ΜΠρΑθ (ασφ.μ.) 8563/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αναγκαστική εκτέλεση - Τράπεζες - Επανακαθορισμός οφειλής -.

 

Αναγκαστική εκτέλεση από Τράπεζες. Επαναπροσδιορισμός των απαιτήσεων της Τράπεζας. Βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση της Τράπεζας χωρίς ν' απαιτείται αναγνωριστική γι' αυτήν απόφαση. Ανατοκισμός. Η μερική ακυρότητα της επιταγής δεν επιδρά στο κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης για το υπόλοιπο της απαίτησης. Η επιδίωξη της είσπραξης της απαίτησης από την Τράπεζα δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Αλεξοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 20 Οκτωβρίου 2003, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Των αιτούντων: α) Γ.Λ. του Α. και β) Κ. συζ. Γ.Λ., το γένος Θ.Α., κατοίκων Νέα Ιωνίας Αττικής, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Διονυσία Μουζάκη.

   Της καθής η αίτηση: Ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αντώνιος Βένετης.

   Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η αίτηση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμ. 120777/9775/2003, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο έκθεμα.

   Κατά τη συνεδρίαση και την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το έκθεμα οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν του ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται εις βάρος τους, δυνάμει της από 21-7-2003 επιταγής προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί σε αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμ. 1286/1997 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφασης επί της ανακοπής, που έχουν ασκήσει νομίμως και εμπροθέσμως κατά της εκτέλεσης για τους λόγους που αναφέρουν στην ανακοπή τους. Η εν λόγω αίτηση εισάγεται αρμοδίως για να συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔικ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 938 ΚΠολΔικ, μόνο ως προς την δεύτερη των αιτούντων, κατά της οποίας επισπεύδεται εκτέλεση με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή, ενώ κατά του πρώτου απ' αυτούς είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθόσον κατ' αυτού δεν έχει επιδοθεί σχετική επιταγή. Πρέπει, επομένως, ως προς τη δεύτερη των αιτούντων, να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της.

   Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της καθής Ε.Κ., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, τη χωρίς όρκο κατάθεση του πρώτου των αιτούντων και από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Με την με αριθμ. 535/30-4-1990 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό η καθής χορήγησε πίστωση στον πρώτο των αιτούντων ποσού 1.200.000 δραχμών, στην οποία εγγυήθηκε η δεύτερη. Στη συνέχεια με τις με αριθμ. 535/14-5-1991, 535/24-7-1991, 535/3/308-91, 535/4/17-12-92, 535/5/17-3-93 αυξητικές συμβάσεις η πίστωση αυξήθηκε μέχρι του ποσού των 22.000.000 δραχμών. Ο παραπάνω λογαριασμός έκλεισε στις 29-1-1996 και επακολούθησε, κατόπιν αιτήσεως της καθής, η έκδοση της με αριθμ. 1286/1997 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου. Με την εν λόγω διαταγή πληρωμής οι αιτούντες διατάχθηκαν να καταβάλουν στην καθής το ποσό των 6.753.737 δραχμών, εντόκως με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας και με τρίμηνο ανατοκισμό των τόκων από 21-2-1996 μέχρις εξοφλήσεως, καθώς και το ανάλογο ποσοστό του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ), πλέον δικαστικών εξόδων ποσού 243.000 δρχ. Στη συνέχεια η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην δεύτερη των αιτούντων, στις 18-2-1997 αλλά κατ' αυτής δεν ασκήθηκε ανακοπή κατ' άρθρον 632 παρ. 1 ΚΠολΔικ. Επακολούθησε νέα επίδοση αυτής στην ίδια εκ των αιτούντων, στις 8-4-1997 αλλά δεν ασκήθηκε ανακοπή κατ' άρθρον 633 του ίδιου κώδικα και η διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Η καθής επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή και κατάσχεση ακινήτων της δεύτερης των αιτούντων, έναντι δε της οφειλής, αυτή κατέβαλε διάφορα ποσά και αναστελλόταν η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ακολούθως η εν λόγω υπόθεση υπήχθη στη ρύθμιση του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, σύμφωνα με το οποίο ρυθμίστηκαν και οι από τόκους οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα από συμβάσεις δανείων, που είχαν καταγγελθεί ή αλληλόχρεων λογαριασμών που είχαν κλείσει μέχρι τις 31-12-2000 ή αν δεν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση που η απαίτηση είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή μέχρι την 31-12-2000. Με την παραπάνω διάταξη ορίσθηκε ο τρόπος προσδιορισμού της συνολικής οφειλής, λαμβάνοντας ως βάση το ληφθέν κεφάλαιο ή το άθροισμα, των κεφαλαίων των περισσότερων δανείων, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο, ορίζοντας επίσης ότι σε κάθε περίπτωση στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση δεν υπολογίζονται τόκοι από ανατοκισμό. Περαιτέρω ορίσθηκε (παρ. 3 του άρθρου 42 του ίδιου νόμου) ότι σε όσες περιπτώσεις, πλην εκείνων που ρυθμίστηκαν με διατάξεις νόμου, υφίσταται ανεξόφλητο υπόλοιπο μετά τις 31-12-2000 και τα ποσά που καταβλήθηκαν ή πρόκειται να καταβληθούν κατά τις ισχύουσες συμφωνίες ή με βάση τελεσίδικες αποφάσεις υπερβαίνουν το ποσό της συνολικής οφειλής με βάση τον υπολογισμό της παρ. 1 (του ίδιου άρθρου, ήτοι 42 του ν. 2912/2001) από το ανεξόφλητο υπόλοιπο διαγράφεται το υπερβάλλον. Εξάλλου κατά το άρθρο 30 παρ. 7 του ν. 2789/2000 το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας θα προσδιορίζει το οφειλόμενο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ίδιου άρθρου, ποσό της απαίτησης. Στην προκείμενη περίπτωση η καθής η αίτηση, μετά τη λήξη της οριζόμενης από το ίδιο νόμο αναστολής εκτελέσεως, επαναπροσδιόρισε την απαίτηση της και στις 28-7-2003 κοινοποίησε στη δεύτερη των αιτούντων την από 21-7-2003 επιταγή προς πληρωμή, που έχει συνταχθεί κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμ. 1286/1997 διαταγής πληρωμής του δικαστή του δικαστηρίου τούτου, επιτάσσοντας αυτή να καταβάλει το ποσό των 40.479, 81 ευρώ, για το υπόλοιπο, κατά την 9-5-2001, της απαίτησης που έχει διαταχθεί να καταβάλει με τη διαταγή πληρωμής, υπολογιζόμενο με βάση το άρθρο 42 του ν. 2912/2001, πλέον τόκων κατά το άρθρο 12 του ν. 2601/1998 από 1-3-2003, 9.388,52 ευρώ, για οφειλόμενους και δεδουλευμένους τόκους από 10-5-2001 μέχρι 28-2-2003, υπολογισθέντες με βάση το άρθρο 12 του ν.2601/98, 20,00 ευρώ για λήψη αντιγράφου, 50,00 ευρώ για επίδοση της επιταγής και 30,00 ευρώ για σύνταξη της επιταγής, σύνολο 49.968,33 ευρώ. Κατά της επιταγής προς εκτέλεση και οι δύο αιτούντες άσκησαν ανακοπή, η εκδίκαση της οποίας έχει ορισθεί για τις 8-6-2004, με την οποία ζητούν την ακύρωση της επιταγής και της εν γένει εκτελεστικής διαδικασίας , παράλληλα δε και την υπό κρίση αίτηση για αναστολή εκτελέσεως. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι η εκτέλεση επισπεύδεται ακύρως, καθόσον η απαίτηση της καθής δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και συγκεκριμένα διότι δεν έχει γίνει επαναπροσδιορισμός αυτής, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 30 του ν. 2789/2000 και 42 του ν. 2912/2001 και τούτο με αναγνωριστική δικαστική απόφαση και συγκοινοποίηση αυτής με την επιταγή, κατά το άρθρο 924 του ΚΠολΔικ και όχι με μονομερή πράξη υπολογισμού της ίδιας της καθής. Ο λόγος όμως αυτός της ανακοπής δεν πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει. Ειδικότερα, όπως ήδη προεκτέθηκε, έχει οριστεί στο άρθρο 30 του ν. 2789/2000 ότι το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας θα προσδιορίζει το οφειλόμενο ποσό της απαίτησης. Καθίσταται σαφές από την εν λόγω διάταξη ότι ο νόμος δεν απαιτεί δικαστική απόφαση για το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαίτησης, το ύψος της οποίας μπορεί να προκύψει με μαθηματικούς υπολογισμούς, και, εφόσον η καθής επαναπροσδιόρισε την οφειλή της, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, η απαίτηση της είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη (βλ. γνωμοδοτήσεις Παναγιώτη Μάζη ΔΕΕ 7/2003.765, Κ. Κεραμέως (προσαγόμενες), ΜΠρΑ 4096/2003 Δ 34.1016, 2815/2003, 5025/2003, ΜΠρΛαμίας 1349/2003, αδημοσίευτες (προσαγόμενες), ΜΠρΒερ 743/2003 Αρμενόπουλος 2003.845). Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, συναφή με τον πρώτο, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι κακώς επισπεύδεται η εκτέλεση εις βάρος τους και δη κατά παράβαση των νόμων 2789/2000 και 2912/2001, ήτοι χωρίς η καθής να προβεί σε ορθό υπολογισμό της οφειλής, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις και συγκεκριμένα δεν έλαβε ως βάση υπολογισμού το υπόλοιπο κατά το κλείσιμο του λογαριασμού της πιστώσεως, υπολογιζόμενο χωρίς ανατοκισμούς αλλά υπολογίζει και πολλαπλασιάζει τους τόκους τόκων, που έχουν εφαρμοσθεί κατά την κίνηση του λογαριασμού, παρά τη ρητή επιταγή του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. γ' του ν. 2912/2001. Και ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσει. Ειδικότερα στην εξεταζόμενη περίπτωση (που η επίδικη απαίτηση έχει τελεσιδικήσει διότι κατά της διαταγής πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά τα οριζόμενα στο νόμο), οι αιτούντες δεν αναφέρουν ποσό τόκων, που προκύπτει κατά εσφαλμένο υπολογισμό, και το οποίο αμφισβητούν, σε κάθε δε περίπτωση, εφόσον δεν αμφισβητούν το σύνολο της απαίτησης, η ενδεχόμενη μερική ακυρότητα της επιταγής, δεν επιδρά στο κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης για το υπόλοιπο της απαίτησης (βλ. ΑΠ 675/2001 Ελ.Δ/νη 42.1574). Πιθανολογείται περαιτέρω ότι θα απορριφθεί και ο τελευταίος λόγος της ανακοπής ότι η επισπευδόμενη εκτέλεση επιχειρείται κατά κατάχρηση δικαιώματος, χωρίς ορθό επαναπροσδιορισμό της οφειλής, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και δη ότι η καθής επιχειρεί την είσπραξη αθέμιτων και παράνομων τόκων και ποσών, λαμβάνοντας περιουσιακά ωφελήματα δυσανάλογα με την παροχή της, κατ' αντίθεση και κατ' εκμετάλλευση της ελευθερίας των συμβάσεων, με συμβάσεις που ουσιαστικά αποτελούν συμβάσεις προσχωρήσεως, στις οποίες ο δανειολήπτης δεν έχει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης και αποδέχεται χωρίς αντίρρηση τους όρους που θέτει η τράπεζα και η διεκδίκηση και επίταξη από τις τράπεζες και την καθής απαιτήσεων τους, που υπολογίζουν το υπόλοιπο των κεφαλαίων με υπέρογκα επιτόκια, εμφανιζόμενα ως συμφωνηθέντα στις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, πλέον του ποσοστού 4% επί του συμβατικού επιτοκίου, που υπολογίζεται ο τόκος υπερημερίας από τις τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα σχετικά με τους προηγούμενους λόγους της ανακοπής η απαίτηση έχει επαναπροσδιοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, οι αιτούντες δεν συγκεκριμενοποιούν το ποσό των τόκων, που κατά τους ισχυρισμούς τους η είσπραξη του επιχειρείται παρανόμως και η απαίτηση της καθής έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Η επιδίωξη δε της είσπραξης της απαίτησης της δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος. Δεν πιθανολογείται περαιτέρω ότι η συνέχιση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στη δεύτερη των αιτούντων. Επομένως, η αίτηση πρέπει, ως προς τη δεύτερη των αιτούντων, να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα της καθής πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των αιτούντων (176 ΚΠολΔικ, 178 παρ. 3 Κώδικα Δικηγόρων).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων Απορρίπτει την αίτηση. Και

   Επιβάλλει εις βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθής, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν ογδόντα ευρώ (180,00 ευρώ).

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 28-11-2003.