ΕλΣ.Πρ.Τμ.Ι 68/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΟΤΑ - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - ΑΣΕΠ - Ασφαλιστικά μέτρα - Απασχόληση μετά τη λύση της σύμβασης βάσει προσωρινών διαταγών - Συγγνωστή πλάνη -.

 

Από την 19η Ιουλίου 2004, ημερομηνία ισχύος του π.δ. 164/2004, καθιερώνεται, πλέον, ειδική αποκλειστική διαδικασία για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων, που υποκρύπτουν σχέση ή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και τέτοια μετατροπή χωρεί μόνο σε περίπτωση θετικής κρίσης του Α.Σ.Ε.Π.. Επομένως, τέτοιες διαδοχικές συμβάσεις, που συνάπτουν το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ. δεν μετατρέπονται αυτοδίκαια σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με μόνη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του π.δ. 164/2004, χωρίς κρίση του Α.Σ.Ε,Π. και η μετατροπή αυτή δεν είναι δεκτική αναγνώρισης από τα πολιτικά δικαστήρια, στο πλαίσιο παροχής οριστικής ή προσωρινής δικαστικής προστασίας, οι δε σχετικές αποφάσεις που τυχόν εκδίδουν τα πολιτικά δικαστήρια είναι ανίσχυρες. Ομοίως ανίσχυρες είναι και οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που επιδικάζουν, προσωρινά, δεδουλευμένες αποδοχές υπέρ εργαζομένων σε Ο.Τ.Α. α' βαθμού, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έχουν λήξει, για χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτοί προσέφεραν υπηρεσία με βάση προσωρινές διαταγές που εκδόθηκαν στο πλαίσιο αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων που ασκήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004. (Αντίθετη μειοψηφία Προέδρου Τμήματος). Τόσο η απόφαση, όσο και οι προσωρινές διαταγές, που εντάσσονται στο πλαίσιο μετατροπής των συμβάσεων εργαζομένων σε Δήμο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που είναι και το κύριο αίτημα τους, δεν παράγουν καμία έννομη συνέπεια, ούτε και δεδικασμένο και συνεπώς δεν δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δαπανών. (Αντίθετη μειοψηφία Προέδρου Τμήματος). Η απασχόληση όμως των ανωτέρω υπαλλήλων και μετά τη λήξη των ορισμένου χρόνου συμβάσεων τους δεν έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των κειμένων διατάξεων, αλλά επειδή τα αρμόδια όργανα του Δήμου πλανήθηκαν ως προς την ισχύ των ανωτέρω προσωρινών διαταγών και απόφασης και πίστεψαν, συγγνωστά, ότι αυτές είναι δεσμευτικές για το Δήμο Αιγάλεω. Κατά συνέπεια, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πρέπει, λόγω συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων, να θεωρηθούν.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

   ΤΜΗΜΑ Ι

 

   Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Ευστάθιο Ραντογιάννη, τους Συμβούλους Ηλία Αλεξανδρόπουλο και Φλωρεντία Καλδή και τους Παρέδρους Στυλιανό Λεντιδάκη και Κωνσταντίνο Κρέπη (εισηγητή), οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο, συνεδρίασε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματος του, που βρίσκεται στην Αθήνα» σήμερα 15 Μαΐου 2007, με την παρουσία της Γραμματέως Αλεξάνδρας Ηλιοπούλου, για να αποφανθεί, έπειτα από σχετική διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο Περιστερίου και του Δήμου Αιγάλεω, αν πρέπει να θεωρηθούν τα 578, 662 και 663, οικονομικού έτους 2007, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του ανωτέρω νομικού προσώπου.

   Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου και έλαβε υπόψη

   Την 122/11.5.2007 έγγραφη γνώμη του Συμβούλου Αντωνίου Νικητάκη, που ασκεί καθήκοντα Αντεπιτρόπου Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου, σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα - χρηματικά εντάλματα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθούν.

   Σκέφθηκε κατά το νόμο

   I. Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Δήμο Περιστερίου αρνήθηκε, με την 21/12.4.2007 πράξη επιστροφής, να θεωρήσει το 578, οικονομικού έτους 2007, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του Δήμου Αιγάλεω, ποσού 124,000,00 ευρώ, που αφορά στην καταβολή αποδοχών στους φερόμενους σ' αυτό ως δικαιούχους (31 φυσικά πρόσωπα), για εργασία που παρείχαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.7 έως 31.12.2006. Τη θεώρηση των ενταλμάτων αυτών αρνήθηκε ο Επίτροπος με την αιτιολογία ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη, εφόσον οι ανωτέρα) υπάλληλοι δεν απασχολήθηκαν νόμιμα στο Δήμο Αιγάλεω κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, αφού οι συναφθείσες μεταξύ αυτών και του ανωτέρω Δήμου συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου είχαν λήξει, η δε 1642/2007 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία επιδικάστηκαν σ' αυτούς, προσωρινά, δεδουλευμένες αποδοχές, αφορώσες το χρονικό διάστημα από 1.7.2006 έως 31.1.2007, είναι, μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004, ανίσχυρη, σύμφωνα με το άρθρο 313 παρ. 1 εδάφιο β' του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως εκδοθείσα καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ο Δήμος Αιγάλεω, με το 14S22/19.4.2007 έγγραφο του, επανέφερε στον Επίτροπο το ανωτέρω χρηματικό ένταλμα για θεώρηση, καθώς και τα 662 και 663, οικονομικού έτους 2007, όμοια, ποσού 208.604,87 και 46.438,16 ευρώ, αντίστοιχα, που αφορούν στην καταβολή του υπολειπόμενου ποσού που επιδικάστηκε στους παραπάνω εργαζομένους με την ανωτέρω απόφαση (1642/2007), υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της εντελλόμενης με αυτά δαπάνης. Ο Επίτροπος, όμως, ενέμεινε στην άρνηση του να τα θεωρήσει και έτσι ανέκυψε διαφωνία, για την άρση της οποίας νόμιμα απευθύνεται, με την από 7.5.2007 έκθεση του, στο Τμήμα τούτο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ.1 του Λ.δ.774/1980 και 139 παρ.3 του π.δ.1225/1981, καθώς και τις αντίστοιχες της ΦΓ8/15686/8.7.2002 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΦΕΚ Β' 1242), όπως τροποποιήθηκε με την 22431/2004 όμοια (ΦΕΚ Β' 1620).

   II. Στο άρθρο 17 παρ. 1 περίπτ. β' και παρ. 3 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) ορίζεται ότι; «1. Το Ελεγκτικόν Συνέδρων, α) (...) β) Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του Κράτους, ως και των δι' ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτού υπαγομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτας νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτοιν ετηρήθησαν αι διατάξεις του κωδικός «περί δημοσίου λογιστικού» και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. 2. (...) 3, Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων». Εξάλλου, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.) ορίζει τα εξής: Α) Στο άρθρο 313 ότι: «1. Μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) (...) β) αν πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (...)». Β) Στο άρθρο 215 παρ. Ι ότι: «3, Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο (...)» και στο άρθρο 221 παρ. 1 ότι: «Με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεση της έχει ως συνέπεια α) (...) β) το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου (...)»¦ Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν.3068/2002 «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις (...) και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 274), όπως το τρίτο εδάφιο αυτού προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν.3301/2004 (ΦΕΚ Α' 263), ορίζεται ότι «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ' - ζ' της παρ,2 του άρθρου 904 Κ.Πολ.Δ., πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων (...)». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση του επιβαλλόμενου από το Σύνταγμα (άρθρο 98) προληπτικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους ή των υπαχθέντων στον έλεγχο αυτό Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) ή άλλων νομικών προσώπων, σκοπός του οποίου (προληπτικού ελέγχου) είναι η παρεμπόδιση της εκταμίευσης του δημοσίου χρήματος σε περίπτωση μη νομιμότητας της εντελλόμενης από το διατάκτη δαπάνης, δεν περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση της τυπικής νομιμότητας των δαπανών (ύπαρξη σχετικής πίστωσης), αλλά ερευνά και τη νομιμότητα της διαδικασίας πραγματοποιήσεως τους, ενώ περαιτέρω δικαιούται να εξετάζει παρεμπιπτόντως και τα αμέσως με τη διαδικασία πραγματοποιήσεως των δαπανών συναπτόμενα ζητήματα, να εξετάζει δηλαδή και τη νομιμότητα των δημιουργικών της δαπάνης πράξεων ή αποφάσεων όταν αυτές ασκούν ουσιώδη επιρροή στη νομιμότητα ή μη των εντελλόμενων δαπανών αρμοδιότητας άλλων δικαστηρίων (διοικητικών, πολιτικών, ποινικών), εφόσον τα ζητήματα αυτά δεν έχουν κριθεί με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου ή δεν υπάρχει γι' αυτά εκτελεστός τίτλος, οπότε η απόφαση ή ο εκτελεστός τίτλος αποτελεί νόμιμο τίτλο για την πληρωμή της σχετικής δαπάνης. Ειδικότερα, εφόσον η απαίτηση στην οποία αφορά το ένταλμα στηρίζεται σε τελεσίδικη απόφαση ή απόφαση ασφαλιστικών μέτρων πολιτικού δικαστηρίου (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τον γενόμενο από αυτό προληπτικό έλεγχο της δαπάνης, υποχρεούται σε θεώρηση του χρηματικού εντάλματος που εκδίδεται σε συμμόρφωση της Διοίκησης προς την τελεσίδικη απόφαση ή την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως αυτό ισχύει μετά τη συμπλήρωση του με το άρθρο 20 του ν, 3301/2004, αφού οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που έχουν ισχύ δεδικασμένου, καθώς και οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων που δημιουργούν προσωρινό δεδικασμένο και αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατ' άρθρο 904 παρ. 2 περ. α' Κ.Πολ.Δ., είναι, κατά τον προληπτικό έλεγχο δαπάνης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, νόμιμα και επαρκή δικαιολογητικά για την πληρωμή εκείνης της δαπάνης που απορρέει από την υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών και το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται σε πληρωμή της. Και τούτο διότι δεν μπορεί να αποτελεί παρεμπιπτόντως ερευνώμενο ζήτημα, κατά το άρθρο 17 παρ. 3 του π.5.774/1980, η ορθότητα ή μη των εκδιδομένων από τα κατά δικαιοδοσία αρμόδια δικαστήρια τελεσίδικων αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων, δεδομένου ότι διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή άγει στην κατάλυση της ισχύος του δεδικασμένου ή του εκτελεστού τίτλου από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Αναφορικά δε με τις προσωρινές διαταγές, που εκδίδονται κατά το άρθρο 691 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., μετά από άσκηση σχετικής αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' βαθμού δεν υποχρεούνται σε εκτέλεση όσων διατάσσονται με αυτές, καθόσον οι προσωρινές αυτές διαταγές, ως εκτελεστοί τίτλοι του άρθρου 904 παρ,2 περ. ζ' του Κ.Πολ.Δ., δεν θεωρούνται για την εφαρμογή του ν. 3068/2002, κατά πλάσμα αυτού, δικαστικές αποφάσεις και η εκτελεστότητά τους, κατά ρητή επιταγή του ως άνω νόμου, παραμένει ανενεργός (Πράξ, Ι Τμ. 51, 130/2005).

   Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, το Ελεγκτικό Συνέδριο δικαιούται, σε κάθε περίπτωση, να ερευνήσει εάν η προσκομιζόμενη, ως δικαιολογητικό της δαπάνης, τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου ή η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή η προσωρινή διαταγή αποτελούν πράγματι δεδικασμένο ή προσωρινό δεδικασμένο, καθώς και αν το πολιτικό δικαστήριο, που εξέδωσε τις πιο πάνω αποφάσεις ή την προσωρινή διαταγή, αποφάνθηκε για αντικείμενο που υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Σε περίπτωση δε υπέρβασης της ανήκουσας στο εκδόσαν την απόφαση ή διαταγή δικαστήριο εξουσίας, η μεν απόφαση είναι κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδάφιο β' του Κ.Πολ.Δ. ανίσχυρη και δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια και επομένως δεν παράγει ούτε δεδικασμένο κατά το άρθρο 321 επ. του Κ.Πολ.Δ. και σε κάθε περίπτωση προσωρινό δεδικασμένο, εφόσον έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 επ. του Κ.Πολ.Δ., αφού το δεδικασμένο απορρέει από ισχυρή μόνο απόφαση, η δε προσωρινή διαταγή δεν αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά το άρθρο 904 του Κ.Πολ.Δ., αφού αυτή εκδόθηκε από δικαστήριο μη έχον δικαιοδοσία προς τούτο. Η δικαιοδοσία, εξάλλου, των πολιτικών δικαστηρίων καθορίζεται με την άσκηση της αγωγής, στο πλαίσιο παροχής οριστικής δικαστικής προστασίας ή του ανάλογου ένδικου βοηθήματος (αίτηση λήψης ασφαλιστικών, έκδοση προσωρινής διαταγής κ.τ.λ.), στο πλαίσιο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία (άσκηση) συνεπάγεται και το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι ενδεχόμενη μεταγενέστερη της ασκήσεως νομοθετική μεταβολή της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων δεν επιδρά στο ένδικο βοήθημα που έχει ήδη κατατεθεί και εκκρεμεί σ' αυτά, ούτε καθιστά ανίσχυρη την εκδιδόμενη υπ' αυτού δικαστική απόφαση (ή διαταγή).

   III. Το π.δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ Α' 134), με το οποίο συντελέστηκε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσία, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28^ Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής; «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. J του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (...) γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα (...) δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση (...) Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην 07ωία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης (...) Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές» διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων (...)», Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται, πλην άλλων, και τα εξής: Με τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, η χώρα μας, δοθέντος ότι η ελληνική έννομη τάξη προσαρμόστηκε στην Οδηγία 1999/70/Η.Κ. μετά τη λήξη του προβλεπόμενου χρόνου προσαρμογής (μετά τις 10.7.2002), έλαβε όλα εκείνα τα αποκαταστατικά μέτρα που απαιτούνταν για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν είχαν θεσπισθεί κανόνες προστασίας από την ανεξέλεγκτη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου (ήτοι από 10.7.2002 μέχρι την έκδοση του π.δ. 164/2004), Τα μέτρα αυτά, που αποτελούσαν το μόνο τρόπο για να θεωρηθεί πλήρης η ενσωμάτωση της ως άνω Κοινοτικής Οδηγίας, αφορούν στη μετατροπή για το μέλλον των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αν μετά την τήρηση της διαγραφόμενης στο άρθρο 11 διαδικασίας και υπό τον τελικό έλεγχο του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, διαπιστωθεί ότι συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, μεταξύ των οποίων και η απασχόληση του εργαζομένου για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Ειδικότερα, με βάση το νέο αυτό προεδρικό διάταγμα (164/2004) καθιερώνεται πλέον από την ισχύ του (19.7.2004) ότι αποκλειστικά αρμόδια όργανα για να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του, σε σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι τα περιοριστικά αναφερόμενα στην παρ. 2 του πιο πάνω άρθρου όργανα (Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό) και μάλιστα εφόσον οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι έχουν υποβάλλει αίτηση στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη της ισχύος του. Οι σχετικές κρίσεις των ανωτέρω αρμοδίων οργάνων διαβιβάζονται στο Α.Σ.Ε.Π., το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση των σχετικών κρίσεων. Οι αποφάσεις αυτές του Α.Σ.Ε.Π., που εκδίδονται κατά ειδική διοικητική διαδικασία επιλογής και πρόσληψης προσωπικού, έχουν χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων, δημιουργούμενες δε από την αμφισβήτηση των πράξεων αυτών διαφορές συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας. Συνεπώς, από την 19η Ιουλίου 2004, ημερομηνία ισχύος του π.δ. 164/2004, καθιερώνεται, πλέον, ειδική αποκλειστική διαδικασία για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων, που υποκρύπτουν σχέση ή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και τέτοια μετατροπή χωρεί μόνο σε περίπτωση θετικής κρίσης του Α.Σ.Ε.Π.. Επομένως, τέτοιες διαδοχικές συμβάσεις, που συνάπτουν το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ. δεν μετατρέπονται αυτοδίκαια σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με μόνη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του π.δ. 164/2004, χωρίς κρίση του Α.Σ.Ε.Π. και η μετατροπή αυτή δεν είναι δεκτική αναγνώρισης από τα πολιτικά δικαστήρια, στο πλαίσιο παροχής οριστικής, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 70 και 663 επ. του Κ.Πολ.Δ. ή προσωρινής δικαστικής προστασίας, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 682 επ, του Κ.Πολ.Δ., οι δε σχετικές αποφάσεις που τυχόν εκδίδουν τα πολιτικά δικαστήρια είναι ανίσχυρες κατά το άρθρο 313 παρ. 1 εδάφιο β' του Κ.Πολ.Δ. (βλ. Πρακτικά Ι Τμήματος 8ης Συν/14.3.2006 και 26ης Συν,/16.8.2006, Πράξη Ι Τμ. 308/2006). Ομοίως ανίσχυρες, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, είναι και οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που επιδικάζουν, προσωρινά, δεδουλευμένες αποδοχές υπέρ εργαζομένων σε Ο.Τ.Α. α' βαθμού των οποίων οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έχουν λήξει, για χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτοί προσέφεραν υπηρεσία με βάση προσωρινές διαταγές που εκδόθηκαν στο πλαίσιο αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων που ασκήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004, Μειοψήφησε ο Πρόεδρος του Τμήματος, Αντιπρόεδρος Ευστάθιος Ροντογιάννης, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη άποψη: Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις προβλεπόμενη διαδικασία των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του Α.Σ.Ε.Π. για τη «μετατροπή» των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν αποκλείει, ούτε είναι δυνατό ν' αποκλείσει το δικαίωμα των εργαζομένων να προσφύγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 26, 94 και 95 του Συντάγματος, στα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση διαφορών, που αφορούν την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της εργασιακής τους σχέσης, που συνίσταται σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, όταν με αυτή καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, Η αναγνώριση της πραγματικής νομικής φύσης των συμβάσεων, η οποία δε συνιστά μετατροπή αυτών, αποτελεί έργο που ανάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων, αφού, χωρίς τον ελεύθερο νομικό χαρακτηρισμό συμβατικών σχέσεων, τα δικαστήρια δεν μπορούν να επιτελέσουν την ανατεθειμένη σ' αυτά από το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος λειτουργία. Προκειμένου δε για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων αυτών ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, αφού οι διαφορές που ανακύπτουν από σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ανήκουν, με βάση το κριτήριο της υποκείμενης σχέσης, στα πολιτικά δικαστήρια και οσάκις παρεμβάλλεται πράξη της διοίκησης (Α.Ε.Δ. 10/1989, Σ.τ.Ε. 1894/2005). Εξάλλου, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 αποκλείσθηκε από τα πολιτικά δικαστήρια η δυνατότητα να κρίνουν τη φύση των πιο πάνω συμβάσεων (συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, με τις οποίες καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες), η ανάθεση σε διοικητικές αρχές (υπηρεσιακά συμβούλια, Α.Σ.Ε.Π.) της αποκλειστικής κρίσης ζητήματος, το οποίο αποτελεί κατ' ουσία ιδιωτική διαφορά, συνιστά ενέργεια αντικείμενη στα άρθρα 26, 94 και 95 του Συντάγματος, αφού ο νομοθέτης δεν μπορεί να αναθέσει την κρίση ιδιωτικών διαφορών σε διοικητικές αρχές (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. άρθρο 1 σελ, 3) και, περαιτέρω, συνεπάγεται την αποστέρηση του εργαζομένου από την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος να ζητήσει την παροχή πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια (άρθρο 20 του Συντάγματος). Σημειωτέον ότι εμπόδιο για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ, 8 του Συντάγματος (που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001), αφού αυτές απαγορεύουν τη μετατροπή συμβάσεων προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι όμως και την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, ως αόριστης χρονικής διάρκειας, όταν με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 3 και 8 εδ. β') προβλέπονται περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Κατά συνέπεια, με το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 δε διαρρηγνύεται εξαιρετικά υπέρ των προαναφερόμενων διοικητικών οργάνων (υπηρεσιακά συμβούλια και Α.Σ.Ε.Π.) η θεμελιωμένη στο άρθρο 94 του Συντάγματος δικαιοδοτική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων και δε μεταπλάσσεται η από τη φύση της ιδιωτική διαφορά, που προκύπτει από την υποκείμενη συμβατική εργασιακή σχέση ιδιωτικού δικαίου και ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, ενώ δεν προκύπτει, περαιτέρω, ότι καθιερώνεται από τις διατάξεις αυτές αποκλειστική διοικητική διαδικασία, τηρητέα υποχρεωτικά πριν από την άσκηση του ατομικού δικαιώματος του άρθρου 20 του Συντάγματος.

   IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι 1) και 31) απασχολήθηκαν στο Δήμο Αιγάλεω, για διάφορα ο καθένας χρονικά διαστήματα, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου» άλλοι ως οδηγοί, άλλοι ως εργάτες, άλλοι ως καθαριστές - καθαρίστριες, άλλοι ως οδοκαθαριστές - οδοκαθαρίστριες και άλλοι ως τραπεζοκόμοι. Στις 31.7.2005 έληξαν οι συμβάσεις εργασίας των αναφερομένων με αριθμούς 1-29 και στις 31.12,2005 οι αντίστοιχες συμβάσεις των με αριθμούς 30 και 31. Στη συνέχεια οι με αριθμούς 1-29 κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 7.10.2005 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 151216/12486/2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσαν από το Δικαστήριο να υποχρεώσει τον εναγόμενο Δήμα να αποδέχεται προσωρινά την εργασία τους, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής τους. Επί της αιτήσεως αυτής το Δικαστήριο χορήγησε στις 11.10.2005 προσωρινή διαταγή, με την οποία υποχρέωνε το Δήμο Αιγάλεω να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες των αιτούντων και να καταβάλλει σ' αυτούς τις νόμιμες αποδοχές τους μέχρι τη συζήτηση της αίτησης. Η συζήτηση της ανωτέρω αίτησης αναβλήθηκα πέντε (5) φορές και τελικά προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στις 23.3,2007, το δε Δικαστήριο, σε όλες τις αναβολές που χορηγούσε, διατηρούσε σε ισχύ την από 11.10.2005 προσωρινή διαταγή (βλ. την από 29.1.2007 βεβαίωση του Προϊσταμένου του Τμήματος Ασφαλιστικών Μέτρων του Πρωτοδικείου Αθηνών), Περαιτέρω, οι αναφερόμενοι με αριθμούς 30 και 31 κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1.2.2006 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 22440/1397/2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με το ίδιο, όπως και η προηγούμενη αίτηση των λοιπών εργαζομένων (1-29), περιεχόμενο, επί της οποίας το Δικαστήριο χορήγησε την από 8.2,2006 προσωρινή διαταγή, με την οποία υποχρέωνε το Δήμο Αιγάλεω να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες τους και να καταβάλλει σ' αυτούς τις νόμιμες αποδοχές τους μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, Η εν λόγω αίτηση, η οποία είχε προσδιορισθεί αρχικά για ης 3.3.2006, αναβλήθηκε τρεις (3) φορές και προσδιορίσθηκε τελικά να συζητηθεί στις 20.4,2007, το δε Δικαστήριο, σε όλες τις αναβολές που χορηγούσε, διατηρούσε σε ισχύ την από 8.2.2006 προσωρινή διαταγή (βλ. την από 8.2.2007 βεβαίωση του Προϊσταμένου του Τμήματος Ασφαλιστικών Μέτρων του Πρωτοδικείου Αθηνών). Στη συνέχεια ο Δήμος Αιγάλεω αποδέχθηκε τις υπηρεσίες των ανωτέρω εργαζομένων, πλην, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, δεν κατέβαλε σ' αυτούς τις νόμιμες αποδοχές τους. Για το λόγο αυτό οι τελευταίοι κατέθεσαν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με αίτημα την προσωρινή επιδίκαση των μισθών τους. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν οι 2213/2006 και 4802/2006 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με τις οποίες επιδικάστηκαν σ' αυτούς, προσωρινά, δεδουλευμένες αποδοχές, αφορώσες το χρονικό διάστημα από 16.10,2005 έως 31.1.2006 και από 1.2.2006 έως 30,6.2006, αντίστοιχα. Ωστόσο, από το μήνα Ιούλιο του έτους 2006 ο Δήμος Αιγάλεω σταμάτησε εκ νέου να καταβάλλει τις αποδοχές των ανωτέρω εργαζομένων, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι εξακολουθούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δυνάμει των προαναφερόμενων προσωρινών διαταγών ταυ Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθησε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 1642/2007 απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία επιδικάστηκαν σ' αυτούς οι δεδουλευμένες αποδοχές που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.7.2006 έως 31 .1.2007. Με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα εντέλλεται, βάσει της τελευταίας απόφασης, η καταβολή στους φερόμενους ως δικαιούχους των αποδοχών τους για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα.

   Σημειώνεται περαιτέρω ότι, με την 1434/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών, άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ.), που εκδόθηκε επί αγωγής που κατατέθηκε μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19.7.2004) και συγκεκριμένα στις 28.6.2005 (αριθμός κατάθεσης 98786/2649/2005), αναγνωρίστηκε ότι δεκαοχτώ (18) από τους ανωτέρω εργαζομένους συνδέονται με το Δήμο Αιγάλεω με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Κατά της απόφασης αυτής ο Δήμος Αιγάλεω άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών (αριθμός κατάθεσης 9577/2006), η οποία παραμένει εκκρεμής. Τέλος, οι με αριθμούς 1, 9, 11, 13, 15, 16, 17, 22, 24, 25 και 31 από τους ανωτέρω εργαζομένους υπέβαλαν προς το Δήμο Αιγάλεω αίτηση για υπαγωγή τους στις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ./64/2004, πλην το Β' Υπηρεσιακό Συμβούλιο Αθηνών διαπίστωσε, με το 19/3Λ/17.12 και 24.12,2004 πρακτικό του, τη μη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων, κρίση «ου επικυρώθηκε με την 1467/12,12.2005 απόφαση του Δ' Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π.. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, οι από 11.10.2005 και 8.2.2006 προσωρινές διαταγές του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες διατάχθηκε ο Δήμος Αιγάλεω να αποδέχεται τις υπηρεσίες των ανωτέρω εργαζομένων και μετά τη λήξη των ορισμένου χρόνου συμβάσεων τους, είναι, ενόψει του ότι οι σχετικές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων κατατέθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19.7,2004) και συγκεκριμένα στις 7.10.2005 και 3.2.2006, αντίστοιχα, ανίσχυρες κατά το άρθρο 313 παρ, 1 εδάφιο β' του Κ.Πολ.Δ., εφόσον κατά το χρόνο κατάθεσης των σχετικών αιτήσεων τα πολιτικά δικαστήρια στερούνταν δικαιοδοσίας να κρίνουν, ακόμη και στο πλαίσιο παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, επί των συμβάσεων που συνέδεαν τους ανωτέρω εργαζομένους με το Δήμο Αιγάλεω, αφού η δικαιοδοσία τους μεταβλήθηκε με την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (Πράξη Ι Τμ. 308/2006). Ομοίως ανίσχυρη είναι και η 1642/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί αίτησης ασκηθείσας επίσης μετά την έναρξη ισχύος του π,δ. 164/2004 και συγκεκριμένα στις 5.2.2007, καθόσον με αυτήν επιδικάζονται προσωρινά υπέρ των ανωτέρω εργαζομένων δεδουλευμένες αποδοχές, για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν μετά τη λήξη των ορισμένου χρόνου συμβάσεων τους με το Δήμο και σε εκτέλεση των προεκτεθεισών, ανίσχυρων κατά το 18 άρθρο 313 παρ. 1 εδάφιο β' του Κ.Πολ.Δ., προσωρινών διαταγών. Κατά συνέπεια, τόσο η τελευταία αυτή απόφαση όσο και οι προαναφερθείσες προσωρινές διαταγές, που εντάσσονται στο πλαίσιο μετατροπής των συμβάσεων των ανωτέρω εργαζομένων σε σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που είναι και το κύριο αίτημα τους, δεν παράγουν καμία έννομη συνέπεια ούτε δε και δεδικασμένο και συνεπώς δε δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δαπανών.

   Κατά την γνώμη όμως, του Προέδρου του Τμήματος Αντιπροέδρου Ευσταθίου Ροντογιάννη, οι διαφορές που ανέκυψαν μεταξύ των ανωτέρω φερομένων ως δικαιούχων και του Δήμου Αιγάλεω, με τον οποίο συνδέονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και επομένως το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται τόσο από τις από 30,11.2005 και 8.22006 προσωρινές διαταγές του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όσο και από την 1642/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οι οποίες αποτελούν νόμιμα και πλήρη δικαιολογητικά, που αποδεικνύουν τις απαιτήσεις των ως άνω τριάντα ενός (31) φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, όμως, το Τμήμα κρίνει ότι η απασχόληση των ανωτέρω υπαλλήλων και μετά τη λήξη των ορισμένου χρόνου συμβάσεων τους δεν έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των κειμένων διατάξεων, αλλά επειδή τα αρμόδια όργανα του Δήμου πλανήθηκαν ως προς την ισχύ των από 30.11.2005 και 8.2.2006 προσωρινών διαταγών, καθώς και της 642/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και πίστεψαν, συγγνωστά, ότι αυτές είναι δεσμευτικές για το Δήμο Αιγάλεω. Κατά συνέπεια, τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πρέπει, λόγω συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων, να θεωρηθούν.

   Για τους λόγους αυτούς

   Αποφαίνεται ότι τα 578, 662 και 663, οικονομικού έτους 2007, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Δήμου Αιγάλεω, πρέπει να θεωρηθούν κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ                                     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΡΕΠΗΣ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

   ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

 

   Εκδόθηκε την 29.5.2007