ΜΠρΑθ 313/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας - Τηλεοπτική προβολή κινηματογραφικής
ταινίας χωρίς άδεια δημιουργού - Αποζημίωση - Ηθική βλάβη - Προσωπική κράτηση
νομίμων εκπροσώπων σταθμού -.
Η οφειλόμενη εκ μέρους της ΕΡΤ ΑΕ αποζημίωση στον σκηνοθέτη
και πνευματικό δημιουργό, για εκ μέρους της παράνομη προβολή ταινίας του χωρίς
άδεια, ισούται με το διπλάσιο της συνήθους αμοιβής, ενώ οφείλεται επίσης
επιπρόσθετη χρηματική ικανοποίηση αυτού για την ηθική βλάβη που υπέστη από την
παράνομη προβολή. Προσωπική κράτηση νομίμων εκπροσώπων σταθμού ως μέσο
εκτέλεσης απόφασης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 313/2008
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κλεοπάτρα Μουλακάκη,
Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του
Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Σταυρούλα Γαλάνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 24η Οκτωβρίου 2007 για να
δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Του ενάγοντος: Π. Τ. του Α., κατοίκου Γλυκών Νερών Αττικής (οδός Α.
Μ., αριθμ. *), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Λεωνίδα
Κανέλλου.
Των εναγομένων: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.) που εδρεύει στην Αγία
Παρασκευή Αττικής (Λ. Μ., αριθμ. ***) κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Παπακυριαζή
και 2) Κ. Α. του Ν., κατοίκου Αθηνών (οδός Σ., αριθμ. *Α), ο οποίος παραστάθηκε
δια του αμέσως ανωτέρω πληρεξουσίου δικηγόρου και της πληρεξούσιας δικηγόρου
του Πατρινιάς-Μαρίας Αδαμοπούλου.
Β) Της ανακοινούσας τη δίκη-προσεπικαλούσας σε αναγκαστική παρέμβαση: Ανώνυμης εταιρίας
με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.)
που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής (Λ. Μ., αριθμ. ***) κι εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Παπακυριαζή.
Του προς ον η ανακοίνωση-προσεπίκληση σε
αναγκαστική παρέμβαση: Γ. Μ. του Κ., κατοίκου Αθηνών (οδός Σ., αριθμ. 7**, ο
οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Προς ον η κοινοποίηση: Π. Τ. του Α., κατοίκου
Γλυκών Νερών Αττικής (οδός Α. Μ., αριθμ. *), ο οποίος παραστάθηκε μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου του Λεωνίδα Κανέλλου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-2-2007 αγωγή του, που κατατέθηκε
στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 2186/2007, η οποία, μετά από
αναβολή της συζητήσεως της κατά τη δικάσιμο της 16-5-2007, προσδιορίστηκε για
την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο και γράφτηκε στο
πινάκιο.
Η ανακοινούσα-προσεπικαλούσα ζητεί να γίνει
δεκτή η από 8-3-2007 ανακοίνωση-προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, που κατατέθηκε
στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 2856/2007, η οποία μετά από
αναβολή της συζητήσεως της κατά τη δικάσιμο της 16-5-2007, προσδιορίστηκε για
την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο και γράφτηκε στο
πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,
αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται
στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο ενώπιον του Δικαστηρίου
τούτου: Α) η από 26-2-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2186/2007 αγωγή
του Π. Τ. κατά των: 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (Ε.Ρ.Τ. Α.Ε.) και 2) Κ. Α. και Β) η από 8-3-2007
και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2856/2007 ανακοίνωση-προσεπίκληση σε
αναγκαστική παρέμβαση της πρώτης ως άνω εναγομένης κατά του Γ. Μ., οι οποίες,
υπαγόμενες όπως κατωτέρω, στο ίδιο είδος διαδικασίας, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας εκ της
σχέσεως κυρίου και παρεπομένου (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ)
και διότι έτσι, διευκολύνεται η δίκη κι επέρχεται μείωση των εξόδων,
αποφεύγεται, δε, η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246, 283 και 285 ΚΠολΔ).
Από την υπ' αριθμ. 09512Β728-3-2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού
επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Γ., την οποία μετ'
επικλήσεως προσκομίζει η πρώτη εναγομένη-ανακοινούσα-προσεπικαλούσα
σε αναγκαστική παρέμβαση, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό
κρίση ανακοινώσεως-προσεπικλήσεως σε αναγκαστική παρέμβαση, με πράξη ορισμού
δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση για τη δικάσιμο της 16ης-5-2007, κατά την
οποία η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της
παρούσας «νόμιμη δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως κι εμπροθέσμως (άρθρα 124 παρ.1,
128 παρ. 4, 89, 91 ΚΠολΔ) στον προς ,ον η ανακοίνωση-προσεπίκληση. Ο τελευταίος, όμως, δεν
εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε εκ της σειράς
του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο
ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, ωσεί παρόντος και του
προς ον η ανακοίνωση-προσεπίκληση, σαν να ήταν
παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 270 παρ.1 και 277 περ. 2 ΚΠολΔ),
αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226
παρ.4 εδ. γ' ΚΠολΔ).
Α) Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2121/1993 «Περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας,
συγγενικών δικαιωμάτων και λοιπών θεμάτων», οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη
δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σε αυτό πνευματική ιδιοκτησία που
περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της
εκμεταλλεύσεως του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας
του προσωπικού του δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Κατά το άρθρο 3 του ιδίου
ως άνω Νόμου, μεταξύ των εξουσιών που περιλαμβάνει το περιουσιακό δικαίωμα
είναι και εκείνη να επιτρέπει ή να απαγορεύει ο δημιουργός, τη θέση σε
κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με εκμίσθωση και τη μετάδοση ή
αναμετάδοση του έργου στο κοινό με την τηλεόραση. Το περιουσιακό αυτό δικαίωμα,
με το ανωτέρω περιεχόμενο, μπορεί να μεταβιβάζεται εν ζωή, με τη συναίνεση
πάντοτε του δημιουργού (και ως τέτοιος ενός οπτικοακουστικού έργου τεκμαίρεται
ο σκηνοθέτης, άρθρο 9 Ν. 2121/93), με συμβάσεις ή άδειες εκμεταλλεύσεως
αποκλειστικές ή απλές. Περαιτέρω, ο δημιουργός έργου του λόγου ή της τέχνης,
ακόμη και εάν μεταβιβάσει το περιουσιακό του δικαίωμα είτε της πνευματικής
ιδιοκτησίας σε αυτό, είτε και μόνον της εκμεταλλεύσεως αυτής, διατηρεί το
αντίστοιχο επί του έργου ηθικό δικαίωμα (droit moral), το οποίο, ως εκδήλωση του δικαιώματος της
προσωπικότητας του δημιουργού, αφενός καθιερώνεται και προστατεύεται από τα
άρθρα 57 και 59 ΑΚ, αφετέρου του παρέχει, μεταξύ
άλλων, τις εξουσίες της αναγνωρίσεως της πατρότητας και της περιφρουρήσεως του
έργου (Γ. Κουμάντου, Πνευματική Ιδιοκτησία (ανατύπωση 1985), σελ. 234 επ.).
Όπως προκύπτει από το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' και γ' του Ν. 2121/1993, στοιχεία
του ηθικού δικαιώματος του πνευματικού δημιουργού είναι, εκτός των άλλων και η
εξουσία της αποφάσεως για το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο, κατά τους οποίους
το έργο θα γίνει προσιτό στο κοινό (δημοσίευση) και της απαγορεύσεως κάθε
παραμορφώσεως, περικοπής ή άλλης τροποποιήσεως του έργου του, καθώς και κάθε
προσβολής του δημιουργού, οφειλόμενης στις συνθήκες παρουσιάσεως του έργου στο
κοινό. Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι ως δημόσια εκτέλεση του έργου θεωρείται
κάθε χρήση ή παρουσίαση του έργου, που κάνει το έργο προσιτό σε κύκλο προσώπων,
ευρύτερο από το στενό κύκλο της οικογένειας και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον,
ανεξαρτήτως από το αν τα πρόσωπα αυτού του ευρύτερου κύκλου βρίσκονται στον
ίδιο ή σε διαφορετικούς χώρους (άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2121/1993). Εξάλλου, η
προσβολή απόλυτου και αποκλειστικού δικαιώματος συνιστά πράξη παράνομη και
εφόσον γίνεται υπαίτια, συνιστά αδικοπραξία, επειδή ενέχει αφ' εαυτής εναντίωση
προς την αποκλειστική εξουσία του δικαιούχου. Δηλαδή το γεγονός της επεμβάσεως
.δημιουργεί και την παράνομη πράξη, κατά το άρθρο 914 ΑΚ
και κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 65 του Ν. 2121/1993. Γενικά ως παράνομη
προσβολή ισχύει κάθε πράξη, που επεμβαίνει στις εξουσίες (ηθικές ή
περιουσιακές) του δημιουργού και η πράξη αυτή γίνεται χωρίς την άδεια του ή
χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος, που να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της
προσβολής (ΕφΑθ 143/2004, NOMOS).
Το άρθρο 65 του Ν. 2121/1993 αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με το 914 ΑΚ, το τελευταίο δε, εφαρμόζεται όπου η ανωτέρω διάταξη
αφήνει κενά και στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστη η ανάλογη εφαρμογή με το
νομοθετικό πνεύμα που διέπει τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. Ν. 2121/1993. Η
υπαιτιότητα απαιτείται μόνο για την αξίωση αποζημιώσεως. Η απόδειξη σχετίζεται
με την υφή της προσβολής. Ο δικαιούχος υποχρεούται να αποδείξει το γεγονός ότι
είναι φορέας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (ενεργητική νομιμοποίηση),
την ταυτότητα των έργων και την πράξη προσβολής των ηθικών ή περιουσιακών
εξουσιών. Εφόσον ζητεί, πέραν της άρσεως και παραλείψεως της προσβολής και αποζημίωση,
θα πρέπει να αποδείξει την υπαιτιότητα και το μέγεθος της ζημίας. Προς
διευκόλυνση της αποδείξεως της ζημίας του δικαιούχου και προσδιορισμό της
πλήρους αποζημιώσεως, με το εδ. β' της παρ. 2 του
άρθρου 65 του Ν. 2121/1993 καθορίζεται ένα ελάχιστο όριο αποζημιώσεως, που
είναι το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος
της εκμεταλλεύσεως που έκανε χωρίς την άδεια ο υπόχρεος. Επειδή η επέμβαση στο
δικαίωμα είναι καταρχήν πράξη παράνομη, ο δικαιούχος δεν οφείλει να αποδείξει
το γεγονός ότι η προσβολή έγινε χωρίς την άδεια του ή ότι συντρέχει άλλος λόγος
άρσεως του παρανόμου (ΕφΑθ 5866/2003, ΔΕΕ 2003, 1330). Η ίδια η πράξη της. προσβολής συνεπάγεται
και το παράνομο. Εκείνος, ο οποίος αρνείται τη συνδρομή της προσβολής (π.χ. διότι
είναι δικαιούχος με «εμπράγματη» άδεια εκμεταλλεύσεως της προσβαλλόμενης
«περιουσιακής εξουσίας») οφείλει να το αποδείξει. Τεκμαίρεται, επομένως, η
παρανομία της επεμβάσεως στο απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα. Αποκλείεται,
εξάλλου, ως ένσταση η καλόπιστη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ή
των περιουσιακών εξουσιών του με σύμβαση ή άδεια εκμεταλλεύσεως. Στο θέμα της
προσβολής τέτοια ένσταση είναι νόμω αβάσιμη και τούτο
διότι, εκτός του ότι λείπει το στοιχείο της δημοσιότητας και της εμφανίσεως
προς τα έξω (κατοχή) που χαρακτηρίζει την καλόπιστη κτήση κινητών πραγμάτων
(άρθρο 1036 ΑΚ), η προστασία των συναλλαγών, η οποία
δικαιολογεί τη ρύθμιση του άρθρου 1036 και 1041 ΑΚ,
αναμφίβολα δεν ανήκει στο σκοπό του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο
σχετικός ισχυρισμός μπορεί να αποκτήσει σημασία μόνο στο θέμα της αξιώσεως
αποζημιώσεως, η έγερση της οποίας απαιτεί υπαιτιότητα (Μελέτη Μιχ. Θεοδ. Μαρίνου, Η προσβολή
του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, ΕλλΔικ 35, 1441 επ., ΠολΠρωτΑθ
9188/1995, ΕλλΔικ 1997, 159). Τέλος, κατά τη σαφή
έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό
πρόσωπο ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των κατά τα άρθρα 55, 67 καί 68 ΑΚ αντιπροσωπευόντων
και εκφραζόντων τη βούληση αυτού οργάνων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε
χώρα κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων σε αυτά καθηκόντων και παρέχει
υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση, δε, που η πράξη ή η παράλειψη του
αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια, παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως για τον πράξαντα, ευθύνεται δε και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό
πρόσωπο (ΑΠ 1285/1980, ΝοΒ 29, 554, ΕφΠειρ 375/2003, ΠειρΝομολ2003/311). Ειδικότερα, στην
ανώνυμη εταιρία ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν έχει μεν προσωπική υποχρέωση για τα
χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη του από αδικοπραξία κατά τα άρθρα
914 ΑΚ. Η αρχή δηλαδή της μη ευθύνης των διοικητών
Α.Ε. και των διαχειριστών Ε.Π.Ε. δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από
αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (άρθρο 914 ΑΚ),
οπότε υπάρχει ευθύνη τους (Πασσιάς, Το δίκαιο της ΑΕ, παρ.548, 561).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 26-2-2007 αγωγή, με την οποία παραδεκτώς παραιτείται από το από 12-7-2005 και με αριθμό
εκθέσεως καταθέσεως 6441/2005 δικόγραφο αγωγής, ο ενάγων εκθέτει ότι είναι
σκηνοθέτης του κινηματογράφου και της τηλεοράσεως και έχει το αποκλειστικό
δικαίωμα εκμεταλλεύσεως, διαθέσεως και προβολής (περιουσιακό δικαίωμα) της
ταινίας με τίτλο «ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΝΕΙΑΤΑ», την οποία
σκηνοθέτησε ο ίδιος το έτος 1969. Ότι στις 8-11-2004 πληροφορήθηκε ότι η πρώτη
εναγομένη είχε προβάλλει από τον τηλεοπτικό της σταθμό ΕΤ-1 την ανωτέρω ταινία
χωρίς την άδεια του, κατόπιν, δε, επισταμένης έρευνας στην οποία αποδύθηκε,
κατά την οποία συνάντησε την άρνηση της πρώτης εναγομένης να του παράσχει τα
αιτούμενα στοιχεία, ανακάλυψε ότι η εν λόγω ταινία προβλήθηκε στις 11-5-1998
και στις 22-7-2000 και ότι είχαν εκχωρηθεί στην πρώτη εναγομένη τα δικαιώματα
προβολής δυνάμει αντιστοίχων εγγράφων συμβάσεων εκμισθώσεως, που είχαν
καταρτιστεί μεταξύ του δευτέρου των εναγομένων, νομίμου εκπροσώπου της πρώτης
αυτών κατά το χρόνο εκείνο και του προμηθευτή υλικών φορέων (κινηματογραφικών
ταινιών) προς τηλεοπτική προβολή Γ. Μ.. Ότι στον τελευταίο ο ενάγων ουδέποτε
είχε εκχωρήσει τα σχετικά δικαιώματα προβολής της επίδικης ταινίας και ότι η
πρώτη των εναγομένων, εκπροσωπούμενη από το δεύτερο τούτων, κατά την υπογραφή
των εν λόγω συμβάσεων, αρκέστηκε στην υποβολή εκ μέρους του ανωτέρω προμηθευτή
υπεύθυνης δηλώσεως περί του ότι αυτός κατέχει τα πνευματικά και συγγενικά
δικαιώματα της ως άνω ταινίας, κατά παράβαση της υποχρεώσεως προσαρτήσεως σε
καθεμία των συμβάσεων των προβλεπομένων από το Ν. 2121/1993 αδειών. Με τα
δεδομένα αυτά ο ενάγων, και αφού αναφέρει το ύψος των ποσών που κατέβαλε η
πρώτη εναγομένη για την εκμίσθωση των ενδίκων ταινιών, επικαλούμενος
υπαιτιότητα αμφοτέρων των εναγομένων, ζητεί, μετά τον παραδεκτό μερικό
περιορισμό με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό
σε αναγνωριστικό και κατά τη δέουσα εκτίμηση των αιτημάτων του, να αναγνωριστεί
το δικαίωμα του ως δημιουργού της ως άνω ταινίας και να διαταχθεί η παράλειψη
της προσβολής επ' αυτού στο μέλλον, να υποχρεωθούν οι
εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ποσό των 10.000 ευρώ
και να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν εις ολόκληρον το ποσό των 40.000 ευρώ ως
χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ο ενάγων υπέστη από την προσβολή
του ηθικού δικαιώματος του επί του πνευματικού ως άνω δημιουργήματος του, να
υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ως αποζημίωση το
διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως καταβάλλεται για την συγκεκριμένη εκμετάλλευση
της ανωτέρω ταινίας και που ανέρχεται στο ποσό των 20.000 ευρώ, άπαντα τα
κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και με προσωπική κράτηση
του δευτέρου εναγομένου λόγω της αδικοπραξίας αυτής, να κηρυχθεί η απόφαση, ως
προς την καταψηφιστική διάταξη της καταβολής των ως
άνω κονδυλίων, προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη
δικαστική του δαπάνη.
Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, για την κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της οποίας δεν απαιτείται η παράθεση άλλων
επιπλέον στοιχείων και για την οποία έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος
δικαστικού ενσήμου που αναλογεί στο αντικείμενο της διαφοράς με τις ανάλογες
προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ' αριθμ. 095215 και 011078 σειρά Α' αγωγόσημα), αρμοδίως καθ' ύλην
και κατά τόπον (άρθρα 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ)
και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη,
στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 6, 9, 12 παρ. 2, 65 παρ. 1
και 2 Ν. 2121/1993, 57, 59, 71, 481, 299, 346, 914, 932 ΑΚ,
70, 907, 908 παρ. 1 περ. δ', 1047 και 176 ΚΠολΔ (βλ.
ως προς τη νομιμότητα του αιτήματος αναγνωρίσεως οφειλής τόκων από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής που μετατράπηκε σε αναγνωριστική ΟλΑΠ 13/1994, ΕλλΔικ 34, 1259, ΑΠ
787/1998, ΕλλΔικ 40, 608). Πρέπει, κατά συνέπεια, να
εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Οι εναγόμενοι, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνούνται την
αγωγή στο σύνολο της και ειδικότερα αρνούνται την υπαιτιότητα τους στην
προσβολή του επιδίκου δικαιώματος και συνεπώς, την υποχρέωση τους προς
αποζημίωση του ενάγοντος, ισχυριζόμενοι, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του
δικογράφου των προτάσεων τους, ότι απέκτησαν καλόπιστα την άδεια εκμεταλλεύσεως
της εν λόγω ταινίας με τις από 25-7-1997 και 12-8-1999 συμβάσεις εκμισθώσεως,
που συνήφθησαν μεταξύ της πρώτης εναγομένης δια του
νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου εναγομένου και του Γ. Μ., ο οποίος, δυνάμει των
αναφερομένων στις προτάσεις τους και συνημμένων στις συμβάσεις αυτές υπευθύνων
δηλώσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, δήλωσε ότι κατέχει την
απαιτούμενη άδεια για την τηλεοπτική προβολή της επίδικης ταινίας. Ο ισχυρισμός
αυτός των εναγομένων, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας, μόνο ως
αιτιολογημένη άρνηση της υπό κρίση αγωγής δύναται να εκτιμηθεί. Περαιτέρω, οι
εναγόμενοι διατείνονται ότι η αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως
για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων από την πρώτη προβολή της επίμαχης
ταινίας που έλαβε χώρα στις 11-5-1998, υπέκυψε στην από τη διάταξη του άρθρου
937 ΑΚ προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή, καθόσον από
την ημεροχρονολογία αυτή, μέχρι την άσκηση της
ένδικης αγωγής (5-3-2007), παρήλθε διάστημα μείζον της πενταετίας. Ο ισχυρισμός
αυτός είναι νόμιμος, συνιστά την ερειδόμενη στη
διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ ένσταση, δεδομένου ότι η
διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993 ενσωματώνει στο δίκαιο της
πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων τις διατάξεις των άρθρων
914, 932, 59 και 60 ΑΚ, χωρίς να αποκλείεται και η
συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ για τα
ειδικότερα θέματα που μπορεί να προκύψουν όσον αφορά στην αποζημίωση, όπως
είναι η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ
παραγραφή που είναι πενταετής και αρχίζει αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον
υπόχρεο σε αποζημίωση, στην ίδια, δε, παραγραφή, υπόκειται και η αξίωση για
ηθική βλάβη που προβλέπεται στην ίδια διάταξη (ΕφΑΘ
2440/2006, αδημοσίευτη) και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την
ουσιαστική της βασιμότητα. Ακολούθως, οι εναγόμενοι προβάλλουν την εκ του
άρθρου 281 ΑΚ ένσταση, διατεινόμενοι
ότι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής παρίσταται ως προδήλως καταχρηστική, διότι ο
ενάγων, ο οποίος από ετών είχε αναπτύξει επαγγελματική συνεργασία με την πρώτη
εναγομένη, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την επικαλούμενη προσβολή της
πνευματικής του ιδιοκτησίας και κατά τον τρόπο αυτό δημιούργησε στους
εναγομένους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε την ένδικη αξίωση. Ο ισχυρισμός
αυτός είναι μη νόμιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από τους εναγομένους πραγματικά
περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν επαρκούν για να καταστήσουν
καταχρηστική, κατά προφανή, μάλιστα, υπέρβαση των διαγραφομένων στο άρθρο 281 ΑΚ κριτηρίων, την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος του
ενάγοντος. Τέλος, η πρώτη εναγομένη, προβάλλει κατ' ένσταση αίτημα να
υποχρεωθεί ο ενάγων σε παροχή εγγυοδοσίας, για το λόγο ότι η ενδεχόμενη
καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα συνεπεία απορρίψεως της αγωγής ως νομικά άλλως
ουσιαστικά αβάσιμης, υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί. Επ' αυτού, λεκτέα τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, το
Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου
ασκήθηκε κυρία παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον
ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κυρία παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της
διαδικασίας που γίνεται στα ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής
κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα. Από τη
διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθού η κυρία παρέμβαση ή του καθού
ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον
του οικείου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή
εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του
απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα, κατά τη συζήτηση,
επί ποινή απαραδέκτου (ΚΠολΔ 263 περ. γ') β) κριτήριο
της υποχρεώσεως εγγυοδοσίας είναι εδώ η προφανής οικονομική αδυναμία του
επιτιθεμένου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της
διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους (Κεραμέας, Αστ. Δικ. Δίκαιο, Γενικό Μέρος
1986, σελ. 353) γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση
του Δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη από τα
στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη
εκτέλεση της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης
καταδίκης σε αυτό του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία δ) το Δικαστήριο, που
δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για
εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το μέγεθος αυτής, αλλά και την προθεσμία, εντός
της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, ενώ αν αυτή παρέλθει άπρακτη,
το Δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, ανακαλεί την αγωγή,
την κυρία παρέμβαση ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση μάλιστα αυτή θεωρείται ότι αφορά
στο δικόγραφο και όχι στο δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κυρίας
παρεμβάσεως ή του ενδίκου μέσου (171, 172 ΚΠολΔ) και
ε) το βάρος αποδείξεως των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής
ενστάσεως (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο
εναγόμενος, ο καθού η κυρία παρέμβαση ή εκείνος κατά
του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν
αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΕφΠειρ 682/2005, ΠειρΝομ 2005,
526, ΠολΠρωτΠειρ 7130/1998, ΝοΒ
1999, 801). Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα περί καταβολής εγγυοδοσίας εκ
μέρους του ενάγοντος, παραδεκτά προβάλλεται με τις έγγραφες προτάσεις της
πρώτης εναγομένης, είναι νόμιμο, πλην, όμως, είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά
αβάσιμο, διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε η ανυπαρξία
περιουσιακών στοιχείων του ενάγοντος και συνακόλουθα η αφερεγγυότητα και η
αδυναμία αυτού για την αντιμετώπιση των οικονομικών του υποχρεώσεων.
Β) Κατά το άρθρο 88 ΚΠολΔ, ο εναγόμενος έχει
δικαίωμα να προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνους, από τους οποίους μπορεί να
απαιτήσει αποζημίωση σε περίπτωση ήττας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής,
για το παραδεκτό της προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του
προσεπικαλουμένου υπάρχει, δυνάμει του νόμου ή συμβάσεως, έννομη σχέση, η
οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει δικαίωμα
αποζημιώσεως κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται, δηλαδή, στην περίπτωση της
προσεπικλήσεως, να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην ήδη εκκρεμή
δίκη και μία αυτή που ασκείται με την προσεπίκληση, επιπλέον, δε, απαιτείται η
δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, υπό την έννοια ότι μόνο αν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (την πρώτη), αποκτά
δικαίωμα αποζημιώσεως, βάσει της δεύτερης, κατά του προσεπικαλουμένου (ΑΠ
960/1999, ΕλλΔικ 41, 137, ΕφΑΘ
3321/2005, ΕλλΔικ 2006, 288, ΕφΑθ
9165/2002, ΕλλΔικ 2004, 592, ΕφΠειρ
775/2001, ΔΕΕ 2000, 1258). Η με την προσεπίκληση του
δικονομικού εγγυητή δημιουργηθείσα έννoμη σχέση δίκης μεταξύ του προσεπικαλούντος
και του προσεπικαλούμενου, διεξάγεται, μεν, με την αρχική δίκη, δεν ενδιαφέρει,
όμως, τον αντίδικο του προσεπικαλούντος (ΑΠ
1315/1993, ΕλλΔικ 35, 1592, ΕφΑΘ
9165/2002, ο.α.). Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή προς
συμμετοχή του τελευταίου (προσεπικαλούμενου) στην εκκρεμή δίκη είναι παραδεκτή
και χωρίς να ενωθεί με την προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή του προσεπικαλούντος κατά του προσεπικαλούμενου σε περίπτωση
ήττας του κατά τη δίκη (ΑΠ 88/1984, ΝοΒ 33, 239). Στην
τελευταία αυτή περίπτωση της ασκήσεως προσεπικλήσεως προς παρέμβαση χωρίς
συνένωση αγωγής αποζημιώσεως, εφόσον η προσεπίκληση δεν είναι επιτευκτική αλλά διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δηλαδή
διευρύνει απλώς τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς διαδικασίας χωρίς να
περιέχει ιδιαίτερο αίτημα, το Δικαστήριο, μετά την αποδοχή της αγωγής ή την
απόρριψη αυτής εν όλω ή εν μέρει, δεν είναι
υποχρεωμένο να ασχοληθεί με την προσεπίκληση και να διαλάβει στο διατακτικό του
διάταξη (ΕφΔωδ 346/2005, NOMOS,
ΕφΠειρ 438/1981, ΕλλΔικ 23,
627). Το αυτό ισχύει και με την ανακοίνωση της εκκρεμούς δίκης, δηλαδή εάν ο
τρίτος, προς τον οποίο ανακοινώθηκε η δίκη, δεν μετάσχει στη διαδικασία
ασκώντας παρέμβαση, το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ασχοληθεί με την
ανακοίνωση, δεδομένου ότι οι δυσμενείς συνέπειες για τον τρίτο, (ήτοι η απώλεια
δικαιώματος της τριτανακοπής κατά της αποφάσεως), ο οποίος ενώ του ανακοινώθηκε
η δίκη, δεν ενδιαφέρθηκε να λάβει μέρος σε αυτήν (άρθρο 92 ΚΠολΔ),
επέρχονται ευθέως από το νόμο (ΕφΑθ 3129/1988, ΝοΒ 36, 1243).
Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εναγομένη άσκησε την υπό κρίση από
8-3-2007 προσεπίκληση, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, σε αναγκαστική
παρέμβαση κατά του Γ. Μ., την οποία κοινοποίησε και προς τον ενάγοντα χωρίς να
υπέχει τέτοια υποχρέωση, καθόσον ο νόμος δεν ορίζει πρόσθετη κοινοποίηση στον
αντίδικο του προσεπικαλούντος, με τον οποίο δεν
βρίσκεται σε κανένα σύνδεσμο ο προσεπικαλούμενος (Βαθρακοκοίλης,
ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρον 89, σελ. 611). Με το εν λόγω
δικόγραφο, η πρώτη εναγομένη-προσεπικαλούσα ζητεί να παρέμβει ο καθού η προσεπίκληση στην παρούσα δίκη ισχυριζόμενη, κατ' ορθήν εκτίμηση του δικογράφου, ότι στις από 25-7-1997 και
12-8-1999 έγγραφες συμβάσεις εκμισθώσεως με αντικείμενο το δικαίωμα τηλεοπτικής
προβολής της επίδικης ταινίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκαν μεταξύ της
πρώτης εναγομένης-προσεπικαλούσας δια του νομίμου
εκπροσώπου της δεύτερου εναγομένου και του καθού η
προσεπίκληση, διελήφθη όρος σύμφωνα με τον οποίο ο καθού
η προσεπίκληση υποσχέθηκε και εγγυήθηκε ότι η επίδικη ταινία είναι απαλλαγμένη
από κάθε υποχρέωση καταβολής, από την πρώτη εναγομένη, συγγραφικών ή
σκηνοθετικών δικαιωμάτων, ότι έχει εξασφαλίσει όλες τις απαιτούμενες από το Ν.
2121/1993 άδειες των δικαιούχων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων,
που του επιτρέπουν την εκμίσθωση προς την πρώτη εναγομένη-προσεπικαλούσα του
έργου αυτού για τηλεοπτική προβολή, οι οποίες προσαρτώνται στις συμβάσεις
αυτές, ότι οι εν λόγω άδειες δεν απαλλάσσουν τον καθού
η προσεπίκληση από τις υποχρεώσεις του και ότι ο τελευταίος υποχρεούται, με
δικές του δαπάνες, να παρεμβαίνει υπέρ της πρώτης εναγομένης-προσεπικαλούσας, σε περίπτωση ασκήσεως, μεταξύ άλλων και
αγωγής βασιζόμενης σε ισχυρισμό τρίτου ότι η μετάδοση ή η εκμετάλλευση του
έργου από την πρώτη εναγομένη-προσεπικαλούσα προσβάλλει δικαίωμα του. Με το
περιεχόμενο αυτό η υπό κρίση προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση χωρίς
συνένωση αγωγής αποζημιώσεως, έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω
εκτεθέντα, απλώς τη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της εκκρεμούς διαδικασίας
και εφόσον δεν περιέχει ιδιαίτερο αίτημα, το Δικαστήριο δε θα ασχοληθεί με
αυτή.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων και την ανώμοτη κατάθεση του ενάγοντος, που δόθηκαν στο ακροατήριο
του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα
με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, τη μετ'
επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 24.502/2007 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα
του δεύτερου εναγομένου Δ.-Γ. Π. η οποία ελήφθη
ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.-Ε. Μ. μετά από
νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος, από όλα τα έγγραφα που μετ'
επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του,
είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων
(άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ) εφόσον έχει
επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο αποδείξεως, για μερικά
από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί
κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς και από όσα
συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρο 261 ΚΠολΔ),
όπως προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις τους
ισχυρισμών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι
σκηνοθέτης του κινηματογράφου και της τηλεοράσεως και μεταξύ των έργων του περιλαμβάνεται
και η κινηματογραφική ταινία μεγάλου μήκους με τον τίτλο «ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΝΕΙΑΤΑ», παραγωγής και σεναρίου του ιδίου, την οποία
σκηνοθέτησε το έτος 1969. Με την ιδιότητα του αυτή, είναι αποκλειστικός
δικαιούχος του περιουσιακού και ηθικού δικαιώματος του εν λόγω έργου και, στην
περίπτωση που ενδιαφέρει εν προκειμένω, έχει, αφενός την εξουσία να επιτρέπει ή
να απαγορεύει τη θέση σε κυκλοφορία του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με
εκμίσθωση και τη μετάδοση ή αναμετάδοση του έργου στο κοινό με την τηλεόραση
(περιουσιακό δικαίωμα) και αφετέρου την εξουσία της αποφάσεως για το χρόνο, τον
τόπο και τον τρόπο, κατά τους οποίους το έργο θα γίνει προσιτό στο κοινό (ηθικό
δικαίωμα). Στις 8-11-2004 και εξ αφορμής του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την
εκχώρηση των περιουσιακών του δικαιωμάτων επί των πνευματικών του έργων σε
οργανισμό συλλογικής διαχειρίσεως, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, ο ενάγων
πληροφορήθηκε από συναδέλφους του σκηνοθέτες ότι η επίδικη ταινία είχε
προβληθεί από την πρώτη εναγομένη Ε.Ρ.Τ. μέσω του τηλεοπτικού διαύλου της ΕΤ-1
δύο φορές, ερχόμενος, δε, σε επαφή με την εν λόγω εναγομένη, του κατέστη γνωστό
ότι η τηλεοπτική προβολή της ταινίας αυτής έλαβε χώρα στις 11-5-1998 και στις
22-7-2000 από τον προαναφερθέντα τηλεοπτικό σταθμό. Ο ενάγων, ενόψει του ότι
ουδέποτε είχε εκχωρήσει το δικαίωμα για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση
(τηλεοπτική προβολή) του έργου του αυτού στην πρώτη εναγομένη, αποδύθηκε σε
επισταμένη έρευνα των συνθηκών υπό τις οποίες μεταβιβάστηκε στην πρώτη
εναγομένη το σχετικό δικαίωμα για τις δύο τηλεοπτικές προβολές και κατόπιν
αρνήσεως αυτής να του παράσχει πληροφορίες, δυνάμει της υπ' αριθμ.
14007/22-4-2005 εισαγγελικής εντολής, του χορηγήθηκαν από την πρώτη εναγομένη
αντίγραφα των συμβάσεων που είχαν καταρτιστεί μεταξύ τρίτου προσώπου με το
όνομα Γ. Μ. ως προμηθευτή υλικών φορέων (κινηματογραφικών ταινιών) και της εν
λόγω εναγομένης δια του νομίμου εκπροσώπου της, κατά το χρόνο συνάψεως των
συμβάσεων αυτών, δευτέρου εναγομένου, με τις οποίες ο Γ. Μ. παραχώρησε
(εκμίσθωσε) τη χρήση της επίμαχης κινηματογραφικής ταινίας στην πρώτη
εναγομένη, αντί τιμήματος (μισθώματος), το οποίο εισέπραξε για τους χρόνους
προβολής τους από τον τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1. Ειδικότερα, δυνάμει του
από 25-7-1997 ιδιωτικού
συμφωνητικού μισθώσεως κινηματογραφικής ταινίας, ο ως άνω Γ. Μ. εκμίσθωσε στην
πρώτη εναγομένη, πέντε υλικούς φορείς (κινηματογραφικές ταινίες), μεταξύ των
οποίων και την επίδικη ταινία, προς το σκοπό της τηλεοπτικής μεταδόσεως του
έργου μέσω του σταθμού ΕΤ-1 για μία φορά κατά το χρονικό διάστημα από 25-7-1997
έως 24-7-1998, έναντι συνολικού τιμήματος 5.900.000 δρχ., με το από 12-8-1999,
δε, ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, συμφωνήθηκε η
εκμίσθωση τεσσάρων ελληνικών ταινιών, συμπεριλαμβανομένου και του έργου του
ενάγοντος, για τηλεοπτική μετάδοση μία φορά από τον αυτό τηλεοπτικό σταθμό,
κατά το χρονικό διάστημα από 16-8-1999 έως 15-8-2000, έναντι συνολικού
τιμήματος 3.800.000 δρχ. Σε αμφότερες τις έγγραφες αυτές συμβάσεις, αναφέρεται
ότι ο προμηθευτής και δη ο ανωτέρω Γ. Μ., υπόσχεται και εγγυάται ότι το έργο
είναι απαλλαγμένο από κάθε υποχρέωση καταβολής από την Ε.Ρ.Τ., πρώτη εναγομένη,
συγγραφικών ή άλλων πνευματικών δικαιωμάτων ή και τυχόν συγγενικών δικαιωμάτων,
ότι έχει εξασφαλίσει όλες τις προβλεπόμενες από το Ν. 2121/1993 άδειες των
δικαιούχων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που του
επιτρέπουν την εκμίσθωση προς την Ε.Ρ.Τ. του συμφωνηθέντος, με τις συμβάσεις
αυτές, έργου για τηλεοπτική προβολή, ότι οι άδειες αυτές προσαρτώνται σε
καθεμία των συμβάσεων αυτών ως παράρτημα Β και δεν απαλλάσσουν, σε καμία
περίπτωση, τον προμηθευτή από τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις
συμβάσεις αυτές. Εντούτοις, στις προδιαληφθείσες
συμβάσεις, αντί των αναφερομένων σε αυτές αδειών που έπρεπε να προσαρτηθούν από
τον προμηθευτή της πρώτης εναγομένης Γ. Μ., ώστε να προκύπτει η εκχώρηση του
δικαιώματος στον τελευταίο από τον ενάγοντα πνευματικό δημιουργό (σκηνοθέτη)
της επίδικης ταινίας για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση αυτού και δη της
τηλεοπτικής προβολής, ο ως άνω προμηθευτής υπέβαλε, για μεν την πρώτη από τις
συμβάσεις αυτές την από 25-7-1997, για δε τη δεύτερη την από 12-8-1999
υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, στις οποίες αναφέρει ότι έχει
στην κυριότητα του τα τηλεοπτικά δικαιώματα των ελληνικών κινηματογραφικών
ταινιών, που διαλαμβάνονται στις ως άνω συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και της
ταινίας με τίτλο «ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΝΕΙΑΤΑ», σκηνοθεσίας,
παραγωγής και σεναρίου του ενάγοντος, όπως ήδη εκτέθηκε, τα οποία παραχωρεί για
την τηλεοπτική προβολή και της ταινίας αυτής στην πρώτη εναγομένη από τον
τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1. Η πρώτη εναγομένη, δια του νομίμου εκπροσώπου της κατά
το χρόνο καταρτίσεως των συμφωνητικών αυτών δευτέρου εναγομένου, εξαρκέστηκε στην επισύναψη των αμέσως αναφερθεισών
υπευθύνων δηλώσεων του Γ. Μ. στις συμβάσεις και προέβη, δυνάμει της πρώτης
συμβάσεως στις 11-5-1998 και δυνάμει της δεύτερης τούτων στις 22-7-2000, στην
προβολή της επίδικης ταινίας από τον τηλεοπτικό δίαυλο του σταθμού ΕΤ-1. Με τον
τρόπο αυτό, όμως, οι εναγόμενοι, εφόσον προέβησαν στην τηλεοπτική προβολή της
ταινίας χωρίς γραπτή άδεια του ενάγοντος, δημιουργού του έργου αυτού, ο οποίος
δεν είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα επί του πνευματικού αυτού δημιουργήματος στον
ως άνω Γ. Μ. για τηλεοπτική προβολή της επίμαχης ταινίας, προσέβαλαν το απόλυτο
και αποκλειστικό δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως του έργου (περιουσιακό), καθώς
επίσης και της προστασίας του προσωπικού δεσμού προς αυτό (ηθικό) του
ενάγοντος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
Περαιτέρω, η κατά τα άνω τηλεοπτική προβολή της ταινίας του ενάγοντος άνευ
αδείας αυτού, συνιστά πράξη παράνομη, οφειλόμενη σε υπαιτιότητα των εναγομένων,
δοθέντος ότι καίτοι στις ως άνω συμβάσεις εκμισθώσεως της χρήσεως των υλικών
φορέων (κινηματογραφικών ταινιών) από το Γ. Μ., είχε περιληφθεί ο όρος να
προσαρτώνται σε αυτές οι σχετικές άδειες για τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, η
πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, δια του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερου
εναγομένου, εξαρκέστηκε στην υποβολή των ανωτέρω
υπευθύνων δηλώσεων του προμηθευτή της, παραλείποντας, όπως είχε προς τούτο
υποχρέωση, την οποία και η ίδια αναγνωρίζει στις συμβάσεις που καταρτίζει για
την τηλεοπτική προβολή ταινιών, να ερευνήσει και να διαπιστώσει εάν για την προεκτεθείσα χρήση υπήρχε η κατά τα άνω άδεια του
δημιουργού (αμέλεια). Αμφότεροι οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν βαρύνονται
με οιοδήποτε μορφή πταίσματος, καθόσον προέβησαν στην τηλεοπτική προβολή της
επίδικης ταινίας μετά την υποβολή των υπευθύνων δηλώσεων εκ μέρους του Γ. Μ.,
γεγονός που αποτελεί συνήθη πρακτική της πρώτης εναγομένης, κατόπιν υποδείξεως
της νομικής υπηρεσίας αυτής, δεδομένου ότι οι υπεύθυνες αυτές δηλώσεις έχουν
νόμιμη περιωπή (Ν. 1599/1986), προκειμένου να αντιμετωπιστούν η αναγκαιότητα
της άμεσης καλύψεως του τηλεοπτικού προγράμματος και η δυσχέρεια στην ανεύρεση
των δικαιούχων, πολλοί εκ των οποίων έχουν αποβιώσει, προς επίρρωση, δε, του
ισχυρισμού τους αυτού, μετ' επικλήσεως προσκομίζουν
το υπ' αριθμ. πρωτ. 5813/10-10-2005 έγγραφο του
Γραφείου Γενικού Διευθυντού της πρώτης εναγομένης προς τη Διεύθυνση Νομικών
Υπηρεσιών αυτής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός των εναγομένων δεν αναιρεί την ως
άνω κρίση του Δικαστηρίου, διότι η προστασία του απόλυτου και αποκλειστικού
δικαιώματος της πνευματικής ιδιοκτησίας, το μεν δεν πρέπει να υποχωρεί στην
ανάγκη εξυπηρετήσεως άλλων σκοπών, όπως η άμεση κάλυψη του τηλεοπτικού
προγράμματος, το δε υλοποιείται βάσει του διαγραφόμενου στο Νόμο αυτό τρόπου
και δη με την καθιέρωση των εγγράφων συμβάσεων για την εκχώρηση των απορρεόντων
από αυτή δικαιωμάτων, την ύπαρξη των οποίων κάθε ενδιαφερόμενος οφείλει να
διακριβώνει πριν προβεί σε συγκεκριμένη εκμετάλλευση πνευματικού έργου. Στην
προκειμένη περίπτωση, εξάλλου, η αμέλεια των εναγομένων επιτείνεται από το
γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη Ε.Ρ.Τ., εκ του αντικειμένου της δραστηριότητας
της, γνωρίζει τις διατάξεις που διέπουν την πνευματική ιδιοκτησία και για το
λόγο αυτό, όπως ήδη εκτέθηκε, είχε συμπεριλάβει τον ανωτέρω όρο στις επίδικες
συμβάσεις που κατήρτισε με το Γ. Μ. για την προσάρτηση των σχετικών αδειών.
Περαιτέρω, όσον αφορά στην προβαλλόμενη από τους εναγομένους ένσταση παραγραφής
της ένδικης αξιώσεως του ενάγοντος για την πρώτη προβολή της επίδικης ταινίας
από τον τηλεοπτικό σταθμό ΕΤ-1 στις 11-5-1998, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει
να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά
μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε γνώση της τηλεοπτικής προβολής και
επέκεινα της προσβολής των δικαιωμάτων του κατά το χρόνο εκείνο, ούτε, εξάλλου,
η δημοσιοποίηση του τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΤ-1 αποτελεί τεκμήριο του ότι
άπαντες πληροφορούνται το περιεχόμενο του. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων
έλαβε, το πρώτον, γνώση των ήδη δύο πραγματοποιηθεισών τηλεοπτικών προβολών της
ως άνω ταινίας που είχε σκηνοθετήσει, στις 8-11-2004, κατά τη συνεδρίαση του
Δ.Σ. του Συνεταιρισμού με την επωνυμία «Σινεφίλ» με
αντικείμενο τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων οπτικοακουστικών έργων,
όπως επιβεβαιώνεται και από την από το χρόνο εκείνο αρξαμένη
έρευνα, από την πλευρά του ενάγοντος, για το πώς περιήλθαν στην πρώτη εναγομένη
τα δικαιώματα τηλεοπτικής προβολής του έργου του, η οποία απέληξε στην προμνησθείσα εισαγγελική εντολή για τη χορήγηση αντιγράφων
των ανωτέρω συμβάσεων από την εν λόγω εναγομένη και, συνεπώς, από τότε
(8-11-2004) έως την άσκηση της αγωγής (5-3-2007), δε συμπληρώθηκε το
απαιτούμενο από το νόμο (937 ΑΚ) χρονικό διάστημα των
πέντε ετών. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι υπαιτίως
προσέβαλαν την κατά τα ανωτέρω πνευματική ιδιοκτησία, υποχρεούνται, σύμφωνα με
τα διαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, να καταβάλουν στον
ενάγοντα αποζημίωση όχι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως
καταβάλλεται (άρθρο 65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, η
καταβλητέα αμοιβή για την τηλεοπτική προβολή της επίδικης ταινίας που έγινε χωρίς
άδεια δύο φορές, ανέρχεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο ποσό των 3.500
ευρώ για την κάθε τηλεοπτική προβολή, ήτοι στο συνολικό ποσό των (3.500+3.500)
7.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη, αφενός του ότι όπως ο ίδιος ο ενάγων κατέθεσε,
από τον υλικό φορέα (κινηματογραφικό ταινία) που ο ίδιος έχει στην κατοχή του
λείπει τμήμα του ήχου και αφετέρου της αμοιβής που καταβλήθηκε για την
τηλεοπτική προβολή της ταινίας με τίτλο «ΤΟ ΒΑΡΥ ΠΕΠΟΝΙ», σκηνοθεσίας του
ενάγοντος, η οποία, όπως προκύπτει από τη μετ' επικλήσεως
προσκομιζόμενη από 18-7-1997 σύμβαση μεταβιβάσεως δικαιωμάτων μεταδόσεως έργου
που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΕΣ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ-ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και με
διακριτικό τίτλο «ARTOON S.A.»
και του ενάγοντος, ανήλθε στο ποσό των 2.000.000 δρχ. Επομένως, το αίτημα του
ενάγοντος περί αποζημιώσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 του ίδιου
Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό για το ποσό των (7.000 Χ 2) 14.000 ευρώ,
απορριπτόμενου του σχετικού κονδυλίου ως ουσιαστικά αβασίμου κατά το
υπερβάλλον. Τέλος, από την προσβολή του ηθικού δικαιώματος της πνευματικής
ιδιοκτησίας του ενάγοντος, παραγωγού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη της επίδικης
ταινίας, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, πρέπει
να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο
κρίνεται εύλογο και δίκαιο ενόψει του βαθμού υπαιτιότητας των εναγομένων, του
είδους και της βαρύτητας της προσβολής των δικαιωμάτων του ενάγοντος, της εκτάσεως
της βλάβης της και της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών.
Κατόπιν τούτου, η συνολική αποζημίωση που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται στο
ποσό των (14.000+15.000) 29.000 ευρώ.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει
δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να αναγνωριστεί το δικαίωμα
του ενάγοντος ως δημιουργού της ως άνω ταινίας, να διαταχθεί η παράλειψη της
προσβολής του από τους εναγομένους στο μέλλον, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να
καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 14.000 ευρώ ως
αποζημίωση και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής
βλάβης που αυτός υπέστη και συνολικά το ποσό των (14.000+10.000) 24.000 ευρώ,
με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και να αναγνωριστεί
ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον
ενάγοντα το υπόλοιπο ποσό των (15.000-10.000) 5.000 ευρώ ως χρηματικής
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως
της αγωγής. Το παρεπόμενο, όμως, αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά
εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν
συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση δε
μπορεί να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Πρέπει, επίσης, να
απαγγελθεί κατά του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2)
μηνών λόγω του αδικήματος που τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος, ενόψει και του
βαθμού της υπαιτιότητας του, του ύψους της ζημίας και της αφερεγγυότητας του
και να επιβληθούν εν μέρει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος των
εναγομένων, κατά την έκταση της ήττας τους (άρθρα 191 παρ. 2 και 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει: Α) αντιμωλία των διαδίκων την από 26-2-2007 και με αριθμό
εκθέσεως καταθέσεως 2186/2007 αγωγή και Β) ερήμην του προσεπικαλουμένου την από
8-3-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2856/2007 προσεπίκληση σε
αναγκαστική παρέμβαση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει το δικαίωμα του ενάγοντος ως πνευματικού δημιουργού της
επίδικης ταινίας και υποχρεώνει τους εναγομένους να απέχουν από οποιαδήποτε
μελλοντική τηλεοπτική προβολή αυτής.
Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον το
ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων (24.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την
επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα εις
ολόκληρον το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την
επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Απαγγέλλει εναντίον του δεύτερου εναγομένου προσωπική κράτηση, ως μέσον
αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως, τη διάρκεια της οποίας καθορίζει σε δύο
(2) μήνες.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του
ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 24.1.2008 απόντων των διαδίκων και των
πληρεξουσίων δικηγόρων τους.