ΕλΣ.Ολ 2979/2012

 

Κοινοτικό λατομείο - Διαχείριση εσόδων - Εξωταμειακή διαχείριση - Μείωση ποσού καταλογισμού και απαλλαγή του υπαιτίου από προσαυξήσεις ή τόκους -.

 

 

Συναίνεση προέδρου κοινότητας και κοινοτικών συμβούλων στην εξωταμειακή διαχείριση των εσόδων κοινότητας από τη λειτουργία λατομείου με τη μη τήρηση της διαδικασίας είσπραξής τους και με τις προφορικές αποφάσεις τους για την εκτέλεση κοινοτικών έργων από διάφορους εργολάβους. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. Αναπομπή της υπόθεσης στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για να κρίνει για την τυχόν απαλλαγή των καταλογισθέντων αναιρεσειόντων από το συνολικό ποσόν του καταλογισμού ή τη μείωση του ποσού του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού καθώς και την απαλλαγή των αναιρεσειόντων από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου.

 

 

ΕλΣ.Ολ 2979/2012

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

TO ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Δεκεμβρίου 2011 με την ακόλουθη  σύνθεση: Ιωάννης  Καραβοκύρης, Πρόεδρος, Νικόλαος Αγγελάρας, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Μιχαήλ Ζυμής και Εφροσυσύνη Κραμποβίτη, Αντιπρόεδροι, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Κιχραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Νικόλαος Μηλκόνης, Αννα Λιγίομένου, Γεώργιος Βοίλης, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Ευαγγελία - Ελισσάβετ Κουλουμπίνη, Σταμάτιος Πουλής, Δημήτριος Πέππας, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά. Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης (εισηγητής). Αντώνιος Κατσαρόλης, Χριστίνα Πασσιά, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης και Αγγελική Μαυρουδή, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ευστάθιος  Κοντογιάννης και  οι Σύμβουλοι Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Κωνσταντίνα Ζώη και Θεολογία Γναρδέλλη απουσίασαν δικαιολογημένα).

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Διονύσιος Λασκαράτος.

 

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ιωάννα Αντωνογιαννάκη, Γενική Συντονίστρια που ασκεί και καθήκοντα αναπληρώτριας Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

Για να δικάσει την από 16 Ιουλίου 2009 (αρ. κατάθ. 482/24.7.2009) αίτηση, για αναίρεση της 1836/2008 οριστικής απόφασης του VII Τμήματος τουΕλεγκτικού Συνεδρίου των : I) ...  και 6) ..., απάντων κατοίκων Μπάφρας Γωαννίνων, καθώς και το από 21.11.2011 (αριθμ. κατάθ. 173/21.11.2011) δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής, που παραστάθηκαν οι υπ' αριθμ. από 1 έως 5 διά και ο έκτος μετά του πληρεξούσιοι) τους δικηγόρου Σωτηρίου Σδούκου (ΑΜ/ΔΣΑ 9900).

 

Κ α τ ά : α) του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη και β) του Δήμου Ανατολής Νομού Ιωαννίνων (και ήδη Δήμου Ιωαννιτών), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Απόστολου Παπακωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΑ 25904).

 

Με την 1836/2008 απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Ηπείρου, καταλογίστηκαν οι ήδη αναιρεσείοντες «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» και υπέρ της πρώην Κοινότητας Μπάφρας του Νομού Ιωαννίνων (και νυν Δήμου Ιωαννιτών Νομού Ιωαννίνων) - ο μεν πρώτος με την ιδιότητα του ως Προέδρου, οι δε λοιποί ως μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου της άνω (πρώην) Κοινότητας - ο μεν πρώτος έως και πέμπτος από αυτούς με το ποσό των 228.494,61 ευρώ, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων 366.647,89 ευρώ, ήτοι συνολικά με το ποσό των 595.142,50 ευρώ και ο έκτος με το ποσό των 165.091,75 ευρώ, πλέον νόμιμων προσαυξήσεων 232.305,12 ευρώ, ήτοι συνολικά με το ποσό των 397.396.Χ7 ευρώ, που συνιστά έλλειμμα που φέρεται ότι προκάλεσαν στη χρηματική διαχείριση της πρώην Κοινότητας Μπάφρας συνεπεία της εξωταμειακής διαχείρισης των εσόδων της από την εκμετάλλευση λατομείου της κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1995 έως 1998.

 

Με την 1836/2008 απόφαση του VII Τμήματος απορρίφθηκε ως αβάσιμη έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της ως άνω καταλογιστικής απόφασης.

 

Με την υπό κρίση αίτηση καθώς και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης που κρίνονται και για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτά ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσείοντες.

 

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

 

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος, η οποία και τους εδόθη.

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δήμου Ιωαννιτών, ο οποίος ζήτησε, ομοίως να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, καθώς και προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος, η οποία και του εδόθη.

 

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης

αναίρεσης.

 

Το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε ομοίως την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τις Αντιπροέδρους Φλωρεντία Καλδή και Ευφρόσυνη Κραμποβίτη που απουσίασαν λόγω κωλύματος, καθώς και τη Σύμβουλο Αγγελική Μαυρουδή που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. I του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο, Αποφάσισε τα εξής :

 

I. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης καθώς και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, με τα οποία ζητείται η αναίρεση της 1836/2008 οριστικής απόφασης του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσείοντες), για τη συζήτηση των οποίων καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (βλ. το υπ' αριθμ. 13895/30.11.2011 διπλότυπο είσπραξης Τόπου Α' της Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως τα ως άνω δικόγραφα είναι τυπικά δεκτά και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων με αυτά λόγων, κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

 

II. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε ως αβάσιμη έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 3271/26.10.2005 καταλογιστικής πράξης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Περιφέρειας Ηπείρου, με την οποία καταλογίστηκαν, «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» και υπέρ της πρώην Κοινότητας Μπάφρας Ν. Ιωαννίνων (νυν του Ιωαννιτών Ν. Ιωαννίνων) οι μεν πρώτος έως και πέμπτος από αυτούς υπό την ιδιότητα τους ως Προέδρου και μελών του Κοινοτικού Συμβουλίου της εν λόγω Κοινότητας κατά την περίοδο των ετών 1995 - 1998 - με το συνολικό ποσό των 595.142,50 ευρώ (κεφάλαιο 228.494,61  ευρώ και προσαυξήσεις 366.647.89 ευρώ), ο δε έκτος, ο οποίος άσκησε, καθήκοντα κοινοτικού συμβούλου, από τις 29.5.1996 και έπειτα - με το συνολικό ποσό των 397.396.87 ευρώ (κεφάλαιο 165.091,75 ευρώ και προσαυξήσεις 232.305,12 ευρώ), που αντιστοιχεί σε έλλειμμα που φέρεται ότι προκάλεσαν στη διαχείριση της πρώην Κοινότητας Μπάφρας Ν. Ιωαννίνων συνεπεία της εξωταμειακής διαχείρισης των εσόδων της από τη διάθεση αδρανούν υλικών (του λατομείου - ορυχείου της εν λόγο) Κοινότητας) κατά τα διαχειριστικά έτη 1995 - 1998. Ήδη, με την ένδικη αίτησή τους, οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας κατ' εκτίμηση ως λόγους αναιρέσεως : α) εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή το)ν ουσιαστικών διατάξεων που διέπουν την επίδικη υπόθεση, και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας κατά τα κατωτέρα) ειδικότερον διαλαμβανόμενα. Επικουρικώς με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, οι αναιρεσείοντες ζητούν, κατ' επίκληση του άρθρου 37 του ν. 3801/2009 (που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πλην όμως εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη κατά ρητή διατύπωση αυτού), την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, επί τω τέλει, την απαλλαγή τους από το συνολικό ποσό του καταλογισμού ή τη μείωση του ποσού αυτού σύμφωνα με τις ανωτέρω νομιμοποιητικές διατάξεις (του άρθρου 37 του ν. 3801/2009).

 

 

III. Στην υπό κρίση υπόθεση, το δίκασαν Τμήμα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα : Με την 82/1995 απόφαση του, το κοινοτικό συμβούλιο της πρώην Κοινότητας Μπάφρας, αποφάσισε ομόφωνα τη λειτουργία του λατομείου - ορυχείου της κοινότητας, προκειμένου οι ανάδοχοι των εκτελούμενων έργων του Νομού Ιωαννίνων να έχουν δικαίωμα απόληψης αδρανών υλικών. Ακολούθησε η 5/1996 ομόφωνη απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 24 παρ. I εδ. ιβ' του π.δ. 410/1995, σύμφωνα με το οποίο στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων ανήκουν, μεταξύ άλλων, η αξιοποίηση και εκμετάλλευση των τοπικών φυσικών πόρων, με την οποία επιβλήθηκε τέλος απόληψης αμμοχάλικου για το έτος 1996 και εφεξής, ύψους 180 δρχ./m3. σε όσους έπαιρναν υλικά από το λατομείο, ενώ ορίστηκε ότι τα ποσά αυτά θα καταβάλλονται στη Β' Δ.Ο.Υ. Ιωαννίνων και σε λογαριασμό της κοινότητας, σύμφωνα με βεβαιωτικούς καταλόγους που 0α υπέβαλε η τελευταία, καθόσον η ταμειακή υπηρεσία της διεξαγόταν κατά το κρίσιμο διάστημα από τη Δ.Ο.Υ. αυτή. Για την παρακολούθηση των εξαγόμενων ποσοτήτων υλικών εκδίδονταν διπλότυπα «κουπόνια», χωρίς, όμως, ποτέ να τηρηθεί η διαδικασία σύνταξης βεβαιωτικών καταλόγων, όπως όριζε η 5/1996 απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου, πλην μιας περίπτωσης, για την οποία συντάχθηκε και διαβιβάστηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ο σχετικός βεβαιωτικός χρηματικός κατάλογος συνολικού ποσού 583.200 δρχ.. II έκδοση των «κουπονιών» είχε ανατεθεί από τον πρόεδρο της κοινότητας (πρώτος αναιρεσείων) στους κοινοτικούς συμβούλους ... (δεύτερος και τέταρτος των αναιρεσειόντων). Από τις μαρτυρικές καταθέσεις των αναιρεσειόντων προέκυψε ότι, αντί της καταβολής του καθορισμένου τέλους για την απόληψη υλικών από το λατομείο, οι εργολάβοι εκτελούσαν διάφορα κοινοτικά, ισόποσης αξίας, έργα, ύστερα από σχετικές ομόφωνες προφορικές αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου. Με βάση τα ανεπίσημα «κουπόνια» που βρέθηκαν, εφόσον η διαχείριση των εσόδων από την παραπάνω εκμετάλλευση του κοινοτικού λατομείου έγινε αποκλειστικά σχεδόν εξωλογιστικά, ενώ είναι αδύνατος πλέον ο ακριβής προσδιορισμός των αποληφθέντων από το κοινοτικό λατομείο υλικών, το σύνολο των εσόδων που προέκυψαν από την εκμετάλλευση του λατομείου και των οποίων η εγγραφή στον κοινοτικό προϋπολογισμό παραλείφθηκε, υπολογίστηκε ότι ανέρχεται στα 228.494,61 ευρώ. Με την 2706/25.8.2005 πρόσκληση ο οικονομικός επιθεωρητής κάλεσε τους αναιρεσείοντες να καταθέσουν το συνολικό ποσό των 595.142,50 (228.494.61 ευρώ. πλέον προσαυξήσεων 366.647,89 ευρώ) στην ταμειακή διαχείριση του Δήμου Ανατολής Ν. Ιωαννίνων, στον οποίο ανήκει σήμερα η πρώην Κοινότητα Μπάφρας, εντός 48 ωρών. Επειδή όμως η προθεσμία αυτή παρήλθε άπρακτη, ο επιθεωρητής εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία καταλογίστηκε το προαναφερόμενο ποσό εις ολόκληρον σε βάρος των αναιρεσειόντων, με εξαίρεση τον έκτο, σε βάρος του οποίου καταλογίστηκε μέρος μόνο αυτού, και ειδικότερα ποσό συνολικά 397.396.87 ευρώ, επειδή άσκησε τα καθήκοντα του κοινοτικού συμβούλου από τις 29.5.1996 και μετά. Με την από 14.3.2006 έφεση τους οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η προαναφερθείσα καταλογιστική πράξη είναι νομικώς πλημμελής και ακυρωτέα, εφόσον : α) δεν φέρει νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, β) εκδόθηκε αναρμοδίως από τον Οικονομικό Επιθεωρητή, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 183 του π.δ. 410/1995, αρμόδιο για τον καταλογισμό των αιρετών οργάνων των ΟΤΑ α' βαθμού είναι άλλο διοικητικό όργανο, γ) δεν υπήρξε παράνομη διαχείριση οποιουδήποτε ποσού, ούτε έλλειμμα και θετική ζημία της πρώην Κοινότητας Μπάφρας, ενώ οι αναιρεσείοντες δεν βαρύνονται με οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα και δ) κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν τηρήθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, το οποίο δεν θεωρείται ότι καλύφθηκε με την 48ωρης προθεσμίας κλήση τους για αναπλήρωση του ελλείμματος. Τους πιο πάνω λόγους το Τμήμα απέρριψε κρίνοντας ότι α) η καταλογιστική απόφαση του Οικονομικού Επιθεωρητή είναι επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον περιέχει το σύνολο των απαραίτητων στοιχείων για τον προσδιορισμό της ιστορικής αιτίας του καταλογισμού και του νόμιμου ερείσματος αυτού, β) αρμοδίως εκδόθηκε από τον Οικονομικό Επιθεωρητή, εφόσον η διάταξη του άρθρου 183 του π.δ. 410/1995 ρυθμίζει το ζήτημα της αστικής ευθύνης των αιρετών οργάνων των ΟΤΑ α' βαθμού και όχι την ευθύνη τους ως υπολόγων, γ) οι αναιρεσείοντες επέδειξαν βαριά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και, επομένως, νομίμως καταλογίστηκαν με τις νόμιμες προσαυξήσεις. Και τούτο διότι, συναινούσαν στην εξωταμειακή διαχείριση των εσόδων της κοινότητας από τη λειτουργία του λατομείου, με τη μη τήρηση της διαδικασίας είσπραξης τους, που οι ίδιοι όρισαν με την 5/1996 απόφαση τους, και τις προφορικές αποφάσεις τους για την εκτέλεση κοινοτικών έργων από διάφορους εργολάβους. Εξάλλου, η έννοια του ελλείμματος δεν προϋποθέτει την ύπαρξη θετικής ζημίας και δ) δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης των αναιρεσειόντων, δεδομένου ότι από την έκδοση της πορισματικής έκθεσης (18.6.2004), μέχρι την κοινοποίηση της πρόσκλησης τους για αναπλήρωση του ελλείμματος (Σεπτέμβριος 2005) έχει περάσει ικανός χρόνος, ενώ δεν προκύπτει, ούτε οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι ζητήθηκε να τους χορηγηθεί κάποιο έγγραφο του φακέλου της υπόθεσης και δεν τους χορηγήθηκε. Περαιτέρω, το Τμήμα έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 3274/2004. εφόσον πρόκειται για εξωταμειακή διαχείριση και, επομένως, παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας εκταμίευσης των χρημάτων της κοινότητας. Ήδη με την υπό κρίση αίτηση, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι α) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη κατά το σκέλος που δέχτηκε ότι η καταλογιστική πράξη του Οικονομικού Επιθεωρητή φέρει επαρκή αιτιολογία, β) κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των κείμενων διατάξεων το Τμήμα έκρινε ότι ικανοποιήθηκε το δικαίωμα ακρόασης τους, ότι οι ενέργειες τους αποτέλεσαν προϊόν υπαίτιας συμπεριφοράς και ότι οφείλονται προσαυξήσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι το Τμήμα, με τις ανώτερο) κρίσεις του. ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις που διέπουν την υπόθεση, διαλαμβάνοντας σαφείς, ειδικές και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Ειδικότερα, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός τους ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η έφεση του πέμπτου αναιρεσείοντος, ο οποίος δεν μετείχε στη λήψη της απόφασης της 11.11.2001 του κοινοτικού συμβουλίου, με την οποία καθορίσθηκε η κατά μονάδα μετρήσεως αξία των αδρανών υλικών, εφόσον ο τελευταίος δεν αμφισβητεί την εν γνώσει του εξωταμειακή διαχείριση των εσόδων της κοινότητας από τη λειτουργία του λατομείου και τις ομόφωνες προφορικές αναθέσεις έργων σε εργολάβους. Επομένως, δεν αναιρείται η υπαιτιότητα του στο βαθμό της βαριάς αμέλειας στη δημιουργία του καταλογισθέντος ελλείμματος. Περαιτέρω, απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι δεν προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού των επιβληθεισών προσαυξήσεων, εφόσον προβάλλεται για πρώτη φορά με την κρινόμενη αίτηση. Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός του ότι το δικαίωμα καταλογισμού είχε υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, καθόσον τούτο, ελλείψει ειδικής διάταξης νόμου, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή (Ε.Σ. Ολ. 1/2007). Επίσης, απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης είναι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε ότι η κοινότητα υπέστη θετική ζημία, εφόσον όπα)ς προαναφέρθηκε, το Τμήμα έκρινε ότι η έννοια του ελλείμματος δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ζημίας. Με τα δεδομένα αυτά το δίκασαν Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, κατά το χρόνο δημοσιεύσεως αυτής (απόφασης), ως άνω, ισχύουσες διατάξεις και απέρριψε την έφεση.

 

 

IV. Περαιτέρω, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιεύτηκε ο νόμος 3801/2009 (ΦΕΚ Α' 163/4.9.2009) στο άρθρο 37 παρ. 1 του οποίου με τίτλο «Ζητήματα οικονομικής διαχείρισης και θεώρησης ενταλμάτων πληρωμών Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού», ορίζονται τα εξής : «1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της έφεσης ενώπιον των Τμημάτων του, καθώς και κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου της αίτησης αναίρεσης ενώπιον της Ολομέλειας του, σε υποθέσεις από καταλογιστικές πράξεις, που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αιτία σε βάρος των αιρετών οργάνων Δήμων και Κοινοτήτων ή σε βάρος υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισης τούτων, καθώς και σε βάρος υπαλλήλων δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.ΙΙ.Δ.Δ.) και ιδρυμάτων αυτών, από Υπουργούς ή από μονομελή ή συλλογικά όργανα της Διοίκησης ή από όργανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μέχρι 1.7.2005. μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του βαρυνομένου με τον καταλογισμό, που υποβάλλεται με το δικόγραφο του ένδικου μέσου ή των προσθέτων λόγων αυτού, να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού, καθώς και να απαλλάξει τον υπαίτιο από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου και αν ακόμη υφίσταται ελαφρά αμέλεια αυτού. Για την πιο πάνω μείωση ή απαλλαγή το Δικαστήριο συνεκτιμά το βαθμό της υπαιτιότητας του καταλογισθέντος, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική του κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης τις συνθήκες τέλεσης της και το επελθόν από αυτή αποτέλεσμα. Ίο Δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει, επίσης, τον καταλογισθέντα από το συνολικό ποσό του καταλογισμού, αν κρίνει ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του καταλογισθέντος συγγνωστή πλάνη για το δημιουργηθέν έλλειμμα. (...)».

 

Ενόψει των ανωτέρω νομιμοποιητικών διατάξεων, οι οποίες δεν ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 1836/2008 απόφαση και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσείοντες), το οποίο υπό διαφορετική σύνθεση να κρίνει, υπό το πρίσμα των νεότερων αυτών νομιμοποιητικών διατάξεων του άρθρου 37 παρ. 1 του νόμου 3801/2009 για την τυχόν απαλλαγή των καταλογισθέντων -αναιρεσειόντων από το συνολικό ποσόν του καταλογισμού, σύμφωνα με τις παραπάνω νομιμοποιητικές διατάξεις, ή την μείωση του ποσού του καταλογισμού ως το ένα δέκατο του καταλογισθέντος ποσού καθώς και την απαλλαγή των αναιρεσειόντων από τις προσαυξήσεις ή τόκους επί του καταλογισθέντος κεφαλαίου, αφού συνεκτιμήσει το βαθμό της υπαιτιότητας των καταλογισθέντων - αναιρεσειόντων, την προσωπική και οικογενειακή οικονομική τους κατάσταση, τη βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης, τις συνθήκες τέλεσης της και το επελθόν από αυτούς αποτέλεσμα. (Βλ. αποφάσεις 719/2012 Ολ. Ελ. Συν., όπου και μειοψηφία και 186/2000 Α.Π.).

 

 

V. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη (1836/2008) απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσείοντες, να αναπεμφθεί η υπόθεση στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το ίδιο ως άνω μέρος, υπό διαφορετική σύνθεση για να την κρίνει σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο ανωτέρω σκεπτικό της, να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που κατατέθηκε για την αναίρεση στους αναιρεσείοντες (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 του π.δ. 1225/1981). Εξάλλου, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγούν, εν όλω, το Ελληνικό Δημόσιο και ο Δήμος Ανατολής (ήδη Δήμος Ιωαννιτών) από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, για την παρούσα, κατ' αναίρεση, δίκη (άρθρ. 275 παρ. I του Κ.Δ.Δ. και 123 του π.δ. 1225/1981, όϊκος τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).

 

 

Για τους λόγους αυτούς

 

 

Δέχεται την από 16.7.2009 (αριθμ. κατάθ. 482/2009) αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

 

Αναιρεί την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1836/2008 απόφαση του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος που αφορά τους αναιρεσείοντες.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στο VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το ίδιο ως άνω μέρος, για να κρίνει, υπό διαφορετική σύνθεση, σύμφωνα με τα, στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, διαλαμβανόμενα.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, που κατατέθηκε για την αναίρεση, στους αναιρεσείοντες.

 

Δπαλλάσσει εν όλω, το Ελληνικό Δημόσιο και το Δήμο Ιωαννιτών από την καταβολή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων για την κατ' αναίρεση δίκη.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2012

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ       ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΕΝΤΙΔΑΚΗΣ     ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 10 Οκτωβρίου 2012.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ       ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΤΩΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ