ΕλΣ 2448/2011
Συνταξιούχοι δημοσίου - Παραγραφή αξιώσεων από
καθυστερούμενες συντάξεις - Παραγραφή διετής - Παραγραφή πενταετής - Αρχή
ισότητας - Προστασία περιουσίας - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 5 άρθρου
90 Ν. 2362/1995 - Συνταξιοδοτικές διαφορές - Τόκος -.
Οι ήδη γεγενημένες απαιτήσεις για
συνταξιοδοτικές και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές περιλαμβάνονται στην
έννοια της προστατευόμενης από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της
ΕΣΔΑ. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του Ν. 2362/1995, η οποία προβλέπει διετή
παραγραφή των αξιώσεων των συνταξιούχων του Δημοσίου από καθυστερούμενες
συντάξεις, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του
Πρώτου Προσθέτου Πρωτ. της ΕΣΔΑ. Για τις ως άνω
αξιώσεις των συνταξιούχων του δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις ή
παρανόμως παρακρατηθέντα ποσά συντάξεων, ισχύει η γενική πενταετής παραγραφή
του άρθρου 90 παρ. 1 του Ν. 2362/95. Σε διαφορά σχετική με την πληρωμή σύνταξης
που ανοίγεται με άσκηση ένστασης δεν επιδικάζονται τόκοι εις βάρος του
Δημοσίου. Η καταβολή τόκων είναι παρεπόμενη συνέπεια της άσκησης
αγωγής.
ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΑΡΙΘΜ. ΑΠΟΦ.
2448/2011
ΤΜΗΜΑ Ι
Αποτελούμενο από
τον Πρόεδρο του Τμήματος, Αντιπρόεδρο, Ευστάθιο Ροντογιάννη,
τους Συμβούλους Νικόλαο Μηλιώνη και Ελένη Λυκεσά (εισηγήτρια), τις Παρέδρους Βιργινία Σκεύη και
Δέσποινα Τζούμα, οι οποίες μετέχουν με συμβουλευτική
ψήφο και τη Γραμματέα Μαρία Τσερνοτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια
στο ακροατήριο του Καταστήματός του, στις 5 Απριλίου 2011, με την παρουσία του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο
Κωνσταντίνου Τόλη, που αναπληρώνει νόμιμα το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο
οποίος κωλύεται.
Για να δικάσει την
από 23 Οκτωβρίου 2008 (αριθμ. κατάθ. 126/2008) έφεση
του ..., κατοίκου Πειραιά, ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου
δικηγόρου του Θεοδώρου Μπαράτη (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 25979),
με δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Κατά του Ελληνικού
Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος
παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου
Κατσούλα και
Κατά της 838/2008
Πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο
δικηγόρο του εκκαλούντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της έφεσης.
Τον εκπρόσωπο του
Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε την παραδοχή
της.
Μετά τη δημόσια
συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη
Αφού μελέτησε τη
δικογραφία και
Σκέφτηκε σύμφωνα με
το νόμο
Αποφάσισε τα
ακόλουθα
1. Με την υπό κρίση
έφεση, όπως διευκρινίζεται με το από 1.4.2011 υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της
838/2008 πράξης του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος που με
αυτή απορρίφθηκε η ένσταση του εκκαλούντος κατά της 102813/15.7.2004 έγγραφης
άρνησης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών να επιστρέψει σ αυτόν, νομιμοτόκως, τα ποσά
της ειδικής μηνιαίας εισφοράς του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 2084/1992, που
παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή του υπέρ του Δημοσίου κατά το από 1.1.1999 έως
31.12.2000 χρονικό διάστημα. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Περαιτέρω, για τη συζήτησή της καταβλήθηκε, με το 1138423 Σειράς Α΄ ειδικό
έντυπο γραμμάτιο του Ελληνικού Δημοσίου, παράβολο εκατό (100) ευρώ. Καταβλήθηκε
δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 3 του π.δ.
774/1980, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν.
3659/2008, πέραν του νομίμου παραβόλου και παράβολο ογδόντα (80) ευρώ επιπλέον,
το οποίο πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα ανεξάρτητα από την έκβαση της
δίκης. Ενόψει αυτών, η κρινόμενη έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να
ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητά της.
2. Η ένσταση του
εκκαλούντος απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η αξίωσή του για επιστροφή των
παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών της σύνταξής του κατά το χρονικό διάστημα από
1.1.1999 έως 31.12.2000 έχει υποπέσει στην, προβλεπόμενη από τα άρθρα 90 παρ. 2
και 93 του ν. 2362/1995, τριετή παραγραφή, αφού αυτός υπέβαλε σχετική αίτηση
στις 13.7.2004.
3. Με την υπό κρίση
έφεσή του ο ανωτέρω επικαλείται παράβαση νόμου κατά την έκδοση της
προσβαλλόμενης πράξης με την ειδικότερη αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας και
εφαρμογής του άρθρου 90 παρ. 2 του ν. 2362/1995 σε αντίθεση α) με τα άρθρα 4
παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α., κατά το μέρος που
έγινε δεκτό ότι ισχύει διαφορετικής αφετηρίας και διάρκειας παραγραφή για την
ίδια αξίωση, την επιστροφή δηλαδή αχρεωστήτως
καταβληθέντων ποσών, μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών και β) με το άρθρο 1 του
Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., κατά το μέρος που, μέσω της
πρόβλεψης ειδικής βραχυχρόνιας παραγραφής για την αξίωση του ιδιώτη κατά του
Δημοσίου, θίγεται το δικαίωμά του στην «περιουσία».
4. Σύμφωνα με το
άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη
διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες
σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην
εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις ή διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για
λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από
τα δικαστήρια.
5. Περαιτέρω, στο
άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών
ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ.
53/1974 (ΦΕΚ-Α΄, 256) και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,
αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν
ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας
του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας
ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του
διεθνούς δικαίου όρους. ...». Με τα ανωτέρω
κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ατόμου, την οποία μπορεί να
στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια μάλιστα της
προστατευόμενης περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά
δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου
ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση,
είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία
ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες είναι και οι ήδη γεννημένες
απαιτήσεις για συνταξιοδοτικές και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές
(ΕΣ Ολ. 2442/2008).
6. Τέλος, ο ν.
2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες
διατάξεις» (ΦΕΚ-Α΄, 247) ορίζει στο άρθρο 86 ότι «1. Καμιά χρηματική απαίτηση
του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς
είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ... (βεβαίωση εν στενή εννοία). ... 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου ... παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του
οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία
και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. ...», στο άρθρο 90 ότι
«1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον
από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής
αυτής. 2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως
ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία
έτη, από της καταβολής. ... 5. Ο χρόνος
παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων ... του Δημοσίου, ... από καθυστερούμενες συντάξεις, ... είναι δύο ετών, ...» και στο άρθρο 91
ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή
οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού
έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. ...».
7. Με την ως άνω
διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία ως ειδική είναι αυτή
που διέπει τις αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου έναντι αυτού από
καθυστερούμενες συντάξεις ή παρανόμως παρακρατηθέντα ποσά συντάξεων, θεσπίζεται
ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή. Έτσι περιορίζεται το δικαίωμα της
κατηγορίας αυτής προσώπων να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά συντάξεων, χωρίς αυτό
να δικαιολογείται από την φύση της έννομης σχέσης που τους συνδέει με το
Δημόσιο, καθώς οι αντίθετες αξιώσεις του Δημοσίου κατ αυτών
υπόκεινται, κατά το άρθρο 86 παρ. 2 του ν. 2362/1995, σε πενταετή παραγραφή, ή
από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, αφού σ αυτούς δεν
υπάγονται οι ανάγκες τήρησης της δημοσιονομικής τάξης με την αποφυγή ανατροπής
των συνταξιοδοτικών δεδομένων βάσει των οποίων έχει καταρτισθεί ο κρατικός
προϋπολογισμός, ταχείας εκκαθάρισης των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου
που αφορούν σε συντάξεις ή προστασίας της δημόσιας περιουσίας. Σε κάθε
περίπτωση άλλωστε, οι ανωτέρω λόγοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ως άνω
ειδική βραχυπρόθεσμη παραγραφή, αφού αφενός μεν αυτή έχει θεσπισθεί μόνον για
τις απαιτήσεις υπαλλήλων και συνταξιούχων κατά του Δημοσίου που αφορούν σε
αποδοχές ή συντάξεις, και όχι για άλλου είδους απαιτήσεις κατ αυτού, από
τις οποίες ομοίως κινδυνεύουν να ανατραπούν τα δεδομένα του προϋπολογισμού και
αφετέρου η ταχεία εκκαθάριση ενδείκνυται και για όλες τις άλλες απαιτήσεις κατά
του Δημοσίου, για τις οποίες όμως ο χρόνος παραγραφής είναι, σύμφωνα με το
άρθρο 90 παρ. 1 του ίδιου νόμου, πενταετής. Επομένως, η ως άνω διάταξη άρθρου
90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 αντίκειται
στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εισάγει δυσμενέστερη και ως εκ τούτου
άνιση μεταχείριση των συνταξιούχων και των αξιώσεών τους τόσο έναντι του
Δημοσίου όσο και έναντι άλλων κατηγοριών δικαιούχων και αξιώσεων. Επιπλέον, η
ίδια διάταξη αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
Ε.Σ.Δ.Α., αφού περιορίζει αδικαιολόγητα τις περιουσιακής φύσης αξιώσεις της
κατηγορίας αυτής προσώπων, των συνταξιούχων δηλαδή του Δημοσίου, για την αναδρομική
διεκδίκηση συντάξεων ή για την απαίτηση επιστροφής παρανόμως παρακρατηθέντων
ποσών συντάξεων. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 είναι
ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, πρέπει δε να τύχει εφαρμογής και για τις αξιώσεις
αυτές των συνταξιούχων του Δημοσίου η γενική πενταετής παραγραφή που
προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 (ΕΣ Ολ. 1341/2010 2442/2008, ΣτΕ 953,
1620/2011, 3428/2006, Ειδ. Δικ. 1/2005, ΕΔΔΑ Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας της 25.6.2009).
8. Περαιτέρω, στο
άρθρο 60 παρ. 1 εδ. β΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ.
169/2007) ορίζεται ότι «Τα ποσά που καταβάλλει το Δημόσιο για συντάξεις ... δεν επιβαρύνονται με τόκους σε καμιά ανεξαιρέτως
περίπτωση». Η διάταξη αυτή, συνεπής προς το σύστημα ένδικης προστασίας που
καθιερώνεται στο Συνταξιοδοτικό Κώδικα και αφορά στην αμφισβήτηση της
νομιμότητας της δράσης της διοίκησης, απαγορεύει την πληρωμή τόκων σε κάθε
περίπτωση που συνταξιοδοτική διαφορά φέρεται για εξέταση με την άσκηση των
προβλεπόμενων από αυτόν ενδίκων βοηθημάτων και επομένως και σε διαφορές
σχετικές με την πληρωμή των συντάξεων που γεννώνται με την άσκηση ένστασης. Και
αυτό γιατί με το ένδικο αυτό βοήθημα επιδιώκεται η ακύρωση ή η τροποποίηση της
προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης της διοίκησης, προκειμένου να καθορισθεί το
περιεχόμενο της αξίωσης του συνταξιούχου για καταβολή της σύνταξής του και δεν
ζητείται η επιδίκαση χρηματικής απαίτησης που επιδιώκεται με την άσκηση αγωγής,
παρεπόμενη συνέπεια της οποίας και μόνο είναι η καταβολή τόκων (ΕΣ Ολ. Αποφ. 1341/2010, 27/2008).
9. Στην υπό κρίση
υπόθεση από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας αποδεικνύονται τα ακόλουθα:
Στον εκκαλούντα, πολιτικό συνταξιούχο, κανονίστηκε, με την 15330/1997
συνταξιοδοτική πράξη, σύνταξη καταβλητέα από 2.7.1997. Ο ίδιος, με την από
13.7.2004 αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), ζήτησε την
επιστροφή, με το νόμιμο τόκο, των ποσών της ειδικής μηνιαίας εισφοράς του
άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 2084/1992, που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή του από
τον χρόνο έναρξης καταβολής της. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε με την
102813/15.7.2004 πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατά της οποίας
αυτός άσκησε στη συνέχεια την από 28.10.2004 ένσταση ενώπιον του Α΄ Κλιμακίου
του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη πράξη του, δέχθηκε
μεν ότι οι ρυθμίσεις του ανωτέρω άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 2084/1992 αντίκεινται
στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι ως εκ
τούτου ανίσχυρες, απέρριψε όμως την ένστασή του με την αιτιολογία ότι η αξίωση
του για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 30.6.2004 ικανοποιήθηκε κατ
εφαρμογή των άρθρων 1 του ν. 3254/2004 και 2 του ν. 3408/2005, ενώ για το
χρονικό διάστημα από 2.7.1997 έως 31.12.2000, είχε υποπέσει στην προβλεπόμενη
από τα άρθρα 90 παρ. 2 και 93 του ν. 2362/1995 τριετή παραγραφή, δεδομένου ότι
ο εκκαλών υπέβαλε αίτηση για επιστροφή των ποσών που του παρακρατήθηκαν στις
13.7.2004. Τέλος, ο ανωτέρω περιόρισε, με την κρινόμενη έφεση, το αίτημά του
για επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών της σύνταξής του μόνο στο από
1.1.1999 έως 31.12.2000 χρονικό διάστημα.
10. Ενόψει αυτών,
σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, και για τις
αξιώσεις των συνταξιούχων του Δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις ή
παρανόμως παρακρατηθέντα ποσά συντάξεων ισχύει η γενική πενταετής παραγραφή που
προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995. Κατά συνέπεια,
δεδομένου ότι ο εκκαλών υπέβαλε σχετική αίτηση στις 13.7.2004, η αξίωσή του για
το διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2000 δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή και ως
εκ τούτου εσφαλμένα το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη πράξη, ερμήνευσε και
εφάρμοσε τις περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και
απέρριψε την ένστασή του. Επομένως, η πράξη αυτή πρέπει να ακυρωθεί, λόγω
αντίθεσης του άρθρου 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 στα άρθρα 4 παρ. 1 του
Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
11. Ο ισχυρισμός
όμως του εκκαλούντος ότι η πρόβλεψη παραγραφής διαφορετικής διάρκειας για την
ίδια αξίωση μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών αντίκειται και στα άρθρα 20 παρ. 1 του
Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η διατάξεις για
τη διάρκεια της παραγραφής δεν αποτελούν δικονομικές αλλά ουσιαστικές διατάξεις
και ως εκ τούτου από τη διαφοροποίηση του χρόνου παραγραφής που ορίζεται για
τις αξιώσεις των συνταξιούχων κατά του Δημοσίου από καθυστερούμενες συντάξεις,
σε σχέση με τα ισχύοντα για τις αξιώσεις του Δημοσίου κατά των συνταξιούχων ή
για τις αξιώσεις άλλων κατηγοριών δικαιούχων κατά του Δημοσίου δεν μπορεί να
τεθεί ζήτημα παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 6
παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας,
δεδομένου ότι με το άρθρο 90 του ν. 2362/1995 το Δημόσιο δεν εξοπλίζεται,
έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου (ΣτΕ
1620/2011).
12. Πέραν αυτών,
δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα ήδη αναφέρθηκαν, σε διαφορά σχετική με την
πληρωμή σύνταξης που ανοίγεται μετά από άσκηση ένστασης δεν προβλέπεται η
επιδίκαση τόκων σε βάρος του Δημοσίου, το αίτημα του εκκαλούντος για την
επιστροφή εντόκως των αχρεωστήτως παρακρατηθέντων
ποσών της προαναφερόμενης εισφοράς δεν είναι νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί.
13. Μετά από αυτά,
η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η 838/2008 πράξη του Α΄
Κλιμακίου κατά το μέρος που με αυτή κρίθηκε ότι η αξίωση του εκκαλούντος για
επιστροφή των ποσών της ειδικής μηνιαίας εισφοράς του άρθρου 20 παρ. 3 του ν.
2084/1992, που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή του υπέρ του Δημοσίου κατά το από
1.1.1999 έως 31.12.2000 χρονικό διάστημα είχε παραγραφεί, να γίνει στη συνέχεια
εν μέρει δεκτή η ένστασή του και να υποχρεωθεί το Δημόσιο να του καταβάλει τα
εν λόγω ποσά, χωρίς όμως συνυπολογισμό των νόμιμων τόκων. Συνακόλουθα πρέπει να
διαταχθεί και η απόδοση στον εκκαλούντα του συνόλου του παραβόλου που κατέθεσε
για τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ.
774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ. 1225/1981).
14. Τέλος κατ
εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την
δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., σε
συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως
ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006.
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την
κρινόμενη έφεση.
Ακυρώνει την
838/2008 πράξη του Α΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Δέχεται εν μέρει
την από 29.10.2004 ένσταση του εκκαλούντος, ακυρώνει την 102813/15.7.2004
έγγραφη άρνηση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και υποχρεώνει το
Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, χωρίς συνυπολογισμό τόκων, τα ποσά της
ειδικής μηνιαίας εισφοράς του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 2084/1992, που
παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή του από 1.1.1999 έως 31.12.2000.
Διατάσσει την
απόδοση στον εκκαλούντα του συνόλου του, για την έφεση, κατατεθέντος παραβόλου.
Απαλλάσσει το
Ελληνικό Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος.
Κρίθηκε και
αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαΐου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΕΝΗ ΛΥΚΕΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ
ΤΣΕΡΝΟΤΟΠΟΥΛΟΥ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο
ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 4 Οκτωβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΕΡΑΤΩ ΜΑΡΚΟΖΗ