ΜΠρΑθ 4096/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τράπεζες - Ρύθμιση οφειλής - Βεβαιότητα απαίτησης Τράπεζας - Απόρριψη
ανακοπής - Δικαστική δαπάνη -.
Ρυθμίσεις οφειλών προς Τράπεζες:
Ν. 2789/2000, 2912/2001. Οι Νόμοι αυτοί δεν κατέστησαν τις απαιτήσεις των
Τραπεζών ανεκκαθάριστες, αλλά τουναντίον είναι βέβαιες
και εκκαθαρισμένες και συνεπώς δεν απαιτείται αναγνωριστική απόφαση για το
εκκαθαρισμένο και βέβαιο αυτών, διότι οι παραπάνω Νόμοι, δεν θίγουν την
επιβαλλόμενη από το άρ. 915 ΚΠολΔ βεβαιότητα των
απαιτήσεων των Τραπεζών. Το βάρος της ανακρίβειας των κονδυλίων της Επιταγής ή
τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων φέρει ο οφειλέτης (ανακόπτων). Σύννομη η
συμπεριφορά της Τραπέζης, διότι εχορήγησε στον
ανακόπτοντα όλα τα στοιχεία που διέθετε. Απόρριψη ανακοπής, καταδίκη
ανακόπτοντος εις την δικαστική δαπάνη της Τραπέζης ευρώ
19.700.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 4096/13.10.2005
Ανακόπτων: Μ.Κ.
που παρέστη δια Διονυσίας Μουζάκη
Καθ'ής "Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
Α.Ε."
που παρέστη δια Αντωνίου Ν. Βενέτη
Δικάσιμος: 16-3-2005
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή ο ανακόπτων προβάλλει αντιρρήσεις κατά της
εκτέλεσης και ζητά να ακυρωθεί για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους η από
11-2-2003 επιταγή προς πληρωμή, η οποία έχει συνταχθεί κάτω από αντίγραφο
πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ' αριθμ. 28049/1983 διαταγής πληρωμής του
Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού. Η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση
ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία
δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (άρθρα 933 παρ. 2 και 584 ΚΠολΔ) και ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς δεν
ισχυρίζονται οι διάδικοι αλλά ούτε και προκύπτει ότι παρήλθε δεκαπενθήμερο από
την επομένη της πρώτης πράξης εκτέλεσης μέχρι το χρόνο άσκησης της (άρθρο 988
934 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ ).
Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί η νομική και ουσιαστική
βασιμότητα .των λόγων της.
Το άρθρο 30 του ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του
ν: 2873/2000, και με το άρθρο 42 ν. 2912/2001") εγκαθίδρυσε υποχρέωση των
πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε
είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει έως και την
31.12.2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει
ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος
κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων, πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο
ίδιος ο νόμος (άρθρο 30 παρ. 1 ν. 2989/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42
ν. 2912/2001). Ενόψει των παραπάνω ποσοτικών ορίων, το άρθρο 30 παρ. 4
καθιερώνει ειδικότερα διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών
ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή επαναρύθμιση (έτσι ρητά
το άρθρο 42 παρ. 6 ν. 2912/2001), διαδικασία που κινείται με την υποβολή
σχετικής αιτήσεως από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το
σχετικό πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθοριζόμενης
οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με εφαρμογή του
άρθρου 30 παρ. 1 και 2 ν. 2789/2000 (βλ. Γνωμοδότηση Πελαγίας
Γέσιου-Φαλτσή, ΕλλΔνη 44.103/104), Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου
προκύπτει ότι ο νόμος αυτός ρύθμισε ο ίδιος, αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις
προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσομένης προσαρμογής
των οφειλών από τόκους. Δεν ανέθεσε το έργο αυτό είτε στα συμβαλλόμενα μέρη
είτε στα δικαστήρια. Φυσικά, σε περίπτωση διαφωνίας των μερών χωρεί προσφυγή
στα δικαστήρια. Αλλά αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε περίπτωση διαφωνίας των
μερών ως προς την εφαρμογή οποιωνδήποτε κανόνων δικαίου. Αν δεν ορίζεται
διαφορετικά στους εφαρμοστέους κανόνες, αυτοί εφαρμόζονται αμέσως και
αυτοδικαίως, η δε ενδεχόμενη απαγγελλόμενη δικαστική κρίση έχει απλώς
αναγνωριστικό χαρακτήρα. Το ότι η ρύθμιση επέρχεται ex
lege και είναι αναγνωριστικού απλώς χαρακτήρα η
ενδεχόμενη δικαστική επέμβαση, επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένες και ειδικότερες
διατάξεις του νόμου. Έτσι, κατά την παράγραφο 6 του ως άνω άρθρου 30, τα
πιστωτικά ιδρύματα και οι οφειλέτες τους μπορούν να συμφωνούν τους όρους και
τον τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ρυθμίζονται, όχι επομένως και την ύπαρξη ή
το ύψος τους. Κατά την παρ. 7 δε του ίδιου άρθρου, η άρση της αναστολής των
διαδικασιών της αναγκαστικής εκτέλεσης συνοδεύεται από την προϋπόθεση ότι το
πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα
προσδιορίζει το οφειλόμενο κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό
της απαίτησης. Αυτή όμως η επιβαλλόμενη δήλωση αφενός έχει αναγνωριστικό
χαρακτήρα, αφού εξειδικεύει την οφειλόμενη, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του
παρόντος -άρθρου, απαίτηση και αφετέρου προέρχεται μονομερώς από το πιστωτικό
ίδρυμα χωρίς ανάγκη συμπράξεως του οφειλέτη ή παρεμβολής δικαστικής αποφάσεως,
σε περίπτωση δε ανακρίβειας της χωρεί η ανακοπή που προβλέπεται στο άρθρο 933 ΚΠολΔ. Επομένως, η ρύθμιση των οφειλών χωρεί ex lege αυτοδικαίως, ο
υπολογισμός της μετά τη ρύθμιση προκύπτουσας οφειλής συνιστά ζήτημα αριθμητικών
πράξεων, δεν προβλέπεται συμφωνία των μερών ή παρεμβολή του δικαστηρίου ως προς
τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλής, ενδεχόμενη δε προσφυγή στα δικαστήρια
έχει ως προς ύψος της οφειλής αναγνωριστικό απλώς χαρακτήρα. Οι ως άνω
διατάξεις δεν θίγουν την επιβαλλόμενη από το άρθρο 915 ΚΠολΔ
βεβαιότητα της απαιτήσεως. Διότι η ρύθμιση της, κατά τις διατάξεις των άρθρων
30 ν. 2789/2000 και 42 ν. 2912/2001, δεν προσθέτει αίρεση ή προθεσμία σ' αυτήν,
ούτε καθιστά το περιεχόμενο της ενδεχόμενο, εκκρεμές ή αμφίβολο, αφού το ύψος
της οφειλής καθορίζεται επακριβώς από τις διατάξεις αυτές και εκφράζεται με
δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τέλος,
ούτε ανεκκαθάριστη είναι κατά το άρθρο 916 ΚΠολΔ η απαίτηση, αφού το ύψος της προκύπτει εξ αυτού και
μόνο του εκτελεστού τίτλου, με την τέλεση ορισμένων αριθμητικών πράξεων. Δηλαδή
από τα ίδια τα στοιχεία του εκτελεστού τίτλου και με εφαρμογή των αριθμητικών διδαγμάτων
της κοινής πείρας προκύπτει το εκκαθαρισμένο της απαίτησης (από 12.5.2003
γνωμοδότηση Κ. Δ. Κεραμέως προσκομιζ.
από την καθ' ης η ανακοπή, Παναγιώτης Μάζης, σχετικά
τα προαπαιτούμενα στοιχεία για διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης της ύπαρξης
βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαίτησης και τη 'διατήρηση τους ΔΕΕ
2003 765 επ., ΜονΠρΑΘ 4096/2003 ΧρΙΔ
2003 920, ΜονΠρΒερ 743/2003 Αρμ
2003 849, ΜονΠρΑΘ 3578/2004, ΜονΠρΡοδ
1/2004 ΜονΠρΑΘ 8563/2003, ΜονΠρΑΘ
2815/2003, ΜονΠρΛαμ 1602/2003, ΜονΠρΛαμ
1349/2003, ΜονΙΠρΞαν 1838/2003 αδημ.
προσκομ. από καθ' ης, contra
ότι το άρθρο 30 ν. 2789/2000 κατέστησε τις σχετικές οφειλές απαιτήσεις υπό όρο
και μη εκκαθαρισμένες, υπαγόμενες στα άρθρα 915 και 916 ΚΠολΔ
και ότι για να είναι έγκυρη η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να προαποδεικνύεται η βεβαιότητα της και να συγκοινοποιείται με την επιταγή το αποδεικτικό της
βεβαιότητας της απαιτήσεως έγγραφο, γνωμοδότηση Πελαγίας
Γέσιου-Φαλτσή,ό.π., σελ. 102 επ., ΜονΠρΚω
1285/2003, ΜονΠρΔραμ 82/2003, ΜονΠρΧαλ
1211/2003, ΜονΠρΚοζ 1117/2003 αδημ.
προσκομ. από ανακόπτοντα). Περαιτέρω, όπως προκύπτει
από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαίτησης,
οποτεδήποτε και εάν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής
διαδικασίας γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει
την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην
εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος,
συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαίτησης για
την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση εξετάζεται κατά την κατάταξη
(ΑΠ 1445/1980 ΝοΒ 29 707, ΕφΑΘ
2535/1998 ΕλλΔνη 40 385, Βαθρακοκοίλης,
Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας υπό άρθρο 924 αρ. 38). Τέλος, από τις διατάξεις
των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ,
προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να
περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να
εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από αυτήν
η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ' αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του
τίτλου, κάτω από αντίγραφο του οποίου συντάσσεται η επιταγή καθώς και η. οφειλή
κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 38
585, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37 101, ΕφΑΘ
2535/1998 ο.π.," ΕφΑΘ, 3009/2001 ΕλλΔνη 42 1371). Παράλειψη του καθορισμού του τρόπου
υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο
υπολογισμός αυτός μπορεί να γίνει με ακρίβεια από τα γνωστά 'δεδομένα, όπως το
κεφάλαιο, η έναρξη των τόκων, η διάρκεια του χρέους κ.λ.π. (ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 41 81). Εφόσον έχει γίνει ο κατά τα ανωτέρω διαχωριμός η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται
στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την
ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων ή το παράνομο
αυτών (ΕφΑΘ 2535/1998 ο.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο ανακοπής του
ισχυρίζεται ότι η καθ' επισπεύδει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της
υπ' αριθμ. 28049/1983 διαταγή πληρωμής του δικαστή του δικαστηρίου αυτού, που
αφορά σε απαίτηση προερχόμενη από την υπ' αριθμ. 878/17-4-1974 σύμβαση πίστωσης
με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις ταυτάριθμες
αυτής αυξητικές συμβάσεις, που καταρτίστηκαν ανάμεσα στην καθ' ης και την
εταιρία με την επωνυμία «KΙΡΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΕ», την
εκτέλεση των οποίων εγγυήθηκε αυτός. Ότι η εκτέλεση επισπεύδεται για το ποσό
των 656.758,77 πλέον τόκων, πλην όμως ο
επαναπροσδιορισμός της οφειλής του από την καθ' ης δεν έχει γίνει ορθώς κατ'
εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2912/2001 αλλά έγινε για ποσό υπερβάλλον του
πράγματι οφειλόμενου. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο ισχυρίζεται ότι παρανόμως
επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του διότι η επίδικη απαίτηση δεν
είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη δεδομένου ότι δεν έχει γίνει επανακαθορισμός του
ύψους της οφειλής με την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης, η οποία θα αποτελούσε
τον εκτελεστό τίτλο επί του βάσει του οποίου θα μπορούσε πλέον να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση αλλά η καθ' ης μονομερώς
προέβη στον επαναπροσδιορισμό της οφειλή του. Για τους προαναφερόμενους λόγους
ζητά την ακύρωση της. πράξης αυτής της αναγκαστικής εκτέλεσης, επικαλούμενος
βλάβη του. Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται
ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρη λόγω αοριστίας διότι δεν
αναγράφεται σε αυτήν ούτε και υπολογίζεται αυτοτελώς το κονδύλι των
επιτασσόμενων τόκων, ο τρόπος υπολογισμού αυτών, το ακριβές ποσό των τόκων υπερημερίας,
τα χρησιμοποιηθέντα επιτόκια και η περιοδικότητα του ανατοκισμού ούτε υπάρχουν
επαρκή στοιχεία ώστε να καταστεί δυνατόν να ελεγχθεί η ορθότητα του υπολογισμού
των τόκων αυτών. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι η καθ'
ης κατά παράβαση των νομίμων υποχρεώσεων της δεν του χορήγησε πλήρη και
αναλυτικά στοιχεία για την κίνηση των τηρηθέντων
λογαριασμών της πιστώσεως με συνέπεια αυτός να αδυνατεί να ελέγξει την ορθότητα
του υπολογισμού των οφειλόμενων ποσών με βάση τις διατάξεις του (άρθρου 30 ν.
2789/2000, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 42 ν.
2912/2001.).
Ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω
αβάσιμος ενόψει του ότι ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προβαίνει σε προσδιορισμό του
πράγματι οφειλόμενου ποσού ούτε και προσφέρεται στην καταβολή αυτού καθόσον
κατά τα προαναφερόμενα το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να
ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν
προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελούμενου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι
έγκυρος. Ομοίως νόμω αβάσιμος και απορριπτέος είναι
και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής διότι, σύμφωνα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα
σκέψη της παρούσας, οι διατάξεις των άρθρων 30 ν. 2789/ 2000 και 42 ν.
2912/2001, δεν θίγουν την επιβαλλόμενη από το άρθρο ΚΠολΔ
βεβαιότητα της απαίτησης. Η ρύθμιση της, κατά τις διατάξεις αυτές, δεν
προσθέτει αίρεση ή προθεσμία σ' αυτήν, ούτε καθιστά το περιεχόμενο της
ενδεχόμενο, εκκρεμές ή αμφίβολο, αφού το ύψος της οφειλής καθορίζεται επακριβώς
από τις ως άνω διατάξεις και εκφράζεται με δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος σε
οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τέλος, ούτε ανεκκαθάριστη
είναι κατά το άρθρο 916 ΚΠολΔ η απαίτηση, αφού το
ύψος της προκύπτει εξ αυτού και μόνον του εκτελεστού τίτλου με την τέλεση
ορισμένων αριθμητικών πράξεων, την ακρίβεια των οποίων (αριθμητικών πράξεων)
δεν αμφισβητεί εν προκειμένω ο ανακόπτων. Και ο τρίτος Λόγος είναι απορριπτέος,
καθόσον, όπως προκύπτει με την προσβαλλόμενη επιταγή, το περιεχόμενο της οποίας
εμπεριέχεται αυτούσιο στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων
επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ' ης κατ' εφαρμογή, της διάταξης του άρθρου 30
ν. 2789/2000, όπως αυτό. τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 42 ν.
2912/2001, το ποσό που προέκυψε κατά το κλείσιμο των τηρούμενων αλληλόχρεων
λογαριασμών προσαυξημένο με συμβατικούς τόκους έως 50%, του συνολικού δε ποσού
πολλαπλασιαζόμενου στη- συνέχεια με το συντελεστή 4 λόγω του χρόνου κλεισίματος
του λογαριασμού, που ανέρχεται συνολικά κατά την 9-5-2001 (από όλους τους
τηρούμενους λογαριασμούς) στο ποσό των 618.054,90 ευρώ.
Επιτάσσεται ακόμη κατ' εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 30, να
καταβάλει και ποσό τόκων επί του ως άνω ποσού των 618.054,90 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 10-5-2001 μέχρι
31-12-2002, ύψους 38.703,87 ευρώ ρητώς δε αναγράφεται
το επιτόκιο υπερημερίας επί τη βάσει του οποίου υπολογίζεται το ποσό του τόκου
υπερημερίας και το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορά το επιτόκιο αυτό, ακόμη δε
αναγράφεται ότι ο υπολογισμός των τόκων γίνεται χωρίς ανατοκισμό. Ενώ τέλος,
αναγράφεται αναλυτικώς και το ποσό που θα προέκυπτε ως συνολική ι οφειλή του
ανακόπτοντα κατά κεφάλαιο και τόκους εάν δεν λάμβανε χώρα ο ως άνω ευεργετικός
τρόπος υπολογισμού. Κατά τα ως άνω επομένως, έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια το
σύνολο της οφειλής μέχρι την 9-5-2001 καθώς και το ποσό των οφειλόμενων τόκων
για το χρονικό διάστημα από 10-5-2001 έως 31-12-2002, ο ανακόπτων δε ουδόλως
προσβάλλει την ορθότητα ή τη νομιμότητα του τρόπου υπολογισμού αυτών.
Αντιθέτως, ο τέταρτος λόγος είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου
281 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 30 ν. 2789/2000, όπως
αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 ν. 2912/2001, και συνεπώς πρέπει να εξεταστεί
περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των εγγράφων που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν
αμφότεροι οι διάδικοι (σημειωτέον ότι κανείς δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρα)
αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ' ης εξέδωσε σε βάρος
του ανακόπτοντα και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη,
την υπ' αριθμ. 28049/1983 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού,
με την. οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή εις
ολόκληρον με τους λοιπούς καθ' ων η διαταγή πληρωμής, το ποσό των 59.938.529
δρχ. ως εγγυητής υπέρ της πιστούχου επί συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό
αλληλόχρεο λογαριασμό που συνήφθη ανάμεσα στην
εταιρία με την επωνυμία «ΚΙΡΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΕ» και την καθ' ης. Κατά της ως
άνω διαταγής πληρωμής ο ανακόπτων άσκησε ανακοπή ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία όμως απορρίφτηκε με την υπ' αριθμ. 6553/1995
απόφαση του ως άνω δικαστηρίου. Κατά της ως άνω δε απόφασης άσκησε έφεση, η
οποία επίσης απορρίφτηκε με την υπ' αριθμ. 10335/1997 απόφαση του Εφετείου
Αθηνών. Εν συνεχεία με την από 27-2-2003 αίτηση του προς την καθ' ης ζήτησε να
υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 30 ν. 2789/2000 καθώς και να του
χορηγηθούν όλα τα αντίγραφα των δανειστικών συμβάσεων και τα αντίγραφα των
υφιστάμενων καρτελών και παραστατικών, Σε απάντηση, η καθ' ης χορήγησε στον
αιτούντα - ανακόπτοντα αντίγραφα των υφιστάμενων καρτελών και παραστατικών πλην
των αντιγράφων των λογαριασμών για το χρονικό διάστημα από 1974 έως 1997, για
τα οποία η καθ' ης ισχυρίζεται ότι δεν τα έχει λόγω παλαιότητας. Κατόπιν τούτου
ο ανακόπτων με την από 22-4-2003 επιστολή του προς την Τράπεζα της Ελλάδος
(τμήμα επιθεώρησης τραπεζών) διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός αυτό, από την
αρμόδια δε υπηρεσία της Τράπεζα της Ελλάδος κρίθηκε δικαιολογημένη η μη
παράδοση τους με το σκεπτικό ότι η καθ' ης δεν χορήγησε τα στοιχεία αυτά λόγω
παλαιότητας και ότι τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται στη χορήγηση των
«υφιστάμενων καρτελών και παραστατικών».
Κατά τα ανωτέρω επομένως η συμπεριφορά της καθ' ης ήταν σύννομη
δεδομένου ότι χορήγησε στον ανακόπτοντα όλα τα στοιχεία που διέθετε, δεν είναι
δε υποχρεωμένη εκ του νόμου να διατηρεί αρχείο για το πριν από το 1977 χρονικό
διάστημα. Ο ανακόπτων δε με βάση τα
στοιχεία που του χορήγησε η καθ' ης και προβαίνοντας σε μαθηματικούς
υπολογισμούς έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την ορθότητα των υπολογισμών στους
οποίου προέβη η καθ' ης δεδομένου και του γεγονότος ότι με την προαναφερόμενη υπ'αριθμ. 28049/1983 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του
Δικαστηρίου αυτού είχε επιταχθεί να καταβάλει ως εγγυητής το ποσό των
59.938.529 δρχ. και η ανακοπή που ασκήθηκε κατά αυτής απορρίφτηκε τελεσιδίκως,
οπότε και η διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (για το δεδικασμένο από
διαταγή πληρωμής βλ. ΑΠ 53/2004 ΕΤρΑξΧρΔ 2004/422).
Κατά τα προαναφερόμενα επομένως η ενέργεια της καθ' ης να επισπεύσει
διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης δεν είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη ούτε
υπερβαίνει τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος.
Πρέπει συνεπώς κατά τα προεκτεθέντα να απορριφθεί η κρινόμενη
ανακοπή. Τέλος, ο ανακόπτων λόγω της
ήττας του πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της καθ' κατά το σχετικό
αίτημα αυτής όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176
και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατά αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της καθ'ης,
τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων (19.700) ευρώ.
Κρίθηκε κ.λ.π.