Ελ.Συν. (Πράξη τμήμα ΙΙ) 13/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικηγόροι ΝΠΔΔ -
Δικηγορικοί Σύλλογοι - Πάγια αντιμισθία δικηγόρου - Προείσπραξη αμοιβής -
Δικαστηριακή δαπάνη - Αποδοτέα σε δικηγόρο δικαστηριακή δαπάνη -.
Τα ΝΠΔΔ, όπως είναι οι ΟΤΑ,
επιτρέπεται να προσλαμβάνουν για την προάσπιση των συμφερόντων τους, δικηγόρους
με σύμβαση έμμισθης εντολής οι οποίοι αμείβονται με πάγια ετήσια ή μηνιαία
αντιμισθία. Τα διάδικα αυτά νομικά πρόσωπα, που αμείβουν τους απασχολούμενους
σ' αυτά δικηγόρους με το καθεστώς της πάγιας αντιμισθίας κατά ρητή πρόβλεψη του
νομοθέτη ενώ απαλλάσσονται από την υποχρέωση προκαταβολής της δικηγορικής
αμοιβής ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού, υποχρεούνται εν τούτοις να
προκαταβάλλουν στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ποσοστό 10% επί της
προεισπραττόμενης αμοιβής (από το οποίο ποσοστό 2% για την κάλυψη των δαπανών
προείσπραξης, ποσοστό 3% που αποδίδεται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφαλίσεως του
Ταμείου Νομικών και ποσοστό 5% που αποδίδεται στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων)
και συνεπώς οι δικηγόροι δικαιούνται να λάβουν από τον εντολέα τους νομικό
πρόσωπο εκτός από τις δαπάνες (δικαστικές ή εξώδικες), στις οποίες υποβλήθηκαν
κατά την εκπροσώπηση αυτών ενώπιον των δικαστηρίων και το προαναφερόμενο
παρακρατούμενο ποσοστό 10% από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο επί της
δικηγορικής αμοιβής, διότι αυτό εμπίπτει στην έννοια των δαπανών του άρθρου 91
παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων που υποβάλλεται ο δικηγόρος. Η καταβολή του
ποσοστού 10%, καίτοι στο νόμο αναφέρεται ως αμοιβή (προείσπραξη αμοιβής) στην
πραγματικότητα δεν είναι αμοιβή αλλά δαπάνη δικαστηριακή και δη ειδική
προεισπραττόμενη δαπάνη επί της αμοιβής που θεσπίστηκε στις δίκες για την
ενίσχυση των εν λόγω ταμείων, ενώ τα γραμμάτια προείσπραξης της ειδικής δαπάνης
αυτής επί της αμοιβής δεν περιλαμβάνονται κατά τη βούληση του νομοθέτη στην
έννοια των παραβόλων, τελών, ενσήμων και εισφορών της διάταξης του άρθρου 28
παρ.4 του ν. 2579/1998 και συνεπώς βαρύνει η προείσπραξη αυτή τον εντολέα
νομικό πρόσωπο και αποδίδεται στον δικηγόρο αφού, εμπίπτει στην έννοια της
αποδοτέας σ' αυτόν (δικηγόρο) κατ' άρθρο 91 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων,
δικαστηριακής δαπάνης.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΡΑΞΗ 13
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ 1η/13.1.2004
ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ Ι
Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος,
Αντιπρόεδρο, Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη, τους Συμβούλους Ιωάννη Κωτσόπουλο και
Ιωάννη Μπαλαφούτη και τους Παρέδρους Νικόλαο Μηλιώνη και Βασιλική Προβίδη
(Εισηγητή), οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο, συνεδρίασε στην αίθουσα
διασκέψεων του Καταστήματός του, που βρίσκεται στην Αθήνα, σήμερα 13 Ιανουαρίου
2003, με την παρουσία της Γραμματέως Δήμητρας Παρασκευοπούλου, για να αποφανθεί
στην από 14.11.2003 αίτηση των Α.Μ., Σ.Μ., Γ.Γ., Ν.Α., Μ.Κ. και Ε.Ο., για την
ανάκληση της 20/2003 Πράξης του Τμήματος τούτου, με την οποία κρίθηκαν μη
θεωρητέα τα 2148, 2150, 2155, 2156, 2246 και 2248, οικονομικού έτους 2002,
αντίστοιχα, χρηματικά εντάλματα πληρωμής της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου
του Δήμου Αθηναίων.
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου και
Ελαβε υπόψη
Την 165/28-11-2003 έγγραφη γνώμη του
Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ιωάννη Σμπυρούνια, σύμφωνα
με την οποία η επίμαχη πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί.
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Οι Α.Μ., Σ.Μ., Γ.Γ., Ν.Α., Μ.Κ. και Ε.Ο.,
δικηγόροι αμειβόμενοι με πάγια αντιμισθία στο Δήμο Αθηναίων, με την από
14.11.2003 αίτησή τους, ζητούν να ανακληθεί η 20/2003 Πράξη του Τμήματος
τούτου, με την οποία κρίθηκε, κατόπιν διαφωνίας της Επιτρόπου του Ελεγκτικού
Συνεδρίου στο Δήμο Αθηναίων, ότι δεν πρέπει να θεωρηθούν τα 2148, 2150, 2155,
2156, 2246 και 2248, οικονομικού έτους 2002, χρηματικά εντάλματα πληρωμής, που
εκδόθηκαν από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Δήμο Αθηναίων, ποσού ευρώ
260,03, 126,60, 55,41, 71,31, 8,80 και 224,77 αντίστοιχα, τα οποία αφορούν στην
καταβολή δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι δικηγόροι με πάγια
αντιμισθία για την υποστήριξη υποθέσεων του Δήμου Αθηναίων ενώπιον των
δικαστηρίων.
2. Οι πράξεις που εκδίδονται από το Τμήμα
τούτο, επί διαφωνιών των οικείων Επιτρόπων σχετικά με την θεώρηση ή μη
χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής κατά την διαδικασία παραγράφου 1 του άρθρου 21
του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980 - ΦΕΚ Α' 189), χωρίς να
τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 92 παρ. 3 του Συντάγματος (βλ.
και άρθρο 98 παρ. 2 αυτού), είναι πράξεις δικαστικού σχηματισμού που δεν
παράγουν δεδικασμένο και για τις οποίες δεν προβλέπεται ότι υπόκεινται σε
οποιαδήποτε ένδικα ή ενδικοφανή μέσα ή βοηθήματα, ούτε ότι είναι αμετάκλητες. Όπως,
δε, πάγια δέχεται το Τμήμα τούτο (βλ. Πράξεις Ι' Τμήματος 106, 16/2000, 216,
175/1999, 303, 248, 175/1998, 51/1997, 282, 32/1995, 317, 43, 28/1994,
352/1993, 398/1992, 624, 506/1991 κ.α. ΙV' Τμήματος 48/1993), οι πράξεις αυτές,
κατ' ανάλογη εφαρμογή των αρχών του δικαίου για την ανάκληση των διοικητικών
πράξεων, είναι δυνατόν να ανακληθούν, αν εμφιλοχώρησε κατά την έκδοσή τους
νομική ή πραγματική πλάνη ή γίνεται επίκληση νέων στοιχείων. Της ανακλήσεως
αυτής και της εκ νέου έρευνας της υποθέσεως επιλαμβάνεται το Τμήμα που εξέδωσε
την προς ανάκληση πράξη, αυτεπάγγελτα, και εξ αφορμής είτε αιτήσεως του
διατάκτη της δαπάνης, είτε αιτήσεως ή αναφοράς του ενδιαφερομένου (φερόμενου ως
δικαιούχου) ή τρίτου που απευθύνεται σ' αυτό, είτε αιτήσεως του Γενικού Επιτρόπου
στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνεπώς νόμιμα εισάγεται η προκειμένη αίτηση ανάκλησης
ύστερα από 14.11.2003 αίτηση των φερόμενων ως δικαιούχων των ως άνω χρηματικών
ενταλμάτων δικηγόρων με την οποία ζητείται η ανάκληση της 20/2003 πράξεως του
Τμήματος τούτου.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, με την επίμαχη
πράξη, της οποίας ζητείται η ανάκληση, κρίθηκε ότι α) ότι οι εντελλόμενες
δαπάνες με τα 2148, 2150, 2155, 2156, 2246 και 2248, οικονομικού έτους 2002,
χρηματικά εντάλματα πληρωμής της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου στο Δήμο
Αθηναίων αντίστοιχα, κατά το μέρος που αφορούν και σε ποσά που αντιστοιχούν στο
παρακρατούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 96 παρ. 7 του κώδικα περί
δικηγόρων, από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ποσοστό 10% επί της αμοιβής των
παραπάνω δικηγόρων, οι οποίοι αμείβονται με πάγια αντιμισθία στον ως άνω Δήμο,
δεν είναι νόμιμες, καθόσον οι δαπάνες αυτές βαρύνουν τους εντολοδόχους
δικηγόρους (αφού δεν εμπίπτουν στην έννοια των αποδοτέων σ' αυτούς δικαστικών
εξόδων του άρθρου 91 του κώδικα περί δικηγόρων) και όχι το νομικό πρόσωπο και
β) ότι το επισυναπτόμενο στον από 31.10.2001 πίνακα δικαστικών εξόδων του
δικηγόρου Α.Μ. υπ' αριθμ. 18227201/22.6.2001 γραμμάτιο είσπραξης του Δ.Σ.Α. δεν
αφορά στην υποστήριξη από αυτόν υπόθεσης του Δήμου Αθηναίων, αλλά στην
υποστήριξη υπόθεσης ιδιώτη εντολοδόχου και ως εκ τούτου τα επίμαχα χρηματικά
εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.
4. Με την κρινόμενη από 14.11.2003 αίτηση,
που κατατέθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις 25.11.2003 (αριθμ. πρωτ. 25401) των
φερόμενων ως δικαιούχων δικηγόρων απασχολουμένων με πάγια αντιμισθία στο Δήμο
Αθηναίων, ζητείται η ανάκληση της προαναφερόμενης πράξης διότι ειδικότερα
προβάλλεται εκτός των άλλων, ότι α) η επιβάρυνση των ιδίων με το ποσοστό 10%
επί της προεισπραττόμενης δικηγορικής αμοιβής και η καταβολή αυτής στον οικείο
Δικηγορικό Σύλλογο παραβιάζει τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις περί των
κατωτάτων ορίων των αμοιβών τους, καθόσον η καταβολή εξ ιδίων του ποσού αυτού
εξανεμίζει την αμοιβή τους και β) το επισυναπτόμενο στον από 31.10.2001 πίνακα
δικαστικών εξόδων του δικηγόρου Α.Μ. υπ' αριθμ. 18227201/22.6.2001 γραμμάτιο
είσπραξης του Δ.Σ.Α. αφορά υποστήριξη υπόθεσης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο
Αθηνών της Διευθύντριας Αδειών Καταστημάτων του Δήμου Αθηναίων Α.Δ. και όχι
τρίτου ιδιώτη.
5. Το ν.δ. 3026/1954 "Περί του Κώδικος
των Δικηγόρων" (Α' 235) ορίζει α) στο άρθρο 91 ότι "1. Ο Δικηγόρος
δικαιούται να λάβη παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης δικαστηριακής ή
άλλης την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού
δικαστικήν ή εξώδικον...", β) στο άρθρο 92 (όπως το δεύτερο εδάφιο της
παράγρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν.1093/1980) ότι "1. Τα της
αμοιβής του Δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού ή του
αντιπροσώπου του, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης είτε μέρος
... εν ουδεμία όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρ.
98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής. Πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας
αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της. 2. Εν περιπτώσει
συμφωνίας, όπως ο Δικηγόρος δια τας παρεχομένας υπηρεσίας αμείβεται μόνον δια
παγίας περιοδικής αμοιβής (άρθρ. 63 παρ. 4 εδαφ. α'), το ελάχιστον όριον αυτής
καθορίζεται εκάστοτε δι' αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης δημοσιευομένης
εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού
Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου αναλόγως α) της κατηγορίας εις ην
ανήκει ο δεχόμενος τας υπηρεσίας του Δικηγόρος, β) του Δικαστηρίου παρ' ω ασκεί
ο Δικηγόρος το λειτούργημα αυτού και γ) του χρόνου της δικηγορικής εν συνόλω
υπηρεσίας και του χρόνου παροχής των νομικών υπηρεσιών εις το φυσικόν ή νομικόν
πρόσωπον....", γ) στο άρθρο 92Α (όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν.
1093/1980 και όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 1816/1988 ) ότι
"1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις
παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα
όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Για δικηγόρο στο Πρωτοδικείο
το 15ο μισθολογικό κλιμάκιο. β) Για δικηγόρο στο Εφετείο το 6ο μισθολογικό
κλιμάκιο. γ) Για δικηγόρο στον Αρειο Πάγο το 1ο μισθολογικό
κλιμάκιο......." και δ) στο άρθρο 96 ότι "παρ. 1. ... παρ. 2. Οι
διάδικοι στις πολιτικές υποθέσεις και ενώπιον τακτικών διοικητικών δικαστηρίων
και του Συμβουλίου Επικρατείας είναι υποχρεωμένοι σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας
και ενώπιον του Εισηγητή και του εντεταλμένου δικαστή να προκαταβάλουν κατά τη
συζήτηση στο ακροατήριο στο Ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου το οριζόμενο στο
νόμο αυτόν αντίστοιχο ποσό αμοιβής δικηγόρου για κάθε πράξη της προδικασίας και
την παράσταση παρ. 3. ... παρ. 4. ... παρ. 5. Από την υποχρέωση προκαταβολής
της δικηγορικής αμοιβής απαλλάσσονται: α) ... β) ... γ) ... δ) οι διάδικοι που
αμείβουν το δικηγόρο τους με πάγια αντιμισθία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση
προκαταβάλλεται από το διάδικο στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο το κατά την παρ.
8 ποσοστό δικηγορικής αμοιβής ... παρ. 6. (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2
παρ. 1 ν. 1649/1986 και με την περιπτ. β' της παρ. 13 του άρθρου 3 του ν.
2479/1997 και το άρθρο 5 παρ. 11 του ν. 2408/1996) "...Στις περιπτώσεις
των προηγουμένων παραγράφων που επιβάλλουν την προκαταβολή της δικηγορικής
αμοιβής, ο δικηγόρος που παρίσταται υποχρεούται να καταθέσει το σχετικό
γραμμάτιο καταβολής της. Δικηγόρος που παραβιάζει το προηγούμενο εδάφιο
υποχρεούται να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί και
τιμωρείται με πρόστιμο... και σε περίπτωση υποτροπής με την πειθαρχική ποινή
της προσωρινής παύσης ... Συνυπόχρεος σε ολόκληρο για την καταβολή του ποσού
που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί είναι και ο εντολέας του δικηγόρου, εφόσον
είναι νομικό πρόσωπο και δεν αποδείξει την καταβολή της αμοιβής στον εντολοδόχο
του. Το ποσό του προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προεισπραχθεί,
καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, εισπράττονται δε
κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 παράγραφος 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Η
διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων όπως προηγούμενα ίσχυε
δηλαδή όπως είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1649/1986
κρίθηκε αντισυνταγματική με την 33/1995 απόφαση του Α.Ε.Δ.) παρ. 7. (όπως
αντικαταστάθηκε από άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1649/1986) Ο Δικηγορικός Σύλλογος
παρακρατεί από την αμοιβή που προεισπράττεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) από
το οποίο ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών
προείσπραξης, ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) αποδίδεται στον "Κλάδο
Επικουρικής Ασφαλίσεως" του Ταμείου Νομικών και ποσοστό πέντε τοις εκατό
(5%) αποδίδεται στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων". Τέλος, με το άρθρο
28 παρ.4 του ν. 2579/1998 ορίζεται ότι " Οι διατάξεις των άρθρων 11 του
κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου- 10 Ιουλίου 1944 " Περί Κώδικος
των νόμων περί δικών του Δημοσίου" και 22 παρ.4 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α'
230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.).
Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής
οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την
εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε
δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή
άλλων αρχών".
6. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων
προκύπτει ότι επιτρέπεται, στα Ν.Π.Δ.Δ. όπως είναι και οι Οργανισμοί Τοπικής
Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), για την προάσπιση εκτός των άλλων των συμφερόντων τους,
να προσλαμβάνουν δικηγόρους για την παροχή καθαρώς νομικών υπηρεσιών με σύμβαση
έμμισθης εντολής ,οι οποίοι θα αμείβονται με πάγια ετήσια ή μηναία αντιμισθία
(ΑΠ 1613/1988 ΑρχΝ 40 σελ. 227, ΑΠ 992/1982 ΝοΒ 31 σελ. 1008). Τα διάδικα αυτά
νομικά πρόσωπα, που αμείβουν τους απασχολούμενους σ' αυτά δικηγόρους με το
καθεστώς της πάγιας αντιμισθίας κατά ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη ενώ απαλλάσσονται
από την υποχρέωση προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής ενώπιον των δικαστηρίων
οποιουδήποτε βαθμού, υποχρεούνται εν τούτοις να προκαταβάλλουν στον οικείο
Δικηγορικό Σύλλογο το προβλεπόμενο από το άρθρο 96 παρ.7 του Κώδικα περί
Δικηγόρων, ποσοστό της αμοιβής 10% επί της προεισπραττόμενης αμοιβής, (από το
οποίο ποσοστό 2% για την κάλυψη των δαπανών προείσπραξης, ποσοστό 3% που
αποδίδεται στον Κλάδο Επικουρικής Ασφαλίσεως του Ταμείου Νομικών και ποσοστό 5%
που αποδίδεται στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων) και συνεπώς οι δικηγόροι
δικαιούνται να λάβουν από τον εντολέα τους νομικό πρόσωπο εκτός από τις δαπάνες
(δικαστικές ή εξώδικες), στις οποίες υποβλήθηκαν κατά την εκπροσώπηση αυτών
ενώπιον των δικαστηρίων και το προαναφερόμενο παρακρατούμενο ποσοστό 10% από
τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο επί της δικηγορικής αμοιβής, διότι αυτό εμπίπτει
στην έννοια των δαπανών του άρθρου 91 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων που
υποβάλλεται ο δικηγόρος. Η καταβολή του προβλεπόμενου από το άρθρο 96 παρ.7 του
κώδικα περί Δικηγόρων, ποσοστού 10%, καίτοι στο νόμο αναφέρεται ως αμοιβή
(προείσπραξη αμοιβής) στην πραγματικότητα δεν είναι αμοιβή αλλά δαπάνη
δικαστηριακή και δη ειδική προεισπραττόμενη δαπάνη επί της αμοιβής που
θεσπίστηκε στις δίκες για την ενίσχυση των εν λόγω ταμείων ενώ τα γραμμάτια
προείσπραξης της ειδικής δαπάνης αυτής επί της αμοιβής δεν περιλαμβάνονται κατά
τη βούληση του νομοθέτη στην έννοια των παραβόλων, τελών, ενσήμων και εισφορών
της διάταξης του άρθρου 28 παρ.4 του ν. 2579/1998 και συνεπώς βαρύνει η προείσπραξη
αυτή τον εντολέα νομικό πρόσωπο και αποδίδεται στον δικηγόρο αφού, εμπίπτει
στην έννοια της αποδοτέας σ' αυτόν (δικηγόρο) κατ' άρθρο 91 παρ.1 του Κώδικα
περί Δικηγόρων, δικαστηριακής δαπάνης. Αλλωστε αντίθετη εκδοχή μπορεί να
οδηγήσει στη μείωση των ελαχίστων (κατωτάτων) ορίων αμοιβών που υποχρεωτικά
δικαιούται ο δικηγόρος.
7. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει
από τα προσκομιζόμενα έγγραφα οι δικηγόροι Α.Μ., Σ.Μ., Γ.Γ., Ν.Α., Μ.Κ. και
Ε.Ο., που απασχολούνται στο Δήμο Αθηναίων αμειβόμενοι με πάγια αντιμισθία, με
τους από 31-10-2001, 30-11-2001, 20-12-2001, 19-12-2001, 10-12-2001 και
26-11-2001 αντίστοιχα, πίνακες δικαστικών εξόδων, ζήτησαν να τους καταβληθούν
οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν για την υποστήριξη υποθέσεων του Δήμου
Αθηναίων ενώπιον των Δικαστηρίων, στις δαπάνες δε αυτές συμπεριλαμβάνονται και
ποσά δραχμών 58.200, 29.500, 18.000, 24.000, 3.000 και 46.500 αντίστοιχα, που
αφορούν το παρακρατούμενο από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών ποσοστό 10% επί της
προκαταβαλλόμενης και προεισπραττόμενης αμοιβής των εν λόγω δικηγόρων και
αποτελούν τμήμα των εντελλόμενων, με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα, δαπανών.
Με βάση όμως τα ανωτέρω που έγιναν δεκτά στην σκέψη που προηγήθηκε, το Τμήμα
κρίνει ότι οι φερόμενοι ως δικαιούχοι δικηγόροι δικαιούνται, το προβλεπόμενο
από το άρθρο 96 παρ. 7 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ποσό που αντιστοιχεί στο
ποσοστό 10% (από το οποίο ποσοστό 2% καταβάλλεται για την κάλυψη των δαπανών
προείσπραξης, ποσοστό 3% αποδίδεται στον "Κλάδο Επικουρικής
Ασφαλίσεως" του Ταμείου Νομικών και ποσοστό 5% αποδίδεται στο οικείο
Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων), διότι η δαπάνη αυτή βαρύνει τον εντολέα τους νομικό
πρόσωπο καθόσον εμπίπτει στην έννοια των αποδοτέων σ' αυτόν (δικηγόρο)
δικαστηριακών δαπανών. Συνεπώς το Τμήμα τούτο που έκρινε διαφορετικά με την
20/2003 πράξη του, της οποίας ζητείται η ανάκληση, κατά νομική πλάνη έσφαλε
περί την ερμηνεία των ως άνω διατάξεων του νόμου και για το λόγο αυτό πρέπει να
ανακληθεί η προαναφερόμενη πράξη του (20/2003) μόνο ως προς την νομική της
θεμελίωση κατά το σημείο αυτό χωρίς να ανακληθεί η 20/2003 Πράξη κατά το
δεύτερο αίτημα της υπό κρίση αίτησης ανάκλησης για καταβολή της κατωτέρω
δαπάνης του Α.Μ.. Τούτο διότι το επισυναπτόμενο στον από 31/10/2001 πίνακα
αποδοτέων δικαστικών εξόδων του δικηγόρου Α.Μ. υπ' αριθμ. 18227201/22-6-2001
γραμμάτιο είσπραξης του Δ.Σ.Α. δεν αφορά στην υποστήριξη υπόθεσης του Δήμου
Αθηναίων αλλά στην υποστήριξη της Διευθύντριας του Δήμου Α.Δ. στο Τριμελές
Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ύστερα από μήνυση ιδιώτη κατ' αυτής για παράβαση καθήκοντος
και συνεπώς πρόκειται για υποστήριξη προσωπικής υπόθεσης ιδιώτη εντολοδόχου
λόγω της προσωπικής συμπεριφοράς του και όχι του Δήμου Αθηνών και με την
υποστηριζόμενη εκδοχή του αιτούντος ότι τη σχετική εντολή έδωσε σ' αυτόν ο
Δήμος Αθηναίων, αφού αυτός ως δικηγόρος με πάγια αμοιβή του Δήμου Αθηναίων
δικαιούται σε υπεράσπιση του νομικού αυτού προσώπου, η δε δαπάνη αυτή
(υπεράσπισης) δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου για το Δήμο, ούτε
εξυπηρετεί τους δημοσίου ενδιαφέροντος σκοπούς του. (βλ. Πράξη Ι' Τμημ.
56/2001). Σε κάθε όμως περίπτωση τα
επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δεν μπορούν να θεωρηθούν λόγω λήξεως του
οικονομικού έτους 2002 σε βάρος των πιστώσεων του οποίου εκδόθηκαν.
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται εν μέρει την από 14.11.2003 αίτηση
ανακλήσεως των δικηγόρων με πάγια αντιμισθία στον Δήμο Αθηναίων Α.Μ., Σ.Μ.,
Γ.Γ., Ν.Α., Μ.Κ. και Ε.Ο..
Ανακαλεί εν μέρει την 20/2003 Πράξη του Ι'
Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό.
Εκδόθηκε την 20.2.2004.