ΜΠρΑθ 5265/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Συνδικαλιστική ελευθερία - Συνδικαλιστικές οργανώσεις Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων -.

 

Το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων έχει το δικαίωμα να συστήσει σωματείο και να ιδρύσει συνδικαλιστική οργάνωση. Το καταστατικό του σωματείου αυτού δεν παρέχει τη δυνατότητα στα μέλη του, για να επιτύχουν και να εκπληρώσουν το σκοπό του, να ασκήσουν και το δικαίωμα της απεργίας.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   ΤΜΗΜΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

   Αριθμός αποφάσεως 5265/2005

   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

   Αποτελούμενο από την Δικαστή, Βασιλική Μπράτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Πανόριας Σουσώνη.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 18 Ιουλίου 20m, για να δικάσει την υπόθεση:

   Των αιτούντων:1) Α. Τ., 2) Ε. Κ., 3) Ι. Φ., 4) Ι. Π., 5) Α. Π., 6) Σ.Β. και Ι.Δ., όλων κατοίκων Αθήνας, με την ιδιότητα των μελών  της προσωρινής διοικητικής επιτροπής της υπό ίδρυση Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ" με έδρα την Αθήνα, τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Αντωνακόπουλος.

   Οι αιτούντες με την από 27 Μαϊου 2005 αίτησή τους που κατατέθηκε με αριθμό 80585/4113/2005 προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο ζητούν να γίνει δεκτή.

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτουσών αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτές και στα πρακτικά.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Το άρθρο 12 § 1 του Συντάγματος ορίζει, ότι «οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους» που πότε όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια". Η διάταξη αυτή, όπως συνάγεται από τη σαφή διατύπωση της, θεσπίζει το δικαίωμα της ίδρυσης από τους Ελληνες συνδικαλιστικών οργανώσεων και τη δυνατότητα της συμμετοχής του κάθε ένα από αυτούς στις ίδιες (βλ. Αθ. Κρητικό, "Δίκαιο Σωματείων" 1984, σελ. 44). Η συνδικαλιστική ελευθερία καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος. Αυτή καθορίζει, ότι το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για την διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτήν δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους μέσα στα όρια του νόμου". Το δικαίωμα αυτών, που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, να οργανώνονται σε σωματεία, τα οποία επιδιώκουν την υπεράσπιση, την προστασία και την προαγωγή των οικονομικών, επαγγελματικών και ιδεολογικών συμφερόντων των μελών τους, συνιστά, σύμφωνα με την συνταγματική αυτή διάταξη, τη συνδικαλιστική ελευθερία, (βλ. Αλ. Σβώλο Γ. Βλάχο, "Το Σύνταγμα της Ελλάδος", τομ. β', 1995, σελ. 288, Ι. Κουκιάδη, "Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 227, Π. Παραρά, "Σύνταγμα 1975 CORPUS" τομ. α', 1982, σελ. 368). Αυτή εκδηλώνεται με διάφορες συνδικαλιστικές δραστηριότητες (βλ. Ι. Κουκιάδη, οπ. παραπ. σελ. 432). Η απεργία συνιστά την πλέον έντονη και αποφασιστική εκδήλωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, η οποία βεβαίως δεν καλύπτει το σύνολο των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων (βλ. Ι.Κουκιάδη, οπ. παραπ. σελ. 297, Αθ. Κρητικό, οπ. παραπ. σελ. 45).

   Η απεργία, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 εδ. α' του Συντάγματος, αποτελεί δικαίωμα. Αυτό ασκείται από τις νόμιμες συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η άσκηση του αποσκοπεί στη διαφύλαξη και στην προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικώς συμφερόντων των εργαζομένων. Το εδάφιο β' της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου του Συντάγματος ορίζει ρητώς, ότι "απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ' αυτούς, που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας". Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής συνάγεται σαφώς, ότι η άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος από εκείνους, οι οποίοι υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας, δεν απαγορεύεται. Αντιθέτως το δικαίωμα αυτό έχει κατοχυρωθεί για τους ίδιους συνταγματικώς. Η εξασφάλιση του προκύπτει οριδήτως από την ρητή απαγόρευση της άσκησης από αυτούς μόνο του δικαιώματος της απεργίας (βλ. Ι. Κουκιάδη, οπ. παραπ., σελ. 295 έως 297). Το Σύνταγμα δεν περιέχει ειδική ρύθμιση για την άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος για τους στρατιωτικούς. Είναι πρόδηλο, εν τούτοις, ότι η χωρίς επιφυλάξεις αναγνώριση αυτού στο πλαίσιο της στρατιωτικής ζωής θα ισοδυναμούσε κατ' ουσία με αναίρεση της στρατιωτικής πειθαρχίας, της λύδιας λίθου της στρατιωτικής οργάνωσης, καθώς με αυτήν εξασφαλίζεται η λειτουργική ενότητα των ενόπλων δυνάμεων (Ν. Αλιβιζάτος "Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων εκδ. 1992 σελ. 133, 150). Συνεπώς και για τους στρατιωτικούς ισχύει ότι και για σώματα ασφαλείας, δηλαδή απαγορεύεται η άσκηση του γενικού συνδικαλιστικού δικαιώματος, καθώς, όπου ο συντακτικός νομοθέτης επιθυμεί γενική και απόλυτη απαγόρευση ενός γενικού δικαιώματος το ορίζει ρητά, όπως επί παραδείγματι στο άρθρο 29 του Συντάγματος όπου ορίζεται ότι "Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας (Ι. Κουκιάδη οπ. παραπ. σελ. 56). Η συνταγματική αυτή ρύθμιση συμπορεύεται και προς τις διατάξεις αφενός της παραγράφου 1 του άρθρου 9 της 87 διεθνούς σύμβασης, που καθόρισε την συνδικαλιστική ελευθερία και την προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτου του ν.δ. 4204/1961 και αφετέρου της παρ. 2 του άρθρου 11 της από 4-11-1950 σύμβασης της Ρώμης, η οποία αναφέρεται στην προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και κυρώθηκε αρχικώς με το ν.δ. 2329/1953 και μεταγενεστέρως με το ν.δ. 53/1974, γιατί ενδιαμέσως είχε εμφιλοχωρήσει η καταγγελία της (βλ. την 4Σ01 - 16 της 5/13-2-1970 ανακοίνωση των υπουργείων Εξωτερικών και την ΕφΑθ 1702/1988 ΝοΒ 37, σελ. 260). Η πρώτη διάταξη ορίζει, ότι "η εθνική νομοθεσία καθορίζει σε ποιο μέτρο θα έχουν εφαρμογή και για τις ένοπλες δυνάμεις και για την αστυνομία οι διασφαλίσεις που προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση". Η δεύτερη διάταξη προσδιορίζει, ότι "η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους περιορισμούς, πέρα από εκείνους, τους οποίους προβλέπει ο νόμος και οι οποίοι αποτελούν αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθερίων των τρίτων. Το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει την επιβολή νομίμων περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους. Η διατύπωση των διατάξεων αυτών δεν αφήνει περιθώρια για την πλήρη απαγόρευση του συνδικαλιστικού δικαιώματος στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις (βλ. Ι. Κουκιάδη, οπ. παραπ., σελ. 296 και 297), θέτοντας εκποδών ως αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις των επιμέρους σωμάτων των ενόπλων δυνάμεων που απαγορεύουν τη δυνατότητα των υπηρετούντων σε αυτές να συστήνουν συνδικαλιστικά σωματεία ή να συμμετέχουν σε αυτά, καθώς και τις διατάξεις που εξαρτούν την άσκηση του δικαιώματος τους να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία από προηγούμενη άδεια ή έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας τους ή του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων. Με το άρθρο 30Α του ν. 1264/1982 το οποίο προστέθηκε με το ν. 2265/1994 επεκτάθηκαν οι διατάξεις του ν. 1264/1982 για το συνδικαλισμό και στο χώρο της Ελληνικής Αστυνομίας, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους αστυνομικούς να συνιστούν ενώσεις και με τον τρόπο αυτό να εκφράζονται συλλογικά για τα εργασιακά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα που τους απασχολούν. Από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου εξαιρείται η εφαρμογή ορισμένων εξ' αυτών, οι οποίες κρίθηκε ότι δεν προσιδιάζουν στον ιδιαίτερο χαρακτήρα και αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. Εισηγητική έκθεση του ν. 2265/1994). Σημειωτέον ότι για τη θέσπιση του  ως άνω νόμου με τον οποίο επετράπη εφεξής και στα μέλη των σωμάτων ασφαλείας να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις (βλ. Βλαστό σελ. 494), ελήφθη υπόψη, ως ρητά αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της Ελληνικής Αστυνομίας, ως αυτός καθοριζόταν από το άρθρο 3 του ν. 1481/1984, που ήταν ακόμα σε ισχύ αφού η κατάργηση του επήλθε με το ν. 2800 του έτους 2000. Συγκεκριμένα το άρθρο 3 του ως άνω νόμου ανέφερε ότι: "1. Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα, λειτουργεί με τους δικούς της οργανικούς νόμους και δεν εφαρμόζονται για το προσωπικό της οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. Από τη φύση της αποστολής της είναι στρατιωτικά οργανωμένη και εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και οπλισμό για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Το αστυνομικό προσωπικό έχει στρατιωτική ιεραρχία και πειθαρχία. 2. Ολες οι υπηρεσίες και το προσωπικό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, πάντοτε σύμφωνα με τους νόμους και τις εντολές της εκλεγμένης από το λαό κυβέρνησης. Το προσωπικό θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση του. 3. Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του σύγχρονο οπλισμό. 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Αμυνας και Δημόσιας Τάξης το αστυνομικό προσωπικό εκπαιδεύεται και στις σχολές και τα κέντρα εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων". Από την ως άνω διάταξη του οργανικού νόμου της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία ήταν σε ισχύ, ως προαναφέρθηκε κατά το χρόνο ψηφίσεως του σχετικού ως άνω νόμου 2265/94 προκύπτει η αξιολογικά ουσιώδης ομοιότητα του χαρακτήρα της Ελληνικής Αστυνομίας με το χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων αφού ως ρητώς αναφέρεται δεν εφαρμόζονται για το προσωπικό της οι διατάξεις που αφορούν στους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους έχει στρατιωτική οργάνωση ιεραρχία και πειθαρχία, είναι ένοπλο σώμα, ειδικά εκπαιδευόμενο στις σχολές και κέντρα εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων, ενώ η σοβαρή αποστολή του για τη πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την περιφρούρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης, ως και την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών απαιτεί τη διαρκή ετοιμότητα του. Παρόμοιες ρυθμίσεις προβλέπονται και στο χαρακτήρα και την αποστολή των ενόπλων δυνάμεων. Σημειωτέον ότι και με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 9 του ν. 2800/2000 ο χαρακτήρας των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας δεν έχει διαφοροποιηθεί αφού ως ρητά ορίζεται η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφάλειας .... Το αστυνομικό προσωπικό της έχει ιδιαίτερη ιεραρχία, αντίστοιχη της στρατιωτικής, και δικούς του κανόνες πειθαρχίας και δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό αυτό οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους (παρ. 1) ενώ όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών .... (παρ. 2), το δε αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα .... (παρ. 3) ενώ δύναται να εκπαιδεύεται και στις σχολές και τα κέντρα εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων .... (παρ. 4), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ιδίου ν. 2800/2000 προκύπτει ότι μία εκ των αποστολών της Ελληνικής Αστυνομίας είναι και η εξασφάλιση της εθνικής άμυνας, σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις. Όπως προκύπτει δε ρητά από την παρ. 2, 3 και 4 της Εισηγητικής εκθέσεως του νόμου 2265/2000 ο οργανικός νόμος της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και η σοβαρή αποστολή της επηρέασαν την φιλοσοφία των προτεινόμενων διατάξεων προκειμένου ο θεσμός να λειτουργήσει δημιουργικά στο χώρο της Αστυνομίας και να αποφευχθούν διαλυτικά φαινόμενα, τα οποία θα είχαν σοβαρές συνέπειες στο τομέα της τάξης και της ασφάλειας της χώρας, τομέα αντίστοιχης βαρύτητος με αυτόν της εθνικής άμυνας της χώρας. Οι άξονες του ως άνω νόμου ήταν η κατοχύρωση του δικαιώματος των αστυνομικών να συνιστούν αντιπροσωπευτικές ενώσεις και η παράλληλη προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Η δε νομιμοποίηση του δικαιώματος της συλλογικής έκφρασης των αστυνομικών εντάχθηκε στην ανάγκη εκσυγχρονισμού της Ελληνικής Αστυνομίας με σκοπό να ανταποκριθεί επιτυχώς στις σύγχρονες ανάγκες αστυνόμευσης επ' ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, ενώ εκτιμήθηκε ότι η κοινή προσπάθεια των αστυνομικών, που θα εκφράζεται δια των ενώσεων, θα συμβάλλει σημαντικά στην αναβάθμιση του επαγγελματικού επιπέδου, στον εκσυγχρονισμό των αστυνομικών υπηρεσιών και στη περαιτέρω βελτίωση των παρερχομένων υπηρεσιών στον Ελληνα πολίτη. Λόγω δε της σοβαρότητας του θεσμού που εισάγονταν με τις διατάξεις αυτές στο χώρο της Αστυνομίας ερευνήθηκαν και μελετήθηκαν οι προϋποθέσεις λειτουργίας των εν λόγω ενώσεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες προσαρμόστηκαν στην ελληνική πραγματικότητα ώστε να διαφυλαχθεί η πειθαρχία, η ιεραρχία και η ενότητα του αστυνομικού προσωπικού, στοιχεία τα οποία κρίνονται απολύτως αναγκαία για την αποτελεσματική λειτουργία της Αστυνομίας αλλά και να μην αναιρεθεί το βασικό δικαίωμα της συλλογικής έκφρασης των αστυνομικών. Επομένως ενόψει των ανωτέρω φαίνεται να εμφανίζεται ως προς το δικαίωμα ασκήσεως του συνδικαλιστικού δικαιώματος εκ μέρους των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις ένα κενό, ενόψει της ελλείψεως μίας σχετικής ρύθμισης, ως άμεσου εφαρμόσιμου κανόνα δικαίου, η ύπαρξη του οποίου είναι απαραίτητη για την πραγμάτωση του αναμφίβολα αναγνωριζόμενου συνδικαλιστικού δικαιώματος τους, το οποίο κενό, λόγω της ως άνω αξιολογικά ουσιώδους ομοιότητας μεταξύ του χαρακτήρα και της αποστολής της ελληνικής αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων, καταδεικνύεται ως εμφανές κενό, καθώς η κατάσταση των συμφερόντων και στις δύο περιπτώσεις είναι τέτοια που από τη σκοπιά της αρχής της ίσης μεταχείρισης η νομοθετική αξιολόγηση που εκφράζεται με την υφιστάμενη ρύθμιση, που αφορά στην Ελληνική Αστυνομία, ήτοι η ratio legis αυτής, ευσταθεί και αναφορικά με την αρρύθμιστη εν προκειμένω περίπτωση της αναγνώρισης του βασικού δικαιώματος της συλλογικής έκφρασης και στους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις. Η πλήρωση δε του ως άνω εμφανούς κενού θα γίνει δια της οδού της αναλογίας, η οποία νομιμοποιείται ως μέθοδος ευρέσεως του ορθού δικαίου από το παράγγελμα της ιδέας της δικαιοσύνης για ίση μεταχείριση των αξιολογικά ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, επιταγή που απορρέει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). (βλ. Παναγιώτη Παπανικολάου "Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών εκδ. 2000 σελ. 250, 251). Επομένως ο σκοπός της διατάξεως 30α που επεκτείνει τις διατάξεις του ν. 1264/1982 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων και στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, ήταν να μην αναιρεθεί το βασικό δικαίωμα της συλλογικής έκφρασης των αστυνομικών, το οποίο μετά την ταυτόχρονη θέσπιση περιορισμών και εξαιρέσεων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του ν. 1264/1982, που δεν προσιδιάζουν στον ιδιαίτερο χαρακτήρα και αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας, μπορεί κάλλιστα να αναγνωρισθεί ως δικαίωμα, χωρίς να διασαλευθεί η πειθαρχία, η ιεραρχία και η ενότητα του αστυνομικού προσωπικού. Η ίδια ακριβώς ανάγκη αναγνωρίσεως του βασικού δικαιώματος της συλλογικής έκφρασης των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις υφίσταται και στην υπό κρίση περίπτωση, προκειμένου να επέλθει ο εκσυγχρονισμός τους, ώστε να δύνανται να ανταποκρίνονται επιτυχώς στις σύγχρονες ανάγκες ....    (άμυνας) επ' ωφελεία του συνόλου του Ελληνικού λαού και προκειμένου η κοινή προσπάθεια των στρατιωτικών όλων των σωμάτων, εκφραζόμενη δια των ενώσεων να συμβάλλει στην αναβάθμιση του επαγγελματικού επιπέδου και στη περαιτέρω βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στην πατρίδα και στον Ελληνα πολίτη. Επομένως εφόσον μεταξύ των δύο συγκρινόμενων πραγματικών υφίσταται βάση αναλογίας, η διάταξη του άρθρου 30α του ν. 1264/1982 πρέπει να εφαρμοστεί κατ' αναλογία και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η διάταξη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί "εξαιρετική", καθόσον στο πεδίο του αστικού δικαίου, το αξίωμα singularia non sunt extendenda δεν φαίνεται να μπορεί να εφαρμοστεί (βλ. Παναγιώτη Παπανικολάου "Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών εκδ. 2000 σελ. 255). Σύμφωνα με τη παρ. 1 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982, με την οποία προσδιορίζονται οι διατάξεις του ν. 1264/1982, στις οποίες γίνεται η επέκταση εφαρμογής τους και στο αστυνομικό προσωπικό ορίζεται ότι "Ο νόμος αυτός όπως ισχύει σήμερα, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 7 παρ.1 και 3, 11 παρ. 1 εδ. 2, 12, 14 παρ. 3-10, 15, 16 παρ. 5 και 7-9, 17, 18 παρ. 1, 19-22, 23 παρ. 1 και 2, 24, 26, 27 και 30 εφαρμόζεται ανάλογα, με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού και στους εν ενεργεία αστυνομικούς κάθε βαθμού της Ελληνικής Αστυνομίας", σύμφωνα δε με την παρ. 3 του άρθρου 30Α, με την οποία δίδεται το γενικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει να κινείται η άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των αστυνομικών, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζεται ότι "Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, η άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των αστυνομικών υπαλλήλων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες, την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα της Ελληνικής Αστυνομίας".

   Με την υπό κρίση αίτηση τους οι αιτούντες ζητούν να αναγνωριστεί η συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ" που εδρεύει στην Αθήνα, να διαταχθεί η δημοσίευση περίληψης τους καταστατικού σε ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών και στο δελτίο δικαστικών δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και να εγγραφεί στο ειδικό βιβλίο των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό.

   Η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, και 787 του ΚΠολΔ). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθώς επίσης και στις διατάξεις των άρθρων 78 επ. του ΑΚ και 107 του ΕισΝΑΚ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας. Από τα έγγραφα που οι αιτούντες νόμιμα, σύμφωνα με το άρθρο 79 ΑΚ, επικαλούνται και προσκομίζουν και ειδικότερα από : 1) την από 23-1-2005 συστατική πράξη (πρακτικό ίδρυσης) του σωματείου και εκλογής προσωρινής διοικήσεως, που υπογράφεται από 20 ιδρυτικά μέλη, και η οποία περιέχει πίνακα μελών της προσωρινής διοίκησης που εκθέχθηκε από τους ιδρυτές του, 2) το από 23-1-2005 καταστατικό του υπό σύσταση σωματείου, που αποτελείται από τριάντα τρία (33) άρθρα, φέρει χρονολογία, υπογράφεται νομίμως από τα ιδρυτικά του μέλη και περιέχει όλα τα στοιχεία, που προβλέπονται με ποινή ακυρότητος από τη διάταξη του άρθρου 80 ΑΚ, αποδεικνύεται ότι τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις, που τάσσει ο νόμος για την αναγνώριση του σωματείου. Ειδικότερα το άρθρο 2 ορίζει ότι ο σκοπός του Σωματείου είναι 1) η ανάπτυξη συναδελφικών δεσμών μεταξύ των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, 2) η ανάπτυξη και εξύψωση του επαγγελματικού, κοινωνικού και πολιτιστικού επιπέδου των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, 3) η βελτίωση, προστασία και προαγωγή της θέσης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων ως μελών του κοινωνικού συνόλου και εργαζομένων σε μια δημοκρατική και δικαιοκρατούμενη κοινωνία, 4) η επικοινωνία και συνεργασία με ομοειδείς ενώσεις άλλων χωρών ή διεθνείς, με τον αυτονόητο περιορισμό που συνεπάγεται η υποστήριξη των αμυντικών αναγκών της χώρας και της φύσης του επαγγέλματος, 5) η μελέτη και υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων αναφορικά με την βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την επιμόρφωση και εν γένει τα ζητήματα επαγγελματικής κατάρτισης των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων προς ενίσχυση και της αμυντικής αποτελεσματικότητας της χώρας, χωρίς την υπέρβαση των ορίων που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα των Ενόπλων Δυνάμεων, 6) η προάσπιση της προσωπικής ελευθερίας, της αξιοκρατίας, της ελευθερίας της σκέψης του λόγου, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και των δημοκρατικών ελευθεριών, υπό την αυτονόητη υποχρέωση αυστηρής τήρησης κάθε απόρρητου που σχετίζεται με την άμυνα της χώρας και την εθνική ασφάλεια της χώρας και με τρόπο που σέβεται την οργανωτική ιεραρχική δομή και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, 7) η ανάδειξη του ιστορικού και σύγχρονου ρόλου των Ελλήνων Αξιωματικών ως παράγοντας εγγύησης της εθνικής ανεξαρτησίας και εμπέδωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 9 απαγορεύεται ρητά στην ένωση και τα μέλη αυτής: α) η κήρυξη και η συμμετοχή σε απεργία, β) η συμμετοχή των μελών της σε κάθε είδους εκδηλώσεις πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων ή πολιτικών προσώπων ή η άσκηση προπαγάνδας υπέρ ή κατά αυτών. Εξαιρούνται τα συνέδρια και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις των συνδικαλιστικών φορέων, γ) η προσχώρηση ή η εγγραφή των μελών της ως μελών άλλων επαγγελματικών οργανώσεων εκτός των Διεθνών Στρατιωτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή η εκπροσώπηση άλλων εργαζομένων. Από τη διατύπωση του περιεχομένου του άρθρου αυτού συνάγονται τα ακόλουθα: Το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 5 του καταστατικού, έχει το δικαίωμα να συστήσει σωματείο και να ιδρύσει συνδικαλιστική οργάνωση. Το καταστατικό αυτό δεν παρέχει τη δυνατότητα στα μέλη του, για να επιτύχουν και να εκπληρώσουν το σκοπό, που μνημονεύθηκε προηγουμένως να ασκήσουν και το δικαίωμα της απεργίας, που συνιστά, όπως αναφέρθηκε, την πλέον έντονη και αποφασιστική εκδήλωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Οι αιτούντες απεμπόλησαν, με το καταστατικό τους, το δικαίωμα της απεργίας, και απέκλεισαν ρητώς την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Τέλος, ο σκοπός του σωματείου, κατά το καταστατικό του δεν είναι κερδοσκοπικός, ούτε αντίθετος στους νόμους που ισχύουν, την ηθική και τη δημόσια τάξη.

   Κατ' ακολουθία των προαναφερομένων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να διαταχθούν όσα ορίζονται στο άρθρο 81 παρ. 1 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 2 Ν. 4114/1960 "περί Ταμείου Νομικών".

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται την αίτηση.

   Διατάσσει 1) Τη δημοσίευση περιλήψεως σε μία ημερησία εφημερίδα, που εκδίδεται στην Αθήνα, καθώς και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών η οποία, (περίληψη), πρέπει να περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία του από 23-1-2005 καταστατικού της Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ" με έδρα την Αθήνα, 2) Την εγγραφή της ως άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων του Δικαστηρίου τούτου.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Σεπτεμβρίου 2005.