ΜΠρ Ηρ (ΑσφΜ)
3878/2005
Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας -
Αναγκαστική εκτέλεση κατά δήμου - Τίτλος εκτελεστός - Αναστολή εκτέλεσης -
Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών -.
Το
συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο επισπεύδουν σε βάρος του δήμου εκτέλεση οι
καθών αποτελεί κατά την έννοια του άρθρου 1 Ν.
3068/2002 εκτελεστό τίτλο, αφού το εδάφιο β της άνω διάταξης αντιβαίνει στις
διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974
σύμφωνα με την οποία ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του
νομικού προσώπου ορίζεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με
σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από της επιδόσεως της αγωγής, ενέχεται ότι
αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ. 3α και β', 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς
Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν. 2462/1997), διότι θεσπίζει
άνιση προνομιακή μεταχείριση των ν.π.δ.δ. σε σχέση με
τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου
συμφέροντος. Ενόψει της παραπομπής του θέματος αυτού στην Ολομέλεια του
Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως γενικότερου ενδιαφέροντος, ενόψει και των αντιθέτων
απόψεων που έχουν υποστηριχθεί, πιθανολογείται ότι η διάταξη της παρ. 2 του
άρθρου 7 του ΝΔ 496/74 δεν είναι αντισυνταγματική.
KEIMENO
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 3878/3351/2005
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Αθανασία Μπαχάρη, Πρόεδρο Πρωτοδικών.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις
23 Σεπτεμβρίου 2005, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ : Δήμου Ηρακλείου, που
εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχο, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του
δικηγόρου Χαράλαμπου Πυροβολάκη.
ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Α. Γ. Μ. και 2) Ι. Γ.
Μ., κατοίκων Φορτέτσας Ηρακλείου, που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίου των
δικηγόρου Αθανασίας Δαριβιανάκη.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-8-2005
και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑ ΑΣΦ
3351/1-9-2005 αίτησή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο,
που αναφέρεται παραπάνω, με αντικείμενο την αναστολή εκτέλεσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν
να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο αιτών ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του δυνάμει της από 20-7-2005
επιταγής προς πληρωμή, κάτω από το με αριθμό 3/20-7-2005 Α' εκτελεστό απόγραφο
του με αριθμό 2305/4-12-2002 συμβολαίου πωλήσεως της συμβολαιογράφου Ηρακλείου
Ε. Ν., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής που νομότυπα και εμπρόθεσμα
άσκησε κατά της εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 938 ΚΠολΔ για τους λόγους που
αναφέρει στην ανακοπή του. Η αίτηση είναι νόμιμη (άρθρα 933, 938 ΚΠολΔ).
Δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ίδιου
Κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν 3068/2002
(ΦΕΚ Α-274), "το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς
καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις
ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την
εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου
εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και
ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά
τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει."
Ενώ με την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 Ν.
3301/2004, (ΦΕΚ Α' 263/23.12.2004), ορίζεται ότι "δεν είναι δικαστικές
αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι
που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'-ζ'
της παρ.2 του άρθρου 904 Κ.ΠΟΛ.Δ. πλην των
κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων" Επειδή στο
κανονιστικό περιεχόμενο του καθιερούμενου από τα
άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται, εκτός από
την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως
ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας και ως αναγκαία αυτοτελής δικονομική
προέκταση του ουσιαστικού δικαιώματος και όχι αποκλειστικά ως προέκταση κάποιας
διαγνωστικής διαδικασίας. Έτσι, με τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες υπερισχύουν
των διατάξεων του Ν. 3068/2002, δεν κατοχυρώνεται απλώς η εκτελεστότητα
των δικαστικών αποφάσεων, αλλά η αναγκαστική εκτέλεση, ως έκφανση του
δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Τούτο έχει την έννοια ότι η αναγκαστική
εκτέλεση, ως αντικείμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, αφορά
στην υποχρέωση της πολιτείας όπως, προς αποτροπή της αυτοδικίας, παρέχει, με τα
αρμόδια όργανα της, την προσήκουσα συνδρομή, για τη λήψη των εξαναγκαστικών
εκείνων μέσων, ώστε να διαμορφωθεί η κατά νόμο αποκατάσταση κατά τρόπο συνάδοντα με το περιεχόμενο της ενσαρκούμενης
στον εκτελεστό τίτλο ουσιαστικής αξίωσης. Είναι δε αδιάφορο, το θεμέλιο στο
οποίο στηρίζεται αυτή η μετάβαση, είτε δηλαδή η αναγκαστική εκτέλεση διεξάγεται
με βάση εκτελεστό τίτλο που είναι δικαστική (ή διαιτητική) απόφαση, είτε με
βάση τους άλλους αναφερόμενους στα άρθρα 904, 905 του Κ.Πολ.Δ.
εκτελεστούς τίτλους, γιατί η έννομη τάξη δεν αρκεί να αναγνωρίζει απλώς
δικαιώματα, αλλά πρέπει και να εξασφαλίζει και τον τρόπο αναγκαστικής
ικανοποίησής τους (πραγμάτωσης του δικαιώματος), για την ύπαρξη και το
περιεχόμενο των οποίων τα ενδιαφερόμενα μέρη, σε περίπτωση αμφισβήτησης,
μπορούν να προσφύγουν στη δικαστική διάγνωση, είτε πριν, είτε μετά την έναρξη
της εκτελεστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια επιτρέπεται αναγκαστική εκτέλεση
κατά του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, στα οποία έχουν επεκταθεί τα
προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε
αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον Κ.Πολ.Δ. εκτελεστούς
τίτλους (άρθρα 904, 905), ενόψει και της δυνατότητας καθοριστικής επέμβασης της
δικαιοδοτικής λειτουργίας στις περιπτώσεις που
αναφύονται αμφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής
εκτέλεσης. Σημειωτέον ότι ναι μεν οι τίτλοι αυτοί εξαιρούνται από το άρθρο 1
του Ν. 3068/2002 "Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις
...", πλην τούτο δεν μεταβάλλει τα πράγματα. Κατ' ακολουθίαν υπάρχει
υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται και στους ανωτέρω εκτελεστούς τίτλους,
αφού παρέχεται η δυνατότητα υλοποίησης αυτών με την αναγκαστική εκτέλεση τους,
κατ' εφαρμογή της εγγυώμενης από τα άρθρα 20 παρ. 1
του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α πραγμάτωσης
των προβλεπόμενων από την έννομη τάξη δικαιωμάτων (βλ. ΕΣ (ΠΡΑΚΤ) 19-3/2003 ΕΔΚΑ 2003.606) Τέλος κατά το αρθρ. 7 παρ. 2 του Ν.Δ.
496/1974 «περί λογιστικού των ν.π.δ.δ.» ο νόμιμος και
ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ορίζεται σε 6%
ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από
της επιδόσεως της αγωγής. Η ως άνω διάταξη ενέχεται ότι αντιβαίνει στα άρθρα 4
παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α
και 2 παρ. 3α και β', 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και
πολιτικά δικαιώματα (Ν2462/1997), διότι θεσπίζει άνιση προνομιακή μεταχείριση
των ν.π.δ.δ. σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του,
χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ανακύπτει έτσι
το νομικό ζήτημα της αντιθέσεως ή μη της εν λόγω διατάξεως προς τις
προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ
και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Για το
παραπάνω ζήτημα είχαν υποστηριχθεί σε παρόμοιες ή παρεμφερείς περιπτώσεις οι
ακόλουθες απόψεις α) Με την 3651/2002 απόφαση του Σ.τ.Ε
κρίθηκε ότι η πανομοιότυπη διάταξη του αρθρ. 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του
Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10.7.1944) αντίκειται στα
άρθρα 4 παρ 1, 20 παρ, 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ
και 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου αυτής β) Η πλειοψηφία της 804/2002
αποφάσεως του Α.Π. δέχθηκε αντίθετα την συνταγματικότητα της πιο πάνω διατάξεως
του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών Δημοσίου με την αιτιολογία ότι δεν
παραβιάζεται με αυτή η αρχή της αναλογικότητας (η παραβίαση της αρχής της
ισότητας δεν ερευνήθηκε λόγω αοριστίας του σχετικού λόγου της αναιρέσεως), γ)
Με την 11/2003 απόφαση της Ολομελείας του Α.Π. κρίθηκε στο παρεμφερές ζήτημα
της συνταγματικότητας του άρθρου 52 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 που προβλέπει την
αυτεπάγγελτη λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο της ενστάσεως παραγραφής των
αξιώσεων κατά των ν.π.δ.δ., ότι η διάταξη αυτή δεν
παραβιάζει την αρχή της συνταγματικότητας, διότι δικαιολογείται από λόγους
δημοσίου συμφέροντος, δ) Η ίδια ως άνω άποψη έγινε δεκτή με την 3850/2000
απόφαση του Σ.τ.Ε για την όμοια ρύθμιση του άρθρου 96
του Ν.Δ. 321/1969, με την αιτιολογία όμως ότι η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται
από την διαφορετική φύση των αξιώσεων και την ιδιαίτερη θέση και οργάνωση του
Δημοσίου. Ήδη το θέμα της συνταγματικότητας ή μη της άνω διατάξεως με τις με
αριθμούς ΑΠ 251/2005 και ΑΠ 248/2005 αποφάσεις του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε
στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. και, ΑΠ (ΟΛΟΜ)
17/2002, ΑΠ 570/2005, ΣΤΕ 3248/1996, Β. Καρακώστα 'Αμεση εκτελεστότητα ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων και
"νομιμοποίηση" διοικητικής δυστροπίας ΔΙΚ
2005. 227, Κ. Μπέη Η αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου και οι εκτελεστοί
τίτλοι προς τούτο Δ. 2005.683 ΕφΠατρ 1166/1896, Δ. Ράϊκου Συστήματα οργανώσεως της εκτελεστής διαδικασίας. Η
επίδραση της φυσιογνωμίας της διοικητικής δίκης στην οργάνωση της εκτελεστής
διαδικασίας Δ 2003.1236).
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων οι
διάδικοι προσκομίζουν, και επικαλούνται, από αυτά που συνομολογούν με τα
έγγραφα σημειώματά τους και από την εν γενεί αποδεικτική διαδικασία,
πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα : Με το με αριθμό
2305/4-12-2002 συμβόλαιο πωλήσεως της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Ε. Ν. οι καθών πώλησαν στον Δήμο Ηρακλείου, το περιγραφόμενο σ' αυτό
ακίνητο, αντί συνολικού τιμήματος 58.639 Ευρώ, το οποίο πιστώθηκε και
συμφωνήθηκε να καταβληθεί άτοκα, εντός μηνός ενώ σε περίπτωση υπερημερίας του
οφειλέτη με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. Ήδη κατά του αιτούντος επισπεύδεται από
τους καθ' ων η αίτηση, αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της από 20-7-2005 επιταγής
προς πληρωμή, κάτω από το με αριθμό 3/20-7-2005 Α' εκτελεστό απόγραφο του με
αριθμό 2305/4-12-2002 συμβολαίου πωλήσεως της άνω συμβολαιογράφου Ηρακλείου. Ήδη
ο αιτών άσκησε ανακοπή κατά της παραπάνω πράξης εκτέλεσης, ζητώντας την ακύρωση
της άνω πράξης εκτέλεσης ισχυριζόμενος με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ότι το
συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο επισπεύδουν σε βάρος του εκτέλεση οι καθών δεν αποτελεί κατά την έννοια του άρθρου 1 Ν 3068/2002
εκτελεστό τίτλο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως
ουσιαστικά αβάσιμος, σύμφωνα με όσα στην μείζονα σκέψη προεκτέθηκαν
αφού το εδάφιο β της άνω διάταξης αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.
1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Με το
δεύτερο λόγο ανακοπής ισχυρίζεται ότι στην προσβαλλόμενη επιταγή οι καθών υπολόγισαν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας με το
τρέχον επιτόκιο που ισχύει για τις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις και όχι προς 6%
κατά το άρθρο 7 παρ 2 ΝΔ 496/1974 σε συνδυασμό με όρθρο 29 παρ 5 Ν. 3202/2003,
δεδομένου ότι οφειλέτης ήταν ο δήμος. Ο λόγος αυτός της ανακοπής,
πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει. Ειδικότερα ενόψει της παραπομπής του θέματος
αυτού στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως γενικότερου ενδιαφέροντος,
ενόψει και των αντιθέτων απόψεων που έχουν υποστηριχθεί, πιθανολογείται ότι η
διάταξη της παρ 2 του άρθρου 7 του ΝΔ 496/74 δεν είναι αντισυνταγματική.
Πιθανολογήθηκε, επίσης, ότι ο αιτών θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, αν
συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, η αίτηση πρέπει
να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος,
τα δικαστικά έξοδα των καθ' ων η αίτηση (άρθρο 178 παρ 3 Κώδικα Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικής
εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος του αιτούντος με την από 20-7-2005 επιταγή
προς πληρωμή, κάτω από το με αριθμό 3/20-7-2005 Α' εκτελεστό απόγραφο του με
αριθμό 2305/4-12-2002 συμβολαίου πωλήσεως της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.
Ν., μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑ
3780/TM/733/2005 ανακοπής που άσκησε
κατά της εκτέλεσης και υπό τον όρο ότι η ανακοπή θα συζητηθεί μέσα σε προθεσμία
τριών (3) μηνών,
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα
δικαστικά έξοδα των καθών τα οποία ορίζει σε εκατόν
ογδόντα (180,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στο Ηράκλειο, χωρίς τη παρουσία
των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11 Οκτωβρίου 2005.