ΕφΘεσ. 705/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αμοιβή δικηγόρου -.
Ελάχιστες νόμιμες
αμοιβές δικηγόρων και τρόποι υπολογισμού τους. Ποσοστιαίος και
"δραχμικός" τρόπος. Προεισπραττόμενες
αμοιβές. Τα άρθρα 100 επ. Κώδικα Δικηγόρων εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την
έκδοση των Κ.Υ.Α. που προβλέπονται στο άρθρο 7 ν. 2753/1999, οι οποίες
καθόρισαν νέο δραχμικό τρόπο υπολογισμού των ελαχίστων προεισπραττομένων
δικηγορικών αμοιβών, για φορολογικούς λόγους, επειδή ο παλιός τρόπος
υπολογισμού είχε οδηγήσει σε ευτελισμό των αμοιβών. Οι προεισπραττόμενες
αμοιβές των παραπάνων Κ.Υ.Α. εφαρμόζονται μόνον αν
από τον υπολογισμό των ελαχίστων αμοιβών με τον ποσοστιαίο τρόπο, προκύπτουν
αμοιβές μικρότερες αυτών (προεισπραττομένων).
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αριθμός απόφασης
705/2006
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ'
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Βασίλειο Τσιότρα, Πρόεδρο Εφετών, Ευστράτιο Μανάβη και Μαχαίρα
Βασίλειο, Εισηγητή, Εφέτες, και, τη Γραμματέα Μαρία Κριτζάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 7
Νοεμβρίου 2005 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Του Γενικού
Νοσοκομείου Σερρών, που εδρεύει στις Σέρρες (3ο χιλ. Ε.Ο. Σερρών - Δράμας) και
εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή του, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 και 5 του Ν.
2889/2001 (ΦΕΚ Α' 37), αποτελώντας αποκεντρωμένη και ανεξάρτητη υπηρεσιακή
μονάδα, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία
"Α Περιφερειακό Σύστημα Υγείας (Α' Πε.Σ.Υ.)
Κεντρικής Μακεδονίας", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, για το οποίο
παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος του Στέλλα Πουλιού (Δικηγορικού Συλλόγου
Σερρών).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:
., Δικηγόρου,
κατοίκου Σερρών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Ο ενάγων με αγωγή του κατά του εναγομένου
προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών (αριθμ. έκθ.
κατάθεσης 31 ΕΡΓ. 1/7-1-2004) ζήτησε δικηγορική αμοιβή. Το Δικαστήριο με την
οριστική του απόφαση 150/2004 δέχθηκε την αγωγή. Κατ' αυτής της απόφασης
παραπονείται το εκκαλούν με την από 12 2-2004 έφεση του (αριθμ. έκθ. κατάθεσης 21/2005).
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από το σχετικό πινάκιο
στη σειρά της και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση παραστάθηκε στο ακροατήριο του
Δικαστηρίου μόνον η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, η οποία αναφέρθηκε
στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε. Αντίθετα ο εφεσίβλητος δικηγόρος δεν
παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση
σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1649/1986, και προκατέθεσε
προτάσεις
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της αριθ. 150/2004
οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Σερρών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αμοιβών δικηγόρων
(άρθρα 678 επ. Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και
εμπροθέσμως. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί το
παραδεκτό και, το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 533 Κ.Πολ.Δ.).
Με την έφεση πρέπει να συνεκδικασθεί και η αντέφεση, την οποία παραδεκτά άσκησε με τις έγγραφες
προτάσεις του ο εφεσίβλητος(άρθρα 674 παρ. 1, 681 Κ.Πολ.Δ.).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από
27-8-2003 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών ισχυρίστηκε ότι
το εναγόμενο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Σερρών, Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα έτη 2000
και 2001 του ανέθεσε την εκπροσώπηση του, ως δικηγόρου, στα αρμόδια διοικητικά
δικαστήρια προς απόκρουση αγωγών εργαζομένων του, με τέσσερις χωριστές εντολές,
τις οποίες ο ενάγων διεκπεραίωσε επιτυχώς. Ότι ελλείψει ειδικότερης συμφωνίας,
το εναγόμενο του οφείλει, για το σύνολο των δικαστικών εργασιών που εκτέλεσε,
την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του, ανερχομένη στο συνολικό ποσό των 35.263,99
ευρώ, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή, και την οποία αρνείται να του
καταβάλει. Για το λόγο αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί τούτο να του καταβάλει το
ανωτέρω ποσό των 35.263,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής
και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την
εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε την αγωγή κατ' ουσίαν
και επεδίκασε στον ενάγοντα το ως άνω ποσό, νομιμοτόκως. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται- το
εναγόμενο με τους λόγους της εφέσεώς του, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή
του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, με το
σκοπό να απορριφθεί αναλόγως η αγωγή του εφεσίβλητου. Επίσης παραπονείται και ο
εφεσίβλητος - ενάγων, μολονότι νικήσας διάδικος, με τους λόγους της αντεφέσεώς του, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
του νόμου και ζητεί την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, οι
οποίες δημιουργούν δεδικασμένο βλαπτικό για τα έννομα συμφέροντα του.
Στον Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954
ορίζεται ότι: "Ο Δικηγόρος δικαιούται να λαβή παρά του εντολέως
αυτού, πλην της δαπάνης δικαστηριακής ή άλλης την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον" (άρθρο 91 παρ.1). "Τα της αμοιβής του
Δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου του,.... εν ουδεμία όμως
περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν τοις άρθροις 98 και
επόμενα ελαχίστων ορίων αυτοίς. Πάσα συμφωνία περί
λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως
χρόνου συνάψεως της" (άρθρο 92 παρ. 1, όπως ισχύει). "Εν ελλείψει
ειδικής συμφωνίας το ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζεται κατά
τας διατάξεις των επομένων άρθρων....."(άρθρο 98 παρ. 1). "Το
ελάχιστον όριον της αμοιβής επί πολιτικών υποθέσεων, των ποινικών και ενώπιον
των διοικητικών δικαστηρίων και αρχών εκτός των εν άρθροις 94 και 124
αναγραφομένων και των εξώδικων, πλην των εν τοις άρθροις 160 και 161, είναι
ίσον προς το γινόμενον των δραχμών, αίτινες αναγράφονται εν τω παρόντι και δι' εκάστην ειδικήν εργασίαν, επί συντελεστήν οριζόμενον δι' αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον
γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικό Συλλόγου Αθηνών, δημοσιευμένης
εις την Εφημέριδα της Κυβερνήσεως...." (άρθρο 99
παρ. 1). Κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, ο ανωτέρω συντελεστής καθορίστηκε
σε 140 μονάδες, με την Υ.Α. 12398/ 9-2-1989 (ΦΕΚ Β' 131/21-2-1939). Όταν
πρόκειται περί αγωγής με αντικείμενο αποτιμητό σε
χρήμα, για τη Σύνταξη κύριας αγωγής το ελάχιστο όριο αμοιβής ορίζεται σε
ποσοστό 2ο/ο επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής (άρθρο 100 παρ.1 εδ.α') ενώ για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση
της υπόθεσης, το ελάχιστο όριο αμοιβής του μεν δικηγόρου του εναγομένου είναι
ίσο προς το για τη σύνταξη της αγωγής οριζόμενο, του δε δικηγόρου του ενάγοντος
είναι το ήμισυ αυτής (άρθρο 107 παρ. 1 εδ. α). Για τη σύνταξη
δε των προτάσεων επί της πρώτης ενώπιον του Εφετείου συζητήσεως κάθε υποθέσεως
το ελάχιστο ποσό της αμοιβής του δικηγόρου αμφοτέρων των διαδίκων είναι το
διπλάσιο του για τον δικηγόρο του ενάγοντος ή του αιτούντος καθοριζόμενο στο
άρθρο 107 παρ. 1 ορίου αμοιβής για τις προτάσεις της πρώτης πρωτοδίκου
συζητήσεως (άρθρο 110 παρ. 1). Περαιτέρω, στο άρθρο 7 παρ. 2 και 3 εδ. α' του
ν. 2753/1999 "Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και
άλλες διατάζεις", ορίζεται ότι: "2. Για τις παραστάσεις των δικηγόρων
ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξη τους σε εξώδικες ενέργειες και
συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθώς και για, κάθε άλλη
νομική υπηρεσία που παρέχουν αυτοί στον εντολέα τους καθορίζεται το μήνα
Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και
Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη
της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας, ελαχίστη
αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας.... 3. Η
ελαχίστη αμοιβή, που προβλέπεται από την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου,
προεισπράττεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο με τετραπλότυπο
γραμμάτιο. Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να ενεργούν παρακράτηση φόρου
εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15ο/ο) στο ακαθάριστο ποσό των
αμοιβών που αναγράφονται στο τετραπλότυπο γραμμάτιο.
Το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιες
επιχειρήσεις....υποχρεούνται να παρακρατούν φόρο εισοδήματος με συντελεστή
δεκαπέντε τοις εκατό (15ο/ο) επί της αμοιβής του δικηγόρου.....7. Με αποφάσεις
των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, κοινές κατά περίπτωση, ρυθμίζεται
κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγουμένων
παραγράφων 2 έως και 6. 8. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως και 6 του παρόντος
άρθρου ισχύουν από την 1η του επομένου μήνα από τη δημοσίευση της υπουργικής
απόφασης που ορίζεται στην παράγραφο 2 και από την ίδια ημερομηνία καταργούνται
οι διατάζεις του άρθρου 64 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α ')
» Κατ' εξουσιοδότηση των άνω διατάξεων εκδόθηκε η αριθ.
1314/21-12-2000 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης
"προσδιορισμός των ελάχιστων αμοιβών των δικηγόρων, που προβλέπονται από
τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2753/1999" (ΦΕΚ Β' 1626/29-12-1999) με
την οποία ορίστηκε ότι: " Οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των
δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για τη σύμπραξη τους σε εξώδικες ενέργειες
και συμβάσεις", όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθορίζονται όπως
στον συνημμένο πίνακα". Στον πίνακα αυτόν προβλέπονται, μεταξύ άλλων, οι
αμοιβές των δικηγόρων για τα διοικητικά δικαστήρια. Στην έννοια δε των
παρεχομένου νομικών υπηρεσιών περιλαμβάνοντα
προεχόντως η σύνταξη δικογράφων (αγωγών, αιτήσεων, προτάσεων κ.λ.π. αφού
αποτελούν το κύριο έργο των Δικηγόρων και όχι μόνο οι νομικές συμβουλές και
γνωμοδοτήσεις (βλ. πρακτικά της 3ης Γενικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του
Ελεγκτικού Συνεδρίου της 30ης Ιανουαρίου 2002). Από τις παραπάνω διατάξεις του
ν. 2753/1999 και την κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα 1314/21-12-2000 Κ.Υ.Α.,
που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις
του Κώδικα περί Δικηγόρων, δεν συνάγεται ότι μετά την 1-1-2001 οι αμοιβές των
δικηγόρων ρυθμίζονται πλέον αποκλειστικά, κατά τα κατώτατα όρια τους, από τον
συνημμένο πίνακα της εν λόγω Κ.Υ.Α. δια την αγωγή, παράσταση, προτάσεις κ.λ.π.,
ανά δικαστήριο και είδος διαδικασία εκτός αν υπάρχει προγενέστερη ειδική
συμφωνία για καταβολή υψηλότερης αμοιβής(υπέρ της άποψης αυτής βλ. αριθ. 21,
26, 42/2002 και 91/2003 πρακτικά Ελεγκτικού Συνεδρίου Ι' Τμήμα), ότι δηλαδή ο
νομοθέτης σκοπούσε να καταργήσει σιωπηρά τα άρθρα 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων
περί ποσοστιαίου υπολογισμού της ελάχιστης αμοιβής, βάσει του αντικειμένου της
αγωγής. Ας σημειωθεί ότι στην αριθ. 94324/11-12-1999 Κ.Υ.Α., που είχε εκδοθεί
κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 64 παρ. 3 του προϊσχύσαντος Ν. 2065/1992,
οριζόταν ότι οι διατάξεις των άρθρων 100 επ. του Κώδικα δικηγόρων για τα
ελάχιστα όριο: των αμοιβών εξακολουθούν να ισχύουν. Η μη επανάληψη παρόμοιας
διάταξης στην αριθ. 1314/21-12-2000 Κ.Υ.Α. από μόνη της δεν καταδεικνύει
νομοθετική πρόθεση κατάργησης των άρθρων 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων.
Διαφορετικά ,η ελάχιστη αμοιβή του Δικηγόρου επί αγωγής με αντικείμενο αποτιμητό σε χρήμα θα ήταν ίδια, ανεξαρτήτως αν η αξία του
αντικειμένου ήταν ευτελής ή ιδιαίτερα μεγάλη. Τούτο όμως, δήλα δη μείωση των
ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων δεν φαίνεται να θέλησε ο νομοθέτης. Αντίθετα,
με το ν. 2753/1399 και την Κ.Υ.Α. 1314/21-12-2000 καθόρισε νέο δραχμικό τρόπο
των ελάχιστων προεισπραττομένων δικηγορικών αμοιβών,
για φορολογικούς πρωτίστως σκοπούς, επειδή ο παλιός τρόπος υπολογισμού είχε
οδηγήσει σε ευτελισμό, των αμοιβών. Έτσι τα άρθρα 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων
που προβλέπουν ποσοστιαίο υπολογισμό των ελαχίστων αμοιβών δεν εθίγησαν και
μόνο αν από τον υπολογισμό αυτόν προκύπτουν αμοιβές μικρότερες των δραχμικών
της 1314/2000 Κ.Υ.Α. υπερισχύουν οι τελευταίες. ʼλλωστε τον ποσοστιαίο υπολογισμό των ελαχίστων
αμοιβών και μετά την εν λόγω Κ.Υ.Α. ακολουθεί παγίως η νομολογία (βλ.
ενδεικτικά Α.Ε. 502/2005 Δνη 46, 406, Α.Π. 193/2003,
επί αιτήσεων καθορισμού τιμής μονάδας απαλλοτριώσεως).
Στην προκειμένη περίπτωση απ "όλα τα
έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα
ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο-εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. με σειρά
αποφάσεων του Διοικητικού του Συμβουλίου ανέθεσε στον ενάγοντα, Δικηγόρο
Σερρών, την εκπροσώπηση του ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά τη
συζήτηση διαφόρων αγωγών αποζημίωσης των εργαζομένων σ' αυτό (ιατρών και λοιπού
διοικητικού -τεχνικού προσωπικού), χωρίς να έχει συμφωνηθεί το ύψος της αμοιβής
του. Ειδικότερα: 1) Με την αριθ. 13/12-6-2001 απόφαση του Δ.Σ. δόθηκε στον
ενάγοντα εντολή να το εκπροσωπήσει, στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, στη
δικάσιμο της 15-6-2001, κατά τη συζήτηση δύο (2) αγωγών, η πρώτη με 221
ενάγοντες και η δεύτερη με 230 ενάγοντες. Κατά τη δικάσιμο συζητήθηκε η πρώτη
για 116 ενάγοντες και η δεύτερη αγωγή για όλους, εκδόθηκαν δε οι αριθ. 104 και
105/2001 αποφάσεις του ανωτέρω
δικαστηρίου, που απέρριψε τις αγωγές. 2) Με την αριθ. 20/11-9-2001
απόφαση του Δ.Σ. του δόθηκε η εντολή να το εκπροσωπήσει στο Τριμελές Διοικητικό
Πρωτοδικείο Σερρών κατά τη συζήτηση τριών (3) αγωγών η πρώτη με 99 ενάγοντες, ο
καθένας των οποίων ζητούσε 8.780,63 ευρώ, η δεύτερη με 47 ενάγοντες, ο καθένας
των οποίων ζητούσε 7.049,16 ευρώ και η τρίτη με 7 ενάγοντες, ο καθένας των
οποίων ζητούσε 10.509,17 ευρώ. Οι αγωγές αυτές συζητήθηκα στις 6-12-2001 και
απερρίφθησαν με τις αριθ.21/2002, 37/2002 και 38/20:J2 αποφάσεις του ανωτέρω
Δικαστηρίου. 3) Με την αριθ. 21/27-9-2001 απόφαση του το Δ.Σ. ανέθεσε στον
ενάγοντα να το εκπροσωπήσει στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Σερρών, κατά τη
συζήτηση δύο (2) εφέσεων κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, που
άσκησαν εργαζόμενοι του, οι δε εφέσεις αυτές απορρίφθησαν.
4) Με την αριθ. 20/31-10-2000 απόφαση του Δ.Σ του ανατέθηκε η εκπροσώπηση του
εναγομένου στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Σερρών, κατά τη συζήτηση εννέα
(9) αγωγών εναντίον του, οι οποίες εκδικάστηκαν στις 7-12-2001 και απερρίφθησαν
με ισάριθμες αποφάσεις. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα έγγραφα
και δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους. με την ένδικη από 27-8-2003 αγωγή
του ο ενάγων ζήτησε την ελάχιστη αμοιβή του για όλες τις ως άνω δικαστικές
πράξεις και δη υπολογιζόμενη με δραχμικό τρόπο για τις παραστάσεις του και με
ποσοστιαίο τρόπο επί της αξίας του αντικειμένου των αγωγών(2% πλέον των εξόδων
δακτυλογράφησης των προτάσεων του και συνολικά 35.263,99 ευρώ, με το νόμιμο
τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η εκκαλουμένη απόφαση για τον καθορισμό των
ελαχίστων αμοιβών του ενάγοντος δέχθηκε αποκλειστικά τον δραχμικό τρόπο της
1314/21-12-2000 Κ.Υ.Α. και όχι τον ποσοστιαίο τοιούτο που ζητούσε ο ενάγων,
υπολόγισε για κάθε παράσταση του το ποσό των 40.000: δραχμών (117,33 ευρώ) και
ως αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων επίσης 117,33 ευρώ για καθέναν από τους
ομοδίκους όλων των αγωγών. Έτσι έκρινε ότι η συνολική αμοιβή του ανέρχεται στο
ποσό των 62.564,43 ευρώ, πλην κατά το αίτημα της αγωγής (Κ.Πολ.Δ.
106) του επιδίκασε το ποσό των 35263599 ευρώ, ήτοι
την δέχθηκε κατ' ουσίαν ολικώς. Το εναγόμενο με τον πρώτο λόγο της εφέσεως του
παραπονείται ότι η εκκαλουμένη λανθασμένα υπολόγισε τις παραστάσεις του
ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς και του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Σερρών το ποσό των 117,33 ευρώ, διότι η αριθ. 1314/21-12-2000 Κ.Υ.Α. ορίζει
διαφορετικά ποσά. Ο λόγος αυτός, εκτός της αοριστίας του, αφού το εκκαλούν δεν
αναφέρει ποια τα διαφορετικά ποσά, είναι και ουσιαστικά αβάσιμος, αφού η
ανωτέρω Κ.Υ.Α. στον συνημμένο πίνακα ελαχίστων αμοιβών για αγωγές γενικά
ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (παράγραφος ΣΤ') ορίζει τις 40.000 δραχμές
(ήτοι 117,33 ευρώ) τόσο για την παράσταση όσο και για τις προτάσεις. Κατά δε το
άρθρο 155 Κώδικα Δικηγόρων, η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε με το άρθρο 8 του ν.
950/1979 "επί παντός διοικητικού δικαστηρίου και κατά πάσαν διαδικασίαν
εκδιδομένων υποθέσεων", επί των φορολογικών (ήδη διοικητικών) δικαστηρίων
εφαρμόζονται, ως προς τις αμοιβές δικηγόρων, οι διατάζεις που αφορούν πολιτικές
υποθέσεις και δη οι διατάξεις που, αφορούν τις ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών
υποθέσεις, για τις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τοιαύτες και
οι διατάξεις που αφορούν τις ενώπιον του πρωτοδικείου υποθέσεις για τις ενώπιον
του τριμελούς πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τοιαύτες. Με το δεύτερο και τελευταίο
λόγο της εφέσεως του το εκκαλούν -εναγόμενο παραπονείται ότι η εκκαλουμένη κατ'
εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου υπολόγισε χωριστή αμοιβή του ενάγοντος για τη
σύνταξη υπομνημάτων - προτάσεων, για κάθε ομόδικο ενάγοντα (δηλαδή 117,38 ευρώ
Χ 116 ενάγοντες, 117,38 Χ 230 ενάγοντες, 117,33 Χ 99 ενάγοντες, 117,33 Χ 47
ενάγοντες 117,38 Χ 7 ενάγοντες, 117,38 Χ 6 εκκαλούντες και 117,38 Χ 3
εκκαλούντες), ενώ έπρεπε να υπολογίσει μια αμοιβή για όλους ομού τους ενάγοντες
κάθε αγωγής. Επί του ισχυρισμού αυτού του εκκαλούντος πρέπει να λεχθούν τα
εξής: Κατά το άρθρο 101 του Κώδικα Δικηγόρων, εάν περισσότερες αγωγές ενωθούν
στο αυτό δικόγραφο για κάθε μία εξ αυτών οφείλεται ιδιαίτερη αμοιβή, επί τη
βάσει του ποσού η του αιτήματος, σαν οι αγωγές αυτές να συντάσσονταν χωριστά σε
ιδιαίτερα δικόγραφα. Κα το' δε το άρθρο 167 ίδιου Κώδικα, εάν οι πράξει που
αναφέρονται στα προηγούμενο: άρθρο: εγένοντο κατ' εντολήν πλειόνων του ενός, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του
δικηγόρου αυξάνεται κατά 5ο/ο για έκαστο των πέραν του ενός εντολέων, μη
δυνάμενο σε κάθε περίπτωση να υπερβεί το διπλάσιο. Όπως γίνεται δεκτό το άρθρο
167 εφαρμόζεται, όταν η αγωγή εμφανίζει σύνθετο περιεχόμενο από υποκειμενική
άποψη, για υπόθεση κοινή όλων των εντολέων. Αντίθετα όταν πρόκειται για άσκηση
αγωγής μετά από εντολές περισσοτέρων εντολέων, για υποθέσεις τους της αυτής μεν
φύσεως, που ενδιαφέρουν όμως ιδιαίτερα τον καδένα από τους εντολείς, δεν
εφαρμόζεται το άρθρο 167, αλλά η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται με βάση τις
διατάξεις του άρθρου 100 παρ. 1 και 107 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων και
υπολογίζεται επί της αξίας του συνόλου των περιεχομένων στην αγωγή επί μέρους
απαιτήσεων των περισσοτέρων εντολέων (βλ. πράξεις 170/1996, 213/1996 Τ' τμ.
Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρβλ. Α.Π. 363/1930 ΝοΒ 28,
1759, Α.Π. 41/1963 ΕΕΝ 31,110). Στην
κρινομένη περίπτωση πρόκειται για αγωγές περισσοτέρων εντολέων για υποθέσεις
που ενδιαφέρουν τον καθένα χωριστά με αυτοτελείς αξιώσεις. Συνεπώς η
εκκαλουμένη απόφαση, ορθά το νόμο εφήρμοσε και προσδιόρισε ιδιαίτερη αμοιβή του
ενάγοντος Δικηγόρου, για το υπόμνημα προτάσεις προς απόκρουση των αγωγών, για
κάθε ενάγοντα χωριστά και ο ως άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως
ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς και η έφεση στο σύνολο της, αφού το εκκαλούν
αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του ενάγοντος και όχι το προκύπτον
από τον υπολογισμό αυτό μαθηματικό ποσόν.
Η εκκαλουμένη όμως που έκρινε ότι υπό την
ισχύ της αριθ. 1314/21-12-2000 Κ.Υ.Α. και από 1-1-2001 οι αμοιβές των δικηγόρων
ρυθμίζονται κατά τα κατώτατα όρια τους αποκλειστικά από αυτήν και ότι δεν
υπερισχύουν οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων που προβλέπουν ποσοστιαίο
καθορισμό της ελάχιστης αμοιβής, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του
νόμου και πρέπει κατά ουσιαστική παραδοχή του μοναδικού λόγου της αντεφέσεως να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της με τις
ορθές τοιαύτες της παρούσας, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος-αντεκκαλών αν και
νικήσας διάδικος έχει έννομο συμφέρον
προς άσκηση αντεφέσεως (άρθρο 516 παρ. Κ.Πολ. Δ. καθόσον οι προαναφερόμενες αιτιλογίες
της εκκαλουμένης αποτελούν στοιχείο του κριθέντος δικαιώματος του και παράγεται
εξ αυτών δεδικασμένο σε νέα δίκη μετά του εναγομένου για αμοιβές από άλλες
δικαστικές πράξεις του ενάγοντος (πρβλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση 2003, Νο 330, 331, 332, Εφ. Αθ. 2044/1986 Αρμ.
1987, 408, Εφ. Αθ. 2236/1986 Δνη 27, 1986, Εφ. Θεσ. 2500/1990 Αρμ. 1990, 660).
Το εκκαλούν πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου
- αντεκκαλούντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας
(άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την
έφεση με την αντέφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν
την έφεση.
Δέχεται τυπικά κατ' ουσίαν
την αντέφεση.
Αντικαθιστά τις αιτιολογίες της
εκκαλουμένης, υπ' αριθ. 150/2004 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Σερρών, κατά το σκεπτικό.
Καταδικάζει το εκκαλούν στη δικαστική δαπάνη
του εφεσιβλήτου-αντεκκαλούντος,
του παρόντος βαθμού, την οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη
στις 6 Φεβρουαρίου 2006 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο του στις 29 Μαρτίου 2006.