφασης 475/2007
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής ΓΑ
4911/ΤΜ/934/2006)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
(Τακτική Διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Πάρεδρο Πρωτοδικείου, Ευδοκία Γκιόγκη
(κωλυομένων των τακτικών δικαστών), που ορίστηκε από την Πρόεδρο και από τη
Γραμματέα Μαρία Βουτακτάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 2 Μαΐου 2007, για να δικάσει
την με αριθμό κατάθεσης ΓΑ 4911/ΤΜ/934/2006 αγωγή μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Μ. χήρας Ξ. Δ., το γένος Ε. Λ., κατοίκου ΔΔ Μοχού, Δήμου Μαλλιών Νομού Ηρακλείου, που παραστάθηκε μετά
του πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Ατσαλη, ο
οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ι. συζ. Ε. Π., το γένος Δ. Σ.,
κατοίκου ΔΔ Σταλίδας, Δήμου Μαλλιών Νομού Ηρακλείου, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ΓΑ 4911/ΤΜ/934/2006
αγωγή της, με αντικείμενο απαίτηση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 14 Φεβρουαρίου 2007 και μετ' αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και
ενεγράφη στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας
ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του αρθρ. 226 παρ. 4 εδ. 3 και
4 του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας
είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την
υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά την δικάσιμο που
ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και
η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά
την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η αναβολή της υποθέσεως και η εγγραφή
αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο
αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση τους. Στην προκειμένη περίπτωση
από την με αριθμό 8581Γ/4.10.2006 έκθεσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας
στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Ε. Β. αποδεικνύεται ότι κυρωμένο αντίγραφο της
κρινόμενης αγωγής, με τις πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για την
αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 14 Φεβρουαρίου 2007, καθώς και κλήση για
εμφάνιση κατά τη συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια της
ενάγουσας, στην εναγομένη. Κατά την δικάσιμο αυτή (της 14 Φεβρουαρίου 2007) η
συζήτηση της υπόθεση αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο, και ο αρμόδιος
γραμματέας μετέφερε την υπόθεση στην τελευταία δικάσιμο, με την εγγραφή της στο
πινάκιο. Η ενέργεια αυτή ισχύει ως κλήτευση της εναγομένης και συνεπώς δεν
απαιτείται νέα, ιδιαίτερη, κλήτευση της για την παρούσα δικάσιμο σύμφωνα με τα
παραπάνω. Όταν δε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου κατά τη
δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, η εναγόμενη δεν εμφανίστηκε,
ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα από δικηγόρο και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην.
Το δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης σαν να
ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 270 §1 τελ. εδ. ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 § 3 του Κώδικα Αναγκαστικών
Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Ν. 2882/2001), με την καταβολή της αποζημίωσης στο
δικαιούχο που αναγνωρίστηκε δικαστικώς, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων
απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αϊ ευθύνη απέναντι σε οποιονδήποτε τρίτο
διεκδικητή ή δικαιούχο, ενώ ευθύνη απέναντι σε αυτούς έχει εκείνος που
εισέπραξε την αποζημίωση. Εξάλλου, με την απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου
με την οποία γίνεται η αναγνώριση δικαιούχων κατά τη διαδικασία της
αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δεν δημιουργείται δεδικασμένο, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, και για το δικαίωμα κυριότητας, το οποίο κρίνεται
παρεμπιπτόντως (ΑΠ 436/1994 ΕλλΔνη 1995, 312, ΑΠ
1012/1991 Δ 1992, 459, ΕφΝαυπλ 582/2001, ΕλλΔνη 2002, 181). Αφού, δε, συντελεσθεί η απαλλοτρίωση,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 § 4 Ν. 2882/2001, το δικαίωμα του αληθινού
κυρίου του απαλλοτριωθέντος ακινήτου δεν προστατεύεται με τη διεκδικητική
αγωγή, αλλά το αντικείμενο της αγωγής αυτής τρέπεται στο εξής από το νόμο σε
ενοχική αξίωση πάνω στην αποζημίωση που παρακατέθηκε
ή εισπράχθηκε κατ' εκείνου υπέρ του οποίου εκδόθηκε
το χρηματικό ένταλμα πληρωμής ή εκείνου που εισέπραξε την αποζημίωση, ενώ,
περαιτέρω, σε δίκη για την διεκδίκηση της παραπάνω αποζημίωσης θα ερευνηθεί ως
πραγματικό ζήτημα η κυριότητα πάνω στο απαλλοτριωμένο (ΑΠ 243/1999, ΕλλΔνη 1999, 1036, ΕφΑΘ
9837/1990, ΕλλΔνη 1991, 1633- πρβλ ΟλΑΠ 7/2007, ΝΟΜΟΣ). Η απαίτηση του αυτή στηρίζεται στις
παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί συμβάσεων (αν η είσπραξη
της απαίτησης έγινε με βάση σύμβαση) ή αδικοπραξίας (αν συντρέχει). Δυνατόν
επίσης να βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό
(άρθρα 904 επ. ΑΚ), οι οποίες όμως εφαρμόζονται μόνον
επιβοηθητικώς, αν δηλ. δεν συντρέχει περίπτωση
έγερσης αγωγής από το νόμο, τη σύμβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 186/1992, ΕλλΔνη 1992, 1590). Με την υπό κρίση αγωγή, με την οποία η
ενάγουσα παραιτείται νομοτύπως από την με αριθμό κατάθεσης ΓΑ 2523/ΤΜ/556/2006
προηγούμενα ασκηθείσα αγωγή της, εκθέτει ότι ήταν κυρία ενός ακινήτου, όπως
ειδικότερα αυτό προσδιορίζεται κατά θέση έκταση και όρια στην αγωγή της. Ότι το
εν λόγω ακίνητο απέκτησε το έτος 1978 από άτυπη δωρεά από τον πατέρα της και το
νεμόταν και το κατείχε συνεχώς και αδιαλείπτως, ασκώντας επ' αυτού όλες τις
προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή,
έχοντας καταστεί κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, έως το
έτος 2000 οπότε απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά το μεγαλύτερο τμήμα αυτού και
συγκεκριμένα 1.634,08 τμ εκ συνόλου 1.709,96 τμ. Ότι στο πλαίσιο της γενόμενης απαλλοτρίωσης εκδόθηκε η
με αριθμό 394/2002 απόφαση του Εφετείου Κρήτης περί οριστικού προσδιορισμού
τιμής μονάδος αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, δυνάμει της οποίας η
αποζημίωση για το ακίνητο της ορίστηκε σε 7,34 ευρώ
ανά τμ και 146,74 ευρώ ανά ελαιόδενδρο, και η με αριθμό 335/2003 απόφαση του αυτού
Δικαστηρίου αναγνώρισης δικαιούχων, μεταξύ των οποίων ως δικαιούχος αποζημίωσης
για το ως άνω ακίνητο της αναγνωρίσθηκε εσφαλμένα η εναγομένη. Ότι περαιτέρω η
εναγομένη εισέπραξε στις 19.3.2004 το συνολικό ποσό των 27.580,12 ευρώ, βάσει του με αριθμό 605/2004 εντάλματος, ως
αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της έκτασης που απεικονίζεται στον
κτηματολογικό πίνακα με αριθμό 2654, μέρος της οποίας είναι και η ως άνω έκταση
κυριότητας της ιδίας (ενάγουσας). Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί
η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 16.249,61 ευρώ
που αντιστοιχεί στην αποζημίωση που όφειλε να καταβληθεί στην ιδία ως αληθή
κυρία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, νομιμότοκα από
την επομένη της είσπραξης από αυτήν της αποζημίωσης, ήτοι από την 20.3.2004,
άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, για το λόγο ότι κατέστη αυτή αδικαιολογήτως
πλουσιότερη κατά το ανωτέρω ποσό αναγνωρισθείσα λανθασμένα ως κυρία της
επίδικης έκτασης ενώ στην πραγματικότητα κυρία της έκτασης είναι η ίδια. Επίσης
ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά
εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή με
το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό αρμοδίως φέρεται για εκδίκαση ενώπιον του
δικαστηρίου αυτού το οποίο είναι αρμόδιο καθ ύλη και κατά τόπο (άρθρα 9, 18, 22
ΚΠολΔ) και κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία,
είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1000, 1045 και 904 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 9 § 4 Ν.
2882/2001, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει
να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι η
ενάγουσα έχει καταβάλει το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες προσαυξήσεις
υπέρ ΤΝ και ΛΕΑΔΗ (βλ. τα
με αριθμό Α 014183, 145449 και 080596 ροσκομιζόμενα αγωγόσημα).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης που εξετάσθηκε στο
ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την
παρούσα πρακτικά, από την με αριθμό 145/27.4.2007 ένορκη βεβαίωση του
Ειρηνοδίκη Ηρακλείου που λήφθηκε νομοτύπως μετά από κλήτευση της εναγομένης
(βλ. την με αριθμό 9716Γ/23.4.2007 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας
στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Ε. Β.) και από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλείται
και προσκομίζει η ενάγουσα αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η
ενάγουσα είχε στην κυριότητα, νομή και κατοχή της ένα αγρό- λιόφυτο, κείμενο
στη θέση «Ποταμιανά» ή «Μαύρες Πέτρες» της κτηματικής
περιφέρειας του Δ.Δ. Ποταμιών, Δήμου, Ειρηνοδικείου
και Υποθηκοφυλακείου Χερσονήσου Πεδιάδος, εκτάσεως 1.709,96 τ.μ., όπως αυτό
εμφαίνεται και αποτυπώνεται στο προσκομιζόμενο με χρονολογία Μάρτιος 2006
τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Τ.Ε. Ε. Κ., με τα στοιχεία
54-65-66-12-17-18-52-20-46-31-55-33-34-50-37-64-38-58-42-60-43-45-44-51-29-22-54,
το οποίο συνόρευε βόρεια σε πλευρά τεθλασμένη, με τα στοιχεία
54-22-29-51-44-45-43-60-42-58 εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Γ. Δ. (ΑΚΠ 2657) και εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Ε. Β. (ΑΚΠ 2655), δυτικά σε πλευρά ευθεία, με τα στοιχεία
58-38-64-37-50, με ακίνητο ιδιοκτησίας Σ. Ν. (ΑΚΠ
2656), νότια σε πλευρά τεθλασμένη, με τα στοιχεία
50-34-33-55-31-46-20-52-18-17-12 εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας αγνώστων
(υπόλοιπο ΑΚΠ 2654) και εν μέρει με ιδιοκτησία Χ. Α.
(ΑΚΠ 2658) και ανατολικά σε πλευρά τεθλασμένη τα
στοιχεία 12-66-65-54 με αγροτικό δρόμο. Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε στη νομή
και κατοχή της το έτος 1978 λόγω άτυπης δωρεάς από τον πατέρα της Ε. Λ. του Ι.,
έκτοτε δε το νεμόταν και το κατείχε με διάνοια κυρίου, ασκώντας σ' αυτό αδιάλειπτα και ανεπίληπτα, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις, ήτοι το καλλιεργούσε ως ελαιόφυτο συλλέγοντας τακτικά τους καρπούς, και το είχε
οριοθετήσει, όπως έπραττε και πριν από αυτήν και ο δικαιοπάροχος της Ε. Λ.. Το
έτος 2000 η περιοχή στην οποία βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, κηρύχθηκε
αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα δυνάμει της με αριθμό 1010111/1055/0010/25-2-2000
κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ,
που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ' 156/24-3-2000, για την κατασκευή
έργου δημόσιας ωφέλειας, ήτοι του Φράγματος «Αποσελέμη».
Ειδικότερα κηρύχθηκε απαλλοτριωτέα έκταση 2.351.797 τμ,
με τα επικείμενα της, όπως απεικονίζεται, στο με κλίμακα 1:2000, απόσπασμα του
κτηματολογικού διαγράμματος που περιέχεται στο ως άνω τοπογραφικό όπου φαίνεται
ότι το ως άνω ακίνητο της ενάγουσας ανήκει στον κτηματολογικό πίνακα με αριθμό
2654 και βρίσκεται στα όρια της απαλλοτριωτέας εκτάσεως. Η ενάγουσα έως το έτος
2000 είχε ήδη καταστεί κυρία του εν λόγω ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης
χρησικτησίας, καθόσον από το έτος 1978 ασκούσε επί του ακινήτου όλες τις
προσιδιάζουσες στην φύση αυτού διακατοχικές πράξεις αδιακώλυτα και αδιατάρακτα, και έχει συμπληρωθεί στο πρόσωπο
της υπερεικοσαετής αδιακώλυτη
και αδιατάρακτη νομή και κατοχή του ακινήτου (βλ. ενδεικτικά και την
προσκομιζόμενη φορολογική δήλωση στοιχείων ακινήτων έτους 1997 όπου το εν λόγω
ακίνητο δηλώνεται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία ως ιδιοκτησία της ενάγουσας).
Από το παραπάνω περιγραφόμενο ακίνητο συνολικής έκτασης 1.709,96 τ.μ.,
απαλλοτριώθηκε τμήμα του έκτασης 1.634,08 τμ, με τα
επικείμενα του, ήτοι 29 ελαιόδεντρα, 1 αγριελιά και 8 δρύες
και ειδικότερα το τμήμα, όπως αυτό εμφαίνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο
τοπογραφικό διάγραμμα μετά στοιχεία
54-65-66-12-17-18-52-20-46-31-55-33-34-50-37-64-60-43-45-44-51-29-22-54, το
οποίο συνορεύει βόρεια σε πλευρά τεθλασμένη, με τα στοιχεία
54-22-29-51-44-45-43-60-64, εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Γ. Δ. (ΑΚΠ 2657), εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Ε. Β. (ΑΚΠ 2655) και εν μέρει με εναπομένον τμήμα της αρχικής
ιδιοκτησίας μου εκτάσεως 75,88 μ2, δυτικά σε πλευρά ευθεία, με τα στοιχεία
64-37-50 με ακίνητο ιδιοκτησίας Σ. Ν. (ΑΚΠ 2656),
νότια σε πλευρά τεθλασμένη, με τα στοιχεία 50-34-33-55-31-46-20-52-18-17-12 εν
μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας αγνώστων (υπόλοιπο ΑΚΠ
2654) και εν μέρει με ιδιοκτησία Χ. Α. (ΑΚΠ 2658) και
ανατολικά σε πλευρά τεθλασμένη τα στοιχεία 12-66-65-54 με αγροτικό δρόμο. Το εν
λόγω τμήμα αποτελεί μέρος του με αριθμό κτηματολογικού πίνακα (Α.Κ.Π) 2654. Στο πλαίσιο αυτής της απαλλοτρίωσης εκδόθηκαν
η με αριθμό 394/2002 απόφαση καθορισμού οριστικής μονάδος αποζημίωσης του
Εφετείου Κρήτης και η με αριθμό 335/2003 απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων του
αυτού Δικαστηρίου. Δυνάμει της πρώτης η οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης για
το ως άνω ακίνητο ορίστηκε σε 7,34 ευρώ ανά τ.μ. και
σε 146,74 ευρώ ανά ελαιόδεντρο, ενώ δυνάμει της
δεύτερης δικαιούχος της αποζημίωσης για όλη την έκταση που περιλαμβάνεται στο
με αριθμό 2654 κτηματολογικό πίνακα αναγνωρίστηκε η εναγομένη ως κυρία αυτής με
τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι η ενάγουσα
δεν είχε πληροφορηθεί ότι το ως άνω ακίνητο της συμπεριλαμβανόταν στην
απαλλοτριωτέα έκταση, για το λόγο ότι αυτό βρίσκεται στα όρια περίπου αυτής,
και ως εκ τούτου δεν συμμετείχε στη διαδικασία απαλλοτρίωσης. Ωστόσο αυτή είναι
αληθής κυρία του ως άνω ακινήτου όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα
αποδεικτικά στοιχεία μεταξύ των οποίων και η με αριθμό 145/2007 ένορκη βεβαίωση
ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ηρακλείου του Κ. Φ., έτερου κυρίου ακινήτου που
περιλαμβάνεται στο με αριθμό 2654 κτηματολογικό πίνακα, ο οποίος με σαφήνεια
και πειστικότητα εκθέτει ως κύριος γειτονικού ακινήτου ότι γνωρίζει εξ ιδίας
αντιλήψεως ότι η ενάγουσα είχε στην πλήρη νομή και κατοχή της το ως άνω
ακίνητο, ενώ επίσης και ο ίδιος είχε λανθασμένη πληροφόρηση περί της
απαλλοτριωτέας εκτάσεως και δεν συμμετείχε στη διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Ως
εκ τούτου η εναγομένη λανθασμένα αναγνωρίστηκε με την με αριθμό 353/2002
απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων των απαλλοτριωτέων εκτάσεων του αυτού
Δικαστηρίου κυρία της επίδικης έκτασης, όπως αποδεικνύεται με την παρούσα δίκη.
Σημειώνεται, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, ότι η
αναγνώριση της εναγομένης ως δικαιούχου της αποζημίωσης για την απαλλοτριωθείσα
έκταση του με αριθμό 2654 κτηματολογικού πίνακα δεν δημιουργεί δεδικασμένο
αναφορικά με το ζήτημα της κυριότητας αυτής, η οποία κρίνεται στην παρούσα δίκη
ως προδικαστικό ζήτημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, έχοντας
αναγνωριστεί ως κυρία της εκτάσεως του με αριθμό 2654 κτηματολογικού πίνακα,
στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, εισέπραξε ως αποζημίωση το
συνολικό ποσό των 27.580,12 ευρώ δυνάμει του με
αριθμό 605/19.3.2004 εντάλματος πληρωμής, ήτοι 18.775,72 ευρώ
για την απαλλοτριωθείσα έκταση 2.558 τμ, που
περιλαμβάνονταν στον κτηματολογικό πίνακα με αριθμό 2654 (τιμή μονάδος 7,34 ευρώ ανά τμ) και 8.804,40 ευρώ για τα επικείμενα 60 μεγάλα ελαιόδεντρα (με τιμή
μονάδος 146,74 ευρώ ανά ελαιόδενδρο)
(βλ. το με αριθμό πρωτ. 10028/19.4.2006 έγγραφο της Α' ΔΟΥ Ηρακλείου). Με τον τρόπο αυτό κατέστη
αδικαιολόγητα πλουσιότερη εις βάρος της ενάγουσας κατά το ποσό των 16.249,61 ευρώ, για αιτία που έληξε, καθόσον, όπως κρίνεται με την
παρούσα, το ποσό αυτό έπρεπε να δοθεί ως αποζημίωση στην ενάγουσα ως αληθή
κυρία της επίδικης απαλλοτριωθείσας έκτασης των 1.634,08 τμ
μετά των επικειμένων αυτής ήτοι 29 ελαιόδεντρων [(1.634,08 τμ
Χ 7,34 ευρώ /τμ =) 11.994,
15 ευρώ + (29
ελαιόδεντρα Χ 146,74 ευρώ /ελαιοδ.
=) 4.255,46 ευρώ , βλ. σχετικώς και την με ημερομηνία
20.3.2006 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Ευάγγελου Καπετανάκη]. Κατά
συνέπεια η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να
υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.249,61 ευρώ νομιμότοκα από την
20.3.2004, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 912 ΑΚ,
οπότε η εναγομένη εισέπραξε την αποζημίωση, ενώ όφειλε να αντιληφθεί ότι ο
πλουτισμός αυτός θα αναζητούνταν από τους αληθείς κυρίους της απαλλοτριωθείσας
έκτασης για την οποία αυτή εισέπραξε τη νόμιμη αποζημίωση, καθόσον λανθασμένα
αναγνωρίστηκε δικαιούχος αυτής, γεγονός που γνώριζε εξαρχής όπως αποδεικνύεται
τόσο από την κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως στο ακροατήριο όσο και από την με
αριθμό 145/2007 ένορκη βεβαίωση. Επίσης, επειδή η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα
προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, η οποία έχει ήδη απωλέσει
ένα σημαντικό περιουσιακό της στοιχείο από το οποίο αποκέρδαινε
εισόδημα, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να ορισθεί και παράβολο για την
περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, κατ' άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος
της εναγομένης λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας ύψους
διακοσίων πενήντα (250 ευρώ).
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαέξι
χιλιάδων διακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και εξήντα ενός
λεπτών (16.249,61), με το νόμιμο τόκο από την 20.3.2004 και μέχρι την πλήρη
εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των δέκα χιλιάδων
(10.000) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία
ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στο Ηράκλειο σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο του στις 19 Οκτωβρίου 2007.