ΕφΛαρ 524/2004
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εφεση - Προβολή οψιγενών
ισχυρισμών - Παραγραφή εν επιδικία - Ναυτικό δίκαιο - Διακοπή παραγραφής -.
Επιτρεπτή προβολή στην κατέφεση
δίκη οψιγενών ισχυρισμών. Δυνατή η προβολή ένστασης παραγραφής, που συμπληρώθηκε σε
επιδικία, μετά την έκδοση της πρωτόδικης
απόφασης.Ετήσια παραγραφή των αξιώσεων του 289 του ΚΙΝΔ στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προερχόμενες από
την προμήθεια υλικών και καυσίμων. Επί διακοπής παραγραφής των αξιώσεων του 250
ΑΚ, η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα
στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Για τις αξιώσεις του 289 ΚΙΝΔ
επί διακοπής της ετήσιας παραγραφής αυτών με την έγερση της αγωγής, η νέα
παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως από την τελευταία διαδικαστική πράξη, αλλά από τη
λήξη του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η διαδικαστική αυτή πράξη, σύμφωνα με
το 270 παρ. 2 ΑΚ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά,
λόγω του κενού του ΚΙΝΔ, ως προς το θέμα αυτό.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Πρόεδρος: Διανέλλος Διανελλάκης
Μέλη: Σοφία
Καραχάλιου, Ναπολ. Ζούκας(Εισηγητής)
Δικηγόροι:
Μαργαρίτης Πατσιαντάς, Ευρ.
Κωνσταντίνου
Η κρινόμενη
έφεση της εναγομένης κατά της 154/1998 οριστικής απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 233 επ.), έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα πριν
από κάθε επίδοση (ΚΠολΔ 495 επ., 516 και 518 παρ. 2).
Είναι επομένως τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία (ΚΠολΔ 524 παρ. 2 και 533) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο
των λόγων της.-
Η ενάγουσα
και ήδη εφεσίβλητος με την ένδικη αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη
και ήδη εκκαλούσα να της καταβάλει το αναφερόμενο σ' αυτή ποσό χρημάτων, το οποίο της όφειλε από
τη χορήγηση των αναφερομένων σ' αυτή
ποσοτήτων καυσίμων, για την κίνηση του πλοίου, που αναγράφεται στην αγωγή. Επί
της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η
οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, την έκαμε δεκτή ως βάσιμη και από
ουσιαστική άποψη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η
εναγομένη για κακή εκτίμηση των
αποδείξεων και εξ αιτίας αυτής εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να
εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 527 αριθ. 2 και 269 παρ. 2 στοιχ. Β' του ΚΠολΔ προκύπτει ότι
στη δευτεροβάθμια δίκη είναι κατ'
εξαίρεση παραδεκτή η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών ισχυρισμών, αν
γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Είναι δυνατή
στην κατ' έφεση δίκη η προβολή της
ένστασης παραγραφής, η οποία συμπληρώθηκε σε επιδικία, δηλαδή μετά την έκδοση
της πρωτόδικης απόφασης, γιατί αποτελεί οψιγενή
ισχυρισμό (βλ. ΑΠ 930/1975 ΝοΒ 24.257 - ΕφΑθ. 42/1980 ΕΝΔ 1981. 5 -
5473/1991 ΕΕμπΔ 43.565 - Βαθρακοκοίλη
ΕρμΚΠολΔ άρθρο 527 αριθ. 76 - Σαμουήλ « Η έφεση» έκδ.
Ε' (2003) παρ. 700 και 718).
Περαιτέρω
κατά το άρθρο 289 του ΚΙΝΔ σε ετήσια παραγραφή
υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με
την τρίτη περίπτωση, περιλαμβάνονται και
εκείνες οι οποίες προέρχονται από τη χορήγηση υλικών, μεταξύ των οποίων και η
προμήθεια καυσίμων (βλ. Σταυρόπουλου ΕρμΕμπΝ άρθρο 289 σημ. 35 σελ. 532). Κατά δε το άρθρο 291
παρ. 1 του ίδιου Κώδικα η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει
το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ήτοι από την πρώτη
Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Εξάλλου κατά τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και
είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Στις περιπτώσεις όμως των αξιώσεων του
άρθρου 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η
πιο πάνω από το άρθρο 251 οριζόμενη αφετηρία αυτής. Κατά δε τα άρθρα 261 και
270 παρ. 1 του ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται με την
έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των
διαδίκων ή του δικαστηρίου, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη
διακοπή από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Τέλος στο άρθρο 270 παρ.
2 του ΑΚ, ορίζεται ότι για τις αξιώσεις ειδικότερα
του άρθρου 250 η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο
περατώθηκε η διακοπή.
Από τις
προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, από τις οποίες οι του ΑΚ
έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται
σαφώς ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενό τους με εκείνες
του άρθρου 250 του ΑΚ, επί διακοπής της ετήσιας
παραγραφής αυτών με την έγερση της αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως
από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αλλά από
τη λήξη του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η διαδικαστική αυτή πράξη, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 του ΑΚ, η οποία
εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση συμπληρωματικώς, λόγω του ως προς το
θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται
αντίστοιχη διάταξη που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας παραγραφής μετά τη
διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (βλ. Ολ. ΑΠ
15/1992 ΝοΒ 41.76).
Στην
προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα ισχυρίζεται με το δεύτερο λόγο του εφετηρίου το πρώτο ότι η ένδικη αξίωση της εφεσιβλήτου υπέκυψε στην ετήσια παραγραφή του άρθρου 289
του ΚΙΝΔ, η οποία συμπληρώθηκε σε επιδικία.
Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η παραγραφή αυτή διακόπηκε με την έγερση της ένδικης
αγωγής. Ότι στις 27-5-1998 δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη
απόφαση. Και ότι από τη λήξη του έτους 1998, κατά το οποίο δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι την 1-1-1999 άρχισε νέα ισόχρονη
(ετήσια) παραγραφή, που συμπληρώθηκε την 31-12-1999, αφού μέχρι τότε δεν
μεσολάβησε άλλη διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή άλλος λόγος
διακοπής της παραγραφής. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν
παραδεκτά προβάλλεται το πρώτο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από την
εναγομένη-εκκαλούσα ο ισχυρισμός περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης. Ο
ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται ως βάσιμος και από ουσιαστική άποψη τόσο από το
φωτοαντίγραφο της εκκαλουμένης, από το οποίο προκύπτει
ότι η τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου έλαβε χώρα στις 27-5-1998,
οπότε δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, όσο και από
το φωτοαντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, από το οποίο προκύπτει ότι η επόμενη
διαδικαστική πράξη που επακολούθησε ήταν αυτή της εκκαλούσας,
στις 22-5-2001, οπότε κατέθεσε αυτή (έφεση) στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου
δικαστηρίου. Εξάλλου το γεγονός ότι από τη λήξη του έτους 1998, κατά το οποίο
δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ήτοι από την
1-1-1999, έως και τη 2-1-2000 δεν μεσολάβησε άλλη διαδικαστική πράξη των
διαδίκων ή του δικαστηρίου ή άλλος λόγος διακοπής της παραγραφής συνομολογεί
και η εφεσίβλητος, η οποία προς απόκρουση του ισχυρισμού της εκκαλούσης προτείνει την αντένσταση παραίτησης από την
ένσταση της παραγραφής μετά τη συμπλήρωσή της (ΑΚ
276). Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η εκκαλούσα παραιτήθηκε από την ένσταση
παραγραφής της επίδικης αξίωσής της μετά τη συμπλήρωση αυτής με το να καταθέσει
στις 20-10-2000 στο Πρωτοδικείο τη 123928.0100/18-10-2000 εγγυητική επιστολή της
Ε. Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 5.000.000 δρχ. Όπως όμως προκύπτει από την
11/2000 έκθεση κατάθεσης αυτής η εγγυητική αυτή επιστολή κατατέθηκε προς
αντικατάσταση του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης του πλοίου
της «Z.» με το διακριτικό σήμα ULDI,
ολικής χωρητικότητας 1522 κόρων, το οποίο είχε διαταχθεί με τη 202/1997 απόφαση
του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και όχι σε παραίτηση της ανωτέρω ενστάσεως
παραγραφής. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος του εφετηρίου. Ένεκα δε τούτου η εκκαλουμένη
απόφαση, που έκαμε δεκτή την ένδικη αγωγή, πρέπει να εξαφανιστεί. Ακολούθως
πρέπει το Δικαστήριο τούτο, εφόσον το πρωτοβάθμιο αποφάνθηκε επί της ουσίας της
υπόθεσης, να κρατήσει αυτή (ΚΠολΔ 535 παρ. 1) και
δικάζοντας επί της αγωγής να απορρίψει αυτή, συνεπεία της ευδοκίμησης της
ένστασης παραγραφής της αξίωσης της ενάγουσας σε επιδικία. Τα δικαστικά έξοδα
και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν (ΚΠολΔ
179 και 183).-