ΜΠρΑθ 1963/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ιδιωτικά έγγραφα - Αποστολή μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου - E-mail - Ηλεκτρονική διεύθυνση - Ταυτοποίηση ηλεκτρονικών συναλλαγών - Αποδεικτική δύναμη -.

 

Κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βουλήσεως του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Ο καθορισμός συνεπώς της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωση της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και κατ' αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του αρ. 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση του σε έντυπο εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του, διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της θέσεως στην οποία εμφανίζεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα σε σχέση με το κείμενο, το οποίο συνοδεύει, κατά την εμφάνισή του στην οθόνη του υπολογιστή, ή τη μηχανική του απεικόνιση σε χαρτί. Έτσι το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη - αποστολέα του. Η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο) χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη ευθέως παραπέμπει στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ, εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους αποδείξεως στον επικαλούμενο αυτήν, για τον λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της και η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

   Αριθμός απόφασης 1963/2004

   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νομικό Ρούσσο, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα ’ννα Τσιρδήμα.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Ιανουαρίου 2004, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

   ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Δ.Β., κατοίκου Θεσσαλονίκης, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Λουκέρης.

   ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Του σωματείου με την επωνυμία «Σύνδεσμος Στελεχών Διοίκησης Προσωπικού Επιχειρήσεων» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Στέργιος Σπυρόπουλος.

   Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.10.2003 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 8870/2003, προσδιορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

   Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Κατά το άρθρο 93 παρ. 1 ΑΚ, η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Κατά δε τα άρθρα 95 και 96 ΑΚ, εξουσία σύγκλησης της συνέλευσης του σωματείου έχει κατ' αρχήν η διοίκηση του σωματείου και σε εξαιρετικές περιπτώσεις η μειοψηφία των μελών, μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που τα μέλη του σωματείου κληθούν σε γενική συνέλευση άνευ τηρήσεως των νομίμων διατυπώσεων και από αναρμόδια πρόσωπα ή όργανα, η συγκέντρωση αυτή δεν δύναται να θεωρηθεί ως γενική συνέλευση, δηλαδή είναι νομικά ανύπαρκτη και οι αποφάσεις αυτές δεν δύναται να θεωρηθούν ως αποφάσεις του συλλογικού τούτου οργάνου, αλλά είναι απολύτως άκυρες, την ακυρότητα δε αυτή μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δεν χρήζουν προσβολής προς ακύρωση κατά το άρθρο 101 ΑΚ, το οποίο προϋποθέτει απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία συγκλήθηκε νόμιμα, αντίκειται όμως στο νόμο ή το καταστατικό (βλ. σχετ. Ολ. Α.Π. 410/1963 ΝοΒ 11.946, ΑΠ 1601/2002 ΕλλΔ 44.788, ΕΑ 3321/1998 ΕλλΔ 40,439). Περαιτέρω, ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των έγγραφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει μεν τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωσή του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο αυτοψίας (όπως κατά μία άποψη υποστηρίζεται), αλλά πρόκειται για μια ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθώς εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, εν όψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλης: «Σύγχρονες Μορφές Έγγραφης Συναλλαγής» 1992, 138-142). Σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού, βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας, είτε ως λήπτης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με την χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο "@" και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο στον χρήστη που τον έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τον παραλήπτη έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλο χρήστη του ιδίου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη. Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, διότι αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ενός εγγράφου του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τεχνική της αποστολής οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση μηνύματος και αποστολέα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μη μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και βεβαίως αν δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βουλήσεως του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση, αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Ο καθορισμός συνεπώς της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό, από τον ίδιο το χρήστη και η δήλωση της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και κατ' αναλογίαν με τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του αρ. 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση του σε έντυπο, σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 444 περ. 3 ΚΠολΔ εμπίπτει στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη εις βάρος του εκδότη του (συνδυασμός των αρ. 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοστεί από τον ίδιο τον αποστολέα, έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως της θέσεως στην οποία εμφανίζεται η ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα σε σχέση με το κείμενο, το οποίο συνοδεύει, κατά την εμφάνισή του στην οθόνη του υπολογιστή, ή τη μηχανική του απεικόνιση σε χαρτί, και αυτό διότι θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψη ότι η πιστοποίηση του προσώπου του αποστολέα και η δέσμευσή του με την δήλωση βουλήσεως που περιλαμβάνει το μήνυμα, προκαλείται από την συνολική οργάνωση της συγκεκριμένης διαδικασίας, με την έννοια ότι το οποιοδήποτε κείμενο ως ηλεκτρονικό σήμα συνδυάζεται μόνο με την συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση σε ένα ενιαίο σύνολο, ανεξάρτητα με το με ποιες μορφές μπορεί αυτό να απεικονισθεί με μηχανικό τρόπο και η οποία ουσιωδώς διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια του εγγράφου (για την αντίθετη θέση βλ. την απόφαση BGH JZ 1991 του Γερμανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε Κουσούλη οπ., 26). Έτσι το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη - αποστολέα του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο αρ. 445 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο) χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη ευθέως παραπέμπει στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους αποδείξεως στον επικαλούμενο αυτήν (Κουσούλης, ό.π. σελ. 147), για τον λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της και η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με δεδομένα τα ανωτέρω, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της παρ. 4 του αρ. 457 του ΚΠολΔ στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και μηχανικής απεικόνισής του, με το σκεπτικό ότι για το λήπτη ένα ηλεκτρονικό μήνυμα είναι γι' αυτόν, εισερχόμενο στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και συνεπώς μπορεί να είναι υπεύθυνος για την πιστότητα του αντιγράφου αυτού που έχει παραλάβει (ΜΠρΑθ 1327/2001 ΔΕΕ 2001.377, ΔΙΚΗ 2001.457, ΕΕμπΔ 2001.256, ΝοΒ 2001.866). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του ζητεί την ακύρωση της από 8.5.2003 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του εναγομένου σωματείου λόγω παράβασης τον διατάξεων του νόμου και του καταστατικού. Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (17 περ. 3 και 25 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 101 ΑΚ. Το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η απόφαση με την οποία κηρύσσεται η ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη: «ΕΡΝΟΜΑΚ» υπ' άρθρο 101 αρ. 24 και 25 όπου και παραπομπές στη νομολογία). Πρέπει, λοιπόν, να ερευνηθεί περαιτέρω για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

   Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων [Α] οι (α) υπ' αριθμ. 4.589 και 4.590/9.1.2003 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Ν. Α., που προσκομίζει ο ενάγων και (β) υπ' αριθμ. 2502 και 2503/9.1.2004 υπ' αριθμ. 6.205 και 6.206/9.1.2004 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. - Α. Κ. - Μ., που προσκομίζει το εναγόμενο και οι οποίες έχουν δοθεί νομότυπα ύστερα από εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου τους (270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολΔ) και [Β] οι υπ' αριθμ. 2502 και 2503/9.1.2003 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Ι. Κ., που προσκομίζει ο ενάγων και οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων που ζήτησε αυτός (ενάγων) να ληφθούν με την από 22.10.2003 αίτησή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και οι οποίες δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλά εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 343/2000 ΕλλΔ 41.693), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο σωματείο έχει αναγνωρισθεί με την υπ' αριθμ. 2055/1978 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σκοπός αυτού είναι «η προαγωγή του θεσμού και του έργου των στελεχών διεύθυνσης προσωπικού και η ανάπτυξη και σύσφιξη των επαγγελματικών σχέσεων μεταξύ των μελών με : α) την ανταλλαγή απόψεων, γνωμών και εμπειριών καθώς και με τη μελέτη και διερεύνηση θεμάτων σχετικών με την διοίκηση προσωπικού και τις ανθρώπινες σχέσεις, β) την δημιουργία και ανάπτυξη σχέσεων, στην Ελλάδα και διεθνώς με αντίστοιχους συνδέσμους ομοειδών σκοπών, γ) την επιμόρφωση στελεχών διεύθυνσης προσωπικού στην Ελλάδα και δημιουργία νέων στελεχών επιχειρήσεων που θα διαθέτουν την απαραίτητη επαγγελματική συνέπεια και κατάρτιση, δ) την παρακολούθηση των εξελίξεων πάνω σε θέματα προσωπικού των επιχειρήσεων μέσα στην Ελλάδα και διεθνώς και με την ενημέρωση των ενδιαφερομένων, ε) κάθε άλλο πρόσφορο μέσο που εξυπηρετεί τους παραπάνω σκοπούς. Πρόκειται περί αστικού σωματείου, και όχι για συνδικαλιστική οργάνωση που διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 1264/1982, αφού μεταξύ των σκοπών του σωματείου αυτού δεν περιλαμβάνεται η διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μελών του (4 παρ. 1 Ν. 1264/1982). ’λλωστε το εναγόμενο, μετά την ισχύ του άνω Ν. 1264/1982, δεν έχει τροποποιήσει μέχρι σήμερα το καταστατικό του σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου. Συνεπώς, τα αντιθέτως από το εναγόμενο υποστηριζόμενα κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Στις 21.4.2003 ορισμένα από τα μέλη του εναγομένου σωματείου έλαβαν μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) την ακόλουθη επιστολή ως συνημμένο φάκελο ηλεκτρονικού μηνύματος: «Αθήνα 21 Απριλίου, 2003. Πρόσκληση Τακτικής Γενικής Συνέλευσης. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου καλεί τα μέλη του σε Τακτική Γενική Συνέλευση που θα γίνει στην Αθήνα στο ξενοδοχείο Intercontinental, στις 8 Μαΐου και ώρα 1.8.30. Σε περίπτωση μη απαρτίας η Συνέλευση θα επαναληφθεί στον ίδιο χώρο στις 18.30 της ίδιας ημέρας. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης είναι: 1. Εκλογή εφορευτικής Επιτροπής. 2. απολογισμός απερχόμενου ΔΣ. 3. Έγκριση Απολογισμού. 4. Απαλλαγή μελών ΔΣ από κάθε ευθύνη. 5. Αρχαιρεσίες για την εκλογή μελών ΔΣ και ελεγκτών. Υπενθυμίζεται ότι: 1. Σύμφωνα με το άρθρο 18 του καταστατικού, η Συνέλευση απαρτίζεται από τα τακτικά μέλη που έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις για το έτος 2002 προς το Σύνδεσμο 2. Σύμφωνα με το άρθρο 20, παρ. 5 του καταστατικού για την ύπαρξη της απαρτίας απαιτείται ο αριθμός των παρόντων τακτικών και ταμειακώς εντάξει μελών να είναι μεγαλύτερος των απόντων. Κατά την επαναληπτική συνέλευση για την ύπαρξη απαρτίας απαιτείται η παρουσία του ενός τετάρτου (1/4) των οικονομικά τακτοποιημένων τακτικών μελών. 3. Σε περίπτωση αδυναμίας ενός μέλους να παρευρεθεί, μπορεί να εξουσιοδοτήσει γραπτά άλλο μέλος και να ψηφίσει για λογαριασμό του. Αυτονόητο είναι ότι τόσο ο εξουσιοδοτών όσο και ο εξουσιοδοτούμενος πρέπει να είναι ταμειακώς εντάξει. Όσοι επιθυμούν την εκλογή τους παρακαλούνται να προωθήσουν την υποψηφιότητά τους το αργότερο μέχρι τις 6 Μαΐου 2003 υπ' όψη του Προέδρου ΣΣΔΠ κ. Α. Α., στο φαξ 210*** ή στο e-mail **** Για το Διοικητικό Συμβούλια Ο Πρόεδρος Α. Α.». Η παραπάνω πρόσκληση εστάλη ως συνημμένο έγγραφο, όχι από τον Πρόεδρο του ΔΣ, όπως ορίζεται από το άρθρο 20 παρ. 2 του καταστατικού του εναγομένου σωματείου, αλλά από τον Α. Π., όπως και ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε.- Α. Κ. - Μ.. Σημειώνεται, ότι ο ως άνω αποστολέας ήταν τότε Γενικός Γραμματέας του ΔΣ και όχι Αντιπρόεδρος, όπως ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον της ανωτέρω Συμβολαιογράφου. Όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω επιστολή εστάλη ως συνημμένο αρχαίο σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χωρίς περιεχόμενο, πάνω στο οποίο απεικονίζεται η διεύθυνση του αποστολέα του και συγκεκριμένα του ανωτέρω Α. Π. (***)· Σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, η απεικόνιση της εν λόγω διεύθυνσης, κατέστησε αυτόν απολύτως συγκεκριμένο για τους παραλήπτες της πρόσκλησης, που περιήλθε στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού τους υπολογιστή, συνιστά δε αυτή (απεικόνιση της διεύθυνσης) απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη της - εν προκειμένω του Α. Π. - αφού έχει τον χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής αυτού.

   Επομένως, η προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι αυτή που ελήφθη στις 8.5.2003, κατά τη συνέλευση που συγκλήθηκε από το πιο πάνω αναρμόδιο πρόσωπο, είναι απολύτως άκυρη, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται ότι όλα τα μέλη του εναγομένου έλαβαν την ανωτέρω ηλεκτρονική επιστολή - πρόσκληση» αφού από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα μητρώο μελών (Members' list), προκύπτει ότι πολλά μέλη δεν διαθέτουν ηλεκτρονική διεύθυνση στο διαδίκτυο και επομένως δεν είναι βέβαιο ότι έλαβαν γνώση της σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης.

   Κατ' ακολουθίαν όλων των παραπάνω πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή και ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, κηρυχθεί άκυρη η από 8.5.2003 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του εναγομένου Σωματείου και να επιβληθούν σε βάρος του τελευταίου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος (176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

   ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

   ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 8 Μαΐου 2003 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μελών του εναγομένου σωματείου με την επωνυμία «Σύνδεσμος Στελεχών Διοίκησης Προσωπικού Επιχειρήσεων», που εδρεύει στην Αθήνα.

   ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία καθορίζει σε τριακόσια ευρώ (Ευρώ 300,00).

   ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 3-6-2004.