ΜΠρΑθ 625/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου - Ορθός χαρακτηρισμός έννομης σχέσης - Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας -.

 

Από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Η ρήτρα 5 σημείο 1 στοιχείο α' της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεως της. Τυχόν αποκλεισμός της προσφυγής στα πολιτικά δικαστήρια των συμβασιούχων που έχουν το δικαίωμα προσφυγής στη διοικητική διαδικασία που προβλέπει το π.δ. 164/2004, προσκρούει στο άρθρο 94 του Συντ. και στο άρθρο 20 παρ. 1 που καθιερώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας των πολιτών, το οποίο θα περιστέλλετο στην περίπτωση μιας τέτοιας απαγόρευσης πρόσβασης στον φυσικό δικαστή. ’λλωστε οι διαφορές για τις οποίες καθιερώνεται με το ως άνω Π.Δ. το δικαίωμα προσφυγής στην διοικητική διαδικασία και τον τελικό έλεγχο νομιμότητας από το ΑΣΕΠ, δεν συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακυρωτικές, καθ' όσον απορρέουν από εξαρτημένη σύμβαση εργασίας, ήτοι έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου αφορώσα αμφισβήτηση ή έριδα μεταξύ των διαδίκων ως προς την ύπαρξη ή την έκταση ή το περιεχόμενο βιοτικής σχέσεως και δεν αποβάλλουν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, ακόμη και στην περίπτωση που συμβαλλόμενος ως εργοδότης είναι το δημόσιο ή ΝΠΔΔ, πολλώ δε μάλλον όταν αντισυμβαλλόμενος είναι Ανώνυμη Εταιρεία του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

   ΑΡΙΘΜΟΣ 625/2007

 

   Συγκροτήθηκε από τον Πρωτοδίκη Αντώνιο Γομάτο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως Γεωργίας Μητσοπούλου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12-2-2007, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

   ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ε.Χ., κατοίκου Ν. Ερυθραίας , η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γιάννη Ζάβαλη.

   ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Δήμος Ν. Ερυθραίας" με έδρα Ν. Ερυθραία, που εκπροσωπήθηκε νόμιμα από την πληρεξούσια δικηγόρο Σταυρούλα Κεμπέρα.

   Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 4115/2006, προσδιορίστηκε δικάσιμος για τις 12-2-2007 και γράφτηκε στο πινάκιο.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους και στα πρακτικά.

   ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Με την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CEEP (κωδ. ΕΕΔ 59.186 επ.), καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους του εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων που καθορίζουν αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκεια τους, τον αριθμό των ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Αλλά ειδικότερα στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου, αντί περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων, όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου. Έτσι, και κατ' εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών - μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της Συνθ/Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Τέλος, και κατά τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι γι' αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου.

   Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (βλ Ολ. ΑΠ 18/2006 ΕΕργΔ 2006 σ. 914).

   Εξάλλου η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α', της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28πς Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από την CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεως της. (G-212/04 της 4ης Ιουλίου 2006, Ε.Εργ.Δ. 2006 σ. 1036).

   Ακολούθως τυχόν αποκλεισμός της προσφυγής στα πολιτικά δικαστήρια των συμβασιούχων που έχουν το δικαίωμα προσφυγής στη διοικητική διαδικασία που προβλέπει το π.δ. 164/2004 (ΦΕΚ 134/Α/197/2004) προσκρούει στο άρθρο 94 του Συντ. και στο άρθρο 20 παρ. 1 που καθιερώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας των πολιτών, δικαίωμα το οποίο δίχως αμφιβολία θα περιστέλλετο στην περίπτωση μιας τέτοιας απαγόρευσης πρόσβασης στον φυσικό δικαστή. 'Αλλωστε οι διαφορές για τις οποίες καθιερώνεται με το ως άνω Π.Δ. το δικαίωμα προσφυγής στην διοικητική διαδικασία και τον τελικό έλεγχο νομιμότητας από το ΑΣΕΠ, δεν συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας ή ακυρωτικές, καθ' όσον απορρέουν από εξαρτημένη σύμβαση εργασίας, ήτοι έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου αφορώσα αμφισβήτηση ή έριδα μεταξύ των διαδίκων ως προς την ύπαρξη ή την έκταση ή το περιεχόμενο βιοτικής σχέσεως όπως είναι και η εν λόγω συμβατική σχέση, και δεν αποβάλλουν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, ακόμη και στην περίπτωση που συμβαλλόμενος ως εργοδότης είναι το δημόσιο ή ΝΠΔΔ, πολλώ δε μάλλον όταν αντισυμβαλλόμενος είναι Ανώνυμη Εταιρεία του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (βλ. ΑΕΔ 3/2004, Συνήγ. 2004 σ. 381, Ολ ΑΠ 18/2006 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε, η ενάγουσα εκθέτει ότι προσελήφθη από το εναγόμενο προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της με τις επιμέρους ειδικότητες που εκτίθενται στην αγωγή. Ότι εργάστηκε ειδικότερα στο εναγόμενο διαδοχικά κατά τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι ο χαρακτηρισμός δε των συμβάσεων της ως ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών έγινε από το εναγόμενο προς καταστρατήγηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, καθ' όσον στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του εναγόμενου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά κατ' ορθήν εκτίμηση (α) να αναγνωρισθεί για την ως άνω αιτία ότι με το εναγόμενο την συνδέει από την αρχική πρόσληψη της μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (β) Να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται την εργασία της και μετά την λήξη της τελευταίας συμβάσεως της καταβάλλοντος της τις νόμιμες αποδοχές της και με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 150 ευρώ, για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεως του εναγόμενου με το διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί. Να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην δικαστική της δαπάνη.

   Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου καθ' ύλην και κατά τόπον κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ., κατά το μέρος που αφορά το πρώτο αίτημα αυτής. Κατά το μέρος όμως που αφορά το δεύτερο αίτημα με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται την εργασία της ενάγουσας και μετά την λήξη της τελευταίας συμβάσεως της, καταβάλλοντος τις νόμιμες αποδοχές της με απειλή χρηματικής ποινής, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθ' όσον με αυτήν (αγωγή) δεν σωρεύεται και αίτημα περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας καταγγελίας της επικαλούμενης από την ενάγουσα ενιαίας σύμβασης εργασίας, καθόσον η έρευνα και η τυχόν παραδοχή αυτού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εκδίκαση του ως άνω αιτήματος. Πρέπει επομένως κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

   Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα καθώς και τα έγγραφα που νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα:

   Η ενάγουσα προσελήφθη από το εναγόμενο για πρώτη φορά στις 16-5-1996 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας οκτώ (8) μηνών, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε αυτό ως κλητήρας (βοηθητικό προσωπικό). Η αρχική της πρόσληψη ανανεώθηκε με αλλεπάλληλες συμβάσεις που επίσης χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Ειδικότερα οι διαδοχικές συμβάσεις της ενάγουσας έχουν ως ακολούθως:

- Από 16-5-1996 έως 16-1-1997, σαν κλητήρας

- Από 1-6-1998 έως 31-1-1999, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 11-10-1999 έως 22-1-2000, σαν προσωπικό φύλαξης

- Από 24-2-2000 έως 22-5-2000, σαν προσωπικό φύλαξης

- Από 23-5-2000 έως 8-1-2001, σαν προσωπικό φύλαξης

- Από 8-5-2001 έως 26-8-2001, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 28-8-2001 έως 27-10-2001, σαν εργάτρια κήπων

- Από 29-10-2001 έως 28-12-2001, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 7-1-2002 έως 6-5-2002, σαν καθαρίστρια

- Από 17-6-2002 έως 16-8-2002, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 17-8-2002 έως 16-10-2002, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 19-5-2003 έως 18-1-2004, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 9-5-2005 έως 8-1-2006, σαν εργάτρια καθαριότητας

- Από 1-6-2006 έως 31-1-2007, σαν εργάτρια καθαριότητας.

   Οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις της ενάγουσας δεν δικαιολογούνται από λόγους αντικειμενικούς ούτε προέκυψε η ύπαρξη συγκεκριμένων «έκτακτων» ή «εποχικών» αναγκών που επέβαλαν την πρόσληψη της ενάγουσας, οι οποίες πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε στις επί μέρους συμβάσεις εργασίας αναφέρονται. Αντίθετα προέκυψε ότι η ενάγουσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου. Αυτό προκύπτει από την φύση της εργασίας που εκτελούσε η ενάγουσα, καθόσον, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν μπορούν αυτές να χαρακτηριστούν ως εποχικού χαρακτήρα, ούτε είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι πρόσκαιρες ή έκτακτες ανάγκες μπορούν να διαρκέσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, η διαδοχική ανανέωση των παραπάνω συμβάσεων εργασίας, που χαρακτηρίστηκαν ως ορισμένου χρόνου, δεν υπαγορεύονταν από συγκεκριμένο δικαιολογητικό λόγο αναγόμενο στην φύση της συμβάσεως ή τις ιδιαίτερες συνθήκες του εναγομένου. Κατά συνέπεια οι συμβάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 70 Κ.Πολ.Δ., άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/20 και 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσία βάσιμη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν κατ' άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., λόγω δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

   Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

   Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή.

   Αναγνωρίζει ότι η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την αρχική της πρόσληψη.

   Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 9 Μαρτίου 2007.