Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρεία - Χρηματιστηριακές συναλλαγές - Σύμβαση παραγγελίας χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας - Κατάρτιση χρηματιστηριακής παραγγελίας - Εγγραφος τύπος -.
Η
ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία (Α.Χ.Ε.) είναι εταιρία με αποκλειστικό σκοπό τη
διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών. Χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι οι
δικαιοπραξίες που συνάπτονται χρηματιστηριακώς και έχουν αντικείμενο
χρηματιστηριακά πράγματα, δηλ. ανώνυμα δημόσια χρεώγραφα, μετοχές και ομολογίες
ελληνικών ανωνύμων εταιριών κ.λ.π.. Χρηματιστηριακές δε συναλλαγές θεωρούνται
μόνο η πώληση και αγορά τοις μετρητοίς, η πώληση και αγορά με ειδικές συμφωνίες
και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση των ανωτέρω
συμβάσεων. Στην τελευταία κατηγορία υπάγεται και η σύμβαση παραγγελίας
χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Αυτή έχει ως αντικείμενο αφενός την ανάληψη της
υποχρεώσεως από το χρηματιστή (παραγγελιοδόχο) να εκτελέσει (με την κατάρτιση
της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής) την παραγγελία (εντολή) του πελάτη του
για την αγορά ή πώληση χρηματιστηριακών πραγμάτων, δηλ. παρεπόμενη χρηματιστηριακή
πράξη και αφετέρου την ανάληψη από τον πελάτη (παραγγελέα) της υποχρεώσεως να
καταβάλει στο χρηματιστή την αμοιβή (προμήθεια) για τη διεκπεραίωση της κυρίας
χρηματιστηριακής συναλλαγής, εφόσον βέβαια η τελευταία καταρτισθεί. Η σύμβαση
παραγγελίας αποτελεί σύμβαση εμπορικής παραγγελίας επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι περί εντολής διατάξεις
του Α.Κ., της οποίας αποτελεί ειδικότερη μορφή.
Για την
κατάρτιση της χρηματιστηριακής παραγγελίας καθιερώνεται αμφιμερώς έγγραφος
αποδεικτικός τύπος, δηλ. αυτή αποδεικνύεται, έναντι κάθε συμβαλλομένου με
έγγραφο που φέρει την υπογραφή του αντισυμβαλλομένου του. Ο εν λόγω
αποδεικτικός τύπος για τις μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις δεν έχει καταργηθεί
από κοινού με την εθιμική κατάργηση της διαδικασίας της κάλπης για τον έλεγχο
των συναλλαγών από το ίδιο το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, από την τήρηση
ηλεκτρονικού τύπου καταγραφής των δεδομένων κάθε συναλλαγής. Επομένως, ως προς
την κατάρτιση σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας μεταξύ των διαδίκων, με
αντικείμενο νόμιμη χρηματιστηριακή συναλλαγή, η απόδειξη επιτρέπεται μόνο με
την προσκομιδή σχετικού εγγράφου από εκείνον που φέρει το βάρος αποδείξεως, το
οποίο να έχει υπογραφεί από τον αντίδικο του, είτε με άλλο αποδεικτικό μέσο,
αποκλειόμενης πάντως της εμμάρτυρης απόδειξης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός 2304/2004
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την κ. Παπαϊωάννου
Βασιλική, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου
Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Αννα Μπλαζάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την
23 Οκτωβρίου 2003, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Ανώνυμης Χρηματιστηριακής
Εταιρείας, με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ», που εδρεύει στην
Αθήνα, οδός O. αρ. ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του
πληρεξουσίου δικηγόρου της, Κάρλου Θρασύβουλου.
Του εναγομένου: Σ.Π. του Π., κατοίκου
Πατρών, τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της, Διονυσία Μουζάκη.
Η ενάγουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από
21.3.2001 αγωγή της, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 2619/2001, κατά του
εναγομένου, (τακτικής διαδικασίας) η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για την
δικάσιμο της 16.5.2002 και κατόπιν αναβολής για την σημερινή δικάσιμο της
23.10.2003 και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι
πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται
στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3§1 ν.
1806/88 η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρία (Α.Χ.Ε.) είναι εταιρία με
αποκλειστικό σκοπό τη διεξαγωγή χρηματιστηριακών συναλλαγών, όπως αυτές
ορίζονται στο άρθρο 20§1 ν.1806/88. Αυτή (Α.Χ.Ε) λειτουργεί: α) ως
χρηματιστηριακός παραγγελιοδόχος, που συνάπτει κύριες χρηματιστηριακές
συμβάσεις, με την έννοια των χρηματιστηριακών συναλλαγών, που έχουν ως
αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα για λογαριασμό πελατών της
(χρηματιστηριακών παραγγελέων), αλλά και παρεπόμενες, δηλ. συναφείς με τις
παραπάνω κύριες χρηματιστηριακές συμβάσεις, και β) ως έμπορος τίτλων, που
εκτελεί χρηματιστηριακές συναλλαγές για δικό της λογαριασμό. Από το συνδυασμό
των διατάξεων των άρθρων 15§1, 16, 17§1 Ν. 3632/1928 "Περί Χρηματιστηρίων
Αξιών" και 20§§1, 2 Ν. 1806/88 συνάγεται ότι χρηματιστηριακές συναλλαγές
είναι οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται χρηματιστηριακούς και έχουν αντικείμενο
χρηματιστηριακά πράγματα, δηλ. ανώνυμα δημόσια χρεώγραφα, μετοχές και ομολογίες
ελληνικών ανωνύμων εταιριών κ.λ.π.. Χρηματιστηριακές δε συναλλαγές θεωρούνται
μόνο η πώληση και αγορά τοις μετρητοίς, η πώληση και αγορά με ειδικές συμφωνίες
και κάθε δικαιοπραξία συναφής με τη διενέργεια και την εκτέλεση των ανωτέρω
συμβάσεων. Στην τελευταία κατηγορία υπάγεται και η σύμβαση παραγγελίας
χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας. Αυτή έχει ως αντικείμενο αφενός την ανάληψη της
υποχρεώσεως από το χρηματιστή (παραγγελιοδόχο) να εκτελέσει (με την κατάρτιση
της κύριας χρηματιστηριακής συναλλαγής) την παραγγελία (εντολή) του πελάτη του
για την αγορά ή πώληση χρηματιστηριακών πραγμάτων, δηλ. παρεπόμενη
χρηματιστηριακή πράξη και αφετέρου την ανάληψη από τον πελάτη (παραγγελέα) της
υποχρεώσεως να καταβάλει στο χρηματιστή την αμοιβή (προμήθεια) για τη διεκπεραίωση
της κυρίας χρηματιστηριακής συναλλαγής, εφόσον βέβαια η τελευταία καταρτισθεί.
Η σύμβαση παραγγελίας, κατά την κρατούσα άποψη, αποτελεί σύμβαση εμπορικής
παραγγελίας κατά τα άρθρα 90 επ. ΕΝ, επί της οποίας έχουν ευθεία εφαρμογή οι
περί εντολής διατάξεις του Α.Κ., της οποίας αποτελεί ειδικότερη μορφή (ΟλΑΠ
824/77, ΝοΒ 26, 672, ΑΠ 1268/94, ΔΕΕ 1995, 523 με παρατηρήσεις Δ. Τσιμπανούλη,
ΕφΘεσ. 2680/87, ΕΕμπΔ Μ, 30 ΠΠΑ 9123/00, ΔΕΕ 7, 884, ΠΠΑ 3479/96, Δ/νη 38, 168,
Λιακόπουλος "Η σύμβαση πρακτορείας", ΕΕμΔ 1990, 574 επ., ο ίδιος
"Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου", 1995, σελ. 43επ.). Αλλά και με την
εκδοχή ότι πρόκειται για σύμβαση μισθώσεως έργου (Γεωργακόπουλος Εγχειρίδιο
Εμπορικού Δικαίου", Ι/1, Γεν. Μέρος 1984, σελ. 51, Δ. Τσιμπανούλη "Οι
επενδυτικές υπηρεσίες στο Ελληνικό και Κοινοτικό Δίκαιο, ιδίως επί
χρηματιστηριακών συναλλαγών", έκδοση 1989, σελ. 61 επ.) γίνεται δεκτό ότι
οι περί εντολής διατάξεις έχουν ανάλογη συμπληρωματική εφαρμογή (Καράσης σε
"Α.Κ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλου", υπό άρθρο 713, αρ. 10, Λουκόπουλος,
Εμπορικό Δίκαιο, 1980, σελ. 80, Κλ. Ρούσσος "Η σύμβαση παραγγελίας" ,
ΕΕμπΔ ΜΒ, 584).
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα
χρηματιστηριακή ανώνυμη εταιρία ισχυρίζεται ότι συνήψε με τον εναγόμενο στην
Αθήνα, στις 12.10.98, σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας
ανέλαβε την εκτέλεση, για λογαριασμό του τελευταίου, χρηματιστηριακών
συναλλαγών, στα πλαίσια της οποίας και μετά από εντολές αυτού, που τις
μεταβιβάστηκαν μέσω Εταιρίας Λήψης και Διαβίβασης Εντολών, πραγματοποίησε τις
περιγραφόμενες ειδικότερα αγοραπωλησίες μετοχών. Στη συνέχεια εκθέτει ότι η
τελική οφειλή του εναγομένου εκ των ανωτέρω συναλλαγών ανήλθε στο ποσό των
10.716.608 δρχ. κατά τις 31.12.00, ο τελευταίος όμως, παρά τις οχλήσεις της
ενάγουσας, αρνείται να εκπληρώσει τη σχετική υποχρέωσή του. Ενόψει των
προαναφερθέντων η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το
ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να
κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο
αντίδικος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο και
αιτήματα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος
Δικαστηρίου, που είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (αρ. 14§2 και 33
Κ.Πολ.Δ.), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη
στις διατάξεις των άρθρων 15, 16, 17 του Ν. 3632/28 "Περί
Χρηματιστηρίων", 3§1, 20§1 και 38§1 εδ. δ' Ν. 1806/1988, 2, 4§1, 23§1
Ν.2396/96, όπως ισχύουν σήμερα, 90, 91 ΕΝ, 713, 714, 721, 722, 361, 346 Α.Κ.,
σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προδιαληφθείσα μείζονα σκέψη, 176, 191 §2, 907,
908 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει επομένως να διερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, δεδομένου ότι
έχει καταβληθεί το προσήκον για το αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου με
τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ' αριθ. 9028438 διπλότυπο
είσπραξης της ΔΟΥ ΙΘ' Αθηνών με τα επικολληθέντα επ' αυτού ένσημα υπέρ ΤΠΔΑ
καθώς και το υπ' αριθμ. 467673 γραμμάτιο είσπραξης δικαιώματος υπέρ ΤΝ).
Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 5 Ν. 3632/28 η
παραγγελία προς το χρηματιστή (εντολή) για να ενεργήσει νόμιμη χρηματιστηριακή
συναλλαγή για λογαριασμό του παραγγελέα μπορεί να αποδεικνύεται από έγγραφο
σημείωμα που φέρει την υπογραφή του τελευταίου. Η χρήση του "μπορεί"
στην προκειμένη περίπτωση δεν υποδηλώνει δυνατότητα των μερών προς απόδειξη της
σχετικής εντολής είτε με έγγραφο είτε με άλλο τρόπο, αλλά αντίθετα επιταγή
απόδειξη αυτής μόνο δι' εγγράφου, δεδομένου ότι αν συνέβαινε το πρώτο δεν θα
υπήρχε ανάγκη ρητής νομοθετικής προς τούτο πρόβλεψης. Αφετέρου, κατόπιν
νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, που χορηγήθηκε με το άρθρο 27§1 Ν. 1806/88,
εκδόθηκε η υπ' αριθ. 6280/Β 508/17.5.1989 Απόφαση του. Υπουργού Εθνικής
Οικονομίας (ΦΕΚ Β' 417/31.5.89) με την οποία υποχρεώθηκαν οι χρηματιστές να
τηρούν τριπλότυπο βιβλιάριο εντολών και να αναγράφουν σ' αυτό τις προς αυτούς
διδόμενες από τους πελάτες τους παραγγελίες (αρ. 1§1 της ως άνω ΥΑ). Το πρώτο
αντίγραφο υπογράφεται από το χρηματιστή και παραδίδεται στον παραγγελέα, ενώ ο
τελευταίος υπογράφει μόνο αν το ζητήσει ο χρηματιστής. Ο παραγγελέας όμως έχει
δικαίωμα να αμφισβητήσει το περιεχόμενο του, εντός 48 ωρών από τη λήψη του, και
αν αυτό δεν αμφισβητηθεί, τότε το περιεχόμενο του πινακιδίου έχει την
αποδεικτική δύναμη των εμπορικών βιβλίων, δηλ. υπέρ και του εκδότη του (αρ.
444, 447 Κ.Πολ.Δ.), με την επιπλέον όμως προϋπόθεση ο παραγγελέας να είχε
παράσχει εκ των προτέρων γραπτή εντολή σύναψης της συναλλαγής (αρ. 12§2 του Ν.
3632/1928). Το δεύτερο αντίγραφο συμπληρώνεται με τα στοιχεία της συναλλαγής
εκτός από το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του παραγγελέα και ρίπτεται
σφραγισμένο με την ώρα ρίψης του σε ειδική κάλπη τοποθετημένη στο χρηματιστήριο
(αρ. 1§§2,4 της ΥΑ). Το τρίτο αντίγραφο παραμένει στο στέλεχος του βιβλιαρίου.
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για την κατάρτιση της χρηματιστηριακής
παραγγελίας καθιερώνεται αμφιμερώς έγγραφος αποδεικτικός τύπος, δηλ. αυτή
αποδεικνύεται, έναντι κάθε συμβαλλομένου με έγγραφο που φέρει την υπογραφή του
αντισυμβαλλομένου του (ΠΠΑ 3479/96, ο.π., 1275/98, ΔΕΕ 4, 483, Γεωργιάδης ο.π.,
Τσιμπανούλη ο.π., σελ. 64 με τις εκεί σημειώσεις υπ' αριθ. 99 και 100). Ο εν
λόγω αποδεικτικός τύπος για τις μεταξύ των συμβαλλομένων σχέσεις δεν έχει
καταργηθεί από κοινού με την εθιμική κατάργηση της ανωτέρω προβλεπομένης από
την Υ.Α. διαδικασίας της κάλπης, για τον έλεγχο των συναλλαγών από το ίδιο το
Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, από την τήρηση ηλεκτρονικού τύπου καταγραφής των
δεδομένων κάθε συναλλαγής (τούτου λαμβανομένου υπόψη κατ' άρθρο 337 Κ.Πολ.Δ.)
(Για την αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο έγγραφος αποδεικτικός τύπος
καθιερώνεται από το νόμο μονομερώς, υπό την έννοια ότι η καταχώρηση στο ως άνω
τριπλότυπο βιβλιάριο της εντολής του παραγγελέα προς το χρηματιστή αποδεικνύει
μόνο την απαίτηση του τελευταίου από την καταρτισθείσα σύμβαση, ενώ ο εντολέας
δύναται να αποδείξει τη σύναψη της με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με
μάρτυρες, αφού πρόκειται για εμπορική συναλλαγή βλ. ΠΠΘ 30440/00, ΔΕΕ 2001,
177). Επομένως, ως προς την κατάρτιση σύμβασης χρηματιστηριακής παραγγελίας
μεταξύ των διαδίκων, με αντικείμενο νόμιμη χρηματιστηριακή συναλλαγή, η
απόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσκομιδή σχετικού εγγράφου από εκείνον που
φέρει το βάρος αποδείξεως, το οποίο να έχει υπογραφεί από τον αντίδικο του,
είτε με άλλο αποδεικτικό μέσο, αποκλειόμενης πάντως της εμμάρτυρης απόδειξης.
Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 394§2 Κ.Πολ.Δ., όταν ο νόμος
ή τα μέρη ορίζουν ότι για τη δικαιοπραξία χρειάζεται έγγραφο είτε ως συστατικός
είτε ως αποδεικτικός τύπος, η απόδειξη της δικαιοπραξίας με μάρτυρες
επιτρέπεται, ακόμη κι αν πρόκειται για εμπορική συναλλαγή, μόνο στην περίπτωση
της παραγράφου 1 στοιχείο γ' του άρθρου αυτού (όταν δηλαδή αποδεικνύεται ότι το
έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία), ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
270§2 εδ. β' (περί της διαδικασίας ενώπιον των Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων),
συμπληρωματικά το Δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά και
αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως ιδιωτικά έγγραφα
υπέρ του εκδότη τους (ΑΠ 1273/98, Δ/νη 40, 81, με την επιφύλαξη των άρθρων 393
και 394 Κ.Πολ.Δ.). Ενόψει των προαναφερθέντων στην προκειμένη περίπτωση δεν θα
ληφθούν υπόψη οι μαρτυρικές καταθέσεις σχετικά με το αν δόθηκε ή όχι η επίδικη
εντολή εκ μέρους του εναγομένου για τις αγοραπωλησίες μετοχών, ενόψει του ότι ο
μεν νόμος απαιτεί τη σύνταξη αποδεικτικού αυτών εγγράφου, οι δε διάδικοι δεν
επικαλούνται ότι για την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων συνετάγη έγγραφο
ειδικώς, το οποίο χάθηκε τυχαία. Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ενόρκων
καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και
περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, μόνο όμως για τα
ζητήματα που δεν άπτονται της κατάρτισης των επίδικων χρηματιστηριακών
συναλλαγών, σε συνδυασμό με τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται
και προσκομίζουν και που εκτιμώνται ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα ή κρίνονται
πρόσφορα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μόνο όμως για τα θέματα που δεν
αφορούν την κατάρτιση των επιδίκων εντολών, αφού γι' αυτές δεν επιτρέπεται η
εμμάρτυρη απόδειξη και κατά συνέπεια ούτε η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια,
αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Στις 12.10.98 καταρτίστηκε μεταξύ του εναγομένου και της ενάγουσας
χρηματιστηριακής ανώνυμης εταιρίας, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, έγγραφη σύμβαση
παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με την οποία καθορίστηκαν οι γενικοί όροι των
μεταξύ τους συναλλακτικών σχέσεων με αντικείμενο την εκτέλεση από την ενάγουσα,
για λογαριασμό του εναγομένου και έναντι προμηθείας, των εκάστοτε μελλοντικών
παραγγελιών (εντολών) του τελευταίου για αγοραπωλησίες μετοχών εισηγμένων στο
Χρηματιστήριο. Σύμφωνα με ειδικούς όρους της ανωτέρω σύμβασης: α) η ενάγουσα θα
μπορούσε οποτεδήποτε να ζητά επιβεβαίωση της συγκεκριμένης εντολής με fax ή κάθε
άλλο τρόπο, ενώ θα είχε το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να ηχογραφεί τηλεφωνικές
συνομιλίες του πελάτη με το προσωπικό της προς το σκοπό απόδειξης συγκεκριμένης
εντολής, οι σχετικές δε μαγνητοταινίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως
αποδεικτικό μέσο στο πλαίσιο οιασδήποτε διαδικασίας. β) Τα πινακίδια
"εκτέλεσης εντολής" θα αποτελούσαν πλήρη απόδειξη για τη διενέργεια
της χρηματιστηριακής συναλλαγής, δεν θα αποδείκνυαν όμως την εκπλήρωση
οιασδήποτε υποχρέωσης, για την οποία θα ήταν αναγκαία η έκδοση των σχετικών
αποδείξεων παραλαβής /παράδοσης και καταβολής/είσπραξης από την ενάγουσα. γ) Τα
αποσπάσματα από τα λογιστικά στοιχεία και τα σχετικά παραστατικά που τηρούνταν
στην ενάγουσα ή εκδίδονταν απ' αυτή θα αποτελούσαν πλήρη απόδειξη ως προς τα
περιεχόμενα σ' αυτά και ο πελάτης-εναγόμενος αποδεχόταν τη χρήση τους ως
αποδεικτικών μέσων ενώπιον κάθε Αρχής, δ) Τέλος οι εντολές του
πελάτη-εναγομένου θα δίνονταν μέσω Εταιρίας Λήψης και Διαβίβασης Εντολών
(Ε.Λ.Δ.Ε.) με την επωνυμία "ΑΚΤΙΟΝΑΕΛΔΕ" και έδρα την Αθήνα. Από τον
τελευταίο αυτό όρο συνάγεται ότι η εν λόγω ΕΛΔΕ θα ενεργούσε ως άμεσος
αντιπρόσωπος του εναγομένου κατά τη λήψη και διαβίβαση των εντολών του προς την
ενάγουσα στο όνομα και για λογαριασμό αυτού. Περαιτέρω, μεταξύ της ανωτέρω ΕΛΔΕ
και της ενάγουσας είχε συναφθεί από 22.5.97 έγγραφη σύμβαση, βάσει της οποίας η
ενάγουσα θα εκτελούσε τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, που θα ενέτειλε η ΕΛΔΕ
ενεργώντας ως εκπρόσωπος τρίτων προσώπων-πελατών της τελευταίας, στο όνομα και
για λογαριασμό των τελευταίων. Στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης ρητά
συνομολογήθηκε: ι) Η ΕΛΔΕ να διαβιβάζει γραπτώς ή προφορικώς τις εντολές που θα
της έδιναν γραπτώς ή προφορικώς οι πελάτες της πρώτης. Η ενάγουσα όμως προς
απόδειξη του περιεχομένου των εντολών και γενικά των συμφωνιών με την ΕΛΔΕ και
τους πελάτες της θα μπορούσε να προβαίνει σε μαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών
συνδιαλέξεων, ενώ οι μαγνητοταινίες, τα fax και τα λοιπά έγγραφα που θα
αποστέλλονταν στην ενάγουσα συμφωνήθηκε ότι θα αποτελούσαν πλήρη απόδειξη
απέναντι στην ΕΛΔΕ για την εντολή προς την . ενάγουσα και το περιεχόμενο της.
ιι) Η ενάγουσα δικαιούτο, για λόγους ασφαλείας των συναλλαγών, να ζητεί από την
ΕΛΔΕ, πριν την εκτέλεση εντολής, που δινόταν τηλεφωνικώς, έγγραφη επιβεβαίωση
της με δαπάνη της ΕΛΔΕ. ιιι) Στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας, όταν θα ελάμβανε
χώρα συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου, η ενάγουσα θα απέστελλε στην ΕΛΔΕ, μέσω
fax, κατάλογο με τις συναλλαγές που θα είχαν καταρτισθεί στο όνομα της ή των
πελατών της, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας της τελευταίας με τις σχετικές
συναλλαγές θα έπρεπε να διατυπώσει αμελλητί γραπτώς τις αντιρρήσεις της προς
την ενάγουσα. Από το περιεχόμενο του συνόλου των προαναφερθέντων όρων που
συνομολογήθηκαν μεταξύ αφενός της ενάγουσας και αφετέρου του εναγομένου και της
ΕΛΔΕ προκύπτει σαφώς ότι η ενάγουσα γνώριζε την ανάγκη απόδειξης των εντολών,
που θα ελάμβανε για κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών, με έγγραφο τύπο, γι'
αυτό δε το λόγο περιελάμβανε στις σχετικές συμβάσεις της όρους, που θα της
επέτρεπαν την κτήση τέτοιων εγγράφων και την περαιτέρω κατοχύρωσή της έναντι
των αντισυμβαλλομένων αυτής. Στη συνέχεια η ενάγουσα επικαλείται 'ότι κατά το
χρονικό διάστημα από 12.10.98 έως 9.3.00 προέβη στις αγοραπωλησίες μετοχών, που
εξειδικεύονται στο αγωγικό δικόγραφο, στο όνομα και για λογαριασμό του
εναγομένου, κατόπιν λήψης σχετικών εντολών του τελευταίου, που διαβιβάστηκαν σ'
αυτή μέσω της ανωτέρω αναφερθείσας ΕΛΔΕ, το συνολικό δε χρεωστικό υπόλοιπο του
εναγομένου από τις σχετικές χρηματιστηριακές συναλλαγές ανήλθε στις 31.12.00
στο ποσό των 10.716.608 δρχ. Προς
απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού της η ενάγουσα προσκομίζει πινακίδια εκτέλεσης
εντολής για κάθε επικαλούμενη απ' αυτή χρηματιστηριακή συναλλαγή, έγγραφα
υπαλλήλων αυτής περί λήψης από αυτούς εντολής προς εκτέλεση κάθε επιμέρους συναλλαγής
καθώς και ημερήσιες καταστάσεις, εκποιηθείσες από την ίδια (ενάγουσα) περί του
είδους κλπ. των ημερησίων συναλλαγών που φέρεται ότι έγιναν στο όνομα του
εναγομένου κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Από τα ανωτέρω έγγραφα, τα
πινακίδια εκτέλεσης εντολής αποδεικνύουν ότι η σχετική χρηματιστηριακή
συναλλαγή, που περιγράφουν (αγορά, πώληση μετοχών) εκτελέστηκε από την ενάγουσα
στο όνομα και για λογαριασμό του εναγομένου, όπως εξάλλου ρητά είχε συμφωνηθεί
μεταξύ των διαδίκων (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο β'). Το ίδιο ακριβώς προκύπτει
και από τα λοιπά ως άνω έγγραφα που προσκομίζει η ενάγουσα, εκ των οποίων
κανένα δεν φέρει την υπογραφή του εναγομένου. Περαιτέρω η ενάγουσα δεν
επικαλείται ούτε προσκομίζει για κάθε μια συναλλαγή υπέρ του εναγομένου έγγραφη
εντολή αυτού προς εκτέλεση της ούτε κάποιο σχετικό έγγραφο της ανωτέρω ΕΛΔΕ
(αντιπροσώπου του εναγομένου στη λήψη και διαβίβαση των σχετικών εντολών του),
από το οποίο να προκύπτει ότι η τελευταία, στο όνομα και για λογαριασμό του
εναγομένου, έδωσε στην ενάγουσα αντίστοιχες εντολές για την εκτέλεση των
επίδικων χρηματιστηριακών συναλλαγών, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην
προδιαληφθείσα μείζονα σκέψη. Σημειώνεται ότι για ορισμένες από τις επίδικες
συναλλαγές, που εκτελέστηκαν στις 18, 29/1/99, 8, 17, 18, 19/2/99, 8/3/99,
7/4/99, 29/6/99, 28/1/00, 2/2/00 και 9/3/00, η ενάγουσα επικαλείται και
προσκομίζει ομόχρονες επιστολές της ανωτέρω ΕΛΔΕ, προς την ίδια (ενάγουσα),
στις οποίες αναγράφεται: "Σας ενημερώνουμε ότι οι εκτελεσμένες πράξεις,
που μας αποστείλατε με το fax (παρατίθενται οι αριθμοί των fax της ενάγουσας
που απεστάλησαν τις εν λόγω ημερομηνίες) συμφωνούνε σε σχέση με τις αντίστοιχες
εντολές αγοράς και πώλησης - για λογαριασμό των πελατών μας, κατ' εξουσιοδότηση
τους -, τις οποίες σας έχουμε δώσει κατά τη διάρκεια της (παρατίθενται οι
ανωτέρω ημερομηνίες) και επομένως τις αποδεχόμαστε". Όμως η ενάγουσα δε
επικαλείται ούτε προσκομίζει τα αντίστοιχα δικά της έγγραφα (fax κατά τον
ανωτέρω υπό στοιχείο ιιι όρο της συμφωνίας της με την ΕΛΔΕ), στα οποία να αναγράφονται
(κατάλογος) οι συναλλαγές, για τις οποίες ενημέρωσε την ΕΛΔΕ κατά τις
αντίστοιχες ως άνω ημερομηνίες, ώστε α) να μπορεί να έλεγαν σ' αυτές
περιλαμβάνονται οι επίδικες συναλλαγές της ίδιας ημερομηνίας, που φέρεται ότι
αφορούν τον εναγόμενο και β) να μπορεί στη συνέχεια να κριθεί αν με την ανωτέρω
έγγραφη απάντηση της αντιπροσώπου του τελευταίου (ΕΛΔΕ) ή με την έλλειψη
διαφωνίας της υφίσταται έγκριση, στο όνομα και για λογαριασμό του, των σχετικών
συναλλαγών, αποδεικνύουσα έτσι με άλλο τρόπο, πλην της μαρτυρικής κατάθεσης,
δέσμευση του προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις επίδικες
χρηματιστηριακές συναλλαγές της ενάγουσας. Η ενάγουσα βέβαια επικαλείται ότι οι
ως άνω έγγραφες εγκρίσεις της ΕΛΔΕ έλαβαν χώρα μετά από γνωστοποίηση εκ μέρους της
ενάγουσας, μέσω του ηλεκτρονικού δικτύου που διέθετε, του καταλόγου των
συναλλαγών που είχαν πραγματοποιηθεί τις αντίστοιχες ημερομηνίες για λογαριασμό
πελατών της ΕΛΔΕ. Απόδειξη όμως τέτοιου είδους γνωστοποίησης (η οποία και δεν
είναι σύμφωνη με το ανωτέρω υπό στοιχείο ιιι όρο της σύμβασης των δύο εταιριών,
ο οποίος προέβλεπε την αποστολή του καταλόγου με fax στην ΕΛΔΕ), δεν
προσκομίστηκε επίσης. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, λόγω έλλειψης εγγράφου
αποδεικνύοντας τις εντολές του εναγομένου για την εκτέλεση των επιδίκων
χρηματιστηριακών συναλλαγών, η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της
ενάγουσας, λόγω της ήττας της (αρ. 176 Κ.Πολ.Δ.), κατόπιν υποβολής σχετικού
αιτήματος εκ μέρους του πρώτου (αρ. 191 §2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα
διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Δικάζει παρουσία των διαδίκων.
- Απορρίπτει την αγωγή.
- Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τη
δικαστική δαπάνη του εναγομένου, το ύψος της οποίας ορίζει σε 1.500,00 ευρώ.
- Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε
έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων
και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 29 Ιουνίου 2004.