ΕλΣ Τμ. I (Πρκ) 8/2006
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσωπικό ΟΤΑ - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Μετατροπή διαδοχικών
συμβάσεων εργασίας ορισμένου σε αορίστου χρόνου - Παρεμπίπτων έλεγχος ΕλΣ -
Ειδική αποκλειστική διοικητική διαδικασία - Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων
-.
Ο παρεμπίπτων έλεγχος του Ελεγκτικού
Συνεδρίου επί ζητημάτων που αναφύονται στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας
των δημοσίων δαπανών εκτείνεται και στον έλεγχο του υποστατού της δικαστικού
τίτλου, όταν κατ' επίκληση του και βάσει αυτού εντέλλεται η οικεία δαπάνη, ο
οποίος εξαντλείται αποκλειστικά στο αν υπάρχει ελάττωμα από τα, περιοριστικώς
αναφερόμενα, στο άρθρο 313 ΚΠολΔ και μάλιστα αν ο δικαστής που την εξέδωσε είχε
προς τούτο δικαιοδοσία, δοθέντος ότι επί υπερβάσεως της ανήκουσας στο
δικαστήριο εξουσίας αυτή είναι ανίσχυρη και δεν αναδίδει καμία έννομη συνέπεια.
Μετά την ισχύ των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004
θεσπίζεται πλέον ειδική διοικητική διαδικασία κρίσης των προϋποθέσεων
μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, με την
τελική διοικητική κρίση να εναπόκειται στο ΑΣΕΠ, στο οποίο και μόνο
αναγνωρίζεται πλέον η αρμοδιότητα να κρίνει ποιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα
μετατραπούν σε αορίστου και όχι, κατά παράκαμψη της αποκλειστικής αυτής
διοικητικής διαδικασίας, στα πολιτικά Δικαστήρια. Τα τελευταία στερούνται της
αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ως άνω
προεδρικού διατάγματος και να επιλύσουν την τυχόν ανακύψασα αμφισβήτηση σχετικά
με το αν κάτω από τις διαδοχικά ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου του ως
άνω προσωπικού υποκρύπτεται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά και να
ελέγξουν τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11
του π.δ. 164/2004, οι οποίες έχουν το χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων και
οι διαφορές που γεννώνται από την αμφισβήτηση του κύρους και της νομιμότητας
αυτών είναι διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών
δικαστηρίων.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ Ι
Συνεδρίαση 8η/14-3-2006
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο-Σταύρο
Κούρτη, τους Συμβούλους Κωνσταντίνο Κώη και Μαρία Ζαγκλιβερινού και τις
Παρέδρους Ευαγγελία-Ελισάβετ Κουλουμπίνη (εισηγήτρια) και Κωνσταντίνα Ζώη, οι
οποίες μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.
Συνήλθε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματος του, που βρίσκεται στην
Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2006 με την παρουσία και της Γραμματέα του Αλεξάνδρας
Ηλιοπούλου.
Κατά τη συνεδρίαση αυτή εξέτασε τις εξής υποθέσεις:
ΘΕΜΑ Α'
Την από 30-11-2005 έκθεση του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο
Νομό Κεφαλληνίας, με την οποία ζητείται η γνώμη του Τμήματος σχετικά με τη
θεώρηση ή μη των 1370, 1373, 1374, 1375, 1380 και 1382, οικονομικού έτους 2005,
χρηματικών ενταλμάτων που εξέδωσε ο Δήμος Αργοστολίου, συνολικού ποσού
32.777,34 ευρώ.
Στην υπόθεση αυτή ο ασκών
καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Σύμβουλος
Αντώνιος Νικητάκης, που αναπληρώνει το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο
οποίος κωλύεται, με την από 30-1-2006 έγγραφη γνώμη του, πρότεινε τη θεώρηση
των άνω χρηματικών ενταλμάτων.
Η Πάρεδρος Ευαγγελία-Ελισάβετ
Κουλουμπίνη που ορίστηκε εισηγήτρια της υπόθεσης εξέθεσε τα ακόλουθα:
Ι. Με την, από 30-11-2005, έκθεση του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
στο Νομό Κεφαλληνίας ζητείται παραδεκτώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21
παρ. 4 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980, ΑΙ89) σε
συνδυασμό με την ΦΓ8/15686/8-7-2002 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού
Συνεδρίου (ΦΕΚ 1242 Β'), όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με την
ΦΓ8/22431/6-10-2004 όμοια απόφαση (ΦΕΚ 1620 Β') η γνώμη του Τμήματος σχετικά με
τη θεώρηση ή μη των 1370, 1373, 1374, 1375, 1380 και 1382, οικονομικού έτους
2005, χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής συνολικού ποσού 32.777,34 Ευρώ που εξέδωσε
ο Δήμος Αργοστολίου και αφορούν στην καταβολή αποδοχών του πρώτου
δεκαπενθημέρου μηνός Οκτωβρίου 2005 στους φερόμενους ως δικαιούχους, που
απασχολήθηκαν με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου
χρόνου στον ως άνω Δήμο, οι οποίες αναγνωρίστηκαν, με τις 395/2005 και 346/2005
αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, ότι συνιστούν εξαρχής (από
την ημερομηνία της αρχικής τους πρόσληψης) ενιαίες συμβάσεις εργασίας αορίστου
χρόνου, με συνέπεια αυτά να διοριστούν σε συνιστώμενες προσωρινές, προσωποπαγείς
θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δήμο αυτό. Οι αμφιβολίες του
Επιτρόπου συνίστανται στο εάν το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται, κατά το άρθρο
17 παρ. 3 του π.δ/τος 774/1980, από το δεδικασμένο που απορρέει από τις ανωτέρω
αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, οι οποίες τελεσίδικη σαν,
δοθέντος ότι, αφενός δεν τηρήθηκε η ειδική διοικητική διαδικασία του άρθρου 11
του π.δ. 164/2004, αφετέρου, μερικοί εκ των ανωτέρω συμβασιούχων ουδέποτε
απασχολήθηκαν στο Δήμο Αργοστολίου αλλά σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. αυτού.
ΙΙ. Στο άρθρο 17 παρ. 1 περίπτ. β'και παρ. 3 του Οργανισμού του
Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) ορίζεται ότι «1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο α)
... β) Ασκεί τον κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του
Κράτους ως και των δι' ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτού υπαγομένων
Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου επί
τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτα νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και
ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν οι διατάξεις του Κωδικός «περί
Δημοσίου Λογιστικού» και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής
αποφάσεως. 2. ... 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται
η εξέτασις και των παρεπιμπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των
περί δεδικασμένου διατάξεων». Εξάλλου κατά το άρθρο 313 του Κ.Πολ.Δικονομίας με
τίτλο «Ανυπόστατο και αυτοδίκαιη ακυρότητα της απόφασης» το οποίο εφαρμόζεται
αναλογικά (άρθρο 123 π.δ. 1225/1981) ορίζεται ότι: 1. Μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή
ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης μόνο στις
ακόλουθες : α) αν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική ιδιότητα, β) αν
το πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στην
δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) αν δεν δημοσιεύθηκε, δ) αν εκδόθηκε
σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου, ε) αν
εκδόθηκε κατά προσώπου που έχει το προνόμιο της ετεροδικίας ...». Από τον
συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Ο Κ. Πολ.Δ.
ορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις των ανύπαρκτων δικαστικών αποφάσεων που δεν
παράγουν έννομες συνέπειες. Ως ανύπαρκτες δε χαρακτηρίζονται δύο κατηγορίες
αποφάσεων και δη αφ' ενός μεν, οι ανυπόστατες, (άρθρο 313 παρ. 1 εδαφ. α και γ),
ήτοι εκείνες, οι οποίες, στερούμενες ουσιώδους στοιχείου του πραγματικού τους,
δεν πληρούν την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, αφ' ετέρου δε οι ανίσχυρες,
(άρθρο 313 παρ. 1 εδάφ. β', δ'και ε) ήτοι εκείνες οι οποίες καίτοι έχουν τη
μορφή δικαστικής αποφάσεως, λόγω εμφιλοχωρούντος δικονομικού ελαττώματος, δεν
έχουν ισχύ, δηλαδή δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Ανίσχυρη απόφαση είναι,
εκτός των άλλων περιπτώσεων και εκείνη που υπερβαίνει τη δικαιοδοσία των
πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 313 παρ. 1 εδάφ. β') και ειδικότερα αυτή που
εκδόθηκε για έννομη σχέση που υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των
διοικητικών δικαστηρίων. Τέτοια απόφαση, συνεπεία του εμφιλοχωρούντος σοβαρού
δικονομικού ελαττώματος της, δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια, είτε
ενδοδιαδικαστικά, είτε στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου και επομένως δεν
παράγει ούτε δεδικασμένο, κατά τα άρθρα 321 επομ. Κ.Πολ.Δ., αφού το
δεδικασμένο, το οποίο αποτελεί συνέπεια της αποφάσεως, απορρέει από υποστατή
μόνον απόφαση. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο, κατ' άρθρο 17 παρ. 3 του
π.δ/τος 774/1980, παρεμπίπτων έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί ζητημάτων
που αναφύονται στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας των δημοσίων δαπανών
εκτείνεται, κατά λογική ακολουθία και νομική αναγκαιότητα και στον έλεγχο του
υποστατού του δικαστικού τίτλου, όταν κατ' επίκληση του και βάσει αυτού
εντέλλεται η οικεία δαπάνη. Ο παρεμπίπτων αυτός έλεγχος ως προς το υποστατό της
δικαστικής αποφάσεως εξαντλείται αποκλειστικά στο αν υπάρχει ελάττωμα από τα,
περιοριστικώς αναφερόμενα, στο άρθρο 313 ΚΠολΔ και μάλιστα αν ο δικαστής που
την εξέδωσε είχε προς τούτο δικαιοδοσία, δοθέντος ότι επί υπερβάσεως της
ανήκουσας στο δικαστήριο εξουσίας αυτή είναι ανίσχυρη και δεν αναδίδει καμία
έννομη συνέπεια.
III. Το π.δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις
ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ Α 134), με το οποίο συντελέστηκε η
προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσία όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και
του ευρύτερου δημόσιου τομέα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του
Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την
εργασία ορισμένου χρόνου ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις
κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί
πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος
αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν
αθροιστικά οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών
συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του
διατάγματος, ανεξαρτήτως του αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ή τρεις
τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5
του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18)
μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την
αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει
πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με
τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση
... γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες
σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου
φορέα ... δ) Ο, κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις, συνολικός χρόνος υπηρεσίας
πρέπει να έχει παρασχεθεί, κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε
καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση ... 2.
Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων
ο εργαζόμενος υποβάλλει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την
έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει
τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο
όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις
της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο
που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το
διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με
αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις
αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του
οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου, ή του διοικούντος
οργάνου της επιχείρησης... Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων,
θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής
Προσωπικού (Α.ΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση
σε αυτό των σχετικών κρίσεων ... Τέλος, με το άρθρο 1 του Ν.3320/2005
«Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του
ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους Ο.Τ.Α.» (ΦΕΚ Α'48) ορίζεται ότι: «1. Το
προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση
έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και
δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου
χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 κατατάσσεται σε
υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου
αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της
σύμβασης του. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης
και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση
Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται
οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και
διαρκείς ανάγκες, κατ' εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004. 3. Η κατάταξη του προσωπικού
γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, η οποία δεν
δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως...»
IV. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής:
Με τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, η Χώρα μας,
δοθέντος ότι η ελληνική έννομη τάξη προσαρμόστηκε στην Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. μετά
τη λήξη του προβλεπόμενου χρόνου προσαρμογής, (μετά τις 10-7-2002) έλαβε όλα
εκείνα τα αποκαταστατικά μέτρα που απαιτούνταν για το χρονικό διάστημα, κατά το
οποίο δεν είχαν θεσπισθεί κανόνες προστασίας από την ανεξέλεγκτη χρήση
διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (ήτοι από 10-7-2002 μέχρι την έκδοση του
π.δ. 164/2004). Τα μέτρα αυτά, που αποτελούσαν το μόνο τρόπο για να θεωρηθεί
πλήρης η ενσωμάτωση της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας, αφορούν στη μετατροπή για το
μέλλον των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του
προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου
χρόνου, αν μετά την τήρηση της διαγραφόμενης στο άρθρο 11 διαδικασίας και υπό
τον τελικό έλεγχο του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, διαπιστωθεί ότι
συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, μεταξύ των οποίων και η
απασχόληση του εργαζόμενου για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών.
Ειδικότερα, με βάση το νέο αυτό π.δ. (164/2004) καθιερώνεται πλέον από την ισχύ
του (19-7-2004) ότι αποκλειστικά αρμόδια όργανα για να διαπιστώσουν αν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου
χρόνου, οι οποίες ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του, σε σύμβαση αορίστου
χρόνου, είναι τα περιοριστικά αναφερόμενα στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου όργανα
και μάλιστα εφόσον οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι έχουν υποβάλλει αίτηση στον
οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη της ισχύος
του. Οι σχετικές κρίσεις των ανωτέρω αρμοδίων οργάνων διαβιβάζονται στο
Α.Σ.Ε.Π., το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση των σχετικών
κρίσεων. Μόνο δε σε περίπτωση θετικής κρίσεως του Α.Σ.Ε.Π. οι ενεργείς
διαδοχικές συμβάσεις «συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου» και
όχι αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος, καθόσον αυτό
θα προσέκρουε στη θεσπιζόμενη από το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος
απαγόρευση, σε περίπτωση που κατά το χρόνο αυτό δεν είχαν συσταθεί ακόμη
οργανικές θέσεις. Συνεπώς, από την ισχύ του π.δ. 164/2004 οι διαδοχικές
συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν μετατρέπονται αυτοδικαίως σε συμβάσεις αορίστου
χρόνου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 αυτού, ώστε η μετατροπή
τους αυτή να είναι δεκτική αναγνώρισης από τα Πολιτικά Δικαστήρια, στα πλαίσια
της παροχής έννομης προστασίας των εναγομένων με βάση τις διατάξεις των άρθρων
70 και 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., ούτε πλέον η κρίση για το αν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της μετατροπής εναπόκειται σε πρώτο στάδιο στα δικαστήρια, αφού
αρμόδιο όργανο της σχετικής διοικητικής διαδικασίας για να το κρίνει αυτό είναι
η ανεξάρτητη αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, δηλαδή
το Α.Σ.Ε.Π., το οποίο παρέχει τα εχέγγυα ώστε οι προσλήψεις στο Δημόσιο και
στον ευρύτερο δημόσιο τομέα να γίνονται με κριτήρια ισονομίας και αξιοκρατικά
και μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής ενώπιον του ΑΣΕΠ ανακύπτει η
αρμοδιότητα του οικείου (αρμοδίου) Δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τα
επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την
348/29-11-2004 απόφαση του, το Δημοτικό Συμβούλιο Αργοστολίου έκρινε ότι
σαράντα τέσσερις (44) εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν με σύμβαση εργασίας
ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου από τη Διαδημοτική Επιχείρηση Καθαριότητας
και Προστασίας Περιβάλλοντος Κεφαλονιάς (ν.π.δ.δ.) καθώς και τη Δημοτική Επιχείρηση
Πολιτισμού Αναψυχής και Ψυχαγωγίας του Δήμου Αργοστολίου (ΔΕΠΑΨ), που υπέβαλαν
αιτήσεις, προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004,
πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά
για την μετατροπή των συμβάσεων τους σε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου
χρόνου. Το ΑΣΕΠ με την 648/2005 απόφαση του, έκρινε ότι «αναρμοδίως επιλήφθηκε
των κρίσεων αυτών το Δημοτικό Συμβούλιο Αργοστολίου με την υπ' αριθμ.
348/29-11-2004 απόφαση του για τους στην απόφαση αυτή αναφερόμενους
συμβασιούχους, καθώς και το Διοικητικό Συμβούλιο της Διαδημοτικής Επιχείρησης
Καθαριότητας και Προστασίας Περιβάλλοντος Κεφαλονιάς, διατυπώνοντας την υπ'
αριθμ. 20/20-9-2004 εισήγηση του. Τα όργανα αυτά είναι αρμόδια να κρίνουν μόνο
εκείνους τους συμβασιούχους που συνήψαν συμβάσεις με την ως άνω Διαδημοτική
Επιχείρηση και παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην ίδιοι, την Επιχείρηση και όχι
σε άλλους Ο.Τ.Α.». Κατόπιν αυτών, το ΑΣΕΠ έκρινε ότι όλα τα στοιχεία του
φακέλου, καθώς και οι αποφάσεις των ως άνω οργάνων θα πρέπει να διαβιβαστούν
στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο για θέματα υπαλλήλων Ο.Τ.Α. Νομού Κεφαλληνίας,
προκειμένου να επιληφθεί των κρίσεων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 11 του π.δ.
164/2004, ως το μόνο αρμόδιο όργανο. Όμως το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλονιάς
με τις 395/2005 και 346/2005 αποφάσεις του δέχθηκε τις αγωγές που κατέθεσαν οι
ανωτέρω συμβασιούχοι κατά του Δήμου Αργοστολίου οι οποίες συζητήθηκαν κατά την
ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 - 676 Κ.Πολ.Δ.) και αναγνώρισε
ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν συνάψει
συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως εκ τούτου, αυτοί θα
πρέπει να προσληφθούν στον αντίδικο Δήμο, που είναι ο αληθής τους εργοδότης και
όχι οι προαναφερθείσες δημοτικές επιχειρήσεις, με τις οποίες συνδέθηκαν με μία
τυπική εργασιακή σχέση, αλλά ουδέποτε απασχολήθηκαν σ' αυτές. Εξάλλου, ο Δήμος
Αργοστολίου, αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεν παραστάθηκε στη
δίκη για την οποία εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές. Στο ακροατήριο όμως του
Δικαστηρίου τούτου εμφανίστηκε και κατέθεσε, «μετά πεποιθήσεως και εξ ιδίας
αντιλήψεως» ως μάρτυρας απόδειξης, ο Αντιδήμαρχος Αργοστολίου Γ. Τ. του Γ., ο
οποίος υποστήριξε ότι οι ανωτέρω προσλήψεις πραγματοποιήθηκαν για την κάλυψη
παγίων και διαρκών αναγκών. Ακολούθως στις 4-5-2005 και 13-5-2005 οι ως άνω
αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας επιδόθηκαν νόμιμα στο Δήμο
Αργοστολίου. Με την 125/3-6-2005 απόφαση της, η Δημαρχιακή Επιτροπή
Αργοστολίου, αφού έλαβε υπόψη της, την από 13-5-2005, γνωμοδότηση της δικηγόρου
Νίκης Χριστοφοράτου, έκρινε «λόγω και του συγκεκριμένου χειρισμού της υπόθεσης
στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο» ότι «είναι σχεδόν βέβαιη η ανεπιτυχής έκβαση της
κατ' έφεση δίκης όσον αφορά τον Δήμο», ως εκ τούτου, δεν άσκησε εφέσεις, με
αποτέλεσμα οι ως άνω αποφάσεις να καταστούν τελεσίδικες. Ακολούθως, με την
211/22-6-2005 απόφαση του το Δημοτικό Συμβούλιο Αργοστολίου ενέκρινε, κατά
πλειοψηφία, σε συμμόρφωση με τις 395/2005 και 346/2005 αποφάσεις του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας οι οποίες κατέστησαν τελεσίδικες, την τακτοποίηση του
ανωτέρω προσωπικού σε συνιστώμενες προσωρινές ή προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού
δικαίου αορίστου χρόνου, στο φορέα που ήδη εργάζονται (Δήμο Αργοστολίου) και
όχι στο φορέα με τον οποίο έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας. Η τακτοποίηση του
προσωπικού αυτού στο Δήμου Αργοστολίου πραγματοποιήθηκε μετά «από προφορική
συνεννόηση που είχε Δημοτικό Συμβούλιο με το Α.Σ.Ε.Π.». Ακολούθως, εγκρίθηκαν
με την ίδια ως άνω απόφαση και οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του Δήμου
Αργοστολίου, οικονομικού έτους 2005, για τις δαπάνες της μισθοδοσίας τους. Ο
Δήμαρχος Αργοστολίου, στη συνέχεια, με τις 10726/12-8-2005 και 11538/5-9-2005
αποφάσεις του, αφού έλαβε υπόψη του τις 346/2005 και 395/2005 τελεσίδικες δικαστικές
αποφάσεις του Μον. Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, την 211/2005 απόφαση του Δημοτικού
Συμβουλίου Αργοστολίου καθώς και την 125/2005 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής
του Δήμου αυτού, διόρισε το ανωτέρω προσωπικό σε συνιστώμενες προσωρινές
προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δήμο Αργοστολίου.
Μετά την δημοσίευση των διορισμών αυτών στα 225/8-9-2005 και 238/22-9-2005
φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου)
οι ανωτέρω ορκίστηκαν και εγκαταστάθηκαν στις συνιστώμενες προσωρινές
προσωποπαγείς θέσεις Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου από τις 30-9-2005.
Ακολούθως εκδόθηκαν: α) το υπ' αριθμ. 1370, οικονομικού έτους 2005, χρηματικό
ένταλμα, ποσού 6531,05 ευρώ, που αφορά την μισθοδοσία από 1-10-έως 15-10-2005
των: 1) Κ. Χ., 2) Μ. Σ., 3) Μ. Α., 4) Μ. Χ., 5) Π. Ν. 6) Σ. Ν., 7) Κ. Γ., 8) Σ.
Ρ., 9) Σ. Γ. και 10) Μ. Μ., β) το υπ' αριθμ. 1373 οικον. έτους 2005, χρηματικό
ένταλμα του ως άνω Δήμου, ποσού 9.043,07 ευρώ για την μισθοδοσία από 1-10 έως
31-10-2005 των: 1) Β. Ι., 2) Π. Α., 3) Μ. Α., 4) Μ. Δ., 5) Τ. Δ., 6) Τ. Σ. και
7) Κ. Ε., γ) το υπ'αριθμ. 1374, οικον. έτους 2005, χρηματικό ένταλμα του ως άνω
Δήμου, ποσού 637,28 ευρώ για την μισθοδοσία από 1-10- έως 15-10-2005, του Γ.
Γ., δ) το υπ' αριθμ. 1375, οικονομικού έτους 2005 χρηματικό ένταλμα του ως άνω
Δήμου, ποσού 5.919,89 ευρώ, για την μισθοδοσία από 1-10 έως 15-10-2005 των: 1)
Σ. Α., 2) Μ. Δ., 3) Σ. Σ., 4) Κ. Π., 5) Δ. Κ., 6) Μ. Κ., 7) Κ. Γ., 8) Σ. Ν., 9)
Π. Α., ε) το υπ'αριθμ. 1380, οικον. έτους 2005, χρηματικό ένταλμα του ως άνω
Δήμου ποσού 7.205,44 ευρώ που αφορά τη μισθοδοσία από 1-10 έως 15-10-2005 των:
1) Χ. Π., 2) Π. Γ., 3) Κ. Σ., 4) Δ. Δ., 5) Κ. Γ., 6) Γ. Γ., 7) Π. Θ., 8) Π. Δ.,
9) Τ. Ι., 10) Λ. Γ., και ζ) το υπ' αριθμ. 1382, οικον. έτους 2005, χρηματικό
ένταλμα του ως άνω Δήμου, ποσού 3.440,61 ευρώ, που αφορά τη μισθοδοσία από 1-10
έως 31-10-2005 των: α) Σ. Α., β) Β. Μ..
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις II, III, και IV σκέψεις των Πρακτικών αυτών, έχω
τη γνώμη ότι, μετά την ισχύ των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ.
164/2004 - που έχει γνήσια αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει και τις συμβάσεις
του ως άνω προσωπικού, ως τελούσες εν ενεργεία κατά το χρόνο ισχύος αυτού -
θεσπίζεται πλέον ειδική διοικητική διαδικασία κρίσης των προϋποθέσεων
μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου με την
υποβολή των σχετικών αιτήσεων μόνο στο οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στο όργανο
που εξομοιώνεται μ' αυτό και αν δεν υπάρχει στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στο
διοικούν όργανο του εναγόμενου νομικού προσώπου, με την τελική διοικητική κρίση
να εναπόκειται στο ΑΣΕΠ, στο οποίο και μόνο, κατά ρητή, άλλωστε, συνταγματική
επιταγή (άρθρο 103 παρ. 7 Συντάγματος) αναγνωρίζεται πλέον η αρμοδιότητα να
κρίνει ποιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα μετατραπούν σε αορίστου και όχι,
κατά παράκαμψη της αποκλειστικής αυτής διοικητικής διαδικασίας, στα πολιτικά
Δικαστήρια. Τα τελευταία στερούνται της αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν αν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ως άνω προεδρικού διατάγματος και να επιλύσουν
την τυχόν ανακύψασα αμφισβήτηση σχετικά με το αν κάτω από τις διαδοχικά
ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου του ως άνω προσωπικού υποκρύπτεται
σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά και να ελέγξουν τις πράξεις που εκδίδονται
κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι οποίες έχουν το
χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων και οι διαφορές που γεννώνται από την
αμφισβήτηση του κύρους και της νομιμότητας αυτών είναι διοικητικές διαφορές
υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, είναι
ανίσχυρες οι 395/2005 και 346/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Κεφαλληνίας, αφού αυτό στερείται όπως προεκτέθηκε της αρμοδιότητας να κρίνει
επί των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των
ανανεώσεων αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, συνεπώς αυτές (οι αποφάσεις) δεν παράγουν καμία
έννομη συνέπεια είτε ενδοδιαδικαστικά, είτε στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου και
επομένως ούτε δεδικασμένο. Κατά συνέπεια, εφόσον με τις αποφάσεις αυτές δεν
δημιουργήθηκε με δύναμη δεδικασμένου τεκμήριο για την ορθότητα τις
διαγνωσθείσης και κριθείσης έννομης σχέσεως, διότι το Πολιτικό Δικαστήριο
υπερέβη τη δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται από την
τελεσιδικία του αποφάσεων αυτών και δεν είναι υποχρεωμένο να περιορίσει τον
παρεμπίπτοντα έλεγχο αυτού. Κατόπιν αυτών, εισηγούμαι ότι μη νόμιμα
προσλήφθηκαν οι ανωτέρω φερόμενοι ως δικαιούχοι, συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου,
στο Δήμο Αργοστολίου σε συνιστώμενες προσωρινές, προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού
δικαίου αορίστου χρόνου, δοθέντος ότι δεν τηρήθηκε η αποκλειστική ειδική
διοικητική διαδικασία, που προβλέπεται στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 η οποία
δεν μπορεί να παρακαμφθεί, ούτε να υποκατασταθεί, ενόψει του επιδιωκομένου
μ'αυτή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, με
την κατά ενιαίο τρόπο στελέχωση με το κατάλληλο προσωπικό όλων των φορέων του
Δημόσιου Τομέα, και αυτό, διότι, δεν αποφάνθηκαν περί της συνδρομής των
προϋποθέσεων του ως άνω προεδρικού διατάγματος τα μόνα αρμόδια, εν προκειμένω,
όργανα, που ήταν, αφενός, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο για θέματα υπαλλήλων Ο.Τ.Α.
του Νομού Κεφαλληνίας και αφετέρου το Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο εναπόκειται η τελική
διοικητική κρίση, ο έλεγχος της οποίας υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων. Συνακόλουθα και οι εντελλόμενες με τα επίμαχα
χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες μισθοδοσίας του ανωτέρω προσωπικού δεν
είναι νόμιμες και τα χρηματικά αυτά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.
Το Τμήμα, μετά από μακρά συζήτηση μεταξύ των μελών του αίροντας την
αμφιβολία του Επιτρόπου δέχθηκε ομόφωνα την εισήγηση της Παρέδρου Ευαγγελίας
Κουλουμπίνη.
Αφού συντάχθηκε το πρακτικό αυτό, εγκρίθηκε και θεωρήθηκε από τον
Πρόεδρο, υπογράφεται από τον ίδιο και τη Γραμματέα.