Γνδτ ΑΠΔ
3/2011
Σχετικά με το εάν συνάδει με τις διατάξεις για την προστασία του
ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η διαβίβαση από
Δικηγορικό Σύλλογο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, σε αιτούντες τρίτους δικαστικούς
λειτουργούς τα ζητηθέντα από τους ίδιους έγγραφα, τα οποία τηρούνται στα οικεία
αρχεία του εν λόγω Δικηγορικού Συλλόγου και περιέχουν δεδομένα προσωπικού
χαρακτήρα μελών του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου, για το σκοπό της αναγνώρισης,
άσκησης ή υπεράσπισης των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων των αιτούντων.
ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Αθήνα, 09-05-2011
Αριθ. Πρωτ.:
Γ/ΕΞ/3239/09-05-2011
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 3/2011
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων
Προσωπικού Χαρακτήρα συνήλθε, μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, σε τακτική
συνεδρίαση στην έδρα της, την 17/12/2009, προκειμένου να εκδώσει την παρούσα
γνωμοδότηση. Παρέστησαν οι Χρ. Γεραρής,
Πρόεδρος της Αρχής, και οι Λ. Κοτσαλής, Αγ. Παπανεοφύτου, Αν. Πράσσος, Αν. - Ιωάν. Μεταξάς, Αντ. Ρουπακιώτης, τακτικά μέλη της Αρχής, και το αναπληρωματικό
μέλος της Αρχής Γρ. Πάντζιου, σε αντικατάσταση του
τακτικού μέλους Αν. Πομπόρτση, ο οποίος αν και
κλήθηκε νομίμως εγγράφως δεν παρέστη, λόγω κωλύματος. Στη συνεδρίαση παρέστη,
επίσης, με εντολή του Προέδρου, ο Δημήτρης Ζωγραφόπουλος,
Δικηγόρος (ΔΝ) - Νομικός ελεγκτής, ως εισηγητής.
Επίσης, παρέστη, με εντολή του
Προέδρου, και η Γεωργία Παλαιολόγου, υπάλληλος του Διοικητικού - Οικονομικού
Τμήματος της Αρχής, ως γραμματέας.
Η Αρχή συνεδρίασε προκειμένου να
γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. (ιγ΄) του Ν. 2472/1997 για
την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,
σχετικά με το εάν συνάδει με την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία
δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η διαβίβαση από το Δικηγορικό Σύλλογο πόλης
Χ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, σε αιτούντες τρίτους δικαστικούς λειτουργούς τα
ζητηθέντα από τους ίδιους έγγραφα, τα οποία τηρούνται στα οικεία αρχεία του
Δικηγορικού Συλλόγου πόλης Χ και περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μελών
του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου. Η παρούσα συνεδρίαση γίνεται σε συνέχεια των τακτικών
συνεδριάσεων της Αρχής της 26/11/2009 και 10/12/2009.
Η Αρχή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
Με το υπ' αρ. πρωτ.
197/08-09-2008 (και υπ' αρ. πρωτ. Αρχής
Γ/ΕΙΣ/4639/12-09-2008) έγγραφο ερώτημα του Δικηγορικού Συλλόγου πόλης Χ, στο
οποίο επισυνάπτονται τα σχετικά κρίσιμα έγγραφα και το οποίο συμπληρώθηκε στη συνέχεια
με το υπ
αρ. πρωτ. Αρχής Γ/ΕΙΣ/7646/17-12-2009 έγγραφο και τα συνημμένα
σε αυτό έγγραφα, καλείται η Αρχή να γνωμοδοτήσει ως προς τα ακόλουθα:
«Σχετικά:
1. Απόσπασμα υπ' αριθμ. ../../2008
πρακτικού συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου
πόλης Χ,
2. Πρακτικό της κατά την
../../2008 πραγματοποιηθείσας Έκτακτης Γενικής Συνελεύσεως του ιδίου Συλλόγου
και
3. Η από 5/9/2008 κοινή αίτηση του
Πρωτοδίκη Α και του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Β. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.)
του Δικηγορικού Συλλόγου πόλης Χ κατά την συνεδρίαση του της ../../2008 και επί
του μοναδικού θέματος της ημερησίας διατάξεως:
«Συζήτηση και λήψη αποφάσεως για
την αντιμετώπιση των προβλημάτων στις σχέσεις του Συλλόγου με Δικαστές και
Εισαγγελείς τον Πρωτοδικείου», έλαβε ομοφώνως την απόφαση που αναφέρεται στο
σχετικό έγγραφο υπ' αρ. 1.
Ακολούθως και βάσει της εν λόγω
αποφάσεως του Δ.Σ. του Δ.Σ. πόλης Χ η συγκληθείσα την
../../2008 Έκτακτη Γενική Συνέλευση (Ε.Γ.Σ.) έλαβε ομοφώνως την απόφαση που
αναφέρεται στο υπ' αρ. 2 σχετικό έγγραφο.
Εν συνεχεία και ύστερα από αίτηση
των παραπάνω προσώπων τους χορηγήθηκαν, δια του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών πόλης
Χ, τα υπ' αρ. 1 και 2 σχετικά έγγραφα.
Ήδη και με το υπ' αρ. 3 σχετικό
έγγραφο οι προαναφερθέντες επανέρχονται και ζητούν, πλην των άλλων, να τους
χορηγηθεί: «...γ. ακριβές αντίγραφο τον ενυπόγραφου καταλόγου .. από τον οποίο
να προκύπτουν τα πλήρη στοιχεία των μελών τον συλλόγου...., τα οποία
συμμετείχαν στην ως άνω Έκτακτη Γενική Συνέλευση...», προκειμένου, όπως στην εν
λόγω αίτηση (σχετ. 3) αναφέρεται, ν' ασκήσουν τα κατά νόμο δικαιώματα τους.
Ενόψει, των παραπάνω και δεδομένης
της αρνήσεως των μελών του Δ.Σ. πόλης Χ που συμμετείχαν στις εργασίες της
προαναφερθείσας Ε.Γ.Σ., για την χορήγηση αντιγράφου του εν θέματι
καταλόγου και της συνακόλουθης γνωστοποιήσεως- δημοσιοποιήσεως των ονομάτων
τους; επικαλουμένων ότι η συμμετοχή στη συνέλευση ενός σωματείου είναι ιδιωτική
και όχι δημόσια συνάθροιση, αφορά στην προστατευόμενη αυτόνομη εσωτερική
λειτουργία του νομικού προσώπου και έχει αποκλειστικά σχέση με την διαμόρφωση
της βουλήσεως του και ως εκ τούτου, συνιστά προστατευόμενο «ευαίσθητο προσωπικό
δεδομένο»,
Παρακαλείσθε, ευσεβάστως,
Να μας παρέξετε
γνωμοδότηση περί της νομιμότητας του ειρημένου
αιτήματος, δεδομένου ότι, πλην των προλεχθέντων, ο
κατάλογος αυτός «τηρείται και χρησιμεύει προς βεβαίωσιν
της απαρτίας» (άρθρο 208 παρ. 2 του Κωδικός περί Δικηγόρων) οι δε αιτούντες την
χορήγηση αντιγράφου του, αφενός μεν, δεν αμφισβητούν την ύπαρξη απαρτίας κατά
την συγκρότηση της εν λόγω Ε.Γ.Σ., αφετέρου δε και βάσει των σχετικών
διατάξεων, στερούνται του δικαιώματος περί προσβολής της ληφθείσας κατά την
προκείμενη Ε.Γ.Σ. αποφάσεως».
Μετά από την εξέταση των
προαναφερομένων στοιχείων, αφού αναγνώστηκαν τα
πρακτικά των συνεδριάσεων της 26/11/2009 και της 10/12/2009, άκουσε τον εισηγητή
και μετά από διεξοδική συζήτηση,
Η Αρχή εκδίδει την ακόλουθη
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
1. Το άρθρο 9Α του Συν/τος ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη
συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του
δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται
από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί όπως νόμος ορίζει». Το
άρθρο 5Α του Συν/τος ορίζει τα εξής: «1. Καθένας έχει
δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό
είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και
δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή
προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων. 2. Καθένας έχει δικαίωμα
συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις
πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής
και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των
εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19». Τέλος, το άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου
και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου
τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να
διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά
ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε
είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα
αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον
υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
2. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής
και οικογενειακής ζωής, ορίζει ότι: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της
κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής
εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις
αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το
οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν
είναι αναγκαίον δια την εθνικήν
ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας,
την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν
ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της
ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και
ελευθεριών άλλων».
3. Το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν.
2472/1997 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Η Αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες:
(...) (θ΄) Γνωμοδοτεί για κάθε ρύθμιση που αφορά την επεξεργασία και προστασία
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. (...) (ιγ΄) (...)
Εξετάζει επίσης αιτήσεις του υπευθύνου επεξεργασίας με τις οποίες ζητείται ο
έλεγχος και η εξακρίβωση της νομιμότητας της επεξεργασίας. (...)».
4. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1
του Ν. 2472/1997, εναρμονιζόμενη, ιδίως, με τις διατάξεις των άρθρων 9Α, 25
παρ. 1 και 28 του Συν/τος, 8 και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 6 της Οδηγίας 95/46/ΕΕ, ρητά ορίζει ότι:
«Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α)
Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και
νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των
σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε
φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. (...)». Καθιερώνονται,
λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και
λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της
αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς,
κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου
σκοπού ή η οποία δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του, δεν
είναι νόμιμη.
5. Από το συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 5 και 7 του Ν. 2472/1997 προκύπτει ότι η συλλογή και κάθε περαιτέρω
επεξεργασία απλών και ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται,
καταρχήν, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του.
Ωστόσο, η συλλογή και κάθε περαιτέρω επεξεργασία τόσο των απλών όσο και των
ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, και χωρίς
τη συγκατάθεση του υποκειμένου τους, στις περιπτώσεις που περιοριστικά
προβλέπει ο νόμος. Ειδικότερα, επιτρέπεται για τα μεν απλά δεδομένα, ιδίως, υπό
τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) και
για τα ευαίσθητα δεδομένα, ιδίως, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997. Όπως παγίως έχει κρίνει η
Αρχή, οι όροι και προϋποθέσεις της νομιμότητας επεξεργασίας ευαίσθητων
δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 2 στοιχ. (γ΄) του Ν. 2472/1997, εφαρμόζονται κατά μείζονα
λόγο και στην επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Βλ., ιδίως, τις
αποφάσεις της Αρχής 27/2001, 75/2001, 83/2001, 8/2003, 61/2003, 8/2005, 9/2005,
75/2005, 25/2006, 38/2006, 1/2009, 2/2009, 10/2009, 37/2009, 2/2010, 3/2010,
21/2010, 22/2010 και 62/2010).
6. Επιπλέον, το άρθρο 11 παρ. 3
του Ν. 2472/1997 ρητά ορίζει ότι «εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το
υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς».
7. Το άρθρο 2 παρ. 1 του Κώδικα
περί Δικηγόρων, που κυρώθηκε με το Ν. 3026/1954 (ΦΕΚ Α΄, 235), όπως ισχύουν,
ορίζουν τα ακόλουθα: «1. Το λειτούργημα του Δικηγόρου δύναται ν' ασκή μόνον ο εγγεγραμμένος εις το μητρώον ενός των εν τω Κράτει Δικηγορικών Συλλόγων κατά τα ειδικώτερον
περί της τοιαύτης εγγραφής εν άρθρ. 195 επομ. οριζόμενα».
Οι διατάξεις του άρθρου 193 του
ίδιου Κώδικα ορίζουν τα ακόλουθα: «Οι εν τη περιφερεία
εκάστου Πρωτοδικείου διωρισμένοι και νομίμως
ασκούντες το λειτούργημα αυτών παρ' οιωδήποτε Δικαστηρίω Δικηγόροι αποτελούσι Δικηγορικόν Σύλλογον του οποίου
πάντες είναι υποχρεωτικώς μέλη. Ο Σύλλογος ούτος εδρεύει εν τη έδρα του
Πρωτοδικείου και λαμβάνει εξ αυτής την επωνυμίαν του.
(...)». Περαιτέρω, το άρθρο 194 του ίδιου Κώδικα ορίζει τα ακόλουθα: «Οι
Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν ιδία
περιουσία και υπόκεινται στις διατάξεις του κοινού δικαίου ως προς την απόκτηση
δικαιωμάτων, την ανάληψη υποχρεώσεων και την εν γένει διαχείριση και αξιοποίηση
της περιουσίας τους, διοικούνται δε δια Συμβουλίου. (...)», ενώ στο επόμενο
άρθρο 195 προβλέπεται ότι: «1. Εν τω γραφείω εκάστου
συλλόγου τηρείται μητρώον. Εις τούτο εγγράφεται ο κατά τας διατάξεις των
άρθρ.21 και 24 διοριζόμενος Δικηγόρος, εφ' όσον υποβάλη
την περί εγγραφής αίτησίν του προς τον Σύλλογον εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από της
κατά το άρθρ.22 του παρόντος δόσεως του όρκου. (...)». Στη συνέχεια, το άρθρο
199 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι: «Εις τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα
Διοικητικά Συμβούλια αυτών ανήκουσιν, α) η μέριμνα
περί της εν γένει αξιοπρεπείας των Δικηγόρων και της
απονομής παρά πάσης αρχής του προς αυτούς οφειλομένου σεβασμού, κατά την ενάσκησιν του λειτουργήματος αυτών, β) η υποβολή προτάσεων
και γνωμών αφορωσών εις την βελτίωσιν
της νομοθεσίας εις την ερμηνείαν και την εφαρμογήν αυτής, γ) η διατύπωσις
παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομήν της
δικαιοσύνης και δ) η συζήτησις και η απόφασις περί παντός ζητήματος ενδιαφέροντος το Δικηγορικόν Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ως τοιαύτα ή ως επαγγελματικήν τάξιν και επί
παντός γενικωτέρου ζητήματος Εθνικού ή Κοινωνικού
περιεχομένου».
Τέλος, το άρθρο 203 παρ. 4 του
ίδιου Κώδικα ορίζει ότι: «1. Οι Σύλλογοι συνεδριάζουσιν
είτε εν ιδίοις καταστήμασιν είτε εν τη αιθούση του οικείου Πρωτοδικείου. (...)», το άρθρο 208 του
ίδιου Κώδικα ότι: «1. Τα μέλη του συλλόγου καλούνται υπό του Προέδρου είτε διά προσωπικών προσκλήσεων αναγραφουσών
κατά σειράν και τα συζητητέα θέματα, είτε διά γενικής προσκλήσεως δημοσιευομένης εις δύο τουλάχιστον
ημερησίας εφημερίδας και τοιχοκολλωμένης εις το
κατάστημα του Συλλόγου και εις τα ακροατήρια των δικαστηρίων, 24 τουλάχιστον
ώρας προ της συνεδριάσεως. -2. Οι προσερχόμενοι εις την συνεδρίασιν
Δικηγόροι υπογράφουσιν εις ίδιον κατάλογον,
όστις τηρείται δι' εκάστην συνεδρίασιν
και χρησιμεύει προς βεβαίωσιν της απαρτίας».
8. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις
μνημονευόμενες διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ.
(θ΄) και (ιγ΄) του Ν. 2472/1997, η Αρχή έχει
αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει στα ως άνω ερωτήματα του Δικηγορικού Συλλόγου πόλης
Χ, ως υπευθύνου επεξεργασίας, σχετικά με το εάν συνάδει με την προστασία του
ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα η διαβίβαση από
τον εν λόγω Σύλλογο σε αιτούντες τρίτους δικαστικούς λειτουργούς τα ζητηθέντα
από τους ίδιους έγγραφα, τα οποία τηρούνται στα οικεία αρχεία του εν λόγω
Συλλόγου και περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μελών του.
9. Ειδικότερα, η Αρχή έχει
αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει σχετικά με τα προαναφερθέντα ζητήματα, καθόσον: (1)
οι ως άνω ζητηθείσες από τους αιτούντες τρίτους δικαστικούς λειτουργούς
πληροφορίες, που αφορούν δικηγόρους - μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου πόλης Χ
συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων τους - δικηγόρων, (2) η
ως άνω ζητηθείσα διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των
υποκειμένων τους συνιστά επεξεργασία των δεδομένων αυτών, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. (δ΄) του Ν.
2472/1997, (3) η εν λόγω επεξεργασία είναι τουλάχιστον εν μέρει αυτοματοποιημένη,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997,
και (4) τα προαναφερόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τηρούνται σε αρχεία, τα
οποία είναι όντως διαρθρωμένα, υπό την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 στοιχ. (ε΄) και 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, καθόσον είναι προσιτά
στα αρμόδια όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου πόλης Χ, ως υπευθύνου επεξεργασίας,
με συγκεκριμένα κριτήρια (ιδίως, την ημερομηνία και τον αρ. πρωτ.
των ζητηθέντων εγγράφων, το ονοματεπώνυμο και τον Αριθμό Μητρώου εκάστου ενδιαφερομένου
δικηγόρου).
10. Από τα στοιχεία του φακέλου
της υπό κρίση υπόθεσης προκύπτει ότι κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ
του Δικηγορικού Συλλόγου πόλης Χ της ../../2008, στην οποία παραβρέθηκαν όλα τα
μέλη του ΔΣ του εν λόγω Συλλόγου, με θέμα «Συζήτηση
και λήψη αποφάσεως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στις σχέσεις του
Συλλόγου με Δικαστές και Εισαγγελείς τον Πρωτοδικείου» αποφασίστηκαν ομόφωνα τα
ακόλουθα:
«Α. Να ζητηθεί η μετάθεση των
Πρωτοδικών Α και Γ και του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Β με το τέλος του
δικαστικού έτους για τους παρακάτω λόγους:
α) Διότι δίδουν την εντύπωση της
προκατάληψης εναντίον των δικηγόρων του Πρωτοδικείου πόλης Χ και ότι δεν
σέβονται τον θεσμικό ρόλο τους ως συλλειτουργών
της Δικαιοσύνης.
β) Διότι κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους ουδόλως διευκολύνουν το έργο των δικηγόρων και είναι μονίμως
και πεισματικά αρνητικοί στην διευκόλυνση και θεμιτή εξυπηρέτηση τους,
αδιαφορώντας για τα επαγγελματικά πλήγματα, που τους
προκαλούν με την στάση τους αυτή.
γ) Διότι με υπαιτιότητα τους, από
ικανού χρόνου το οποίο οσημέραι επιβαρύνεται ραγδαίως έχουν προκαλέσει κλίμα
αμοιβαίας καχυποψίας και αντιπάθειας σε αφόρητο πλέον για τους δικηγόρους, βαθμό,
γεγονός, που επιδρά δυσμενέστατα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο
Πρωτοδικείο και στην Εισαγγελία Πρωτοδικείου πόλης Χ, εν πλήρη αντιθέσει με την
επικρατούσα κατάσταση στο Εφετείο και στην Εισαγγελία Εφετών πόλης Χ και στα
υπόλοιπα δικαστήρια της περιφέρειας του Πρωτοδικείου πόλης Χ.
δ) Διότι με την εν γένει
συμπεριφορά τους ρηγματώνουν συνειδητά την αναγκαία για
την απονομή της δικαιοσύνης και επιβαλλόμενη από το νομικό πολιτισμό μας και
την έννομη τάξη της χώρας μας αρμονική σχέση μεταξύ δικαστών και δικηγόρων, ως
συλλειτουργών της δικαιοσύνης και επιχειρούν, επί μονίμου βάσεως, την
υποβάθμιση και την απαξίωση του λειτουργηματικού
ρόλου του επαγγέλματος των δικηγόρων, προκαλώντας την εντύπωση ότι διαπνέονται
από την αντίληψη, ότι ο ρόλος αυτός είναι τουλάχιστον περιττός για το δικαιικό μας σύστημα.
ε) Διότι συνειδητά προβάλλουν και
καλλιεργούν μοντέλο προσωπικής αυθεντίας και προσωπικής απονομής της
δικαιοσύνης, στην διαδικασία δε αυτή θεωρούν και προβάλλουν την άκρως
επικίνδυνη για τη δημοκρατική τάξη στη χώρα μας αντίληψη ότι κατά την
διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης δεν υφίσταται ανάγκη παρεμβολής άλλων
παραγόντων και δη των δικηγόρων.
στ) Αρκετά μεγάλος αριθμός των
συναδέλφων μας, ιδίως οι πιο ενεργοί από αυτούς, θεωρούν ότι έχουν περιπέσει στη
δυσμένεια τους, εξαιτίας της οποίας βλάπτονται τόσο οι ίδιοι, όσο και το
κυριότερο οι υποθέσεις των εντολέων-πελατών τους και κατ' εξοχήν η ασφάλεια του
δικαίου και η εκπηγάζουσα από αυτήν
εμπιστοσύνη των πολιτών προς το
Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών πόλης
Χ και προς την δικαιοσύνη
γενικότερα.
ζ) Δίδουν την εντύπωση ότι δεν
έχουν συνείδηση της αποστολής τους, ούτε συναίσθηση του θεσμικού ρόλου τους,
ότι σκέπτονται, αποφασίζουν και ενεργούν με σύμβολο το θυμικό τους και ότι
εμφορούνται από μικροψυχία, εκδικητικότητα, καχυποψία
και αντιπαλότητα έναντι των δικηγόρων.
η) Δίδουν επιπλέον την εντύπωση
ότι εξαιτίας των αντιλήψεων τους και της επί μεγάλο χρονικό διάστημα πρακτικής
τους στο Πρωτοδικείο και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών πόλης Χ, έχει διαταραχθεί
σοβαρότατα και γι
αυτό ανησυχητικά η αναγκαία και επιβαλλόμενη ενότητα, σύμπνοια και συνεργασία
που πρέπει να υπάρχει μεταξύ όλων των συναδέλφων τους και ότι στερούνται της
χρησιμότατης ικανότητας παραδειγματισμού από τις άξιες μιμήσεως στάσεις και συμπεριφορές
των αρχαιοτέρων και ανωτέρων συναδέλφων τους.
Β. Να συγκληθεί για το θέμα αυτό
Έκτακτη Γενική Συνέλευση, η οποία ορίζεται να γίνει την .. Απριλίου του 2008,
ημέρα ... και ώρα 12.00 στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου του Δικαστικού
Μεγάρου πόλης Χ, με εισήγηση προς λήψη αποφάσεως για το θέμα αυτό την παραπάνω
απόφαση.
11. Ακολούθως, προκύπτει ότι κατά
τη συνεδρίαση της έκτακτης ΓΣ του ΔΣ
πόλης Χ της ../../2008, στην οποία παραβρέθηκαν 93 από τα 219 εγγεγραμμένα μέλη
του ΔΣ πόλης Χ, με θέμα «Συζήτηση και λήψη αποφάσεως
για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στις σχέσεις του Συλλόγου με Δικαστές και
Εισαγγελείς τον Πρωτοδικείου» αποφασίστηκε ομόφωνα με φανερή ψηφοφορία (δια
βοής και με ανάρτηση των χεριών των παρισταμένων δικηγόρων) τα ακόλουθα:
«Επομένως, ομοφώνως αποφασίστηκε:
1. Η υποβολή αιτήματος στον Αρειο Πάγο περί άμεσης μετακινήσεως από το Πρωτοδικείο
πόλης Χ των Πρωτοδικών Α, Γ και του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Β, για τους εξής
λόγους:
α) Διότι δίδουν την εντύπωση της
προκατάληψης εναντίον των δικηγόρων του Πρωτοδικείου πόλης Χ και ότι δεν
σέβονται τον θεσμικό ρόλο τους ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης.
β) Διότι κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους ουδόλως διευκολύνουν το έργο των δικηγόρων και είναι μονίμως
και πεισματικά αρνητικοί στην διευκόλυνση και θεμιτή εξυπηρέτηση τους,
αδιαφορώντας για τα επαγγελματικά πλήγματα, που τους προκαλούν με την στάση
τους αυτή.
γ) Διότι με υπαιτιότητα τους, από
ικανού χρόνου το οποίο οσημέραι επιβαρύνεται ραγδαίως έχουν προκαλέσει κλίμα
αμοιβαίας καχυποψίας και αντιπάθειας σε αφόρητο πλέον για τους δικηγόρους,
βαθμό, γεγονός, που επιδρά δυσμενέστατα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο
Πρωτοδικείο και στην Εισαγγελία Πρωτοδικείου πόλης Χ, εν πλήρη αντιθέσει με την
επικρατούσα κατάσταση στο Εφετείο και στην Εισαγγελία Εφετών πόλης Χ και στα
υπόλοιπα δικαστήρια της περιφέρειας του Πρωτοδικείου πόλης Χ.
δ) Διότι με την εν γένει
συμπεριφορά τους ρηγματώνουν συνειδητά την αναγκαία για
την απονομή της δικαιοσύνης και επιβαλλόμενη από το νομικό πολιτισμό μας και
την έννομη τάξη της χώρας μας αρμονική σχέση μεταξύ δικαστών και δικηγόρων, ως
συλλειτουργών της δικαιοσύνης και επιχειρούν, επί μονίμου βάσεως, την
υποβάθμιση και την απαξίωση του λειτουργηματικού
ρόλου του επαγγέλματος των δικηγόρων, προκαλώντας την εντύπωση ότι διαπνέονται
από την αντίληψη, ότι ο ρόλος αυτός είναι τουλάχιστον περιττός για το δικαιικό μας σύστημα.
ε) Διότι συνειδητά προβάλλουν και
καλλιεργούν μοντέλο προσωπικής αυθεντίας και προσωπικής απονομής της
δικαιοσύνης, στην διαδικασία δε αυτή θεωρούν και προβάλλουν την άκρως
επικίνδυνη για τη δημοκρατική τάξη στη χώρα μας αντίληψη ότι κατά την
διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης δεν υφίσταται ανάγκη παρεμβολής άλλων
παραγόντων και δη των δικηγόρων.
στ) Αρκετά μεγάλος αριθμός των
συναδέλφων μας, ιδίως οι πιο ενεργοί από αυτούς, θεωρούν ότι έχουν περιπέσει
στη δυσμένεια τους, εξαιτίας της οποίας βλάπτονται τόσο οι ίδιοι, όσο και το
κυριότερο οι υποθέσεις των εντολέων-πελατών τους και κατ' εξοχήν η ασφάλεια του
δικαίου και η εκπηγάζουσα από αυτήν εμπιστοσύνη των
πολιτών προς το Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών πόλης Χ και προς την
δικαιοσύνη γενικότερα.
ζ) Δίδουν την εντύπωση ότι δεν
έχουν συνείδηση της αποστολής τους, ούτε συναίσθηση του θεσμικού ρόλου τους,
ότι σκέπτονται, αποφασίζουν και ενεργούν με σύμβουλο το θυμικό τους και ότι
εμφορούνται από μικροψυχία, εκδικητικότητα, καχυποψία
και αντιπαλότητα έναντι των δικηγόρων.
η) Δίδουν επιπλέον την εντύπωση
άτι εξαιτίας των αντιλήψεων τους και της επί μεγάλο χρονικό διάστημα πρακτικής
τους στο Πρωτοδικείο και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών πόλης Χ, έχει διαταραχθεί
σοβαρότατα και γι' αυτό ανησυχητικά η αναγκαία και επιβαλλόμενη ενότητα,
σύμπνοια και συνεργασία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ όλων των συναδέλφων τους
και ότι στερούνται της χρησιμότατης ικανότητας παραδειγματισμού από τις άξιες
μιμήσεως στάσεις και συμπεριφορές των αρχαιοτέρων και ανωτέρων συναδέλφων τους.
2. Η κοινοποίηση της παραπάνω
αποφάσεως στους ιεραρχικά ανωτέρους των εν λόγω δικαστικών λειτουργών.
3. Η άμεση πραγματοποίηση
επισκέψεως όλων των μελών του Δ.Σ. στον κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου για την
ενώπιον του προφορική γνωστοποίηση και ανάπτυξη της παραπάνω αποφάσεως και
4. Η παροχή εξουσιοδοτήσεως στο
Δ.Σ. για την λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως που θα κατατείνει στην άμεση
μετακίνηση των παραπάνω προσώπων, στην οποία να περιλαμβάνεται ο
προγραμματισμός και η διενέργεια κινητοποιήσεων, όπως αποχή διαρκείας, αποχή
στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών, συνεντεύξεις και γνωστοποίηση
του προβλήματος στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο».
12. Στη συνέχεια, οι αιτούντες
τρίτοι δικαστικοί λειτουργοί Α και Β ζήτησαν
από το Σ πόλης Χ, με την από
../../2008 αίτησή τους, όπως τους χορηγηθούν: «(...)
α) ακριβές αντίγραφο των
χειρόγραφων ενυπόγραφων περιληπτικών πρακτικών συνεδριάσεως του Διοικητικού
Συμβουλίόυ του συλλόγου σας (άρθρο 236 του Ν.Δ. 3026/1954
«Περί του Κωδικός των Δικηγόρων») που συνεδρίασε την ../.../2008 στην πόλη Χ
και στην βιβλιοθήκη του συλλόγου σας και αποφάσισε τη σύγκληση έκτακτης γενικής
συνέλευσης την 10η.04.2008 στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου του Δικαστικού
Μεγάρου πόλης Χ για συζήτηση και λήψη απόφασης για την αντιμετώπιση των
προβλημάτων στις σχέσεις του Συλλόγου με Δικαστές και Εισαγγελείς του Πρωτοδικείου,
β) ακριβές αντίγραφο των χειρόγραφων ενυπόγραφων περιληπτικών πρακτικών
συνεδριάσεως (άρθρο 214 παρ.4 του Ν.Δ. 3026/1954
«Περί του Κωδικός των Δικηγόρων») της έκτακτης γενικής συνέλευσης του συλλόγου
σας που συνεδρίασε την ../../.2008 στην πόλη Χ στην αίθουσα του Πρωτοδικείου
του Δικαστικού Μεγάρου πόλης Χ με μοναδικό θέμα της ημερησίας διατάξεως
«Συζήτηση και λήψη αποφάσεως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στις σχέσεις
του Συλλόγου με Δικαστές και Εισαγγελείς του Πρωτοδικείου», γ) ακριβές
αντίγραφο του ενυπόγραφου καταλόγου που τηρείτε (άρθρο 208 παρ. 2 του Ν.Δ. 3026/1954 «Περί του Κώδικος
των Δικηγόρων»), από τον οποίο να προκύπτουν τα πλήρη στοιχεία των μελών του
συλλόγου σας τα οποία συμμετείχαν στην ως άνω έκτακτη γενική συνέλευση του
συλλόγου σας και δια βοής, κατά παράβαση του άρθρου 213 παρ.4 και 5 του ανωτέρω
Ν.Δ., αποφάσισαν ομόφωνα, μεταξύ άλλων, την υποβολή
αιτήματος στον Αρειο Πάγο περί άμεσης μετακινήσεως
μας από το Πρωτοδικείο πόλης Χ και δ) καταστατικό λειτουργίας του συλλόγου σας
(...)
Τέλος, παρακαλούμε να μας
χορηγήσετε αντίγραφο της παρούσας αιτήσεως». Οι προαναφερόμενοι τρίτοι
αιτούντες δικαιολογούν την ως άνω αίτησή τους ως εξής:
«Για την χορήγηση των ως άνω
εγγράφων προδήλως έχουμε έννομο συμφέρον, καθότι οι προαναφερόμενες αποφάσεις
έχουν άκρως προσβλητικό για την προσωπικότητα μας περιεχόμενο θίγοντας την τιμή
και την υπόληψη μας, προκειμένου να ασκήσουμε τα κατά το νόμο δικαιώματα μας».
13. Καταρχάς, παρατηρείται ότι τα
ως άνω ζητηθέντα από τους αιτούντες δικαστικούς λειτουργούς έγγραφα συνιστούν,
εν όψει του γεγονότος ότι ο ΔΣ πόλης Χ είναι εκ του
νόμου (άρθρο 194 του Ν. 3026/54) Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, δημόσια
έγγραφα, η χορήγηση των οποίων δύναται να διενεργηθεί και στη βάση των
διατάξεων του άρθρου 5 ΚΔ, υπό την επιφύλαξη της
παράλληλης εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 2472/1997, όπως παγίως έχει κρίνει η
Αρχή (Βλ. ιδίως τη Γνωμοδότηση της Αρχής 3/2009).
14. Περαιτέρω, από τις διατάξεις
του άρθρου 2 του Ν. 2472/1997 σε συνδυασμό με εκείνες, ιδίως, των άρθρων 2 παρ.
1 και 193 του ΝΔ 3026/54 συνάγεται ότι η πληροφορία για την εγγραφή και,
συνακολούθως, τη συμμετοχή δικηγόρου στον οικείο δικηγορικό σύλλογο συνιστά
απλό και όχι ευαίσθητο δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα του ενδιαφερομένου
υποκειμένου. Συνεπώς, δεν ευσταθεί ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός του ΔΣ πόλης Χ, καθόσον οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν συνιστούν
συνδικαλιστικές οργανώσεις υπό την έννοια του άρθρο 23 του Συν/τος
και του Ν. 1264/1982, αλλά, όπως αναφέρεται παραπάνω, νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου. Με βάση τα προαναφερόμενα, για τη διαβίβαση των ως άνω ζητηθέντων υπό
(α΄), (β΄) και (γ΄) εγγράφων από το ΔΣ πόλης Χ, ως
υπεύθυνο επεξεργασίας, στους αιτούντες δικαστικούς λειτουργούς δεν απαιτείται
άδεια της Αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του
Ν. 2472/1997, και η διαβίβαση αυτή υπόκειται, ιδίως, στις διατάξεις των άρθρων
4, 5 και 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1997. Αντίθετα, το καταστατικό λειτουργίας του ΔΣ πόλης Χ δεν περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα,
συνιστά δημόσιο έγγραφο, η χορήγηση των οποίων δύναται να διενεργηθεί και στη
βάση των διατάξεων του άρθρου 5 ΚΔ, χωρίς να
εφαρμόζονται παράλληλα οι διατάξεις του Ν. 2472/1997.
15. Στην κρίσιμη ΓΣ του ΔΣ πόλης Χ δεν αναφέρονται
στα πρακτικά ονόματαομιλητών μεταξύ των παρισταμένων
μελών του Συλλόγου. Αναφέρεται η πληροφορία ότι έλαβε το λόγο και μίλησε ο
Πρόεδρος του ΔΣ πόλης Χ, ενώ κανένα άλλο μέλος δεν
προσδιορίζεται ως ομιλητής είτε ονομαστικά είτε με συγκεκριμένη ιδιότητα.
Συνεπώς, πέρα από τον Πρόεδρο του ΔΣ πόλης Χ δεν τίθεται θέμα ταυτοποίησης άλλου παριστάμενου
ως ομιλητή μέλους του ΔΣ πόλης Χ. Προφανώς, για το
λόγο αυτό οι αιτούντες τρίτοι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν να τους χορηγηθεί ονομαστικός
κατάλογος των παρισταμένων στην κρίσιμη ΓΣ δικηγόρων.
16. Με βάση τα προαναφερόμενα, η
Αρχή αποφαίνεται, κατά πλειοψηφία, ότι η διαβίβαση των ως άνω ζητηθέντων υπό
(α΄), (β΄) και (γ΄) εγγράφων από το ΔΣ πόλης Χ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, στους αιτούντες
τρίτους δικαστικούς λειτουργούς συνάδει με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) και 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι
η διαβίβαση των εγγράφων αυτών είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή
υπεράσπιση των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων των αιτούντων τρίτων
δικαστικών λειτουργών ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων ή πειθαρχικών οργάνων.
Περαιτέρω, εν όψει των αποδιδομένων στους δύο
δικαστικούς λειτουργούς αιτιάσεων, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας
με τη διαβίβαση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων
τους - μελών του ΔΣ πόλης Χ, για την επιδίωξη του
προβαλλόμενου σκοπού επεξεργασίας. Το ζήτημα κατά πόσο είναι παραδεκτή και κατ
ουσία βάσιμη η αγωγή ή η έγκληση, που προτίθενται να ασκήσουν οι τρίτοι
δικαστικοί λειτουργοί, θα κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια και δεν εμπίπτει
στην αρμοδιότητα της Αρχής, εφόσον η οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια δεν
παρίσταται ως προδήλως νόμω αβάσιμη.
17. Ωστόσο, τρία μέλη της Αρχής
έχουν την άποψη ότι δεν συνάδει με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 στοιχ. (ε΄) και 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 η διαβίβαση στους
αιτούντες τρίτους δικαστικούς λειτουργούς του ως άνω ζητηθέντος υπό (γ΄)
εγγράφου, δηλαδή του ονομαστικού καταλόγου των παρισταμένων στην κρίσιμη ΓΣ δικηγόρων - μελών του ΔΣ πόλης
Χ. Και τούτο, διότι, καταρχάς από τη σκοπιά των διατάξεων του αστικού δικαίου,
εφόσον υποτεθεί ότι υπάρχει αδικοπραξία από το ομόφωνο ψήφισμα της κρίσιμης ΓΣ του ΔΣ πόλης Χ σε βάρος των
τρίτων αιτούντων δικαστικών λειτουργών, υπόχρεος προς αποζημίωση είναι, με βάση
ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 57επ. ΑΚ και 914επ. ΑΚ, το νομικό πρόσωπο του ΔΣ
πόλης Χ και όχι καθένας από τους παριστάμενους στην κρίσιμη ΓΣ
δικηγόρους - μέλη του ΔΣ πόλης Χ. Και, ακολούθως,
διότι, από τη σκοπιά των διατάξεων του ποινικού δικαίου, εφόσον υποτεθεί ότι
έχει τελεστεί σε βάρος των αιτούντων τρίτων δικαστικών λειτουργών κάποιο από τα
προαναφερόμενα εγκλήματα των άρθρων 361επ. ΠΚ, δεν
προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπό κρίση υπόθεσης ότι οι αιτούντες
τρίτοι δικαστικοί λειτουργοί υπέβαλαν όντως έγκληση για τη ποινική δίωξη της
αξιόποινης αυτής πράξης, που τελέστηκε σε βάρος τους, μέσα σε τρεις μήνες από
την ημέρα που έλαβαν γνώση για την πράξη αυτή ή για έναν, τουλάχιστον, από τους
συμμετόχους της, αν και γνώριζαν τουλάχιστον ότι στην
κρίσιμη ΓΣ του ΔΣ πόλης Χ παρίστατο
ο Πρόεδρος του Σ πόλης Χ, η ταυτότητα του οποίου τους ήταν επίσης γνωστή.
Συνεπώς, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117 και 119 ΠΚ προκύπτει ότι δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα άσκησης
ποινικής δίωξης σε βάρος οιουδήποτε από τους παριστάμενους στην κρίσιμη ΓΣ δικηγόρους - μέλη του ΔΣ πόλης
Χ στη βάση των διατάξεων των άρθρων 361επ. ΠΚ, λόγω
εξάλειψης του αξιοποίνου.
18. Τέλος, ο ΔΣ
πόλης Χ, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, υποχρεούται να ενημερώσει τους
ενδιαφερόμενους δικηγόρους - μέλη του πριν από τη διαβίβαση των ως άνω
ζητηθέντων υπό (α΄), (β΄) και (γ΄) εγγράφων στους αιτούντες τρίτους δικαστικούς
λειτουργούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 3 του Ν.
2472/1997 και 5 της Κανονιστικής Πράξης της Αρχής 1/1999.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Χρίστος Γεραρής Γεωργία Παλαιολόγου