ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 70/2004

 

Τράπεζες - ΑΤΕ - Οφειλές αγροτών - Επανακαθορισμός οφειλής - Ανατοκισμός -.

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Yποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει ως και την 31.12.2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες, είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων, που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος. Ενόψει των ποσοτικών αυτών ορίων καθιερώνεται ειδικότερα, διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή "επαναρρύθμιση", διαδικασία που κινείται με την υποβολή σχετικής αιτήσεως, από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το σχετικό πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθοριζόμενης οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους. Ως υφιστάμενη συνολική οφειλή πρέπει να νοηθεί η οφειλή, η οποία περιλαμβάνει κεφάλαιο και κάθε άλλο ποσό παρεπόμενο τούτου, όπως τόκους συμβατικούς και υπερημερίας, όχι όμως και τόκους εξ ανατοκισμού, διότι αυτοί σύμφωνα με την σχετική διάταξη "δεν υπολογίζονται", ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη, έξοδα δικαστικά και πάσης άλλης φύσεως προμήθειες, επιβαρύνσεις κλπ. Ο νόμος εισάγει εξαιρετικό δίκαιο, παρέχοντας την ευχέρεια στους αγρότες, που οφείλουν ποσά που έχουν ρυθμισθεί από την Αγροτική Τράπεζα, να επιλέξουν αυτοί, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται, τον τρόπο κατά τον οποίο τα χρέη αυτά θα ρυθμισθούν. Όσον αφορά ποσά οφειλών αγροτών που δεν έχουν ρυθμισθεί, τότε γι' αυτά εφαρμογής τυγχάνουν γενικά οι ρυθμίσεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001. O νομοθέτης, ρητά προέβλεψε την μη εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού στις επιχειρήσεις, και όταν αναφέρει επιχειρήσεις εννοεί και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οφειλές των οποίων ρυθμίστηκαν με ειδικούς όρους βάσει εκδοθεισών ατομικών ή γενικών υπουργικών αποφάσεων, με την προϋπόθεση αυτές (συμβάσεις) να έχουν υπογραφεί, όπου αυτές απαιτούνται. Oσον αφορά ρυθμιστική δανεική σύμβαση, καταρτισθείσας μεταξύ της Τράπεζας και φυσικού προσώπου ασκούντος επιχείρηση, που έγινε μετά από την έκδοση υπουργικής αποφάσεως, η οποία προέβη στην ρύθμιση με ειδικούς όρους των σ' αυτή αναφερόμενων οφειλών, αυτή δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθ. 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροποπ. με το άρθ. 42 του Ν. 2912/2001. Αντίθετα, ρυθμιστικές δανειακές συμβάσεις που εξακολουθούν να ισχύουν κατά την 09-5-2001 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου) και έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα (την 24-8-2001) και νομότυπα αίτηση περί υπαγωγής αυτών στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου αυτού υπάγονται στη ρύθμιση του άρθ. 30 παρ. 8 Ν. 2789/2000, όπως τροπ. με τις παρ. 3 και 4 του άρθ. 42 Ν. 2912/2001. Στις δανειακές συμβάσεις που δεν έχουν ρυθμιστεί μέχρι τις 09-5-2001 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του παραπάνω νόμου), εφαρμόζονται γενικά οι ρυθμίσεις του άρθ. 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 42 του Ν. 2912/2001.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  Αριθμός Απόφασης 70/451/93/2004

   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

   ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

   Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χρήστο Χατζηκωνσταντίνο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο και τη Γραμματέα Μαρία Παναγιωτάκη.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2003, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:

   ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Ζ.Α., κατοίκου Β. Ηρακλείου, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Φιλιππάκη.

   ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της "Α.Τ.Ε. Α.Ε." που εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Τίτου Ταγαράκη.

   Ο ενάγων, άσκησε στο Δικαστήριο αυτό κατά της παραπάνω εναγομένης τη με χρονολογία 29-1-2003 και με αριθμό κατάθεσης Γ.Α. 451/ΤΜ/93/2003 αναγνωριστική αγωγή του και προσδιορίστηκε για συζήτηση στις 16-4-2003. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για την παραπάνω δικάσιμο.

   Αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

   Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στο σχετικό πρακτικό και στις προτάσεις τους.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2879/2000, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 "Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση και ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση: α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτήν, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ως άνω νόμου, όπως το πρώτο εδάφιό της αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 2912/2001, "Ολες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά τη λήψη ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος". Το αυτό ισχύει και για εισπραχθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά από διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, τηρουμένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του ΚΠολΔ. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία. Συνεπώς, με το άρθρο 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του ν. 2873/2000 και με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, εγκαθιδρύθηκε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει ως και την 31-12-2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες, είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις (άρθ. 30 παρ. 3 ν. 2789/2000, όπως τροπ. με το άρθ. 42 ν. 2912/2001), να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων, που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος (άρθ. 30 παρ. 1 ν. 2789/2000, όπως αντικ. με το άρθ. 42 ν. 2912/2001). Ενόψει των παραπάνω ποσοτικών ορίων, το άρθρο 30 παρ. 4 καθιερώνει ειδικότερα, διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή "επαναρρύθμιση" (άρθ. 42 παρ. 6 ν. 2912/2001), διαδικασία που κινείται με την υποβολή σχετικής αιτήσεως, από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το σχετικό πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθοριζόμενης οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με εφαρμογή του άρθ. 30 παρ. 1 και 2 ν. 2789/2000 (άρθ. 30 παρ. 5 ν. 2789/2000), (βλ. Σχινά "Ρυθμίσεις παλαιών οφειλών υπό του άρθ. 30 ν. 2789/2000 και του άρθ. 42 ν. 2912/2001", ΕπΕμπΔ 2001/616 επ.). Προφανής σκοπός της καθιερούμενης αυτής υποχρεώσεως των τραπεζικών ιδρυμάτων, για τον επανακαθορισμό των απαιτήσεών τους, είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τις επιχειρήσεις διογκώσεως των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους, ενόψει των υψηλών επιτοκίων και των υπό το ισχύον καθεστώς παρανόμων ανατοκισμών κατά τις χρονικές περιόδους στις οποίες αναφέρεται η σχετική ρύθμιση (βλ. Ψυχομάνη "Τραπεζικό Δίκαιο", έκδ. 2001, σελ. 120-121, Γέσιου - Φαλτσή, Γνωμοδότηση, ΕλλΔνη 44/103, ΜΠρωτΠειρ 2891/2003 ΝΟΜΟΣ). Από την αντιπαραβολή των κειμένων των ως άνω διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 30, με τις ισχύουσες πριν την αντικατάσταση μορφές της, με το υφιστάμενο κείμενο, διαπιστώνεται ότι το αρχικό κείμενο της παρ. 1 του άρθρου 30 αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τους "τόκους σε καθυστέρηση", ενώ η νέα διάταξη είναι ευρύτερη, διότι αφορά την "υφιστάμενη συνολική οφειλή". Ως τέτοια δε, πρέπει, σύμφωνα και με τον ως άνω σκοπό της ρυθμίσεως, να νοηθεί η οφειλή, η οποία περιλαμβάνει κεφάλαιο και κάθε άλλο ποσό παρεπόμενο τούτου, όπως τόκους συμβατικούς και υπερημερίας, όχι όμως και τόκους εξ ανατοκισμού, διότι αυτοί σύμφωνα με την ίδια διάταξη "δεν υπολογίζονται", ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη, έξοδα δικαστικά και πάσης άλλης φύσεως προμήθειες, επιβαρύνσεις κλπ. (βλ. Σχινά ό.π., σελ. 618). Πράγματι, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως, που έγκειται στην αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τις επιχειρήσεις διογκώσεως των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους, ενόψει των υψηλών επιτοκίων και των υπό το ισχύον καθεστώς παράνομων ανατοκισμών στις περιόδους στις οποίες αναφέρεται η σχετική ρύθμιση, δεν προκύπτει ότι είναι δυνατόν να προστεθούν στη συνολική οφειλή οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις που ίσχυαν μέχρι τη ρύθμιση, διότι εάν η πραγματική βούληση του νομοθέτη ήταν, κατά τον υπολογισμό της συνολικής οφειλής, να λαμβάνονται υπόψη ως κεφάλαιο του ληφθέντος δανείου επιβαρύνσεις και εισφορές που ορίζονται με νομοθετήματα, θα το προέβλεπε ρητά στη διάταξή του. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ερμηνείας αυτής, αντλείται από την αντιπαραβολή της προηγούμενης και της ισχύουσας μορφής του κειμένου της παρ. 2. Έτσι στη διάταξη αυτή, πριν την αντικατάστασή της, οριζόταν ότι οι καταβολές που έχουν γίνει από τους οφειλέτες αφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί με την παρ. 1, προαφαιρουμένων από αυτές των εξόδων, που πράγματι έχουν εκταμιευτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα. Αντιθέτως, η ισχύουσα διάταξη, δεν περιλαμβάνει ανάλογη ρύθμιση, που να ορίζει δηλαδή ότι από τις καταβολές που γίνονται από τον οφειλέτη, οι οποίες αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παρ. 1, προαφαιρούνται τα παραπάνω έξοδα. Εάν όμως ο νομοθέτης πράγματι ήθελε να μην περιλαμβάνονται στην καθορισθείσα, σύμφωνα με την παρ. 1, συνολική οφειλή τα προαναφερόμενα παρεπόμενα έξοδα, εισφορές, ΕΦΤΕ κλπ., θα το προέβλεπε, όπως έγινε με το αρχικό κείμενο της παρ. 2 του άρθρου 30, για τα έξοδα που πράγματι έχουν εκταμιευτεί από την τράπεζα, των οποίων την επιπλέον είσπραξη θέλησε να διασφαλίσει η διάταξη, ορίζοντας ότι από τις γενόμενες καταβολές προαφαιρούνται τα έξοδα αυτά και κατόπιν καταλογίζονται αυτές στην εκ τόκων οφειλή. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του ως άνω νόμου "Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Αρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. Σε όσες, όμως, από τις παραπάνω περιπτώσεις, πλην εκείνων που ρυθμίστηκαν με διατάξεις νόμου, υφίσταται ανεξόφλητο υπόλοιπο μετά τις 31-12-2000 και τα ποσά που καταβλήθηκαν ή πρόκειται να καταβληθούν κατά τις ισχύουσες συμφωνίες ή με βάση τις τελεσίδικες αποφάσεις υπερβαίνουν το ποσό της συνολικής οφειλής με βάση τον υπολογισμό της παραγράφου 1 του παρόντος, από το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο διαγράφεται το υπερβάλλον. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας είτε οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία. Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., που έχουν ρυθμισθεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Το δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο ρύθμισης χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με διάταξη νόμου δεν θίγονται.", έτσι όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 προστέθηκε με την παρ. 3 άρθ. 42 ν. 2912/2001, ΦΕΚ Α 94/09-5-2001. Με την παρ. 4 άρθ. 42 ν. 2912/2001, ΦΕΚ Α 94/09-5-2001, ορίζεται ότι: "Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 8 του παραπάνω άρθρου προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος επιλογής εκ μέρους των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών παρατείνεται αφότου έληξε μέχρι την 30-9-2001". Ο ανωτέρω νόμος στην παράγραφο 8, πέραν του γεγονότος ότι αναφέρει τις περιπτώσεις στις οποίες αυτός εφαρμόζεται, εισάγει εξαιρετικό δίκαιο, παρέχοντας την ευχέρεια στους αγρότες, που οφείλουν ποσά που έχουν ρυθμισθεί από την Αγροτική Τράπεζα, να επιλέξουν αυτοί, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται, τον τρόπο κατά τον οποίο τα χρέη αυτά θα ρυθμισθούν. Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης θέλησε, εν προκειμένω, να λάβει μέριμνα και να αντιμετωπίσει ευνοϊκά το πρόβλημα των οφειλών μιας ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας, όπως είναι οι αγρότες, που έχουν σημαντικό μερίδιο προσφοράς στην οικονομία της χώρας και τα έσοδα των οποίων εξαρτώνται από αστάθμητους παράγοντες και κατά συνέπεια, δεν είναι λίγες οι φορές που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, που πηγάζουν από δανειακές συμβάσεις, προς την Αγροτική Τράπεζα, αναγκάζοντάς τους να συνάπτουν εκ νέου δανειακές συμβάσεις, με αποτέλεσμα η κατάσταση αυτή να διαιωνίζεται. Όσον αφορά ποσά οφειλών αγροτών που δεν έχουν ρυθμισθεί, τότε γι' αυτά εφαρμογής τυγχάνουν γενικά οι ρυθμίσεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001.

   Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων ισχυρίζεται στην κρινόμενη αγωγή του, παραιτούμενος μ' αυτή του δικογράφου της από 16-7-2002 και με αριθμό ΓΑ 3177/ΤΠ/451 αναγνωριστικής αγωγής που κατέθεσε κατά της ίδιας εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (άρθ. 294 και 295 ΚΠολΔ), ότι είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και ως τέτοιος έλαβε από το Υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας στις Μοίρες Ηρακλείου τα δάνεια που, αναλυτικά και με λεπτομέρεια κατά ποσό και χρόνο σύναψης, αναφέρει στην αγωγή του. Ότι με την από 24-8-2001 αίτησή του προς την ως άνω Τράπεζα ζήτησε την επαναρρύθμιση των οφειλών του σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροπ. με την παρ. 1 του άρθ. 42 του ν. 2912/2001 και η Τράπεζα του απάντησε ότι οι οφειλές από τα παραπάνω δάνεια δεν υπάγονται στον ως άνω νόμο διότι είχαν ρυθμισθεί βάσει αποφάσεως της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων και του εγνώρισε το ποσό που έχει καταβάλει και το ποσό που ακόμη οφείλει. Ότι η οφειλή του από τα ληφθέντα από την παραπάνω Τράπεζα δάνεια και κατ' εφαρμογή του ως άνω νόμου, ανέρχεται σύμφωνα με τους υπολογισμούς του σε ποσό σημαντικά κατώτερο απ' αυτό που του ζητά η τελευταία. Ζητά δε, να αναγνωρισθεί ότι οι εκ δανείων οφειλές του υπάγονται στις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροπ. με την παρ. 1 του άρθ. 42 του ν. 2912/2001, ότι η συνολική οφειλή του μέχρι την 09-5-2001 ανέρχεται στο ποσό των 13.366.690 δρχ. ή 39.227 ευρώ νομιμοτόκως από 09-5-2001 και μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη.

   Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά και αρμόδια καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται να δικασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (άρθ. 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2 και 25 ΚΠολΔ). Είναι δε πλήρως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1, 2 και 8 του ν. 2789/2000, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 και 70, 176 ΚΠολΔ και επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

   Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 9 περίπτωση α' του παραπάνω νόμου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 5 άρθ. 42 ν. 2912/2001, ΦΕΚ Α 94/09-5-2001, "Δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου: α) Οφειλές επιχειρήσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατονικές - ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους, και εφόσον έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, όπου αυτές απαιτούνται. β) ... γ) ... δ) ...". Από την ερμηνεία αλλά και το γενικότερο πνεύμα της τελευταίας αυτής παραγράφου και ειδικότερα της πρώτης περίπτωσης, προκύπτει, ότι ο νομοθέτης, ρητά προέβλεψε την μη εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού στις επιχειρήσεις, και όταν αναφέρει επιχειρήσεις εννοεί και τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οφειλές των οποίων ρυθμίστηκαν με ειδικούς όρους βάσει εκδοθεισών ατομικών ή γενικών υπουργικών αποφάσεων, με την προϋπόθεση αυτές (συμβάσεις) να έχουν υπογραφεί, όπου αυτές απαιτούνται.

   Η εναγόμενη, με τις προτάσεις που κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. 617/1980 πρόσθετης δανειστικής συμβάσεως, η οποία έγινε βάσει απόφασης της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, ρυθμίστηκαν οι οφειλές που εκθέτει στην αγωγή του ο ενάγων και ως εκ τούτου εφαρμογής τυγχάνει η παρ. 9 του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποπ. με το άρθ. 42 του ν. 2912/2001 και συνεπώς, δεν ανατρέπεται η υφιστάμενη ρύθμιση, προκειμένου να υπαχθεί στη διάταξη της παρ. 8 περ. β' του άρθ. 30 του ως άνω νόμου.   Ακολούθως, ισχυρίζεται, ότι οι υπ' αριθμ. 227/24-7-1997 και 124/24-7-1997 πρόσθετες δανειακές συμβάσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα δυνάμει αποφάσεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κι όχι με ατομική ή γενική υπουργική απόφαση, ανατρέπονται και άρα μπορούν να ρυθμιστούν με την παρ. 8 του άρθ. 30 του παραπάνω νόμου.

   Από τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων συνήψε με την εναγομένη στο υποκατάστημά της στις Μοίρες Ηρακλείου τις παρακάτω δανειακές συμβάσεις: 1) την από 17-6-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 210.000 για κατασκευή θερμοκηπίου, 2) την από 28-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 20.000 για αγορά ψεκαστικού, 3) την από 29-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 65.000 για δίκτυο άρδευσης θερμοκηπίου, 4) την από 17-11-1978 σύμβαση δανείου δρχ. 30.000 για πετρελαιομηχανή, 5) την από 01-6-1979 σύμβαση δανείου δρχ. 100.000 για εκβάθυνση πηγαδιού κι αγορά σωλήνων, 6) την από 01-11-1979 σύμβαση δανείου καύσωνα δρχ. 18.000, 7) την από 18-12-1979 σύμβαση δανείου δρχ. 8.450 για αγορά ελαιοδικτύων, 8) την από 16-5-1980 σύμβαση δανείου δρχ. 450.000 για κατασκευή θερμοκηπίων, 9) την από 07-7-1980 σύμβαση δανείου καλλιεργητικού θερμοκηπίου δρχ. 175.000, 10) την από 17-7-1980 σύμβαση δανείου δρχ. 450.000 για δίκτυο άρδευσης, 11) την από 24-12-1980 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια αμπελιού δρχ. 30.000, 12) την από 21-01-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 80.000, 13) την από 18-02-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 30.000, 14) την από 18-02-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια ελιών δρχ. 60.000, 15) την από 03-8-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 60.000 για επισκευή θερμοκηπίου, 16) την από 05-8-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 70.000, 17) την από 09-10-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 105.000, 18) την από 28-12-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια αμπελιού δρχ. 40.000, 19) την από 28-12-1981 σύμβαση στεγαστικού δανείου δρχ. 500.000, 20) την από 07-01-1982 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια καρπουζιού δρχ. 100.000, 21) την από 09-3-1982 σύμβαση δανείου ελιών δρχ. 75.000, 22) την από 10-6-1982 σύμβαση δανείου αγοράς τρακτέρ δρχ. 442.700, 23) την από 14-7-1982 σύμβαση δανείου θερμοκηπίου δρχ. 200.000, 24) την από 18-11-1982 σύμβαση δανείου αποπεράτωσης οικίας δρχ. 100.000, 25) την από 18-11-1982 σύμβαση δανείου αποκατάστασης ζημιών θερμοκηπίου δρχ. 210.000 και 26) την από 09-12-1982 σύμβαση δανείου καλλιέργειας θερμοκηπίου δρχ. 50.000. Ακολούθως, ο ενάγων, ο οποίος είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, με την από 24-8-2001 αίτησή του προς την Αγροτική Τράπεζα (Υποκατάστημα Μοιρών Ηρακλείου), ζήτησε, εμπρόθεσμα και νομότυπα, τα προαναφερόμενα δάνεια να υπαχθούν στις ευνοϊκές διατάξεις του άρθ. 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποπ. με τις παρ. 3 και 4 του άρθ. 42 του ν. 2912/2001. Εξάλλου, αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων δυνάμει των υπ' αριθμ. 617/15-5-1990, 227/24-7-1997 και 144/24-7-1997 πρόσθετων δανειακών συμβάσεων προχώρησε σε ρύθμιση κάποιων παλαιότερων οφειλών του και ειδικότερα: Α) στην υπ' αριθμ. 617/15-5-1990 πρόσθετη δανειακή σύμβαση ρυθμίστηκαν μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω δάνεια, από αυτά των οποίων την επαναρρύθμιση βάσει του τελευταίου νόμου ζητά ο ενάγων: α) το από 17-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 210.000, β) το από 18-12-1979 δάνειο εκ δρχ. 8.450, γ) το από 01-6-1979 δάνειο εκ δρχ. 100.000, δ) το από 16-5-1980 δάνειο εκ δρχ. 450.000, ε) το από 17-7-1980 δάνειο εκ δρχ. 450.000, στ) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000, ζ) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000 και η) το από 01-11-1979 δάνειο εκ δρχ. 18.000. Σημειωτέον, ότι η εν λόγω δανειακή ρύθμιση έλαβε χώρα κατόπιν της από 29-3-1989 απόφασης του ΚΥΣΥΜ και της υπ' αριθμ. 1173/89 απόφασης της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων. Β) στην υπ' αριθμ. 227/24-7-1997 πρόσθετη δανειακή σύμβαση ρυθμίστηκαν μεταξύ άλλων και τα παρακάτω δάνεια, από αυτά των οποίων την επαναρρύθμιση βάσει του τελευταίου νόμου ζητά ο ενάγων: α) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000 και β) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000 και Γ) στην υπ' αριθμ. 144/24-7-1997 πρόσθετη δανειακή σύμβαση ρυθμίστηκαν μεταξύ άλλων και τα παρακάτω δάνεια, από αυτά των οποίων την επαναρρύθμιση βάσει του τελευταίου νόμου ζητά ο ενάγων: α) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000 και β) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000.

   Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων είχε καταβάλλει μέχρι τις 14-9-2001 στην εναγομένη Τράπεζα και προς εξόφληση των εκ δανείων οφειλών του το συνολικό ποσό των 8.708.210 δρχ. ή 25.556,01 ευρώ (βλ. το με αριθμ. πρωτ. 2456/14-9-2001 έγγραφο της Αγροτικής Τράπεζας Μοιρών Ηρακλείου). Εξάλλου, όσον αφορά την υπ' αριθμ. 617/15-5-1990 ρυθμιστική δανεική σύμβαση, αυτή δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποπ. με το άρθ. 42 του ν. 2912/2001, καθόσον, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτιθέμενα, πρόκειται περί δανειακής συμβάσεως καταρτισθείσας μεταξύ της Τράπεζας και φυσικού προσώπου ασκούντος επιχείρηση, που έγινε μετά από την έκδοση υπουργικής αποφάσεως, η οποία προέβη στην ρύθμιση με ειδικούς όρους των σ' αυτή αναφερόμενων οφειλών (άρθ. 30 παρ. 9 περ. α' ν. 2789/2000, όπως τροποπ. με το άρθ. 42 παρ. 5 ν. 2912/2001) και συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα της αγωγής που αφορά την υπαγωγή αυτών (δανείων) στις διατάξεις της παρ. 8 του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροπ. με τις παρ. 3 και 4 του άρθ. 42 του ν. 2912/2001 των: α) από 17-11-1982 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 210.000, β) από 18-12-1979 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 8.450, γ) από 01-6-1979 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 100.000, δ) από 16-5-1980 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 450.000, ε) από 17-7-1980 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 450.000, στ) από 28-12-1981 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 500.000, ζ) από 18-11-1982 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 100.000 και η) από 01-11-1979 δανειακή σύμβαση εκ δρχ. 18.000. Αντίθετα, οι δύο άλλες ρυθμιστικές δανειακές συμβάσεις, υπ' αριθμ. 227/24-7-1997 και 144/24-7-1997 υπάγονται στη ρύθμιση του άρθ. 30 παρ. 8 ν. 2789/2000, όπως τροπ. με τις παρ. 3 και 4 του άρθ. 42 ν. 2912/2001, αφού εξακολουθούν να ισχύουν (οι ρυθμιστικές συμβάσεις) κατά την 09-5-2001 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου) και έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα (την 24-8-2001) και νομότυπα αίτηση περί υπαγωγής αυτών στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου αυτού και επομένως, μπορούν να ρυθμιστούν βάσει των διατάξεων αυτών. Σχετικά δε, με τις υπόλοιπες δανειακές συμβάσεις που δεν έχουν ρυθμιστεί μέχρι τις 09-5-2001 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του παραπάνω νόμου), εφαρμόζονται γενικά οι ρυθμίσεις του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 42 του ν. 2912/2001, κατά τα παραπάνω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναφερόμενα, και συνεπώς: 1) η από 17-6-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 210.000 για κατασκευή θερμοκηπίου, 2) η από 28-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 20.000 για αγορά ψεκαστικού, 3) η από 29-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 65.000 για δίκτυο άρδευσης θερμοκηπίου, 4) η από 17-11-1978 σύμβαση δανείου δρχ. 30.000 για πετρελαιομηχανή, 5) η από 07-7-1980 σύμβαση δανείου καλλιεργητικού θερμοκηπίου δρχ. 175.000, 6) η από 24-12-1980 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια αμπελιού δρχ. 30.000, 7) η από 21-01-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 80.000, 8) η από 18-02-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 30.000, 9) η από 18-02-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια ελιών δρχ. 60.000, 10) η από 03-8-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 60.000 για επισκευή θερμοκηπίου, 11) η από 05-8-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 70.000, 12) η από 09-10-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 105.000, 13) η από 28-12-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια αμπελιού δρχ. 40.000, 14) η από 07-01-1982 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια καρπουζιού δρχ. 100.000, 15) η από 09-3-1982 σύμβαση δανείου ελιών δρχ. 75.000, 16) η από 10-6-1982 σύμβαση δανείου αγοράς τρακτέρ δρχ. 442.700, 17) η από 14-7-1982 σύμβαση δανείου θερμοκηπίου δρχ. 200.000, 18) η από 18-11-1982 σύμβαση δανείου αποκατάστασης ζημιών θερμοκηπίου δρχ. 210.000 και 19) η από 09-12-1982 σύμβαση δανείου καλλιέργειας θερμοκηπίου δρχ. 50.000, θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν με βάση τα γενικά στο άρθ. 30 του ν. 2789, όπως τροπ. με το άρθ. 42 του ν. 2912/2001, αναφερόμενα.

   Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να αναγνωρισθεί ότι το ποσό που κατέβαλε ο ενάγων στην εναγομένη Τράπεζα προς εξόφληση των από αυτή χορηγηθέντων δανείων ανέρχεται στο ποσό των 8.708.210 δρχ ή 25.556,01 ευρώ και να υποχρεωθεί η εναγομένη Τράπεζα να αναγνωρίσει την υπαγωγή και τον επανακαθορισμό των χορηγηθέντων στον ενάγοντα δανείων ως εξής: Α) Στα ισχύοντα γενικά στο άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως τροπ. με το άρθ. 42 του ν. 2912/2001, υπάγονται τα παρακάτω δάνεια: 1) η από 17-6-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 210.000 για κατασκευή θερμοκηπίου, 2) η από 28-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 20.000 για αγορά ψεκαστικού, 3) η από 29-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 65.000 για δίκτυο άρδευσης θερμοκηπίου, 4) η από 17-11-1978 σύμβαση δανείου δρχ. 30.000 για πετρελαιομηχανή, 5) η από 07-7-1980 σύμβαση δανείου καλλιεργητικού θερμοκηπίου δρχ. 175.000, 6) η από 24-12-1980 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια αμπελιού δρχ. 30.000, 7) η από 21-01-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 80.000, 8) η από 18-02-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 30.000, 9) η από 18-02-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια ελιών δρχ. 60.000, 10) η από 03-8-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 60.000 για επισκευή θερμοκηπίου, 11) η από 05-8-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 70.000, 12) η από 09-10-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια θερμοκηπίου δρχ. 105.000, 13) η από 28-12-1981 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια αμπελιού δρχ. 40.000, 14) η από 07-01-1982 σύμβαση δανείου για καλλιέργεια καρπουζιού δρχ. 100.000, 15) η από 09-3-1982 σύμβαση δανείου ελιών δρχ. 75.000, 16) η από 10-6-1982 σύμβαση δανείου αγοράς τρακτέρ δρχ. 442.700, 17) η από 14-7-1982 σύμβαση δανείου θερμοκηπίου δρχ. 200.000, 18) η από 18-11-1982 σύμβαση δανείου αποκατάστασης ζημιών θερμοκηπίου δρχ. 210.000 και 19) η από 09-12-1982 σύμβαση δανείου καλλιέργειας θερμοκηπίου δρχ. 50.000, ενώ Β) Στην παρ. 8 του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτή τροπ. με τις παρ. 3 και 4 του άρθ. 42 του ν. 2912/2001, υπάγονται τα εξής δάνεια, τα οποία περιλαμβάνονται στις υπ' αριθμ. 227/24-7-1997 και 144/24-7-1997 πρόσθετες δανειστικές συμβάσεις και ειδικότερα: α) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000 και β) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000 καθώς και α) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000 και β) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

   ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

   ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. να προχωρήσει στον επανακαθορισμό των οφειλών του ενάγοντος: Α) Σύμφωνα με τα ισχύοντα γενικά στο άρθρο 30 του ν. 2789/2000, όπως τροπ. με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, όσον αφορά τις παρακάτω δανειακές συμβάσεις: 1) την από 17-6-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 210.000, 2) την από 28-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 20.000, 3) την από 29-11-1977 σύμβαση δανείου, ποσού δρχ. 65.000, 4) την από 17-11-1978 σύμβαση δανείου δρχ. 30.000, 5) την από 07-7-1980 σύμβαση δανείου δρχ. 175.000, 6) την από 24-12-1980 σύμβαση δανείου δρχ. 30.000, 7) την από 21-01-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 80.000, 8) την από 18-02-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 30.000, 9) την από 18-02-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 60.000, 10) την από 03-8-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 60.000, 11) την από 05-8-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 70.000, 12) την από 09-10-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 105.000, 13) την από 28-12-1981 σύμβαση δανείου δρχ. 40.000, 14) την από 07-01-1982 σύμβαση δανείου δρχ. 100.000, 15) την από 09-3-1982 σύμβαση δανείου δρχ. 75.000, 16) την από 10-6-1982 σύμβαση δανείου δρχ. 442.700, 17) την από 14-7-1982 σύμβαση δανείου δρχ. 200.000, 18) την από 18-11-1982 σύμβαση δανείου δρχ. 210.000 και 19) την από 09-12-1982 σύμβαση δανείου δρχ. 50.000, Β) Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρ. 8 του άρθ. 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτή τροπ. με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 42 του ν. 2912/2001, όσον αφορά τις οφειλές του ενάγοντος προς την εναγομένη Τράπεζα που ρυθμίστηκαν δυνάμει των υπ' αριθμ. 227/24-7-1997 και 144/24-7-1997 πρόσθετων δανειστικών συμβάσεων και ειδικότερα: α) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000 και β) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000 καθώς και α) το από 28-12-1981 δάνειο εκ δρχ. 500.000 και β) το από 18-11-1982 δάνειο εκ δρχ. 100.000.

   ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

   ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στο Ηράκλειο στις 6 Φεβρουαρίου 2004, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.