ΕφΛαρ 174/2005
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κοινωφελή
ιδρύματα - Κληρονομία - Διαθήκη - Κληροδότημα - Κοινωνία - Διοίκηση κοινού πράγματος -Κατάχρηση
δικαιώματος - Δημόσιο - Εκκαθάριση κληρονομίας -.
Σύσταση κοινωφελούς ιδρύματος με διαθήκη. Η
πλειοψηφία των κοινωνών, λαμβανόμενη κατά το μέγεθος των μερίδων, δικαιούται
όπως με απόφασή της καθορίζει τον προσήκοντα τρόπο τακτικής διοίκησης και
εκμετάλλευσης του κοινού, σύμφωνα με τη φύση του και τους κανόνες της επιμελούς
διαχείρησης. Προσβολή της απόφασης της πλειοψηφίας
από τη μειοψηφία για κατάχρηση δικαιώματος. Προϋπόθεση δικαστικής επέμβασης
στον τρόπο διοίκησης κοινού είναι η έλλειψη απόφασης της πλειοψηφίας των κοινωνών.Επί καταλειπομένων στο
κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών, συντρέχοντος
του Δημοσίου μετ' άλλων συγκυρίων, το Δημόσιο αναλαμβάνει την εκκαθάριση.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Πρόεδρος: Θεοδ. Νιαβής
Μέλη: Σοφία
Καραχάλιου, Αννα Πελεκούδα(Εισηγήτρια)
Δικηγόροι:
Βασ. Δημηνίκος, Μαρία Χρυσαφίδου,
Ζήσης Μπέκος, Βάνα Παπακωνσταντίνου
Επειδή, ο
ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά της
εναγομένης, ήδη πρώτης των εκκαλούντων, την υπ'
αριθμ. καταθ. 529/17-7-1997 αγωγήν
και ιστορούσε ότι η κατά την 7-12-1982 αποβιώσασα Θ. συζ. Α. Δ. διά της νομίμως
δημοσιευθείσης από 14-10-1980 ιδιογράφου διαθήκης της εγκατέστησε ως
κληρονόμους αυτής επί των αγροτικών και αστικών ακινήτων κυριότητός της τα δια
της διαθήκης της συσταθέντα κοινωφελή ιδρύματα με την επωνυμίαν "Ίδρυμα Β.
Κ." και "Κληροδότημα Ν. και Μ. Κ.", αντιστοίχως, κατέλιπε δε κληροδότημα υπέρ του συζύγου της, το οποίο
εκείνος αποποιήθηκε, ασκήσας το δικαίωμα νομίμου
μοίρας του επί του ποσοστού 1/4 (ή 3/12) εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας,
το οποίο αναγνωρίσθηκε δυνάμει της υπ' αριθμ. 265/1985 αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου περί παροχής κληρονομητηρίου που
μεταγράφηκε νομίμως. Ότι αποβιώσαντος την 18-3-1986 του ανωτέρω μεριδούχου και κληρονομηθέντος
κατ' ισομοιρίαν εξ αδιαθέτου από τα τέκνα του Α. Ν.
και Α. Ν., οι τελευταίοι μετέγραψαν νομίμως τις περί αποδοχής της επαχθείσης εις αυτούς κληρονομίας
δηλώσεις των και, εν συνεχεία, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος
υπ' αριθμ. 9133/1991 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ε.Τ.
μετεβίβασαν κατά κυριότητα λόγω πωλήσεως εις τον
ενάγοντα εφεσίβλητον ποσοστόν 2/12 εξ αδιαιρέτου των
εις το δικόγραφον της αγωγής περιγραφομένων κληρονομιαίων
αγροτικών ακινήτων, των οποίων τα 9/12 εξ αδιαιρέτου είχαν περιέλθει εις το δια
της διαθήκης συσταθέν ως άνω ίδρυμα. Ότι η εναγομένη πρώτη εκκαλούσα,
δικηγόρος, διορισθείσα δυνάμει της υπ' αριθμ. 1050032/1474/Α0011/30-10-1996
αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών εις αντικατάσταση των αρχικώς ορισθέντων
ως μεσεγγυούχων εκτελεστών διαθήκης, διοικεί τους δώδεκα καλλιεργησίμους αγρούς
συνολικής εκτάσεως 1297 στρεμμάτων μεταξύ των οποίων και το εξ αδιαιρέτου
ποσοστόν του ενάγοντος εφεσιβλήτου, το είδος δε της καλλιεργείας αλλά και η καθυστέρηση ολοκληρώσεως της
εκκαθαρίσεως της όλης κληρονομίας από την εναγομένη
είναι απρόσφορος και μη συμφέρουσα διά τον ενάγοντα κοινωνόν
και η απόφαση της εναγομένης διά τον τρόπον διαχειρίσεως είναι αντίθετη προς
την καλή πίστη και τα συμφέροντα του ως κοινωνού, επιβάλλεται δε όπως ρυθμισθεί
από το Δικαστήριον η διοίκηση και χρήση των κοινών αγρών μέχρι την εκκαθάριση
και διανομή των αγροτικών ακινήτων, προς το συμφέρον πάντων των κοινωνών. Με το
ιστορικό αυτό διώκει ο ενάγων όπως αναγνωρισθεί ότι ο πλέον πρόσφορος διά την
ρύθμιση της χρήσεως των προπεριγραφομένων αγρών
τρόπος είναι η εις αυτόν παραχώρηση της χρήσεως του εις την θέση "Ε."
της κτηματικής περιφερείας Π. υπό στοιχείον 3
αγροτεμαχίου εμβαδού 234 στρεμμάτων και υποχρεωθεί η εναγομένη εις την
παραχώρηση εις αυτόν της χρήσεως του προπεριγραφομένου
αγρού, άλλως οιουδήποτε αναλόγου προς την μερίδα του εκτάσεως. Η αγωγή εκρίθη
διά της εκκαλουμένης αποφάσεως νόμιμη συμφώνως προς
τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 788 επ., 792, 2017-2020
του ΑΚ, 70 του ΚΠολΔ, 68
του ΑΝ 2039/1939 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των
Νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών
καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και
δωρεών", διατηρηθέντος εν ισχύι κατ' άρθρον 101
του ΕισΝΑΚ και βάσιμη κατ' ουσίαν και το πρωτόδικον Δικαστήριον ανεγνώρισε ως άκυρη την απόφαση της
εναγομένης εκτελεστού της διαθήκης και, διά της αιτιολογίας ότι ο τρόπος
εκμεταλλεύσεως των επικοίνων είναι αντίθετος κατά το
άρθρον 281 ΑΚ εις την καλή πίστη και τα
δικαιολογημένα συμφέροντα του ενάγοντος, ερρύθμισε
την αποκλειστική χρήση από τον ενάγοντα κοινωνόν του προπεριγραφομένου υπό στοιχείον 3
αγρού με την υποχρέωση του ενάγοντος καταβολής εις την εναγομένη του ποσού των
539.694 δραχμών ετησίως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της εκκαλουμένης υπ' αριθμ. 78/1998 αποφάσεως του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου η εναγομένη και ο δυνάμει της υπ' 1108812/3823/Α0011/1005820/212/2-12-1997
αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών διορισθείς συνεκτελεστής
της άνω διαθήκης και αποδεχθείς τον διορισμόν του
δικηγόρος του Δ.Σ. Λ. Ζ. Μ. άσκησαν την υπ' αριθμ. καταθ.
238/28-8-1998 έφεση με αίτημα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης
αποφάσεως δια τους εις το δικόγραφον λόγους και εντεύθεν απόρριψη της ένδικης
αγωγής, υπέρ των εκκαλούντων δε άσκησε πρόσθετη
παρέμβαση ο Υπουργός των Οικονομικών. Το Εφετείον
δυνάμει της υπ' αριθμ. 478/2000 αποφάσεως έκρινε νόμιμες και κατ' ουσίαν
βάσιμες τις συνεκδικασθείσες έφεση και παρέμβαση,
εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση δεχθέν
ως νόμιμον και βάσιμον τον πρώτον λόγον της εφέσεως και, δικάσαν
κατ' ουσίαν την υπόθεση, απέρριψε την αγωγήν.
Ειδικώτερον, διά της υπ' αριθμ. 478/2000 αποφάσεως έγινε δεκτός ο και
ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προβληθείς ισχυρισμός περί ελλείψεως της
διαδικαστικής προϋποθέσεως της ενεργητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση της
αγωγής διά τον λόγον ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων δεν έχει καταστεί συγκύριος των
εις το δικόγραφον περιγραφομένων υπό την διαχείριση των εκκαλούντων
εκτελεστών τελούντων ακινήτων διότι η διά του υπ' αριθμ. 9133/1991
προδιαληφθέντος συμβολαίου γενομένη μεταβίβαση προς τον εφεσίβλητον-ενάγοντα
της κυριότητος των 2/12 εξ αδιαιρέτου των επιδίκων αγροτεμαχίων είναι άκυρη,
καθόσον η πώληση δεν επετράπη κατόπιν αδείας του Υπουργού των Οικονομικών
έπειτα από σύμφωνη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εθνικών Κληροδοτημάτων συμφώνως
προς την διάταξη του άρθρου 68 παρ. 3 του ΑΝ 2039/1939. Την αναίρεση της άνω
υπ' αριθμ. 478/2000 αποφάσεως εζήτησε ο εφεσίβλητος
ενάγων και ο Αρειος Πάγος δυνάμει της υπ' αριθμ.
545/2003 αποφάσεως ανήρεσε την ανωτέρω απόφαση και
παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον
εδέχθη ότι τα πωληθέντα εις τον αναιρεσείοντα-ενάγοντα
ακίνητα, ήτοι κατά το ποσοστόν 2/12 εξ αδιαιρέτου των εις το δικόγραφον της
αγωγής περιγραφομένων κληρονομιαίων ακινήτων, δεν
τελούσαν υπό την διαχείριση των αναιρεσιβλήτων
εκτελεστών της διαθήκης, διότι ο προβλεπόμενος από την προδιαληφθείσα διάταξη
του άρθρου 68 παρ. 3 ΑΝ 2039/1939 περιορισμός αναφέρεται εις εκείνο μόνον το
τμήμα της κληρονομίας που τάχθηκε αμέσως και ευθέως
υπέρ του κοινωφελούς σκοπού, ήτοι εις τα 9/12 εξ αδιαιρέτου τα οποία είχαν
περιέλθει εις το συσταθέν δια της από 14-10-1980 διαθήκης κοινωφελές ίδρυμα.
Ήδη, δια της υπ' αριθμ. καταθ. 1035/19-9-2003 κλήσεως
του εφεσιβλήτου-ενάγοντος εισάγεται ενώπιον του
Δικαστηρίου τούτου η υπ' αριθμ. καταθ. 238/1998 έφεση
των εκκαλούντων υπέρ των οποίων παρενέβη προσθέτως ο
Υπουργός των Οικονομικών, η οποία είναι ερευνητέα
κατά το παραδεκτόν και βάσιμο των λοιπών πλην του αμετακλήτως κριθέντος λόγων
αυτής.
Επειδή, οι καθών η κλήση εκκαλούντες κατά
την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκδίκαση της υποθέσεως διά των από 23-9-2004
εγγράφων προτάσεων εζήτησαν την αναβολήν
της συζητήσεως έως ότου περατωθούν αμετακλήτως οι δίκες οι ανοιγείσες
διά των α) υπ' αριθμ. καταθ. 52506/3483/2001 αγωγής
των εξ αίματος συγγενών της διαθέτιδος ασκηθείσης
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του άνω
συζύγου της και δικαιοπαρόχων του εφεσιβλήτου-ενάγοντος
με αίτημα την ακύρωση του γάμου των β) υπ' αριθμ. καταθ.
516/7-7-2000 αγωγής του Υπουργού των Οικονομικών και της προσθέτου υπέρ αυτού
παρεμβάσεως των εκκαλούντων ενώπιον του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου κατά των δικαιοπαρόχων του εφεσιβλήτου
αλλά και του ιδίου με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητος
της συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως κατά κυριότητα εις τον εφεσίβλητον δυνάμει του ως άνω 9133/1991 νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου του ποσοστού 2/12 εξ αδιαιρέτου
των κληρονομιαίων αγροτικών ακινήτων, εφ' ης εξεδόθη
η υπ' αριθμ. 641/2001 απόφαση του δικάσαντος
Δικαστηρίου δεχθείσα την αγωγήν
και παρέμβαση και κατά της οποίας ασκήθηκε από τον εφεσίβλητον
η υπ' αριθμ. καταθ. 499/2001 έφεση, εκκρεμούσα
ενώπιον του Εφετείου και γ) της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητος
της επίδικης από 14-10-1980 ιδιογράφου διαθήκης αγωγήςτων
πλησιεστέρων συγγενών της διαθέτιδος,
εφ' ης εξεδόθη η υπ' αριθμ. 7073/1996 απόφαση του Εφετείου η οποία απέρριψε την
αγωγή, εκκρεμούσης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως. Το περί αναβολής της
συζητήσεως της υποθέσεως αίτημα κρίνεται απορριπτέον
καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 249 του ΚΠολΔ κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, λαμβανομένου υπόψιν ότι οι εκκρεμείς δίκες δεν αφορούν εις την ένδικη
διαφορά περί κανονισμού του πλέον προσφόρου τρόπου
διοικήσεως των επικοίνων αγροτικών ακινήτων.
Επειδή, εκ
του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 785 έως 792 του ΑΚ
προκύπτει ότι η πλειοψηφία των κοινωνών, λαμβανομένης κατά το μέγεθος των
μερίδων, δικαιούται όπως δι' αποφάσεώς της καθορίζει τον προσήκοντα τρόπον
τακτικής διοικήσεως και εκμεταλλεύσεως του κοινού, ο οποίος πρέπει να είναι
σύμφωνος προς την φύση του κοινού πράγματος και τους κανόνες της επιμελούς
διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως αυτού, εάν όμως η απόφαση της πλειοψηφίας
στερείται τούτων οι εναντιωθέντες και μειοψηφούντες
συγκύριοι δικαιούνται να προκαλέσουν τον δια του Δικαστηρίου κανονισμόν της διοικήσεως' εξ ετέρου και η μη αντικειμένη
εις τους ως άνω κανόνες απόφαση της πλειοψηφίας, δύναται να προσβληθεί υπό της
μειοψηφίας εάν υπερβαίνει προφανώς τα υπό του άρθρου 281 του ΑΚ τεθειμένα όρια της καλής
πίστεως, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του
δικαιώματος.
Επίσης,
συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 29 ΑΝ 2039/1939 "περί
τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των Νόμων περί εκκαθαρίσεως και
διοικήσεως των εις το κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων
κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών", συντρέχοντος του Δημοσίου μετ'
άλλων, το Δημόσιον αναλαμβάνει την εκκαθάριση της όλης κληρονομίας
η οποία ενεργείται κατά τις διατάξεις του Νόμου αυτού, εκ του προϊόντος δε της
εκκαθαρίσεως αποδίδεται μετά το πέρας αυτής δια πράξεως του Υπουργού των
Οικονομικών το εις τους συγκληρονόμους αναλογούν, παρακρατουμένων των
βαρυνουσών αυτούς δαπανών εκκαθαρίσεως. Οι ανωτέρω διατάξεις του ΑΝ 2039/1939,
οι οποίες δεν καταργήθηκαν δια του άρθρου 101 του ΕισΝΑΚ,
έχουν εφαρμογήν, εν όψει και των διατάξεων του ΑΚ 789
επ., όταν εις την κληρονομίαν περιλαμβάνονται κινητά
ή ακίνητα και εις άλλους εξ αδιαιρέτου.
Περαιτέρω,
συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 68 παρ. 2 του ΑΝ 2039/1939, ο εκτελεστής
διαθήκης (ο οποίος κατά το άρθρον 64 του ιδίου Νόμου είναι διοικητικόν
όργανον του Κράτους ως ασκών δημοσίαν λειτουργίαν),
κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού των Οικονομικών υποχρεούται, εφόσον δεν
περιορίζεται εκ της διαθήκης, να παραδώσει εις τον κληρονόμον
κάθε στοιχείον της κληρονομίας
το οποίο αποτελεί μέρος της κληρονομικής του μερίδος
και του οποίου δεν έχει ανάγκη διά το έργον της εκκαθαρίσεως, των ούτω δε
παραδοθέντων στοιχείων την ελευθέραν διαχείριση
αναλαμβάνει ο κληρονόμος. Επομένως έσφαλε η εκκαλουμένη
απόφαση δεχθείσα ως νόμω βάσιμον το περί ελευθέρας
διαχειρίσεως και αποκλειστικής χρήσεως αγροτεμαχίου αίτημα του εφεσιβλήτου ενάγοντος, καταστάντος
συγκυρίου κατά ποσοστόν 2/12 εξ αδιαιρέτου των κληρονομιαίων
αγροτικών ακινήτων περιγραφομένων εις το δικόγραφον της αγωγής των οποίων τα
9/12 εξ αδιαιρέτου είχαν περιέλθει εις το συσταθέν διά της διαθήκης αυτής
κοινωφελές ίδρυμα, συμφώνως προς τα προδιαληφθέντα,
λαμβανομένου υπόψιν ότι ο επίδικος αγρός εμβαδού 234
στρεμμάτων επί συνόλω 1297 στρεμμάτων, είναι απαραίτητον
να ευρίσκεται εις την κατοχήν των εκκαλούτων
εκτελεστών της διαθήκης δια τις ανάγκες της εκκαθαρίσεως, πρέπει δε να
σημειωθεί ότι εις τους δικαιοπαρόχους του εφεσιβλήτου
ενάγοντος, συγκληρονόμους εξ αδιαθέτου του συζύγου της διαθέτιδος
και μεριδούχου κατά ποσοστόν 3/12 της όλης κληρονομίας, υποχρεούνται οι εκτελεστές της διαθήκης εκκαλούντες να παραδώσουν εκ του προϊόντος της εκκαθαρίσεως
αναλογούν στοιχείον της κληρονομίας
κατά το ποσοστόν 1/12 εξ αδιαιρέτου μετ' αφαίρεση του ποσοστού 2/12
μεταβιβασθέντος από αυτούς λόγω πωλήσεως εις τον εφεσίβλητον.
Επομένως, δεκτή καθίσταται η έφεση ως κατ' ουσίαν βάσιμη κατά τους δεύτερον και
τρίτον λόγους αυτούς, του πρώτου λόγου απορριφθέντος αμετακλήτως δυνάμει της
υπ' αριθμ. 545/2003 αποφάσεως του Αρείου Πάγου συμφώνως προς τα διαληφθέντα εις την αρχήν της αποφάσεως.-
Επειδή, εκ
της επανεκτιμήσεως των μετ' επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων αποδεικτικών
μέσων και δη της καταθέσεως του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετασθέντος μάρτυρος, πάντων των νομοτύπως προσκομισθέντων
εγγράφων, των ομολογιών των διαδίκων, αποδεικνύονται τα κατωτέρω πραγματικά
περιστατικά: Η κατά την 7-12-1982 αποβιώσασα Θ. σύζυγος Α. Δ. δια της νομίμως
δημοσιευθείσης από 14-10-1980 ιδιογράφου διαθήκης της εγκατέστησε ως
κληρονόμους της επί των αγροτικών ακινήτων της το "Ίδρυμα Β. Κ." και
επί των αστικών ακινήτων της το "Κληροδότημα Ν. και Μ. Κ." κατέλιπε δε κληροδότημα υπέρ του συζύγου της, το οποίο
εκείνος αποποιήθηκε, ασκήσας το δικαίωμα νομίμου
μοίρας του επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου της όλης κληρονομίας
αναγνωρισθέν δυνάμει της υπ' αριθμ. 265/1985 αποφάσεως του Μονομελούς
Πρωτοδικείου περί παροχής κληρονομητηρίου, μεταγραφέντος νομίμως. Αποβιώσαντος του ανωτέρω μεριδούχου την 18-3-1986 και κληρονομηθέντος
κατ' ισομοιρίαν εξ αδιαθέτου από τα τέκνα του Α. Ν. και
Α. Ν. τα οποία μετέγραψαν νομίμως τις περί αποδοχής της κληρονομίας
δηλώσεις των και εν συνεχεία, διά του υπ' αριθμ. 9133/1991 συμβολαίου της
συμβολαιογράφου Ε. Τ., μεταγραφέντος νομίμως, επώλησαν εις τον εφεσίβλητον
ενάγοντα το ποσοστόν 2/12 εξ αδιαιρέτου των κατωτέρω περιγραφομένων κληρονομιαίων αγροτικών ακινήτων των οποίων τα 9/12 εξ
αδιαιρέτου είχαν περιέλθει εις το "Ίδρυμα Β. Κ." συσταθέν διά της από
14-10-1980 διαθήκης. Εν συνεχεία δυνάμει της υπ' αριθμ.
1050032/1474/Α0011/30-10-1996 αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, οι
ορισθέντες από την άνω διαθέτιδα εκτελεστές δικηγόρος
ΔΣΛ. Ι. Κ. και δικηγόρος ΔΣΑ
Γ. Β. επαύθησαν λόγω της αρνήσεώς των να διαθέσουν τα
διαχειριστικά βιβλία της κληρονομίας, καθιστώντας μη
εφικτόν τον έλεγχον αλλά και διότι διαπιστώθηκε από τα αρμόδια όργανα η άτακτη
διαχείριση κατά παράβαση των διατάξεων του ΑΝ 2039/1939. Πρέπει να σημειωθεί
ότι ο εφεσίβλητος ενάγων είναι αδελφός της συζύγου του αντικατασταθέντος
εκτελεστού Δ.Σ. Λ. Ι. Κ. (από 6-10-1997 έγγραφες προτάσεις εναγομένης ενώπιον
του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντά του κατά τον χρόνον
εκποιήσεως εις τον ενάγοντα του ποσοστού της κληρονομιαίας
περιουσίας, ο τελευταίος δε μέχρι και την αντικατάσταση του εκτελεστού αυτού
περί το τέλος του έτους 1996 εις ουδεμίαν προέβη
ενέργειαν προς ενημέρωσή του σχετικώς με το δικαίωμά του περί καρπώσεως των
ωφελημάτων, λαμβανομένου υπόψιν ότι οι τότε
εκτελεστές καλλιεργούσαν τα αγροκτήματα με σιτηρά δι' αυτεπιστασίας. Δια της
προδιαληφθείσης αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών διορίσθηκαν εις
αντικατάσταση των παυθέντων εκτελεστών η εναγομένη
δικηγόρος Δ.Σ. Λ. και ο δικηγόρος Δ.Σ. Α. Γ. Β., ο οποίος παραιτήθηκε,
διορισθέντος του ήδη εκκαλούντος δικηγόρου Δ.Σ.
Λ. Ζ.Μ. συνεκτελεστού της διαθήκης δυνάμει της υπ' αριθμ.
1108812/Α0011/2-12-1997 αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
Περαιτέρω
απεδείχθη ότι η εκτελεστής της διαθήκης εκκαλούσα, διορισθείσα κατά την έναρξη
της καλλιεργητικής περιόδου, επέβλεψε τις καλλιέργειες των αγροκτημάτων καθόσον
οι αντικατασταθέντες εκτελεστές προέβησαν εις την σπορά, εν συνεχεία δε και
κατόπιν εγκρίσεως κατά μήνα Ιανουάριον του έτους 1997
του Υπουργού των Οικονομικών (έγγραφον υπ' αριθμ. πρωτ.
1002074/81/Α0011/28-1-1997) και μετά την συγκομιδή και διάθεση των καρπών διά
σχετικών ανακοινώσεων το πρώτο δεκαήμερον του Ιουνίου
1997 εις τον τοπικόν τύπον, την 20-7-1997 εδημοσίευσε εις την αυτήν εφημερίδα περίληψη της από
17-7-1997 διακηρύξεως διά πλειοδοτικής δημοπρασίας της εκμισθώσεως για
ποτιστικές καλλιέργειες των αγροτικών ακινήτων ήτοι: 1) ενός αγρού 138
στρεμμάτων κειμένου εις την θέση "Δ.", 2) ενός αγρού 65 στρεμ. εις την θέση "Κ.", 3) αγρού 234,500 τ.μ.
εις την θέση "Ε.", 4) αγρού 350 στρεμ. Εις
την θέση "Β.", 5) αγρού 290 στρ. εις την θέση "Π.", 6)
αγρού 180 στρ. εις την θέση "Π.", 7) αγρού 29.500 τ.μ. εις την θέση
"Κ." και αγρού 4 στρ. κειμένου εις τον οικισμόν
Π. Ο εφεσίβλητος ενάγων κοινωνός συμμετείχε την 3-8-1997 εις την δημοπρασίαν και πλειοδότησε εις την εκμίσθωση του υπ'
αριθμ. 3 προπεριγραφομένου αγρού διά την οποίαν συνετάγη το από 2-9-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως,
έκτοτε δε έχει την χρήση του επιδίκου του οποίου αιτείται διά της υπ' αριθμ. καταθ. .../17-7-1997 αγωγής την παραχώρηση.
Εκ πάντων
των προδιαληφθέντων συνάγεται η αποδοχή του
κοινωνού-συγκυρίου εφεσιβλήτου του τρόπου
διαχειρίσεως των κοινών αγροτικών ακινήτων από την εκκαλούσα και εάν
παραχωρηθεί εις τον εφεσίβλητον η αποκλειστική χρήση
του αναλόγου προς την ιδανική του μερίδα αγρού δυσχεραίνεται το έργον των συνεκτελεστών λαμβανομένου υπόψιν
ότι τα επίδικα αγροτικά ακίνητα εκμισθώνονται με διάρκειαν δύο καλλιεργητικών
ετών εις τρίτους απαγορευομένης της παρατάσεως.
Συνακολούθως τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία
έκρινε ότι ο τρόπος εκμεταλλεύσεως των επικοίνων από
την εναγομένη εκτελεστή της διαθήκης είναι αντίθετος κατά το άρθρον 281 του ΑΚ εις τα συμφέροντα του ενάγοντος κοινωνού και ανεγνώρισε
ως άκυρη την απόφαση της εναγομένης περί του τρόπου διοικήσεως και
χρησιμοποιήσεως των επικοίνων αγροτικών ακινήτων και
παρεχώρησε εις τον ενάγοντα την χρήση του υπ' αριθμ. 3 προπεριγραφομένου
αγρού έσφαλε περί την εφαρμογήν του άρθρου 790 του ΑΚ,
κατά τις διατάξεις του οποίου προϋπόθεση δικαστικής επεμβάσεως είναι η έλλειψη
αποφάσεως της πλειοψηφίας των κοινωνών του κοινού πράγματος, και κακώς τις αποδείξεις
εκτίμησε δεχθείσα ότι ούτω δεν δυσχεραίνεται το έργον
της εκκαθαρίσεως και έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή. Διά τους λόγους αυτούς
πρέπει να γίνει δεκτός και ο τέταρτος λόγος της εφέσεως και εν γένει η έφεση
και πρόσθετος παρέμβαση και κατ' ουσίαν εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου
Δικαστηρίου, κρατηθεί η αγωγή και απορριφθεί ως αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη των
εκκαλούντων και προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβάντος του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να
επιβληθεί εις τον ηττηθέντα εφεσίβλητον (ΚΠολΔ 176, 183).